Το σημερινό πολυποστ είναι ένα queer μωσαϊκό εννέα επεισοδίων που δείχνουν πώς η λάμψη γεννιέται από ρωγμές:
η μονομαχία βλέμματος Wintour-Streep που έκλεψε την παράσταση στη πασαρέλα των Dolce & Gabbana,
το Rat = Art του Enfants Riches Déprimés με την κληρονομιά Clark-Richardson και τη λατρεία της σήψης,
οι ρωγμές ενός ιρανικού macho Instagram feed που μετατρέπει τη φιλία σε meme και την οικειότητα σε queer φαντασίωση,
η Nina Naï που φέρνει drag, όπερα και ελαφρό τραγούδι κάτω από το κυκλαδίτικο φεγγάρι,
το Grey Gardens ως queer παραβολή επιμονής και θεατρικότητας μέσα στην παρακμή,
ο Ιώκο/Imiterasu που λυγίζει την ποπ κουλτούρα ώσπου να γίνει confession,
και η τριλογία για τη Madonna όπου το τραύμα γίνεται φως κι η απόγνωση το καύσιμο της μαγείας.
Ένα pop-cultural αρχείο για το πώς το camp, η παρακμή και το queer τραύμα συνεχίζουν να επιμένουν πάνω στη σκηνή.
*Ο διάβολος φορούσε Anna/
Η μόδα αγαπά τα διπλά είδωλα∙ το πραγματικό δεν είναι ποτέ αρκετό. Στην πρώτη σειρά της Dolce & Gabbana η Anna Wintour κάθεται σαν άγαλμα που ρυθμίζει την αναπνοή μιας ολόκληρης βιομηχανίας.Λίγα λεπτά αργότερα μπαίνει η Meryl Streep∙ ξαναφορά το φάντασμα της Miranda Priestly κι όλοι καταλαβαίνουν ότι αυτό είναι το σίκουελ που η ίδια η ζωή σκηνοθετεί: The Devil Wears Prada Front Row Edition.
Το βλέμμα της Wintour δεν τρεμοπαίζει∙ είναι το βλέμμα μιας γυναίκας που ξέρει ότι η εξουσία μετριέται σε χιλιοστά χαμόγελου. Σκάει ένα μειδίαμα. Το βλέμμα της Streep είναι μιμητικό, σαρδόνιο, ένα camp παιχνίδι μνήμης∙ σαν να της λέει: «Σε έπαιξα και σε νίκησα στο queer box-office, biatch.» Δύο ψυχρές εκδοχές της ίδιας περσόνας κοιτάζονται∙ η αίθουσα παγώνει πιο πολύ κι από το air-condition του Μιλάνου.
Η πασαρέλα περνά: leopard, δαντέλα, χρυσές κορώνες. Κανείς δεν τα κοιτά. Όλα τα μάτια είναι στραμμένα πάνω στη μονομαχία του βλέμματος: η πραγματική βασίλισσα των περιοδικών και της μόδας κι εκείνη που έκανε όλο τον πλανήτη να υποκλίνεται σ’ ένα βλέμμα και μια προφορά που δεν της ανήκαν καν, μια καρικατούρα φόβου, το διάσημο Priestly-glare.

Κι εκεί βρίσκεται η ειρωνεία: η μόδα εκείνη τη στιγμή δεν χρειάζεται καμία νέα συλλογή∙ χρειάζεται μόνο έναν καθρέφτη που να διπλασιάζει τη φρίκη και τη γοητεία της. Η Wintour κι η Streep προσφέρουν αυτό το διπλό θέαμα: η μία είναι η εξουσία που δεν χρειάζεται να παίξει ρόλο∙ η άλλη είναι η ηθοποιία που πήρε το είδωλό της και το έκανε δική της εξουσία στη μνήμη του κοινού.

