«ΠΟΙΟΣ ΕΙΠΕ ΟΤΙ η κόλαση βρίσκεται στον άλλο κόσμο; Υπάρχει μέσα στην Αθήνα, στην καρδιά της θα μπορούσε να ειπεί κανείς. Είναι ένα μακρύ τετράγωνο, κλεισμένο με χαμηλό τοίχωμα και πυκνά δένδρα. Και η ευτυχία της ζωής γύρω του με όλες τις απτές αποδείξεις. Μικρά και μεγάλα εύρυθμα σπίτια, δρόμοι πολυσύχναστοι, κέντρα και ταβερνούλες και μία εκκλησία κοντά αφιερωμένη στη χάρη της Αγίας Ζώνης. Δίπλα εν τούτοις απ’ αυτή την πρόσχαρη κορνίζα της ζωής και πίσω από τους απλούς χαμηλούς μαντρότοιχους η κόλασις, όλες οι κατάρες των ανθρωπίνων κριμάτων».
Με αυτά τα λόγια περιγράφει ο ρεπόρτερ της εφημερίδας «Ακρόπολις», Ευστάθιος Θωμόπουλος, τις εντυπώσεις του από την επίσκεψή του στο Άσυλο Ανιάτων επί της οδού Αγίας Ζώνης, στην Κυψέλη, τον Γενάρη του 1932.
Είχε φτάσει εκεί το μεσημέρι, παρασυρόμενος από την «προς τους φιλανθρώπους έκκληση» που είχε δημοσιευτεί την περασμένη μέρα στην εφημερίδα του.
Μπαίνοντας στους νοικοκυρεμένους θαλάμους των αρρώστων, ο ρεπόρτερ νόμιζε ότι βρίσκεται σ’ ένα συνηθισμένο σανατόριο. Αποτείνοντας όμως τον λόγο στους ασθενείς, κατάλαβε ότι δεν ήταν «παρά πτώματα που η ζωή είναι το χειρότερο βασανιστήριο».
«Το αξιοθαύμαστο αδελφάτο που διευθύνει την ωργανωμένη αυτή κόλασι, που τιτλοφορείται τόσο πεζά άσυλον ανιάτων και προσπαθεί όσο του είναι δυνατόν να καταστήσει γλυκύτερη την ζωή των κολασμένων, εζήτησε διά των εφημερίδων τη συνδρομή των φιλευσπλάγχνων».
«Εις τον περίβολο των ερπετών»
Συνοδευόμενος από τη διευθύντρια και την επιμελήτριά του ιδρύματος, ο ρεπόρτερ επισκέφτηκε τα δώδεκα διαμερίσματα της «στεγασμένης αυτής αθηναϊκής κολάσεως». Πρόλογος και πρώτη υποβολή στα φρικτά αισθήματα που γεννήθηκαν ήταν ο περίβολος του ιδρύματος.
«Κάποιας απίθανου ζωϊκής συνομοταξίας άνθρωποι σέρνονταν χάμω, παίζοντας με τα σκελετωμένα τους χέρια με τα χώματα, γέλια σαρκαστικά που αφήνουν να φαίνωνται κίτρινα δόντια. Εδώ τα ερπετά των κύκλων του Δάντη και εκεί οι κολασμένοι που έγιναν ζώα. Είναι αυτοί οι τρόφιμοι του ιδρύματος οι ευτυχέστεροι. Αυτοί που ημπορούν να κινούνται».
Η επιμελήτρια του ιδρύματος κάλεσε «ένα από τα παράδοξα αυτά όντα». «Έλα δω, Γιώργο». Ο Γιώργος πλησίασε.
«Άνθρωπος ή τέρας; Άγνωστον. Σέρνεται με τα γόνατα σπασμένα, τα πόδια γυριστά πίσω προς τον ουρανό. Η παραμορφωτική αθλιότης του έχει σβύσει κάθε ανθρώπινο ίχνος. Μόνο τα μάτια και ένα ατελείωτο αποκρουστικό μειδίαμα επιμαρτυρούν ότι το πλάσμα αυτό υπήρξεν άλλοτε άνθρωπος».
Ο Γιώργος γελούσε ευχαριστημένος. Ο ίδιος είπε ότι είχε 29 χρόνια μέσα στο ίδρυμα και δεν θα ήθελε να τον διώξουν. Ονομαζόταν Γ. Δασκαλάκης, θυμόταν πως κατάγεται από τα Χασιά, αλλά δεν ήξερε αν υπήρχε εκεί κάτω ακόμα κανείς από τους δικούς του.
