ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΘΙΟΠΙΑ μάς συνδέει καταρχάς η αρχαιότητα. Στους αρχαίους Έλληνες χρωστάει την ονομασία της. Αργότερα προστέθηκε και η Ορθοδοξία, αλλά όχι μόνο, καθώς υπήρξε από εκείνες τις χώρες της Αφρικής στις οποίες έζησαν για πολλές δεκαετίες Έλληνες που έκαναν μεγάλες περιουσίες, ίδρυσαν σημαντικές παροικίες, έχτισαν σχολεία και εκκλησίες, αθλητικές λέσχες και εντευκτήρια. Είναι μια χώρα με μακρά ιστορία που χάνεται στα βάθη του χρόνου, η οποία πέρασε πολλούς πολέμους και δεν έγινε ποτέ αποικία καμιάς ευρωπαϊκής δύναμης. Η βασιλεία του Χαϊλέ Σελασιέ Α’ στην Αιθιοπία διήρκεσε πάνω από τέσσερις δεκαετίες. Η ιστορική ομιλία του στη γενική συνέλευση της Κοινωνίας των Εθνών το 1936 εναντίον της αποικιοκρατίας και του ιταλικού φασισμού αλλά και μια σειρά από διεθνείς πρωτοβουλίες τον ανήγαγαν σε μια από τις σημαντικότερες προσωπικότητες του 20ού αιώνα. Συνδέθηκε ιδιαίτερα με την ελληνική παροικία, ενώ επισκέφθηκε την Ελλάδα πολλές φορές.
Οι σκηνοθέτες Χρόνης Πεχλιβανίδης και Μαρία Γιαννούλη ταξίδεψαν στην Αντίς Αμπέμπα, έδρα της Αφρικανικής Ένωσης, για την προετοιμασία ενός νέου ντοκιμαντέρ κι αναζήτησαν την άλλοτε εύπορη ελληνική κοινότητα. Αντίκρισαν μια παρηκμασμένη ουσιαστικά παροικία όπου ο μόνος που «φυλάει τις Θερμοπύλες» του εκεί ελληνισμού είναι ένας Αιθίοπας που πριν από είκοσι χρόνια απελάθηκε βίαια από την Ελλάδα, αφήνοντας πίσω τη ζωή του στα Εξάρχεια, ένα ηχητικό σύστημα και μια ολόκληρη συλλογή δίσκων με ρεμπέτικα.
«Στην Αιθιοπία δεν ασχολείσαι με το μέλλον, ασχολείσαι με το παρόν. Η ζωή είναι σήμερα. Ένας λαός του “δος ημίν σήμερον”. Το σωστό είναι ο άνθρωπος να ζει το παρόν με λιγότερα λεφτά και με λιγότερες υλικές ανάγκες».
― Χρόνη, έχεις επισκεφθεί την Αιθιοπία και την Αντίς Αμπέμπα στο παρελθόν με αφορμή και πάλι ένα ντοκιμαντέρ. Τι διαφορές είδες στη χώρα και στην πρωτεύουσα;
Χρόνης Πεχλιβανίδης: Πάνε 20 χρόνια που βρέθηκα στην Αιθιοπία. Είναι μια από τις χώρες που με κέρδισαν από την πρώτη στιγμή και θυμάμαι να δίνω υπόσχεση στον εαυτό μου ότι θα επιστρέψω. Οι αλλαγές είναι μεγάλες. Από το εντυπωσιακό νέο αεροδρόμιο της πρωτεύουσας, τις λεωφόρους που διασχίσαμε προς το ξενοδοχείο, μέχρι τους δεκάδες γερανούς κατασκευής για τους ουρανοξύστες που είναι υπό ανέγερση, η πόλη είναι ένα απέραντο εργοτάξιο που φιλοδοξεί να γίνει λαμπερό Ντουμπάι. Η επεκτατική επενδυτική πολιτική χωρών όπως η Κίνα, το Κατάρ και η Τουρκία αλλάζει πολλές χώρες της Αφρικής, με επωφελείς εμπορικές και επεκτατικές τις περισσότερες φορές συμφωνίες με τις εκάστοτε κυβερνήσεις. Θυμόμουν την Αντίς Αμπέμπα ως μια πόλη ταπεινή, με μεγάλες πλατείες, χωμάτινους δρόμους και το εμβληματικό κτίριο της Αφρικανικής Ένωσης να φωτίζεται με καμάρι. Σήμερα είναι μια σύγχρονη μεγαλούπολη με φανταχτερά κτίρια, ένα νέο τραμ, τις λεωφόρους, τους ποδηλατόδρομους και τα εστιατόρια να κατακλύζονται από εύπορους ντόπιους και ξένους υπαλλήλους πολυεθνικών και παγκόσμιων οργανώσεων. Όλα αυτά συνυπάρχουν με γειτονιές παλαιότερων εποχών, όπως το μεγαλύτερο αστικό παζάρι της Αφρικής, το Mercado, που περιμένουν στωικά τη σειρά τους για τη μετάβαση στη νέα εποχή. Είναι η συνύπαρξη της ακραίας φτώχειας με την αλματώδη ανάπτυξη που συναντάμε στην πλειοψηφία των αναπτυσσόμενων χωρών στον 21ο αιώνα.