Το κοινό χειροκροτεί μηχανικά την πασαρέλα. Οι γνώστες ξέρουν: το πιο ακριβό ρούχο εκείνο το βράδυ ήταν η στιγμή που το πραγματικό και το camp έλιωσαν το ένα μέσα στο άλλο.
Το μόνο σίκουελ που άξιζε να συμβεί κι έγινε μπροστά μας.
*Rat = Art?/
Το Enfants Riches Déprimés δεν φτιάχνει απλώς ρούχα∙ χτίζει τελετές αποσύνθεσης. Η αισθητική του δεν είναι το «punk luxury» των οίκων που αναμάσησαν μια κάποτε επικίνδυνη στάση.
Είναι ένα funeral couture: στυλιζαρισμένες κηδείες, στολισμένες με φθαρμένα δέρματα, φλογισμένα prints, εικονογραφία που μυρίζει σήψη.
Στην καρδιά του brand δεν υπάρχει η νεότητα που προκαλεί, αλλά η γήρανση που σαπίζει.
Αν τα ’90s υπήρξαν το τελευταίο μεγάλο εργαστήριο εφηβικής πρόκλησης, το ERD επιστρέφει σε εκείνα τα ερείπια και τα αναγορεύει σε πολυτελές μνημείο.

Ο Larry Clark παλιός προφήτης της νεανικής ασωτίας έχει γεράσει.

Το σώμα του δεν είναι πια το skate σώμα του Kids, αλλά το φθαρμένο κέλυφος ενός προβοκάτορα που επέζησε του ίδιου του μύθου του.

Ο Terry Richardson, ο «αιώνιος έφηβος» με την Polaroid και το λευκό φόντο, έχει κι αυτός σαπίσει: ο κόσμος τον ακύρωσε, αλλά το αρχείο του παραμένει εκεί, με τα ποντίκια, τους γονείς στο κρεβάτι του πόνου, τις βρόμικες πλευρές της Americana που έβγαλε έξω από το celebrity ring.

Αυτή είναι η κληρονομιά που ρουφάει το ERD.

Ο Henri Alexander Levy αντιγράφει και ταυτόχρονα προφητεύει: η πρόκληση του Clark και του Richardson δεν ήταν ποτέ η πορνογραφία ή το αναιδές βλέμμα, αλλά το decay.

Την αποσύνθεση που όλοι αρνούνται να κοιτάξουν, την έλλειψη glamour όταν το φλας χτυπάει τη σήψη.

Το Enfants Riches Déprimés μεταφράζει αυτήν την κληρονομιά σε ρούχο: χρυσά jackets με στάμπες από εκκλησιαστικά μοτίβα, distressed t-shirts που μοιάζουν να έχουν βγει από ντουλάπα νεκρού, εκτυπώσεις που μυρίζουν αρρώστια.

Και τότε εμφανίζεται το ποντίκι.

Το κατώτερο ζώο, ο παρείσακτος του σπιτιού, το πλάσμα που επιβιώνει μέσα σε σωρούς απόβλητων.

Ο Richardson το έκανε σύμβολο στο blog του, ανάμεσα σε εικόνες από τον ετοιμοθάνατο πατέρα του.

Ο Levy το αναγορεύει σε νέο έμβλημα τέχνης. Rat = Art.

Το ποντίκι ως τοτέμ πολυτέλειας, η ίδια η αποσύνθεση ανασηκωμένη στην πασαρέλα σαν βασιλικό στέμμα.

Αυτό είναι το παράδοξο του brand: οικειοποιείται το περιθώριο για να το κάνει ακριβό.

Δεν πουλάει ελευθερία ή εξέγερση πουλάει το προνόμιο να φορέσεις πάνω σου την ίδια τη σήψη.

Είναι η πιο κυνική, αλλά ίσως και η πιο ειλικρινής στιγμή της μόδας σήμερα: η αναγνώριση ότι το μόνο αληθινό μας κοινό μέλλον είναι η αποσύνθεση.