Στον περίβολο υπήρχαν «κάθε είδους ανθρώπινα ερπετά», που άλλα γελούσαν και άλλα δάκρυζαν χωρίς λόγο και αφορμή. Η αποχώρηση του ρεπόρτερ από το σημείο συνοδεύτηκε από ένα χλιμίντρισμα.
«Ενομίσαμε πραγματικά ότι ήτο κάποιο άλογο. Ήταν όμως ένα παιδί με άσπρους τους βολβούς των ματιών, με σακατεμένο το πρόσωπο από την ευλογιά, που εχλιμίντριζε σαν άλογο προς τον αέρα, πασπατεύοντας με τα χέρια του τη ζώνη του πανταλονιού του. Ήταν ένας κωφάλαλος με χαμένο το φως των ματιών που όλη του η ζωή από μικρό παιδί τώρα περνά εκεί με οραματισμούς άγνωστον ποιους. Ζώντας ακόμη στο διαρκές σκοτάδι δεν είναι δυνατόν να πέσει στο κρεβάτι παρά μόνον διά της βίας».
Φεύγουν από κει με την ψυχή γεμάτη φρίκη, ενώ δεν βρίσκονται παρά μόνο στην αρχή της κόλασης.
Στους θαλάμους
Όσο ο Θωμόπουλος περνούσε τους θαλάμους τόσο η εντύπωση ότι βρισκόταν σε απόκοσμους τόπους καταραμένων υπάρξεων υψωνόταν στη σκέψη του.
Εκ πρώτης όψεως, μπαίνοντας στους νοικοκυρεμένους θαλάμους των αρρώστων, νόμιζε ότι βρίσκεται σ’ ένα συνηθισμένο σανατόριο. Αποτείνοντας όμως τον λόγο στους ασθενείς, κατάλαβε ότι δεν ήταν «παρά πτώματα που η ζωή είναι το χειρότερο βασανιστήριο». Μίλησε με έναν από τους ασθενείς, τον Κώστα Χελιώτη. Βρισκόταν στο κρεβάτι του εκεί επί εικοσαετία και δεν μπορούσε να γυρίσει από το ένα πλευρό στο άλλο.
«Δόξα να 'χη ο Θεός που μπορώ και κουνώ τουλάχιστον τα χέρια μου και βλέπω το φως του Θεού. Δείτε αυτούς...» Και παρηγορήθηκε, δείχνοντας στον ρεπόρτερ μια στρατιά τυφλών που στέκονταν προς το παράθυρο, με τα άδεια μάτια στραμμένα στο πένθιμο φως της ημέρας. Δίπλα στον Χελιώτη, ένα άλλο ζωντανό, ασάλευτο πτώμα: ο Γεώργιος Σκορδίλης. Ένας γεροντάκος συμπαθητικός, με ολόασπρα μαλλιά, που προσπαθούσε να χαμογελά, πάντοτε ευχαριστημένος, ενώ όλα τα σημεία της οδύνης για την αθεράπευτη πάθησή του τού στεφάνωναν το πρόσωπο.
Έπειτα πέρασε στον διπλανό θάλαμο των παιδιών. Αγόρια και κορίτσια «παραλυτικά, με στρεβλωμένα τα χέρια, με τα πόδια που δεν υπάρχουν παρά ως ειρωνικά σημεία της τραγικής των τύχης, με τους λαιμούς γυρισμένους προς τα κάτω, που λοιδορούν το πάτωμα και το ταβάνι αποχαυνωμένα. Είναι σπορά ερώτων σάπιων, σκουληκιασμένης αγκαλιάς, που εβγήκαν στη ζωή μόνο και μόνο ίσως για να μας θυμίζουν τι έμπυο της πλάσεως είμαστε όλοι μας. Περιττόν να εξηγηθή ότι έχουν γεννηθή από γονείς με τη σπειροχαίτη μέσα τους, που τα εγκατέλειψαν στους δρόμους. Αλλά και αυτό, αν θέλετε, είμαστε πρόθυμοι να το συγχωρήσωμε, αφού το κτήνος της γεννήσεως δεν ξέρει φραγμούς. Δεν ημπορούμε όμως ν' αφήσουμε απαρατήρητα τρία κρούσματα πατρικής κτηνωδίας».