― Γνωρίζουμε ότι η εκεί ελληνική κοινότητα υπήρξε δυναμική και ακμάζουσα για πολλά χρόνια. Οι Έλληνες είχαν το προνόμιο να συνδέονται με την τοπική κοινωνία μέσω της ορθόδοξης θρησκείας. Τι έχει μείνει από εκείνη την εποχή; Πόσοι Έλληνες ζουν εκεί σήμερα;
Χ.Π.: Η μετανάστευση των πρώτων Ελλήνων προς την περιοχή χρονολογείται ήδη από τον 19ο αιώνα. Το πνεύμα του τυχοδιωκτισμού και της περιπέτειας που χαρακτήριζε τους Έλληνες αλλά και η φτώχεια εκείνης της περιόδου δημιούργησαν το ιστορικό και οικονομικό πλαίσιο μέσα στο οποίο διαμορφώθηκε η ελληνική παροικία της Αιθιοπίας, που στην ακμή της έφτασε να αριθμεί τα 7.000 άτομα. Η σχέση των Ελλήνων με τον ντόπιο πληθυσμό ήταν ιδιαιτέρως στενή και σε αυτό συνέβαλαν πράγματι η κοινή θρησκεία και τα κοινά ήθη και έθιμα. Το 1975 οι περισσότεροι Έλληνες αποφάσισαν να εγκαταλείψουν τη χώρα λόγω των πολιτικών αλλαγών. Το μεγαλύτερο ποσοστό τους επέστρεψε στην Ελλάδα, ενώ οι υπόλοιποι σκορπίστηκαν ανά την υφήλιο. Σήμερα η ελληνική παροικία αριθμεί ελάχιστα άτομα ελληνικής καταγωγής, κυρίως ηλικιωμένα, και κάποιες εκατοντάδες απογόνους μεικτών γάμων χωρίς ελληνική συνείδηση. Το κάποτε ζωντανό «ελληνικό τετράγωνο», με σχολεία, οικοτροφείο, την ελληνική πρεσβεία και τον σύλλογο «Ολυμπιακός», ασφυκτιά ανάμεσα στις νέες θηριώδεις πολυώροφες κατασκευές που το περιτριγυρίζουν, σε μια περιοχή που θεωρείται οικοδομικό «φιλέτο» στη νέα Αντίς Αμπέμπα.