Rat = Art. Στον κόσμο της ERD, η σήψη είναι το τελευταίο πολυτελές αξεσουάρ.
* photo Terry Richardson
*Οι ρωγμές του macho feed/
Υπάρχουν προφίλ που μοιάζουν φτιαγμένα για να ξορκίσουν κάθε υποψία queer κι όμως γεννούν queer εικόνες. Ο Amirhosein παρουσιάζεται ως αθλητής, μαχητής, bad boy. Στα emoji του παρελαύνουν καρχαρίες, φίδια, μπράτσα, πυγμάχοι.Το σλόγκαν του σχεδόν σπαρτιατικό: «Κάθε μέρα 1% καλύτερος».Η ταυτότητα χτίζεται πάνω στην πειθαρχία, στη σκληράδα, στη straight-coded επίφαση δύναμης.
Κι όμως, μέσα σε αυτό το μιμίδιο macho περσόνα, εμφανίζονται εικόνες που γλιστρούν αλλού: δύο φίλοι μετωπικά, σχεδόν έτοιμοι να φιληθούν∙ αγκαλιές μισοαστείες, μισοερωτικές∙ βλέμματα που στη γλώσσα των memes λέγονται couple-coded. Ανεβαίνουν στο feed σαν χαβαλές, σαν POV αστεία. Κι εκεί ακριβώς βρίσκεται η μαγεία. Στην ιρανική κουλτούρα η αντρική οικειότητα δεν είναι ταμπού όπως στη Δύση: οι άντρες αγκαλιάζονται, κρατιούνται χέρι-χέρι, φωτογραφίζονται κοντά. Το κοινωνικό πλαίσιο το αντέχει, είναι δείγμα φιλίας, όχι δήλωση σεξουαλικότητας. Αυτό δημιουργεί μια γκρίζα ζώνη όπου το queer μπορεί να φωλιάσει χωρίς να ονομαστεί.
Το κοινό ξέρει το παιχνίδι: στα σχόλια γράφουν ship ship, πετάνε καρδούλες, γελάνε με τρόπο που διατηρεί την αμφισημία. Η ίδια εικόνα λειτουργεί διπλά για κάποιους είναι απλώς αστείο, για άλλους μικροσκηνή homo-erotic. Το queer υπάρχει εκεί, όχι σαν ταυτότητα αλλά σαν υπονοούμενο που βρίσκει καταφύγιο στο meme. Κι αυτή είναι η μικροπολιτική του ιρανικού Instagram: ένα feed που δηλώνει «μόνο γυμναστική και πειθαρχία» και την ίδια στιγμή αφήνει ρωγμές απ’ όπου ξεφεύγει η επιθυμία.

Γιατί το βλέμμα δεν μπαίνει σε καραντίνα. Ακόμη κι όταν το κορμί «ανήκει» στη ρητορική της σκληρής αντρικής δύναμης, η κάμερα καταγράφει λεπτομέρειες που συνεχίζουν να διαβάζονται queer κι ένα κοινό που μέσα από γέλια, emojis και ship jokes τις αναγνωρίζει.Τελικά αυτά τα προφίλ δεν είναι ούτε καθαρά macho ούτε ανοιχτά queer: είναι πεδίο διαρκούς μετάφρασης, όπου η φιλία γίνεται φαντασίωση, η μαγκιά γίνεται κάλυψη και το χιούμορ καταφύγιο για την εικόνα της επιθυμίας.

