«Η ΑΝΤΙΛΗΨΙΣ ΟΤΙ ΤΑ ΜΕΡΗ τα οποία προορίζονται διά την έκτισιν της ποινής των αδικοπραγησάντων πρέπει να είναι τάφοι ζωντανών ανθρώπων και ανήλιοι λάκκοι σιδηρόφρακτοι ανήκει ευτυχώς εις το παρελθόν, εις την τρομεράν περίοδον των Φεουδαρχών και εις την σκοτεινήν εποχήν του μεσαίωνος. Σήμερον εις όλα τα πεπολιτισμένα κράτη αι φυλακαί και ιδιαιτέρως τα κρατητήρια είναι περιποιημέναι αίθουσαι με όλους τους κανόνας της υγιεινής και με όλας τας σχετικάς προϋποθέσεις διά την εξασφάλισιν μιας ανθρωπίνης ζωής. Διότι επί τέλους κράτησις, φυλάκισις κτλ. δεν σημαίνει κατατυράννησις της ανθρωπίνης υπάρξεως ή υπονόμευσις της υγείας ή προώθησις εις την φθοράν και την τρέλλαν, αλλά απλώς στέρησις της προσωπικής ελευθερίας. Ιδούμεν, έχει τοιαύτην αντίληψιν η πεπολιτισμένη ελληνική πολιτεία;»
Με αυτές τις σκέψεις ως αφετηρία επισκέφτηκε τον Φλεβάρη του 1929 ο Ευστάθιος Θωμόπουλος, αστυνομικός ρεπόρτερ της εφημερίδας «Εσπερινή», το Τμήμα Μεταγωγών.
Στο περιλάλητο τμήμα
Στο Τμήμα Μεταγωγών, όπως πληροφόρησε τον ρεπόρτερ ο διοικητής του, Στυλιανός Παπαγρηγοράκης, δεν μεταφέρονταν μόνο οι καταδικασμένοι από τα Πταισματοδικεία ή τα Πλημμελειοδικεία για ολιγοήμερες κρατήσεις προκειμένου να εκτίσουν εκεί την ποινή τους. Μεταφέρονταν επίσης οι καταδικασμένοι από φυλακές διαφορετικών επαρχιών σε άλλες φυλακές, καθώς και οι «κοινές γυναίκες» τις οποίες συνάθροιζε το Τμήμα Ηθών από τους δρόμους και τους σιδηροδρομικούς σταθμούς. Επίσης, όταν κάποιος δραπέτης των ψυχιατρείων συλλαμβανόταν στους δρόμους, κρατούνταν στο Τμήμα Μεταγωγών μέχρι να μεταφερθεί εκεί από όπου ξέφυγε.
«Μένοντες με θερμοκρασίαν Σιβηρίας, εισπνέοντες βρώμαν και δυσωδίαν αποπάτων και σταύλων, συμφυρόμενοι με φυματικούς, τρελλούς και λυσσοδήκτους, αποφυλακίζονται με οργανισμόν πλήρη από όλα τα μιάσματα και όλας τας ασθενείας».
Στο περιλάλητο τμήμα μεταφέρονταν ακόμη και οι εκτοπιζόμενοι για υπόθαλψη ληστών, οι κομμουνιστές, οι λαθρέμποροι «και όλα τέλος τα άτακτα στοιχεία της ανθρωπίνης φύσεως μέχρι να τοποθετηθούν με τους τύπους της ποινικής δικονομίας».
Το τμήμα, που αποτελεί την αρχή και το τέλος όλων των βασάνων για εκείνους οι οποίοι από μια ατυχή σύμπτωση ή από την κακοκεφαλιά τους μπλέχτηκαν με τη Δικαιοσύνη, ήταν στην πραγματικότητα ένας θάλαμος μήκους δέκα περίπου μέτρων και πλάτους όχι περισσότερο από πέντε. Είχε διαμοιραστεί σε έξι κελιά, στα οποία στοιβάζονταν ανεξαρτήτως ποιότητας, κοινωνικής θέσης και είδους καταδίκης όλοι οι έχοντες την ατυχία να περάσουν από εκεί. Ο θάλαμος αποτελούνταν από τοιχώματα διάτρητα, ετοιμόρροπα, και αντί για παράθυρα ο προθάλαμός του είχε χαρτιά και κομμάτια από τενεκέδες.
Ως αποκορύφωμα της όλης αυτής βάρβαρης κατάστασης ερχόταν η δεινή δυσωδία από τον παραπλεύρως στάβλο, όπου διατηρούνταν οκτώ άλογα του τμήματος. Την κατάσταση συνοψίζει ο Θωμόπουλος στην παρακάτω φράση:
«Μένοντες με θερμοκρασίαν Σιβηρίας, εισπνέοντες βρώμαν και δυσωδίαν αποπάτων και σταύλων, συμφυρόμενοι με φυματικούς, τρελλούς και λυσσοδήκτους, αποφυλακίζονται με οργανισμόν πλήρη από όλα τα μιάσματα και όλας τας ασθενείας».