― Εξακολουθεί να υπάρχει ελληνικό σχολείο;
Χ.Π.: Το 1960 λειτούργησαν σε ενιαίο χώρο όλα τα εκπαιδευτικά ιδρύματα της κοινότητας. Ήταν η μεγάλη χρονιά του ελληνικού σχολείου της Αντίς Αμπέμπα. Όλα βασίστηκαν στους μεγάλους ευεργέτες της παροικίας. Το επίπεδο των σπουδών του ελληνικού σχολείου ήταν τόσο υψηλό που η φήμη του απλωνόταν σε όλη την Αφρική. Πολλές ελληνικές οικογένειες που ζούσαν σε άλλες περιοχές της χώρας αλλά και σε γειτονικές χώρες, όπως η Τανζανία, η Κένυα, το Σουδάν, έστελναν τα παιδιά τους για να αποκτήσουν εκπαίδευση υψηλού επιπέδου. Έτσι, δημιουργήθηκε και η ανάγκη ίδρυσης οικοτροφείου. Το 1975, το νέο, υποστηριζόμενο από τη Σοβιετική Ένωση καθεστώς προχώρησε στη δέσμευση των ελληνικών περιουσιών και από τότε ξεκινά να φυλλορροεί η κοινότητα. Το 1985, ως μια κίνηση αναβίωσης του ελληνικού εκπαιδευτικού τετραγώνου, ιδρύεται, και πάλι με τη βοήθεια ευεργετών, το Αγγλόφωνο Σχολείο / Greek Community School. Σήμερα το σχολείο είναι ξακουστό στην Αντίς Αμπέμπα για το επίπεδο των σπουδών του, με αποτέλεσμα να φοιτούν σε αυτό παιδιά ντόπιων εύπορων οικογενειών, παιδιά μεικτών γάμων και κάποια ελάχιστα ελληνόπουλα με ελληνική συνείδηση. Υπάρχουν σχέδια ανάπτυξης των υποδομών του σχολείου, που θα βοηθήσουν στο μέλλον της εναπομένουσας κοινότητας. Η Λέσχη του «Ολυμπιακού», που δεν πήρε το όνομά της από τη γνωστή ομάδα αλλά από την ολυμπιακή ιδέα του αθλητισμού, ιδρύθηκε και αυτή με τη συνεισφορά ευεργετών. Έχει χωμάτινα γήπεδα τένις και μπάσκετ αλλά και ένα φημισμένο ελληνικό εστιατόριο. Προσελκύει πολλούς εύπορους Aιθίοπες για την καλή του κουζίνα, αλλά και για το πάρκινγκ που προσφέρει, κάτι πολύ σημαντικό για την ασφάλειά τους.

― Γνωρίσατε έναν Αιθίοπα με ελληνική παιδεία, τον Άκη. Μαρία, μίλησες μαζί του στο πλαίσιο του ντοκιμαντέρ που ετοιμάζετε. Φαίνεται ιδιότυπη περίπτωση.
Μαρία Γιαννούλη: Ο Άκης είναι η ψυχή του «Ολυμπιακού». Εκπέμπει στωικότητα κι ανθρωπιά. Με κέρδισε αμέσως. Έχει διανύσει έναν μακρύ δρόμο γεμάτο περιπέτειες και γνώσεις. Σήμερα δηλώνει ευγνώμων για το ταξίδι της ζωής του στις δυο του πατρίδες, την Αιθιοπία και την Ελλάδα. Όπως λέει και ο ίδιος, υπήρξε τυχερός μέσα στην ατυχία του. Εξωστρεφής, αεικίνητος, με χαρά μικρού παιδιού, μου εξιστόρησε σε άπταιστα ελληνικά −κι ας λείπει σχεδόν είκοσι χρόνια από την Ελλάδα− την περιπέτεια της ζωής του. Με κοίταζε στα μάτια δίχως να σταματάει να μιλάει, να κινείται, σκανάροντάς μας, εμένα και τον Χρόνη, μέσα-έξω. Κάποια στιγμή μου είπε: «Δεν ξέρω αν είμαι wise, αλλά σίγουρα έγινα street wise». Στοχαστικός, με μια ασίγαστη δίψα για ζωή, ζει λιτά, με τα βασικά, χωρίς να τον προβληματίζει το αύριο.