Κι ίσως αυτό να είναι το πιο queer στοιχείο όλων: η ικανότητα να υπάρχεις ταυτόχρονα σε δύο επίπεδα, να παράγεις εικόνες που διαβάζονται αλλιώς από όποιον τις κοιτά. Ένα Instagram που θέλει να πει «εδώ μόνο γέλιο και γυμναστική» καταλήγει (χωρίς να το ξέρει) μικρή σκηνή όπου το ανείπωτο της επιθυμίας βρίσκει τον ρόλο του.
*Η Nina Naï στη Μύκονο του draumatos/
Δεν ήμουν εκεί∙ είδα τη βραδιά μέσα από τα βίντεο που ανέβασε ο ίδιος ο Γιώργος Ιατρού.Κι όμως, ήταν σαν να μύρισα το αλμυρό σκοτάδι στον Κίτρινο Πύργο της Άνω Μεράς: εκεί όπου η Mykonos Biennale έστησε τον Χορό της Αλληγορίας.
Στην οθόνη μου, ένα drag πρόσωπο με βλέμμα σχεδόν άοπλο∙ η φωνή βαρύτονου που γλιστρούσε από Schubert σε Κώστα Γιαννίδη και πίσω, χωρίς να αλλάξει χρώμα, μόνο αναπνοή. Δεν ήταν νούμερο, ήταν τελετουργία σαν να σε καλούσε να θυμηθείς ότι και η πιο αυστηρή άρια κάποτε γράφτηκε για να μιλήσει σε ανθρώπινη πληγή.
Ο Γιώργος Ιατρού μεγάλωσε μέσα στην όπερα, σπούδασε και τραγούδησε σε μεγάλες σκηνές.Η Nina Naï γεννήθηκε αργότερα, ως απάντηση στο βάρος των «ανδρικών» ρόλων που τον φυλάκιζαν. Μαζί δημιούργησαν το Drauma – drag + trauma – για να αποδείξουν πως η φωνή δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς το σώμα που την κουβαλά. Στα δικά μου μάτια, μέσα από τα αποσπάσματα που είδα, ήταν το πιο αληθινό κομμάτι αυτής της Μυκόνου: η φωνή του Valentin να συναντάει την ποίηση του Αττίκ, κάτω από κυκλαδίτικο φεγγάρι, και να μην χρειάζεται τίποτα άλλο για να γεμίσει ο χώρος.
Η Μύκονος είναι ένα νησί που ζει με διχασμούς: από τη μια τα γκλαμουράτα μπιτς μπαρ από την άλλη, τα αρχαϊκά ερείπια, η Δήλος απέναντι, η σιωπή των ανέμων. Η Nina Naï δεν μπήκε για να στολίσει τον τουριστικό θόρυβο∙ μπήκε για να κάνει αυτή τη ρωγμή ορατή. Η σκιά της όπερας, η φωτεινή μελαγχολία του λεγόμενου ελαφρού τραγουδιού των 50ς και η drag παρουσία βρήκαν κοινό σώμα και γλώσσα. Η βραδιά, έστω κι αν την είδα σε οθόνη, μου άφησε την αίσθηση ότι η τέχνη δεν έχει υποχρέωση να είναι «σοβαρή» ή «διασκεδαστική»∙ μπορεί να είναι και τα δύο, αν αφήσεις το τραύμα να γίνει μέρος του τραγουδιού. Κι ότι το queer, όταν παίρνει τη σκηνή, δεν έρχεται για να διακοσμήσει, έρχεται για να θυμίσει πως κάτω από τα βράχια της Μυκόνου υπάρχει ακόμη φωνή.
Κι ίσως αυτό είναι το πιο πολύτιμο που φέρνει η Nina Naï: ότι μπορείς να σταθείς σε οποιοδήποτε νησί, με μια βαλίτσα με φορέματα και παρτιτούρες, και να πεις: «Ναι. Είμαι και τα δύο. Και θα τα τραγουδήσω όλα».
*Grey Gardens: όταν τα ερείπια γίνονται σκηνή/
Υπάρχουν ταινίες-καθρέφτες και ταινίες-χρησμοί. Το Grey Gardens (1975) των αδελφών Maysles είναι και τα δύο.
