Στην Πάρο να πηγαίνεις μπερδεμένος Facebook Twitter
Να θυμάστε ότι η νυχτερινή ζωή της Νάουσας τα καλοκαίρια συγκρίνεται μόνο με της Μυκόνου. Φωτο: Χαράλαμπος Βυθούλκας (http://www.harisphoto.com)

Στην Πάρο να πηγαίνεις μπερδεμένος

0

Την πρώτη φορά που πάτησα το πόδι μου στην Πάρο ας πούμε ότι κορυφωνόταν το τσίρκο της πρώτης ενήλικης ζωής μου. Ήμουν 19 (καλό), είχα περάσει σε μια σχολή που σιχαινόμουν και δεν έλεγα να αποφασίσω τι θα κάνω μαζί της (κακό), ζούσα τον πρώτο μου χρόνο στη δημοσιογραφία (τρέλα!), σε εφημερίδα (πιο τρέλα), στην πρώτη μου δημοσιογραφική αποστολή (ανέκδοτο) για να καλύψω ένα συνέδριο της ΚΕΔΚΕ, νομίζω (οι κηδείες έχουν μεγαλύτερο ενδιαφέρον).


Τα παρατράγουδα ξεκινούν με το που δένει το πλοίο στο λιμάνι –πανέμορφο το πρώτο βλεφάρισμα στο νησί–, όπου τα μποφόρ τυλίγουν το φόρεμα στον λαιμό μου με διπλό περιελιγμό-χαστούκι και πατάω γη ντροπιασμένη και κακόμοιρη. Η οδηγία του αρχισυντάκτη λέει ότι γυρίζω πίσω με συνέντευξη του δημάρχου του νησιού και όλα τα παραλειπόμενα του συνεδρίου (ναι, καλά), αλλά το νησί από το έμπα του μυρίζει ουζάκι και γούνες –τοπικός ψαρομεζές–, με τα χταπόδια να λιάζονται υποσχετικά μπροστά στα μάτια μας.

(Τip 1: Με το που πατάτε Νάουσα, τις πιο ωραίες γούνες και τους καλύτερους ψαρομεζέδες τούς τρώτε στον Δαμιανό, ένα από τα πιο παλιά εστιατόρια, 40 χρόνια και βάλε. Αν, όμως, η όρεξή σας τραβάει παϊδάκια, κοντοσούβλι και γενικώς κρεατικά, κάνετε μεταβολή και αναζητάτε τον Κλαρίνο στις Λεύκες.)

Την Εκατονταπυλιανή αξίζει να την επισκεφτείτε κι αν βρείτε και κάποιο από τα παππουλάκια του νησιού να σας πει την ιστορία της, σ' όποιον Θεό κι αν πιστεύετε, για ιστορικούς λόγους, κάπως θα συγκινηθείτε

Στην Πάρο να πηγαίνεις μπερδεμένος Facebook Twitter
Το χωριό Λεύκες


Πριν προλάβουμε να συνέλθουμε από το κύμα, οι τοπικοί παράγοντες μας έχουν βουτήξει (ναι, ναι, εμάς τους δημοσιογράφους – α, ναι, είμαι κι εγώ σ' αυτό το πανηγύρι) κι αρχίζει ένα σαφάρι από χωριουδάκι σε χωριουδάκι, με το μίνι βαν του δημαρχείου, και από σύλλογο σε σύλλογο: από δω η Νάουσα κι από κει η Παροικιά και οι Λεύκες, από δω οι κυρίες της Μάρπησσας, του Γαλησσά και οι άλλες από το Πίσω Λιβάδι, και να δείτε λίγο και την Εκατονταπυλιανή (που έχει, λέει, 99 πόρτες, όταν βρεθεί η 100στή θα πάρουμε την Πόλη), κρίμα είναι, όλο το νησί σ' ένα απίστευτο fast forward σαφάρι κι από παντού να σκάνε καλαθούνες με τοπικά εδέσματα και κάππαρη, πόση κάππαρη, ήμαρτον, και βιβλία για την ιστορία του νησιού να κρέμονται πεντάκιλα από κάθε μας χέρι.


(Τip 2: Την Εκατονταπυλιανή αξίζει να την επισκεφτείτε κι αν βρείτε και κάποιο από τα παππουλάκια του νησιού να σας πει την ιστορία της, σ' όποιον Θεό κι αν πιστεύετε, για ιστορικούς λόγους, κάπως θα συγκινηθείτε).