― Πώς συνδέθηκε με την ελληνική παροικία;
Μ.Γ.: Επί Χαϊλέ Σελασιέ ο πατέρας του ήταν στρατιωτικός στην αυτοκρατορική φρουρά. Όταν έπεσε η βασιλεία στην Αιθιοπία, έπιασε δουλειά ως φύλακας στην ελληνική πρεσβεία. Εκείνη την εποχή, κατά τη δεκαετία του 1970, η ελληνική παροικία ήταν στην ακμή της, πολύ εύπορη. Στο ελληνικό σχολείο δεν έβλεπες παιδιά από μεικτούς γάμους, ήταν όλοι λευκοί, Ευρωπαίοι, Έλληνες. Όλο το προσωπικό της πρεσβείας, όπως λ.χ. οι μάγειρες, έμενε μέσα στην πρεσβεία. Έτσι, λόγω της εργασίας του πατέρα του, φιλοξενούνταν από την ελληνική κοινότητα, έχοντας πρόσβαση σε φαγητό, νερό, εκπαίδευση, πράγματα όχι δεδομένα για τους Αιθίοπες της εποχής εκείνης. Έπαιζε στον μεγάλο κήπο τον γεμάτο δέντρα, κι όπως μου είπε «το πρώτο άγαλμα που είδα ήταν της θεάς Αφροδίτης. Ενόσω έπαιζα κρυφτό με τους φίλους μου στο υπόγειο της πρεσβείας, το πρώτο στήθος που έπιασα ήταν της Αφροδίτης». Ήταν ζωηρό παιδί αλλά πολύ καλός μαθητής, σ’ ένα σχολείο με οικονομικά εύρωστες οικογένειες. Η Ελληνίδα δασκάλα του τον καλούσε τις Κυριακές στο σπίτι της και έπαιζε με τα παιδιά της επιτραπέζια παιχνίδια∙ ένα παιδί που γνώριζε μόνο παιχνίδια στις χωμάτινες αλάνες. Έφηβος πια, ο πατέρας του έχει πεθάνει, πέφτει το κομμουνιστικό καθεστώς στην Αιθιοπία, αρχίζει ο εμφύλιος κι αποφασίζει να φύγει − διαφορετικά έπρεπε να πάει στον πόλεμο. Οι καθηγητές του έλεγαν ότι αν τον έστελναν στο μέτωπο, θα χανόταν, έπρεπε να βρεθεί τρόπος να φύγει από τη χώρα. Κι ένας τρόπος για να φύγεις τότε ήταν μέσω της Εκκλησίας, προκειμένου να γίνεις θεολόγος ή παπάς. Έτσι βρέθηκε, έφηβος, στην Πατμιάδα Εκκλησιαστική Σχολή.
― Από την Αντίς Αμπέμπα στην Πάτμο. Θα ήταν σαν να βρέθηκε σε άλλο πλανήτη. Πώς τη θυμάται εκείνη τη φάση της ζωής του;
Μ.Γ.: Ήταν ζωηρός, έκανε εύκολα φίλους και φίλες, και φυσικά ήταν ο μοναδικός Αφρικανός σε ολόκληρη την Πάτμο. Όλο το νησί τον ήξερε και τον αγαπούσε. Μικρή κοινωνία, τον εντόπιζαν σε παραλία γυμνιστών και την επόμενη μέρα τον καλούσε για επίπληξη ο λυκειάρχης. Καθώς ήταν εξαιρετικός μαθητής και απουσιολόγος, οι καθηγητές τον εκτιμούσαν κι αυτό του έδωσε ενθάρρυνση ότι κάποια στιγμή θα είχε ένα μέλλον λαμπρό, με σπουδές στο πανεπιστήμιο. Θυμάται ότι είχε πειστεί ότι ίσως επέστρεφε στην Αιθιοπία μια μέρα για να γίνει υπουργός. Πέρα από τη γλώσσα και την κουλτούρα, του έκανε εντύπωση ο καιρός. Είχε συνηθίσει στην Αντίς που έχει σταθερή θερμοκρασία όλο τον χρόνο, δεν ήξερε τι είναι κρύο∙ οι άνεμοι στο νησί λυσσομανούσαν. Μου είπε: «Τέλη της δεκαετίας του ‘80, ήταν η ευημερία της Ελλάδας του ΠΑΣΟΚ, ο