Ήταν δύο αγόρια κι ένα κορίτσι. Το ένα είχε το πρόσωπο παραμορφωμένο και η όρασή του ήταν σχεδόν κατεστραμμένη. Το άλλο είχε τα πόδια παράλυτα από τα γόνατα και το τρίτο δεν αισθανόταν τα άκρα του από τους γοφούς και κάτω. Ποιοι είναι οι άνθρωποι που τα είχαν εγκαταλείψει και δεν ενδιαφέρθηκαν για την τύχη τους ήταν άγνωστο. Το Άσυλο δεν γνώριζε ούτε τα ονόματά τους ούτε και από πού προέρχονταν. Τα είχε βρει στους αθηναϊκούς δρόμους και επάνω από τα ανάκλιντρά τους γράφονταν υποθετικά ονόματα με την προσθήκη: Αγνώστου Επωνύμου.
Το φιλμ της φρίκης συνεχίστηκε μέσα στους γυναικείους θαλάμους. Περισσότερες από πενήντα γυναίκες, συγκολλημένες στην κυριολεξία επάνω στα καθαρά κρεβάτια τους, σπαράζοντας από οδύνη, με κινούμενα πού και πού τα σκεβρωμένα χέρια τους.
«Στην άκρη του ενός θαλάμου, καθιστός σ’ ένα ανάκλιντρο, ένας όγκος σαρκών χωρίς μιλιά, χωρίς φως, χωρίς καμμιά κίνηση. Τρέφεται όταν της δώσουν οι καλοί νοσοκόμοι του ιδρύματος και κινείται όταν την κινήσουν. Υπήρξεν εν τούτοις άλλοτε μία καλλονή ενός νησιού, που ο τύφος και η παραμορφωτική αρθρίτις τη μετέβαλαν σε πολτό απροσδιορίστου ζωής».
Οι επί πληρωμή τρόφιμοι
Έπειτα ο Θωμόπουλος πέρασε και στον θάλαμο των επί πληρωμή τροφίμων. Υπήρχε διαφορά μόνο στη διακόσμηση της σάλας και στην περιποίηση, «αλλά η κακοτυχία δεν γνωρίζει διαφορές για το χρήμα. Και η ίδια σωματική κόλασις που υπάρχει στους τροφίμους που μαζεύτηκαν από τους δρόμους, τα ίδια βασανιστήρια υπάρχουν και εις τους τροφίμους αυτούς που επέρασαν άλλοτε καλοζωισμένα».
Υπήρχε όμως και λίγος ανακουφιστικός τόνος σ’ όλη αυτή την πολλαπλή τραγωδία: γερόντισσες που έζησαν καλά τη ζωή τους και το πέρασμα του χρόνου τις είχε ρίξει κατάκοιτες στο κρεβάτι της ακινησίας. Μεταξύ αυτών των προνομιούχων της ζωής –γιατί οι άλλοι δεν την έζησαν ποτέ τους– συγκαταλεγόταν και η πρώτη σύζυγος ενός διάσημου Έλληνα συγγραφέα.
Τα υπόλοιπα άτονα σώματα «δίπλα στην ατυχήσασα σύζυγο του διασήμου συγγραφέα ήταν άλλοτε άνθη των αθηναϊκών σαλονιών. Τώρα εξαγοράζουν τις υπόλοιπες ημέρες της μαρτυρικής τους ζωής με 1.000 δρ. τον μήνα, δίπλα από τους θαλάμους των από γενετής απόκληρων της γης».
Όταν κάποτε εξαντλήθηκε η δημοσιογραφική υπομονή του, αλλά και λόγω της επιμονής των συνοδών του, ο Θωμόπουλος εδέησε να βγει από τους κύκλους των ζωντανών αυτών κολασμένων. Έφυγε ρίχνοντας γύρω ένα τελευταίο βλέμμα και οδηγήθηκε στο απέριττο γραφείο της διευθύντριας, για να ακούσει για την ιστορία του Ασύλου, για τις περιποιήσεις που παρείχε «εις τους δυστυχισμένους αυτούς ανθρώπους» αλλά και για την έλλειψη πόρων που απειλούσε «όλοι αυτοί οι ποταμοί της ζωντανής κολάσεως του Δάντη να ξεχυθούν εις τους δρόμους και η φρίκη να πλημμυρήση την Αθήνα…».