Δύο γυναίκες η μητέρα Big Edie και η κόρη Little Edie ζουν απομονωμένες σε μια ερειπωμένη έπαυλη στο East Hampton, με γάτες, ρακούν και σωρούς σκουπιδιών.
Τραγουδούν, χορεύουν, φλυαρούν∙ στήνουν κάθε μέρα μια παράσταση χωρίς κοινό. Δεν είναι τυχαίο που το Grey Gardens έγινε queer cult.
Το queer ξέρει από καταρρεύσεις, ξέρει πώς η κοινωνία σε πετάει στο περιθώριο και πώς από εκεί φτιάχνεις καινούργια σκηνή.
Τα μαντίλια και τα αυτοσχέδια outfits της Little Edie δεν είναι ιδιοτροπίες μιας ξεμωραμένης είναι manifestos στυλ, κραυγές: «δεν με νικήσατε».
Όπως το drag μετατρέπει τα απομεινάρια σε glam, έτσι κι εκείνη ντύνει την παρακμή με camp μεγαλοπρέπεια.
Το Grey Gardens δεν είναι απλώς ντοκιμαντέρ για την παρακμή της αμερικανικής αριστοκρατίας.
Είναι μια παραβολή queer επιμονής: να κάνεις performance ακόμη κι όταν δεν υπάρχει κοινό. Να κρατάς το δικαίωμα στη θεατρικότητα όταν όλα γύρω γκρεμίζονται.
Γι’ αυτό και η περίφημη φράση της Little Edie «It’s very difficult to keep the line between the past and the present» ακούγεται σαν queer προσευχή:
κάθε queer ζωή ισορροπεί σ’ αυτή τη λεπτή γραμμή ανάμεσα σ’ ένα παρελθόν που μας απέρριψε κι ένα παρόν που απαιτεί να ξανασταθούμε, έστω μέσα στα ερείπια, και να πούμε: εδώ είμαστε, ακόμα λάμπουμε.
Δεν είναι τυχαίο ότι η drag κουλτούρα από το RuPaul’s Drag Race ως την underground σκηνή στέκεται στην ίδια γραμμή: παίρνει την παρακμή, τη γύμνια, τη φτώχεια και τα μετατρέπει σε παγέτα και σλόγκαν.
Όπως και ο John Waters στις ταινίες του, όπου το σώμα παραμένει ταυτόχρονα ευτελές και μνημειώδες, έτσι και οι Edies δείχνουν ότι μπορείς να στήσεις μύθο από τα απομεινάρια κυριολεκτικά των σκατών.
Αυτό είναι το queer εγχειρίδιο του Grey Gardens: να επιμένεις με στυλ, ακόμη κι αν ο κόσμος σε έχει καταχωνιάσει στον φάκελο «σκουπίδι».
*Ιώκο: να λυγίζεις το δεδομένο μέχρι να βγάλει αίμα/
Είδα ένα βίντεο που ο Ιώκο τραγουδάει ενώνοντας το Μη Ξεχνάς του Χριστιανόπουλου με το Crazy in Love της Beyoncé, στην εκδοχή της Anohni. Κι ένιωσα πως ό,τι αγαπώ στο queer πέρασμα από τη ζωή στην τέχνη, εκεί συναντιέται: η ειρωνεία, το πένθος, η γλύκα και το τσάκισμα της φωνής που δεν χαρίζεται σε κανέναν.
Ο Ιώκο δεν είναι απλώς ηθοποιός, εικαστικός ή drag περσόνα. Είναι όλα αυτά ταυτόχρονα και κανένα. Είναι ένας καλλιτέχνης που μετατρέπει το κοινό, το δεδομένο, το mainstream σε κάτι απροσδόκητα εύθραυστο. Όπως η Anohni μετέτρεψε το ποπ χιτάκι σε μοιρολόι, έτσι κι εκείνος παίρνει την ωμή ειρωνεία του Χριστιανόπουλου και την λυγίζει μέχρι να γίνει confession.

Η Imiterasu δεν είναι απλώς alter ego. Είναι μάσκα και πληγή μαζί. Μια τελετουργία μνήμης. Ένα queer πείσμα που λέει: ακόμα κι αν με θέλετε αόρατο, εγώ θα ανάψω το φως μου και θα το στρέψω κατευθείαν πάνω σας.

Τον κοιτάς και καταλαβαίνεις πως η σκηνή και η πληγή είναι το ίδιο πράγμα. Πως η τρυφερότητα μπορεί να χωρέσει μέσα στη σκληρότητα. Πως η drag δεν είναι γκλίτερ για διασκέδαση αλλά μια μικρή λειτουργία, μια υπόμνηση ότι ό,τι σε πονούσε μπορεί να γίνει τραγούδι.

Ο Ιώκο δεν απολογείται. Συνδυάζει την ειρωνεία του Χριστιανόπουλου με το camp μεγαλείο μιας περσόνας που ξέρει πως ο κόσμος της ανήκει, έστω και για λίγα λεπτά πάνω στη σκηνή.

Και μέσα από αυτή τη στιγμή μάς αφήνει να δούμε κάτι που δεν ξεχνιέται: πως η τέχνη, όπως κι ο έρωτας, είναι η λύση της εξίσωσης ανάμεσα στην απόφαση και στην απόσταση.
*Μαγεία Χωρίς Απόγνωση; -Η Τριλογία της Madonna/
Τρία κείμενα για τη γυναίκα που μετέτρεψε την απόγνωση σε μαγεία
και για το κοινό που χειροκροτεί το τραύμα χωρίς να το βλέπει.
I. Η Σκηνή
Μαγεία Χωρίς Απόγνωση Δεν Υφίσταται
Το σκηνικό μοιάζει φτιαγμένο για ηρεμία∙ μα η ηρεμία δεν κρατά. Το φως υπερβολικά λευκό. Το χαμόγελο υπερβολικά σταθερό. Το χαλί υπερβολικά κόκκινο. Μικρές λεπτομέρειες αρχίζουν να ξεφεύγουν∙ σαν να παρακολουθείς όνειρο που δεν ξέρει αν είναι ασφαλές. «Δεν θα ήμουν εδώ χωρίς πνευματική ζωή.» Η φράση πέφτει σαν πέτρα. Δεν κρύβει συναίσθημα, δεν είναι ομολογία πίστης∙ είναι πόρισμα ιατροδικαστή. Σαν να λέει: αυτό είναι το καύσιμό μου χωρίς αυτό το σώμα σταματά.
Η Madonna μιλά για το Ζοχάρ, για το φως. Μα το φως τρεμοπαίζει∙ δεν φωτίζει, κόβει. Σαν νέον λίγο πριν καεί. Ο Jay Shetty χαμογελά μισό δευτερόλεπτο παραπάνω∙ κι αυτή η μικρή καθυστέρηση μετατρέπει την ηρεμία σε απειλή. Το σκηνικό μένει ήσυχο∙ μα ησυχία δεν υπάρχει. Ένα ποτήρι νερό έχει φυσαλίδες που δεν σπάνε∙ ένα φυτό στη γωνία μοιάζει πιο πράσινο απ’ όσο πρέπει. Από μακριά όλα δείχνουν φυσιολογικά∙ από κοντά τίποτα δεν ταιριάζει.
Η πνευματικότητα που παρουσιάζει η Madonna δεν είναι παρηγορητική. Είναι πειθαρχία όχι ουράνια υπόσχεση, μα γυμνό εργαλείο.Σαν να δείχνει το εσωτερικό της σαν χάρτη: γραμμές φωτός που επιμένουν να λειτουργούν ακόμη και στο σκοτάδι. Κι αυτό είναι το αποπλανητικό∙ σε τραβά με την απλότητα και σε πετά στο ανοίκειο. Σαν ταινία του Lynch: το πρωινό στην κουζίνα διακόπτεται από έναν ήχο που δεν εξηγείται. Η κανονικότητα τρίζει∙ κι αυτό το τρίξιμο είναι το μόνο που ακούς.
Η Madonna εδώ δεν είναι ούτε σταρ ούτε γκουρού. Είναι τραύμα σε κοινή θέα, τραύμα που έμαθε να επιβιώνει εκθέτοντας τον εαυτό του ξανά και ξανά. Δεν εξηγεί∙ δείχνει το πείραμα: να μετατρέπει το ίδιο της το λάθος σε φως.
Η συνέντευξη τελειώνει χωρίς κορύφωση. Μένει η αίσθηση ότι παρακολούθησες spiritual χειρουργείο με ανοιχτές κάμερες∙ κάθε λέξη σαν ράμμα που δεν θα κρατήσει για πάντα∙ κάθε φράση σαν φως που τρεμοπαίζει λίγο πριν καεί.
Μα το δωμάτιο δεν αρκεί για να εξηγήσει τη σκηνή∙ χρειάζεται να θυμηθείς την ιστορία που κουβαλούσε πριν μπει σ’ αυτό.
II. Το Υπέδαφος
Η Απόγνωση που Ήταν Πάντα Εκεί
