MΕ ΕΠΙΑΣΕ ΜΙΑ ΤΡΕΛΑ και ταξίδεψα βράδυ για να φτάσω ξημερώματα στη Θεσσαλονίκη, την ώρα που ακόμα δεν έχει ξυπνήσει η πόλη. Έφτασα 6 το πρωί, πήρα μια μπουγάτσα από τον Μπαντή, κάθισα στην Αριστοτέλους και ξεκίνησα να σκέφτομαι τη σκήνη από το «Βλέμμα του Οδυσσέα», το μπλε καράβι στον Θερμαϊκό και τον Μανάκη να φωτογραφίζει. Μετά με έπιασαν κι άλλα υπαρξιακά που έχουν οι αργόσχολοι γευσιγνώστες!
Τι γεύση έχει η Σαλονίκη; Τι γεύση σού αφήνουν οι ταινίες; Τελικά, θα βρούμε αυτό που ψάχνουμε; Θα ξεπεράσουμε τα σύνορα; Μήπως δεν πρέπει να προσφέρουμε σφυρίδα στο Προεδρικό Μέγαρο; Έκλεισα το μάτι της κουζίνας;
Στις 9 το πρωί σκέφτηκα τι χαζομάρα έκανα και ταξίδευα όλο το βράδυ για να δω το ξημέρωμα – μπορούσα να το κάνω ξεκούραστος το επόμενο πρωί.
Τέσσερα πράγματα είναι διαβαλκανικά: τα σουτζουκάκια, οι αδελφοί Μανάκη, το αίμα των πολέμων και οι διακλαδώσεις των ποταμών που διασχίζουν τα φτωχά μας χώματα!
Το κακό είναι ότι τα εστιατόρια δεν ανοίγουν τόσο νωρίς και βαριέμαι όσο τίποτα να πάω σε μια καφετέρια και να φάω αυγοφέτες με αβοκάντο. Ευτυχώς, το ξενοδοχείο είχε δωμάτιο από το πρωί και πήγα εκεί· κοιμήθηκα δυο ώρες, το είχα ανάγκη. Ήπια έναν καφέ και ξεκίνησα για τα Βομβίδια. Μου αρέσουν τα Βομβίδια, είναι cult και λιχουδιάρικα. Στη 1 συναντήθηκα με τον Κώστα και πήγαμε δίπλα, στη Ρωμαϊκή Αγορά, στο καφενείο του κυρ-Θόδωρου. Φάγαμε έναν πατσά και γίδα βραστή από τη Fissler που έβραζε στην ξυλόσομπα, ακούγοντας Καζαντζίδη! Θαυματουργές ήταν οι σούπες και η φωνή του Στέλιου!
Υποτίθεται ότι έχω έρθει για το φεστιβάλ και τις ταινίες, αλλά εγώ μάλλον ήρθα να δω πόσα μπορώ να δοκιμάσω σε 300 ώρες. Μετά το καφενείο πήγα για γλυκό και εκεί διαπίστωσα πόσο γαμάτες βγαίνουν οι φωτογραφίες κρατώντας ένα τρίγωνο Πανοράματος και την πόλη στο background. Είναι η μοναδική τους χρησιμότητα, αλλιώς δεν τρώγονται!
Το γλυκό της Θεσσαλονίκης με τι οποίο παθαίνω σοκ είναι το αρμενοβίλ. Είμαι ο μοναδικός, πιστεύω, στην περιφέρεια της χώρας που έχει δοκιμάσει όλα τα αρμενοβίλ που κυκλοφορούν.
Ήθελα να πάω την ίδια μέρα και στη Διαγώνιο να φάω σουτζουκάκια και γύρο, αλλά σκέφτηκα ότι θα ήταν υπερβολή. Μου αρέσουν τα σουτζουκάκια, με ταξιδεύουν στον χρόνο. Ένας Σκαραβαίος, κάτι Γιουγκοσλάβοι μηχανικοί απατεώνες, οι γονείς μου σε απόγνωση, άφραγκοι – τα λεφτά μάς έφταναν για δύο μερίδες τσεβάπι, τα άλλα τα δώσαμε για επισκευές. Αυτά τα μακρόστενα θαύματα υπάρχουν σε όλα τα Βαλκάνια, σε παραλλαγές. Τα καλύτερα είναι στη Βοσνία, λένε οι πιο πολλοί. Τέσσερα πράγματα είναι διαβαλκανικά: τα σουτζουκάκια, οι αδελφοί Μανάκη, το αίμα των πολέμων και οι διακλαδώσεις των ποταμών που διασχίζουν τα φτωχά μας χώματα!