Έλληνας δεν γκρίνιαζε, οι πόρτες και τα παράθυρα των σπιτιών ήταν ανοιχτά, δεν υπήρχε φόβος, ξενοφοβία και ρατσισμός». Τα καλοκαίρια δούλευε σε μια οικοδομή για να βγάλει το χαρτζιλίκι του και με τα πρώτα χρήματα που έβγαλε αγόρασε ένα τζιν παντελόνι Lee και μποτάκια Reebok. Σκεφτόταν στα ελληνικά, η συναναστροφή του, η καθημερινότητά του ήταν με Έλληνες. Διάβαζε κυριακάτικες εφημερίδες, βιβλία φιλοσοφίας, κείμενα αρχαίας ελληνικής τραγωδίας και κωμωδίας. Είχε μια κλίση προς τα φιλολογικά. Απολάμβανε να βλέπει ασπρόμαυρες ελληνικές ταινίες, κυρίως κωμωδίες του ’60 με τον Χατζηχρήστο, τον Κωνσταντάρα, τον Βέγγο. Οι ταινίες και τα διαβάσματα επηρέασαν τη σκέψη και τη νοοτροπία του, του χάρισαν αυτοπεποίθηση, παίζοντας σημαντικό ρόλο στην εξέλιξή του. Αγάπησε την ιδιοσυγκρασία του Έλληνα, το χιούμορ του, εκτίμησε και μελέτησε την ελληνική γλώσσα σε βάθος.

― Προφανώς δεν έγινε ποτέ ιερέας.
Μ.Γ.: Δεν του ταίριαζε, κι έτσι την επόμενη χρονιά βρέθηκε σε ένα ορφανοτροφείο στη Σαλαμίνα με δικό του δωμάτιο και μπάνιο κι άρχισε να φοιτά σε γενικό λύκειο. Ζούσε ανέμελα με τους φίλους του, φλερτ, ποδηλατάδες στο νησί, βόλτες με μηχανάκι. Η αγάπη που πήρε από τους Έλληνες ήταν μοναδική, ένιωσε ανθρωπιά και αλληλεγγύη. Ένα απόγευμα του συνέβη ένα σοβαρό ατύχημα με το μηχανάκι, το ασθενοφόρο τον μετέφερε στο Τζάνειο, κι όταν άνοιξε τα μάτια του μετά από το σοβαρό χειρουργείο, θυμάται με συγκίνηση να βλέπει όλους τους συμμαθητές του από πάνω του. Τελειώνει το σχολείο κι αρχίζει να δουλεύει σε μια εταιρεία με χειροποίητα χαλιά στον Κολωνό. Νοικιάζει με έναν φίλο του ένα δώμα στην Καλλιθέα. Θυμάται πως τα καλοκαίρια έπιναν μπίρες με τις φιλενάδες τους στην ταράτσα και πως σιγά σιγά μέσω της μουσικής οι Μαύροι έγιναν in και έμπαιναν στα μαγαζιά δωρεάν για να δημιουργούν ατμόσφαιρα. Κάποια στιγμή έπιασε φιλίες με ανθρώπους που πήγαιναν σε καταλήψεις στα νεοκλασικά των Εξαρχείων, συζητούσαν για πολιτική και φιλοσοφία, μαζεύονταν, άκουγαν ρέγκε, ρεμπέτικα και χιπ χοπ. Είχε καλά ηχητικά συστήματα, όλα του τα χρήματα τα ξόδευε σε δίσκους από το Metropolis. Ένα βράδυ οι γείτονες από το διπλανό διαμέρισμα ενοχλήθηκαν, κάλεσαν την αστυνομία για διατάραξη ησυχίας, ήρθε το περιπολικό, ο Άκης αντέδρασε, του πέρασαν χειροπέδες. Στο τμήμα είδαν ότι η άδεια παραμονής του είχε λήξει, φώναξαν την πρόξενο της Αιθιοπίας και τον απέλασαν επιτόπου. Τον έστειλαν όπως ήταν, με συνοδεία αστυνομικών, στο αεροδρόμιο και έφυγε με την τελευταία πτήση της Ολυμπιακής για το Κάιρο κι από κει για την Αντίς Αμπέμπα με μόνο 10 ευρώ στην τσέπη.