Δεν ήταν αποκάλυψη. Η συνέντευξη απλώς το ομολόγησε. Η απόγνωση υπήρχε πάντα∙ τόσα χρόνια τη βλέπαμε να τρεμοπαίζει κάτω από τα φώτα, σαν σπινθήρας που αρνείται να σβήσει. Όποιος κοιτάξει τη Madonna μόνο ως στατιστική και ρεκόρ, θα χάσει την ιστορία της. Η αληθινή αφήγηση βρίσκεται στα κενά∙ εκεί όπου ο θρίαμβος συναντά τον φόβο.
Ένα κορίτσι που χάνει τη μητέρα του πριν ακόμη διαμορφωθεί η μνήμη του. Που φτάνει στη Νέα Υόρκη δεκαεννιά χρονών με λίγα δολάρια∙ κοιμάται σε καναπέδες φίλων, δουλεύει περιστασιακά για το ενοίκιο και τρέχει στις ακροάσεις. Που λίγο αργότερα θα βιαστεί από έναν άγνωστο, πριν γίνει καν όνομα. Η σκιά εκείνης της νύχτας δεν έφυγε ποτέ∙ απλώς φόρεσε σπινθήρες και χορογραφίες. Και μια ατσάλινη ανθεκτικότητα.
Το Like a Virgin δεν ήταν πρόκληση για την πρόκληση, ήταν επίθεση στην τότε αμερικάνικη πατριαρχία.Ένα γυναικείο σώμα που παίρνει τον έλεγχο της σκηνής και υπαγορεύει το βλέμμα. Ύστερα ήρθε η δεκαετία που έθαβε νέους άντρες από AIDS και ταυτόχρονα έβγαζε χρυσούς δίσκους. Η Madonna τους αποχαιρετούσε έναν-έναν∙ μέντορες, σχεδιαστές, χορευτές, φίλους∙ κι έπρεπε να ανέβει στη σκηνή το ίδιο βράδυ.Η λάμψη της δεν γεννήθηκε από άνεση και προνόμιο αλλά από ένα συνεχές, ιδιωτικό τρέμουλο.
Ακολούθησαν οι πιο ώριμες δεκαετίες: ο γάμος και ο χωρισμός με τον Guy Ritchie, το Ray of Light σαν παιδί γεννημένο μέσα στην απώλεια, η εκτυφλωτική κορυφή του Confessions on a Dance Floor και μετά η αρχή της αναπόφευκτης καλλιτεχνικής κούρασης.
Τα συμβόλαια-μαμούθ με τη Live Nation, οι εξαντλητικές περιοδείες όταν το streaming είχε ήδη αλλάξει το παιχνίδι. Ύστερα το σώμα άρχισε να προδίδει: οι πτώσεις από τη σκηνή, οι τραυματισμοί, η Madame X, η ασθένεια, ο κορωνοϊός, η πανδημία.Τα ζιγκ-ζαγκ της επανεφεύρεσης δεν της ήταν αρκετά πια. Η ηλικία μπήκε αργά αλλά αμείλικτα∙ κι εκείνη στάθηκε όπως στα είκοσί της: αποφασισμένη να την αρνηθεί, αλλά και να τη ζήσει.
Στην επιφάνεια, το κοινό έβλεπε μόνο την ακούραστη επινοητικότητα, το brand που ανανεώνεται. Σπάνια της αναγνώρισε την ευθραυστότητα∙ της αρνήθηκε το δικαίωμα να είναι γυναίκα, θηλυκότητα με τους δικούς της όρους ευάλωτη και ισχυρή συγχρόνως.
Όταν μίλησε στον Jay Shetty για πνευματικότητα, δεν είδα ένα καλά υπολογισμένο, καινούργιο αφήγημα. Όσοι κυνικά και καχύποπτα τη βλέπουν μόνο ως brand το θεώρησαν κίνηση μάρκετινγκ∙ μα τι άλλο της έχει μείνει να κερδίσει που δεν το έχει ήδη; Μοιάζει περισσότερο με μια γυναίκα που μεγαλώνει παιδιά διαφορετικών ηλικιών, ετοιμάζει το νέο της άλμπουμ μετά από επτά χρόνια, σε μια εποχή πόλωσης και μίσους, και θέλει να αντιτάξει σ’ αυτό το μίσος κάτι ήσυχο, δικό της.
Η συζήτηση δεν αποκάλυψε τίποτε που δεν ξέραμε ήδη∙ για λίγο όμως φάνηκε ο μηχανισμός πίσω από τον θρίαμβο: η απόγνωση που της έδινε πάντα καύσιμο∙ η λεπτή γραμμή πόνου που τόσα χρόνια έκρυβε κάτω από στρώματα λάμψης και αντοχής.
Από εδώ η αφήγηση ξεφεύγει από το πορτρέτο της και γίνεται καθρέφτης μιας ολόκληρης queer γενιάς.
III. Η Αντανάκλαση
Αόρατη σαν Ορατή
Κι εδώ ξεπροβάλλει το ερώτημα: Πού στο διάολο συνάντησε η Madonna την απόγνωση και δεν το κατάλαβε ποτέ το τεράστιο κοινό της;