Βασικά, στη Θεσσαλονίκη ήρθα να δω την Ιζαμπέλ Ιπέρ. Τι φως εκπέμπει αυτή η γυναίκα. Πόσο θέλω να την πετύχω στον δρόμο και να της πω «σε αγαπώ» – «σε αγαπάω» λέω μόνο στη Λου!
Τελικά, αποφάσισα ότι δεν θα πάω να δω ταινία στο φεστιβάλ, εκτός από την καινούργια της! Εφόσον δεν θα αναπνεύσω τέχνη, ας αναπνεύσω νοστιμιές, είπα. Πήγα στο Trizoni και δοκίμασα το μπιάνκο τους. Ήταν εξαιρετικό, πιστεύω. Όσο και να μην το δέχονται, ήθελε σκόρδο για να φτάσει το απόλυτο. Δοκίμασα όμως και ένα εξαιρετικό τηγανητό, δεν θυμάμαι πώς το λέγανε – ντροπή, το ξέρω, πρέπει να σημειώνω τι δοκιμάζω. Μου άρεσε πολύ η λακέρδα τους και η πίτσα με πέστροφα.
Αυτό που λατρεύω στη Θεσσαλονίκη είναι να κάθομαι πριν από τη δύση και να βλέπω τα μικρά στενά που οδηγούν στον Θερμαϊκό. Το βράδυ πήγα στο Duck. Την αγαπώ τη σεφ Ιωάννα και τη ζεστασιά που βγάζει το μαγαζί της. Δοκίμασα ένα αρνί φρικασέ-όνειρο και φανταστικό τραχανά με μοσχαρίσια μάγουλα.
Τα πρωινά στο ξενοδοχείο έτρωγα μόνο ανανά, με κοίταζαν τα παιδιά που σέρβιραν με απορία. Τους είπα ψέματα ότι είμαι σε διατροφή και τρώω μόνο ανανά και χυμό πορτοκάλι το πρωί. Το μεσημέρι με βρήκε στο Ψι by Μezen, όπου έφαγα απίστευτα σουτζουκάκια τόνου με ρύζι, ενώ πιο αργά δοκίμασα ένα απίστευτο αρμενοβίλ στο Τζένεραλ.
Το βράδυ είπα ψέματα ότι πήγα για ταινία – πήγα στο Apallou για πίτσα και μακαρόνια. Η πίτσα πεπερόνι τους είναι θαυμάσια, το cacio e pepe ήθελε λίγο παραπάνω ένταση, μάλλον την έκλεψαν τα λιχουδιάρικα λαζάνια τους.
Το επόμενο πρωί συναντήθηκα με τον Σωκράτη από το Μαιτρ και Μαργαρίτα και με φίλεψε τις πίτες του – ακόμα έχω τη γεύση του γκιουζλεμέ στο στόμα μου. Το βράδυ βρέθηκα στο Tiffany’s. Ωραίος χώρος να είσαι με παρέα, να λες βαθυστόχαστες λέξεις που δεν πιστεύεις σε ένα κοινό που λατρεύει να τις ακούει και να σου απαντάει με τον ίδιο στόμφο. Κάναμε πολλά όνειρα εκείνο το βράδυ, σχεδόν σώσαμε τη χώρα.
Την Κυριακή το μεσημέρι πήγα στο Σαλόνικα, όπου με περίμενε ο Σωτήρης Ευαγγέλου. Ήθελε να μου δείξει τι σημαίνει ελληνικό κυριακάτικο τραπέζι. Ο μεγάλος αυτός μάγειρας κάνει μια πραγματική γιορτή. Αρνί ψητό, κοκορέτσι και μαγειρευτό σοφρίτο, μελιτζάνες με μοσχάρι, γιουβαρλάκια και σούπα πατσά. Εξαίσια όλα!
Το απόγευμα μάλλον λιποθύμησα από το πολύ φαΐ και ορκίστηκα ότι λόγω πρεμιέρας δεν θα έτρωγα τίποτα. Το πρωί συνέχισα να τρώω ανανά και το βράδυ είδα την Ιζαμπέλ Ιπέρ από κοντά, βασικά καθόμουν δυο σειρές πιο πίσω. Τι ευτυχία να βλέπεις την τελευταία Γαλλίδα μούσα σε απόσταση αναπνοής!
Τρίτη πρωί με κάλεσε ο Μίτκο να ακολουθήσω τον Νέστο και να πάμε να φάμε κεμπάπια, να πιούμε κόκκινο κρασί και να ακούσουμε τους μουζικάντηδες – το κάλεσμά του προσταγή. Το βράδυ μάς βρήκε αγκαλιασμένους, χορτάτους και μεθυσμένους.
Εκεί κατάλαβα ότι δεν έχει σημασία τι ψάχνουμε, αρκεί να ταξιδεύουμε και να περνάμε τα σύνορα. Χάνονται τα σύνορα στα ποτάμια των Βαλκανίων!