Στην Πάρο να πηγαίνεις μπερδεμένος Facebook Twitter
H Εκατονταπυλιανή


Και όλοι άνω των 35 (τραγωδία για το «τότε» μου) και οι άντρες ψαρομάλληδες, μου 'χαν δείξει εκεί μια φωτογραφία του δημάρχου, πάω θρασύτατη, κατάκοπη, μα χαλαρή, δίνω χεράκι, συστήνομαι, λέω αυτά που μου 'χε πει ο αρχισυντάκτης (πόσο πρόβατο) και τόση ώρα συστήνομαι σε άλλον, μπερδεύτηκα απ' τα πολλά άσπρα μαλλιά, ευτυχώς ξέρει τον κανονικό δήμαρχο, «κλειδώνουμε» τη συνέντευξη και μετά μας πάνε για φαγητό στο Πίσω Λιβάδι. Μαγεία. Όλα. Το φαγητό, τα ούζα που σκάγανε από παντού και το μπότζι, τοπικό ποτό, τσίπουρο βρασμένο δύο φορές με μέλι. Χαρές και χάχανα και θέα άλλο πράγμα, εκεί κατάλαβα ότι θα αγαπώ για πάντα το λαδοτύρι, την ξινομυζήθρα και όλα τα λιαστά ψάρια και να «στην υγειά σας και να μας ξανάρθετε» και «έλα, κοπελιά, μην το κοιτάς, είναι καθαρό» και τ' ορκίζομαι ότι δεν ένιωσα στιγμή μεθυσμένη –ομιλία, ειρμός, όλα στη θέση τους–, μέχρι την ώρα που έκανα να σηκωθώ από την καρέκλα. Εκεί νομίζω πως ορκίστηκα ότι δεν θα ξαναπιώ ποτέ. Άθλος το να φτάσω μέχρι το βανάκι, άθλος να βρω το δωμάτιο στο Punda Beach, άλλο τέλειο κι αυτό, μια ώρα κάτω από το ντους για να 'ρθω σε λογαριασμό, το βράδυ είχα τη συνέντευξη.


Τι μου είπε ο συμπαθής τοπικός άρχων, τι τον ρώτησα, όποιος έχει απόκομμα της συνέντευξης ας μου το στείλει. Να λέμε που δούλεψε το κασετοφωνάκι – και πρέπει να 'βγαλα και είδηση, ούτε που το θυμάμαι, γιατί πανηγυρίζανε στην εφημερίδα. Κι εκεί που λέω έναν καφέ να πιω, να βγάλω τα τακούνια που με το ζόρι μού φορέσανε γιατί ήμουνα μικρή και έπρεπε να δείχνω κάπως (μα, γιατί;!) και να γυρίσω ξυπόλυτη στο ξενοδοχείο να λιποθυμήσω με αξιοπρέπεια, με πετυχαίνει όλο το team των συναδέλφων και κάνουμε την ωραιότερη γύρα του νησιού με το βανάκι που παραλίγο να καταντήσει καμπριολέ από το γλέντι, για να καταλήξουμε σε ένα από τα πιο ζωντανά μπαράκια του νησιού, το Agosta. Την επομένη, βέβαια, είπαμε, είχε συνέδριο.


(Tip 3: Να θυμάστε ότι η νυχτερινή ζωή της Νάουσας τα καλοκαίρια συγκρίνεται μόνο με της Μυκόνου στο πιο ποιοτικό της, συγγνώμη κιόλας. Εκτός από το Agosta, όπου μπορείτε να χορέψετε μέχρι το πρωί, βρείτε το Λιναρντό και το Come Back και μη φύγετε αν δεν δείτε να βγαίνουν σκούπες και φαράσια. Και... Tip 4: Επειδή το πρωί θα πεινάτε, αν είστε του γλυκού, περάστε από το θρυλικό ζαχαροπλαστείο Χαμηλοθώρης. Και τυρόπιτες έχει και αλμυρά, αλλά όποια κι αν είναι η ερώτησή σας, η απάντηση είναι ζαχαρομπακλαβάς. Α, και προφιτερόλ να δοκιμάσετε και όλα του τα γλυκά με κρέμα).