― Επέστρεψε ποτέ;
Μ.Γ.: Ποτέ! Επέστρεψε εκεί από όπου είχε ξεκινήσει, στην ελληνική παροικία, όμως είχαν αλλάξει πολλά. Το ελληνικό σχολείο είχε γίνει διεθνές, το ελληνικό του τμήμα είχε συρρικνωθεί, είχε παρακμάσει, οι καθηγητές ήταν ξένοι. Στον «Ολυμπιακό» πηγαίνουν πια ως επί το πλείστον Ρουμάνοι, Ρώσοι, Βούλγαροι, Αιθίοπες. Σερβίρουν τζατζίκι, σουβλάκι με κοτόπουλο. Ο Άκης τους βάζει ελληνική μουσική, Χαρούλα Αλεξίου, Θεοδωράκη, Χατζιδάκι. Αρνείται να βάλει σκυλάδικα, γιατί ούτε ο ίδιος τα ακούει. Παίζει Βαμβακάρη και ρεμπέτικα. Παρακολουθεί περισσότερο την πολιτική της Ελλάδας παρά της Αιθιοπίας. Διαβάζει βιβλία λογοτεχνίας και ιστορίας στη βιβλιοθήκη του «Ολυμπιακού», βλέπει ελληνικές εκπομπές στο διαδίκτυο για να μην ξεχάσει τη γλώσσα και τη νοοτροπία. Πηγαίνει στην ελληνική ορθόδοξη εκκλησία, τον Αγ. Φρουμέντιο, και λέει το «Πιστεύω» στα αιθιοπικά, μιας και η εκκλησία είναι πια πολυπολιτισμική. Μου είπε χαρακτηριστικά: «Μ’ αρέσει να ζω το present time. Στην Αιθιοπία δεν ασχολείσαι με το μέλλον, ασχολείσαι με το παρόν. Η ζωή είναι σήμερα. Ένας λαός του “δος ημίν σήμερον”. Το σωστό είναι ο άνθρωπος να ζει το παρόν με λιγότερα λεφτά και με λιγότερες υλικές ανάγκες». Και πρόσθεσε: «Ξέρεις τι μου λείπει από την Ελλάδα; Η μπλε σοκολάτα Παυλίδη».

― Εξακολουθεί να «στοιχειώνει» τη χώρα ο θρυλικός Χαϊλέ Σελασιέ;
Χρ.Π.: Ο Χαϊλέ Σελασιέ έφερε τη χώρα του στην Κοινωνία των Εθνών και τα Ηνωμένη Έθνη και έκανε την Αντίς Αμπέμπα οικονομικό και πολιτικό κέντρο της Μαύρης Ηπείρου, πριν τον προλάβει ο αιθιοπικός λιμός και η πραξικοπηματική ανατροπή του από τον θρόνο το 1974. Υπήρξε φίλος των Ελλήνων της Αιθιοπίας, επισκέφθηκε την Ελλάδα τη δεκαετία του 1960 αναπτύσσοντας σχέσεις με την τότε βασιλική οικογένεια. Ενδιαφέρον έχει ότι θεωρείται ακόμη και σήμερα ο Μεσσίας του Ρασταφαριανισμού. Ο προφήτης του κινήματος, ο Τζαμαϊκανός Μάρκους Γκάρβεϊ, είχε καλέσει τους οπαδούς του να κοιτούν προς την Αφρική για την ενθρόνιση ενός «Μαύρου Βασιλιά», ο οποίος θα ήταν ο «λυτρωτής της φυλής», και επίσης προωθούσε την ιδέα της επιστροφής των Μαύρων στην κοιτίδα τους. Ο Χαϊλέ Σελασιέ επισκέφθηκε την Τζαμάικα στις 21 Απριλίου 1966, όπου δεκάδες χιλιάδες Ρασταφάριαν τον υποδέχθηκαν ως θεό. Έκτοτε η ημερομηνία αυτή εορτάζεται ως θρησκευτική γιορτή. Πολλά τραγούδια της ρέγκε και του Μπομπ Μάρλεϊ είναι αφιερωμένα στον Αιθίοπα αυτοκράτορα.