Οι πλιατσικολόγοι «άνευ θητείας» χωροφύλακες
Η δύναμη του τμήματος αποτελούνταν από 95 άντρες, εκ των οποίων οι 72 ήταν το «μορφωμένον επαγγελματικώς προσωπικόν». Οι υπόλοιποι 20-25 ήταν «χωροφύλακες άνευ θητείας», άτομα δηλαδή τα οποία, μη έχοντα πού την κεφαλήν κλίναι, κατατάσσονταν για έξι μήνες στη χωροφυλακή με εννιακόσιες δραχμές μηνιαίως. Σε αυτούς τους εξαμηνιαίους χωροφύλακες δεν ήταν δυνατόν να βασιστεί ο υπεύθυνος διοικητής, και μόνον φασαρία του έφερναν παρά βοήθεια. Ναυαγοί της κοινωνίας οι περισσότεροι, κατατάσσονταν «διά έξι μήνας, διά να γλυτώσουν λίγο το κρύον, φορούντες καινουργείς στολάς χωροφυλάκων, και διά να αποσπάσουν κανένα φιλοδώρημα από τους ευπόρους κρατουμένους. Απόδειξις ότι το πλιατσικολόγημα τους ωθεί εις την κατάταξιν ταύτην είναι ότι εις τας αποδράσεις κρατουμένων ή μεταφερομένων προσώπων πάντοτε είναι αναμεμιγμένοι οι εξαμηνιαίοι αυτοί χωροφύλακες».

Στα μπουντρούμια
Την ξενάγησή του εις τα κρατητήρια ξεκίνησε ο Ευστάθιος Θωμόπουλος από τον πάνω θάλαμο, «εις τον οποίον βρίσκονταν δεκαπέντε πρόσωπα. Άνδρες, γυναίκες, παιδιά και ένα μωρουδάκι. Σώματα βουνίσια που έχουν συνηθίσει εις το χιόνι και τα ξεροβόρια, μόλις φαίνονται να έχουν ζωήν. Ως ο καλλίτερος θεωρούμενος, αυτός ο θάλαμος έφεγγε δύστηνος από όλες τις μπάντες».
Ήταν ολόκληρος ένα τεράστιο «τρανσπαράν» φανταστικού τέρατος, που νόμιζε κανείς πως με τα παγωμένα ρεύματα συντηρείται. Οι κρατούμενοι, που τουρτούριζαν όλοι, μελανιασμένοι και αξιοθρήνητοι, μόλις που κατάφερναν να του απαντήσουν. Καταχωνιασμένοι από την υπερσιβηρική ατμόσφαιρα του θαλάμου, δεν είχαν καν τη δύναμη να στυλωθούν στα πόδια τους για να του μιλήσουν και να φωτογραφηθούν.
«Όλη αυτή η αξιοθρήνητος ομάδα διατελεί υπό εκτόπισιν. Γυναίκες, άνδρες και παιδιά έχουν υποπέσει εις την “σοφήν” διάταξιν του περιφήμου νόμου περί εκτοπίσεως και πρόκειται να μεταφερθούν εις διαφόρους νήσους, κατόπιν αποφάσεων των τοπικών επιτροπών ασφαλείας των επαρχιών τους».
Ένας γέρος ογδοντάρης είχε εκτοπιστεί από τη Θεσσαλία, διότι είχε την ατυχία να έχει κάποια συγγένεια με τον ληστή Χασιώτη. «Τρέμει ολόκληρος και κάμνει τον σταυρόν του να πεθάνει για να αναπαυθή».
Η αδελφή του βασιλέως των ηπειρωτικών ορέων Ζώγα είναι η μόνη που δεν φαίνεται να την πείραξε η εκμηδενισμένη θερμοκρασία του θαλάμου.
— Τι φταίω εγώ! Τι φταίω αν ο αδελφός μου βγήκε εις το κλαρί που με εξορίζουν;
«Αλλά η βαρβαροτέρα αδικία έχει γίνει εις τα τρία μικρά. Το μεγαλύτερον είναι πέντε ετών και το μικρότερον μόλις 14 μηνών. Έχουν εξορισθή και αυτά μαζί με τους γονείς τους».
Στα υπόλοιπα έξι κελιά, μήκους όχι περισσότερο από δύο μέτρα και με ανάλογο πλάτος, στοιβάζονταν «σαρδελληδόν» άνθρωποι με κάπες, με ζωνάρια, αλλά και άνθρωποι αμέμπτου περιβολής, με σκληρά κολάρα και παπιγιόν. Λουστρίνια αισχροκερδών κρατουμένων, τσαρούχια ληστών και μποτίνια διαρρηκτών εναγκαλίζονται παθιασμένα, ενώ από το μικρό κιγκλιδόφρακτο παράθυρο ξεπροβάλλει η ισχύς του κράτους: το στίλβο βραχύκαννο του σκοπού χωροφύλακα.
Το γυναικείο κρατητήριο

Τα ίδια όμως συμβαίνουν και με τις θηλυκές κρατούμενες. Φύρδην μίγδην κορίτσια που υπέπεσαν σε κάποια μικρο-υπεξαίρεση ή υπηρέτριες που έφυγαν ξαφνικά από τα σπίτια για κάποιο μάλωμα με τις κυρίες τους, υποπίπτουσες έτσι σε πταίσματα, και καταδικασμένες νοικοκυρές που γκρίνιαξαν βρισιές και είπαν προσβλητικές φράσεις στις γειτόνισσές τους.
Δεν έχει όμως μόνον αυτές τις απόψεις το μωσαϊκό που παρουσιάζει το γυναικείο κελί του Τμήματος Μεταγωγών. Το μόνιμο φόντο του είναι η σωρεία των «κοινών γυναικών» που περνούν από εκεί μέσα. Αυτό το αποτελούν γυναίκες που τις σακάτεψε η κατάχρηση του εμπορίου της σάρκας τους, κοπέλες που τους τραγάνισαν το κορμί το αλκοόλ, η κοκαΐνη και τα αφροδίσια νοσήματα.
Από το κυκλικό σιδηρόφρακτο παράθυρο τις είδε ο Ευστάθιος Θωμόπουλος μαζεμένες, «κολλημένες εις τον τοίχο, κατακίτρινες, καταμελανιασμένες, με μάτια βαθουλωμένα σαν τέρατα, που τα είχαν ξεράσει οι πράσινες υγρές χαρακμάδες του τοίχου».
Μίλησε με μια από αυτές. Ήταν ένα κοριτσάκι συμπαθητικό, μόλις 16 ετών, που είχε γεράσει πρόωρα και απότομα. Πυκνές ζαρωματιές τής είχαν αυλακώσει το πρόσωπο «και ο μέχρι της χθες ξεφρενιασμένος αφροδισιακός σπασμός την έχει κάνει τώρα να τρέμει σαν γριά ογδοήντα χρονών. Από όλη την ραγδαία αυτή καταστροφή που έχει υποστεί το κορμί της και το πρόσωπό της, έχει απομείνει μόνο ελκυστική ακόμα η λάμψη των ματιών». Τα δάχτυλά της τα είχε τυλιγμένα σε λόφους από μπαμπάκια.
—Τι έχουν τα χέρια σου;, τη ρώτησε ο ρεπόρτερ της «Εσπερινής» Θωμόπουλος και εκείνη απάντησε σαν να του έλεγε ότι έπαθε χιονίστρες.
— Μου έχει σπάσει τα δάχτυλα η σύφιλη, κύριε.
— Πώς το έπαθες αυτό;
— Με πήρε ένας πρόπερσι στο κρεβάτι του, έκανε ό,τι ήθελε και ύστερα με άφησε στους πέντε δρόμους. Πού να ξέρω εγώ τι φωτιά μου είχε βάλει στο κορμί μου. Πολλούς μήνες αργότερα κατάλαβα ότι τα σπυριά που έβγαιναν στο κορμί μου ήταν από σύφιλη. Τώρα με στέλνουν στο νοσοκομείο. Μου είπαν πως θα γιάνω!
Ο Θωμόπουλος φεύγει με συναισθήματα φρίκης «από το ζωντανό πτώμα και το κελί των γυναικών».
— Αυτά που είδατε δεν είναι τίποτα, του λέει ο ενωμοτάρχης που τον συνοδεύει. Πού να είσαστε εδώ κάνα βράδυ του Σαββάτου, να δείτε τι γίνεται...
— Δηλαδή;
— Να, το Τμήμα Ηθών μάς τις στέλνει σωρηδόν για να τις στείλουμε στον Συγγρό ή στα διάφορα χαμαιτυπεία, που ορίζει να πάνε να δουλέψουν, καταλαβαίνετε ποια δουλειά. Ο Συγγρός επίσης εκείνη την ημέρα βγάζει εκείνες που θεραπεύονται για να συνεννοηθούμε σε ποιο μέρος και σε ποια πόλη να σταλούν εξορία ή για να κλειστούν σε οίκους ανοχής.
Και δεν συμβαίνουν μόνο αυτά που ανέφερε ο ενωμοτάρχης, σχολιάζει κλείνοντας την έρευνά του ο Θωμόπουλος. «Το θλιβερότερον είναι ο θρήνος και ο οδυρμός των άτυχων γυναικών, που γίνεται μέσα εις το Τμήμα Μεταγωγών, αι οποίες, διότι έτυχε να παραστρατήσουν, πρέπει σώνει και καλά να δηλωθούν. Κλαίουν, οδύρονται, ζητούν από τους αξιωματικούς του Τμήματος να μην διαγραφούν από την κοινωνίαν, να μην σταλούν εις τα υπό την εποπτείαν του Κράτους λειτουργούντα σπίτια του εμπορίου της σαρκός και να τους βρουν μια τίμια δουλειά να μπουν στον ίσιο δρόμο».