Στην Πάρο να πηγαίνεις μπερδεμένος Facebook Twitter
Koλυμπήθρες


Από τότε ξαναπήγα στην Πάρο αμέτρητες φορές, έκανα φίλους, παραλίγο να δουλέψω και να μείνω (κρίμα που δεν έμεινα, ευτυχώς που δεν συνεργάστηκα), φχαριστήθηκα την Αντίπαρο όσο λίγοι, είχα τη χαρά να γνωρίσω τον απόλυτο ταξιτζή-ξεναγό «από δω η βίλα του τάδε κλέφτη, από δω του άλλου», άκουσα τον αγαπημένο μου τραγουδιστή να τραγουδάει μόνο για μένα και την παρέα μου (δεν λέω όνομα), αλλά... Πάντα θυμάμαι εκείνη τη φορά που αποφάσισα ντίρλα κι ευτυχισμένη τι θέλω να κάνω στη ζωή μου, κι ας έμενα αιώνια φοιτήτρια (που το πήρα το «χαρτί», τελικώς) κι ας μ' έστελναν σε όσα βαρετά συνέδρια ήθελαν.


Και extra tip για το τέλος: Για μπάνιο διαλέξτε Κολυμπήθρες ή Μοναστήρι! Πάτε οδικώς, αλλά φτάνετε και με καραβάκι και είναι υπέροχα, τα νερά, το τοπίο, όλα. Αρκεί να μην ξεμείνετε, γιατί τα δρομολόγια κάποτε σταματάνε. Αν, όμως, ξεμείνετε, φροντίστε για παρέα και εφόδια. Βασικά για το πρώτο. Το ότι θα περάσετε καλά είναι σίγουρο.

|article_full_no_portrait|

Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO

Ταξίδια
0

ΑΦΙΕΡΩΜΑ

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

«Φεύγαμε από τη Βίτσα και κλαίγαμε, γιατί ξέραμε ότι θα αργούσαμε να ξαναπάμε»

Γειτονιές της Ελλάδας / «Φεύγαμε από τη Βίτσα και κλαίγαμε, γιατί ξέραμε ότι θα αργούσαμε να ξαναπάμε»

Ο Τάσος Ανέστης άφησε πίσω του τις πισίνες και τους παιδότοπους της Αθήνας και μετακόμισε σε ένα Ζαγοροχώρι για να μεγαλώσουν τα παιδιά του με μυρωδιές του δάσους και βόλτες στα ποτάμια και τα βουνά.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΥΡΙΑΖΗΣ
Οδοιπορικό στην Τουρκία: Βαδίζοντας στα χνάρια του Αινεία

Ταξίδια / Τσανάκαλε, Αρχαία Τροία, Καταρράκτες Sütüven. Ένα οδοιπορικό στην Τουρκία

Από τον εντυπωσιακό ναό του Απόλλωνα Σμινθέα στο Γκιουλπινάρ μέχρι τον χολιγουντιανό Δούρειο Ίππο στο Τσανάκαλε, η Τουρκία ξεδιπλώνει έναν απολαυστικό χάρτη γεμάτο μύθο και… καλοκαιρινές εκπλήξεις.
ΚΟΡΙΝΑ ΦΑΡΜΑΚΟΡΗ
Σε ένα μικρό χωριό στο Ζαγόρι έχουν γυριστεί 60 ταινίες μικρού μήκους

Γειτονιές της Ελλάδας / Σε ένα μικρό χωριό στο Ζαγόρι έχουν γυριστεί 60 ταινίες μικρού μήκους

Η Βαγγελιώ Ρετάλη μιλά για το Zagoriwood, ένα φεστιβάλ που για λίγες μέρες κάθε καλοκαίρι μετατρέπει τα ήσυχα Κάτω Πεδινά σε επίκεντρο κινηματογραφικής συνάντησης και δημιουργίας.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΥΡΙΑΖΗΣ
Νάπολη: Γιορτάζοντας τη χαρά της ζωής στη σκιά του Βεζούβιου

Nothing Days / Νάπολη: Γιορτάζοντας τη χαρά της ζωής στη σκιά του Βεζούβιου

Ένα «ανοιξιάτικο» τριήμερο σε μία πόλη που ξέρει από φυσικές καταστροφές αλλά ξέρει και να υμνεί τη ζωή, και μία μεγάλη βόλτα στην Πομπηία και στο Ερκολάνο. Από το αρχαίο «fast food» στις σύγχρονες γεύσεις της ναπολιτάνικης κουζίνας.
M. HULOT
Ο Δημήτρης και ο Κερέμ κάνουν πράξη την ελληνοτουρκική φιλία