Ίσως στο κενό ανάμεσα στις περιοδείες, όταν η σκηνή έσβηνε κι έμενε μόνη με το σώμα της. Ίσως στα νοσοκομεία που πέρασε σχεδόν μυστικά, όταν οι τραυματισμοί και οι αρρώστιες έκαναν την εικόνα της να τρίζει. Ίσως στα χρόνια που τη λοιδορούσαν σαν «καρικατούρα της ίδιας της της δόξας». Το κοινό της έβλεπε μόνο την περσόνα: το κορσέ, την πρόκληση, την επιβίωση ως θέαμα. Δεν έβλεπε τη ρωγμή που έθρεφε αυτό το θέαμα∙ ότι η ίδια η μαγεία στηριζόταν πάνω σε μια απόγνωση που έπρεπε να τιθασεύει ξανά και ξανά.
Ίσως αυτή να είναι η πιο αληθινή της πνευματικότητα: όχι οι λέξεις «συγχώρηση», «ταπεινότητα», «αποδοχή», αλλά το ότι κράτησε όρθιο ένα σώμα που έσπαγε συνεχώς. Ότι έμαθε να εκθέτει το τραύμα σαν performance, ενώ το κοινό χειροκροτούσε χωρίς να ξέρει πως στην πραγματικότητα χειροκροτούσε την πιο λαμπερή pop επιζήσασα και μία από τις σημαντικότερες καλλιτέχνιδες της γενιάς της. Εκεί βρίσκεται το νήμα που μας ενώνει μαζί της πέρα από τη μουσική και τη μυθολογία: η απόγνωση δεν είναι δική της αποκλειστικότητα∙ είναι το κρυφό καύσιμο κάθε σώματος που επιμένει να εκτίθεται.
Το queer το ξέρει καλά αυτό: η σκηνή, το πάρτι, το drag, το πορτρέτο στο Instagram δεν είναι μόνο λάμψη∙ είναι η επανεφεύρεση της επιβίωσης. Το γκλίτερ δεν καλύπτει το τραύμα∙ το κρατά ζωντανό, του δίνει σχήμα. Κι όπως εκείνη έδειχνε το λάθος της σαν φως, έτσι κι εμείς εκθέτουμε την πληγή μας σαν στρατηγική.
Το ίδιο ισχύει και για την τέχνη σήμερα: κάθε φορά που ένας καλλιτέχνης δουλεύει μέσα σε ασφυκτικές συνθήκες, φτώχεια, αορατότητα, τοξικό κοινό η απόγνωση γίνεται πρώτη ύλη. Δεν είναι έμπνευση∙ είναι το μαχαίρι με τον λεκέ από το αίμα σου που σε κρατά ξύπνιο.
Γι’ αυτό η εικόνα της Madonna, με το φως να τρεμοπαίζει σαν νέον έτοιμο να καεί, στα teaser της podcast συνέντευξης μοιάζει τόσο σύγχρονη. Δεν είναι μόνο εικόνα της ίδιας∙ είναι πορτρέτο μιας εποχής που πουλά την απόγνωσή της σαν αφήγηση αντοχής∙ μιας queer γενιάς που αναγκάζεται να επιβιώνει εκθέτοντας τον πόνο της.
Κι εκεί βρίσκεται το επικίνδυνο: όταν το κοινό μαθαίνει να συγκινείται από το τραύμα αλλά να μην το αναγνωρίζει όσο είναι ζωντανό, όταν χειροκροτά την επιβίωση χωρίς να σταθεί στο τίμημα. Γιατί το queer σήμερα ζει ακριβώς αυτό το διπλό παιχνίδι: το σώμα που εκτίθεται για να επιβιώσει και το κοινό που το καταναλώνει για να συγκινηθεί χωρίς ευθύνη. Μας ζητούν να είμαστε γενναίοι, αληθινοί, εκρηκτικοί∙ να δείχνουμε τα τραύματά μας σαν σόου, να μετατρέπουμε τον πόνο μας σε περιεχόμενο.
Αυτή είναι η κεντρική σκηνή που έπαιξε η Madonna: η απόγνωσή της έγινε η μεγαλύτερη παράστασή της∙ το αθέατο της καριέρας της ένα performance που δεν χρειαζόταν σκηνικά μόνο επιμονή.
Κι αυτό δεν είναι απλώς αντοχή∙ είναι το παράδοξο Ευαγγέλιο της Madonna του σήμερα μας λέει πιο ώριμη, πιο μεστή, πιο συνειδητοποιημένη μετά τη βακτηριακή μόλυνση που παραλίγο να της κοστίσει τη ζωή: η απόγνωση γίνεται μαγεία μόνο όταν τη δείχνεις· το τραύμα αποκτά αξία μόνο όταν το μοιράζεσαι. Κι αυτή είναι η πιο επικίνδυνη παγίδα και ταυτόχρονα το μόνο μας όπλο.
Η απόγνωση δεν μας σκοτώνει∙ μας σκηνοθετεί. Το queer τραύμα δεν είναι μυστικό∙ είναι το φως που τρεμοπαίζει πάνω από το λάθος μας, φως που ανάβει για λίγο και καίει όποιον τολμά να το αγνοήσει. Κι η Madonna, πιο αποφασισμένη από ποτέ, μας εκθέτει το αόρατό της για να το αγαπήσουμε κι αυτό, μην το αγνοήσουμε.
Να μη μείνει για πάντα ορατή σαν αόρατη.
*photos by Steven Klein