Ταξίδια / Ο Δημήτρης και ο Κερέμ κάνουν πράξη την ελληνοτουρκική φιλία

Ο ένας Έλληνας, ο άλλος Τούρκος. Δύο άνθρωποι που γνωρίστηκαν, έγιναν φίλοι και αποφάσισαν να δημιουργήσουν έναν χώρο που να αποτυπώνει όλα όσα τους συνδέουν − και όχι όσα τους χωρίζουν. Το «Meraki Café» στην Κωνσταντινούπολη. 
ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΝΤΑΖΟΠΟΥΛΟΣ
«Μπορεί να μην είναι ρόδινα τα πράγματα στην επαρχία, αλλά και πού είναι;»

Γειτονιές της Ελλάδας / «Μπορεί να μην είναι ρόδινα τα πράγματα στην επαρχία, αλλά και πού είναι;»

Η Ευγενία Μαστοράκη άφησε την Αθήνα για την Οκτωνιά, ένα μικρό, γραφικό χωριό στην Εύβοια, όπου ζει με τον σύζυγό της και τα δυο τους παιδιά. Της λείπουν πολλά πράγματα, αλλά εκεί ανασαίνει καλύτερα.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΥΡΙΑΖΗΣ
Η επαρχία έχει ανάγκη όλους εκείνους που κάθε Χριστούγεννα, Πάσχα ή καλοκαίρι επιστρέφουν στους τόπους τους και λένε: «Τι ωραία θα ήταν να γυρνούσα μόνιμα»

Γειτονιές της Ελλάδας / «Η κατάσταση στο Μεσολόγγι σήμερα είναι δύσκολη αλλά και ελπιδοφόρα»

Ο Αλέξανδρος Παναγιωτόπουλος επέστρεψε στο Μεσολόγγι και δημιούργησε την ομάδα Messolonghi by Locals με στόχο να επαναφέρει στο προσκήνιο την αξία τού να μένεις, να ζεις και να δημιουργείς στον τόπο σου.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΥΡΙΑΖΗΣ
«Η παλιά Ελλάδα που νομίζαμε πως χάθηκε ζει ακόμα σε τόπους σαν τη Νίσυρο»

Γειτονιές της Ελλάδας / «Στη Νίσυρο οι άνθρωποι δουλεύουν - αλλά υπάρχει χρόνος και για την ψυχή»

Τη στιγμή που η Καλαμάτα άρχισε να του θυμίζει την Αθήνα, ο Σταύρος Παναγιωτόπουλος μετακόμισε σε έναν τόπο όπου δεν χρειάζεται να περιμένει τις διακοπές, μια και έχει το καλοκαίρι έξω από την πόρτα του.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΥΡΙΑΖΗΣ
Οδοιπορικό στη «Στέγη του Κόσμου», το Θιβέτ

Ταξίδια / Οδοιπορικό στη «Στέγη του Κόσμου», το Θιβέτ

Σ’ αυτόν τον τόπο, ανάμεσα σε πανύψηλες χιονοσκέπαστες κορφές και απύθμενες χαράδρες, ο χρόνος και ο χώρος διαστέλλονται, ενώ στους απέραντους αγριότοπους όπου κατοικεί ο Θεός επιζεί ακόμα η γαλήνη ενός χαμένου παραδείσου.
ΣΤΕΛΙΟΣ ΒΑΡΒΑΡΕΣΟΣ
Η Ελένη Νέρουππου άφησε την Αθήνα και βλέπει πια τους κόπους μιας χρονιάς στο Βασιλικό Ευβοίας να ανταμείβονται σε ένα μπουκάλι κρασί

Γειτονιές της Ελλάδας / «Στη φύση, καθετί που παράγεις νιώθεις ότι είναι παιδί σου»

Η Ελένη Νέρουππου άφησε το Παγκράτι για να καλλιεργεί αμπέλια στο Βασιλικό Ευβοίας, για να ζήσει σε έναν τόπο όπου «οι ρυθμοί είναι πιο αργοί και σου επιτρέπουν να απολαύσεις ό,τι κάνεις».
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΥΡΙΑΖΗΣ