ΠΕΡΑΣΑΝ ΧΡΟΝΙΑ για να καταλάβω ότι δύο είναι τα οπτικά ερεθίσματα που με προκαλούν. Το πρώτο είναι οι μάγειρες και οι μαγείρισσες που μέσα σε ανοιχτές κουζίνες ετοιμάζουν τα πιάτα τους, καίγονται, κόβονται, πονάνε, αλλά το κρατάνε μέσα τους και συνεχίζουν. Το δεύτερο είναι το μπαλέτο. Να βλέπω αυτά τα αιθέρια πουλιά να εκτελούν τόσο δύσκολες χορογραφίες, να πετάνε στον αέρα και, όταν προσγειώνονται απότομα, να πονάνε και να μην το δείχνουν.
«Πώς κρατάς μέσα σου τον πόνο με τέτοια χάρη», σκέφτομαι, «όταν εγώ τις προάλλες που έκοβα ένα κρεμμυδάκι για ένα σπανακόρυζο και έκοψα το δάχτυλό μου έκανα σαν τον Γουίλεμ Νταφόε στη σκηνή από το “Πλατούν”;». Τι δύσκολο που είναι να κρατάς τον πόνο μέσα σου και να είσαι μέρος ενός συνόλου που κάνει αριστουργήματα!
Ένα ωραίο πιάτο –όχι το σπανακόρυζο!– έχει την ίδια ομορφιά με τις μπαλαρίνες όταν κάνουν την κίνηση ailes de pigeon, την ίδια ομορφιά με μια εξίσωση. Ένα ωραίο πιάτο πάντα έχει μια διαδρομή και ένα φινάλε.
Δεν μπορώ να κρίνω τις γεύσεις, γι’ αυτό αυτοονομάστηκα «άτυπος» – οι άτυποι, να ξέρετε, δεν έχουν καμία ευθύνη, λατρεύουν να λένε και να ακούνε ψέματα γιατί, ως άτυποι, δεν πιστεύουν ότι λένε κάτι τυπικό.
Τις γεύσεις τις φτιάχνουν οι στιγμές και οι λέξεις. Και κάποια αστοχία να υπάρχει, αν την καταλάβεις, τη συγχωρείς, γιατί μια ονειρεμένη σκηνή θα τη θυμάσαι για πάντα.
Άρα, εφόσον αυτοεξορίστηκα από τις κρίσεις, κατάλαβα ότι είναι φανταστικό να ζεις σε ένα σύμπαν χωρίς τυπικές κριτικές. Εξάλλου, είναι παράλογο να βαθμολογείς με τα ίδια κριτήρια τη Σπονδή και τα Μπαχαλάκια. Πώς κρίνεις με το ίδιο τέμπο και με την ίδια φιλοσοφία κάτι διαφορετικό; Γιατί πας στη Σπονδή και γιατί πας στα Μπαχαλάκια; Θα μου πείτε: «Φαγώθηκες, Ρεμί, με τα Μπαχαλάκια». Θα πω ότι απλά έχει έναν ιντριγκαδόρικο τίτλο, τον οποίο δεν ξεχνάς, και είναι ωραίο να τον έχεις ως παράδειγμα σε κάτι που σου φέρνει σε γαστρονομική αξία μόλις το ακούς. Κανονικά δεν πρέπει να υπάρχουν ειδικές κατηγορίες για κάθε εστιατόριο: κατηγορία μισελενάτων, κατηγορία εστιατορίων εορτασμών επετείων, κατηγορία ιταλικών, κατηγορία «έφαγα και έσκασα με 25 ευρώ το άτομο».
Αυτό το «όλα σε έναν κουβά» είναι λίγο πρόχειρο. Γιατί, πώς κρίνεις ένα φαγητό; Τι σημαίνουν οι εντάσεις και ότι έχει ένα υλικό που λες ότι δεν ταιριάζει; Για εμένα τα πράγματα είναι απλά: ήταν νόστιμο αυτό που έφαγες; Ήταν λιχουδιάρικο; Σου ήρθαν συναισθήματα χαράς ή δάκρυα; Πέρασες ωραία στο εστιατόριο εκείνη τη μέρα που πήγες; Σου έβγαζε το μαγαζί κάτι συναισθηματικό; Ή είχε μια διάθεση εντυπωσιασμού; Δεν γίνεται για όλα να ξεκινάς από την ίδια αφετηρία.
Ακόμα κι εγώ, που το μυαλό μου είναι σε μια γενική ανακατωσούρα και αγαπώ τον «Θίασο» του Αγγελόπουλου το ίδιο με το «Superbad», αγαπώ το Winter Garden της Μεγάλης Βρεταννίας και τον εξωτερικό χώρο του Mirlo εξίσου, δεν τα βάζω όλα σε έναν κουβά, γιατί το καθένα μού δημιουργεί ένα διαφορετικό συναίσθημα. Αν καταλήγουν όλα στον ίδιο συναισθηματικό ποταμό, δεν μπορώ να τα καταλάβω.
Όταν πηγαίνω στο Winter Garden της Μεγάλης Βρεταννίας νιώθω υπέροχα που τρώω αυτόν τον μπαμπάτσικο λαχανοντολμά, που δεν είναι της γιαγιάς Άννας, όπως νιώθω υπέροχα και όταν τρώω το σφαιρίδιο προβατίνας με βερίκοκο στο Mirlo. Όμως δεν μπορώ να τα κρίνω με τον ίδιο τρόπο.
Αγαπώ το μονοπλάνο που κάνει ο Tεό στην Εύα Κοταμανίδου, όπως αγαπώ και τον τρόπο που εξηγεί ο ΜακΛάβιν στο «Superbad» πώς θα πάρουν αλκοόλ από το σούπερ-μάρκετ.
Tην περασμένη εβδομάδα, επηρεασμένος από την Κέρκυρα, αποφάσισα να κάνω τέσσερις ημέρες σερί παστιτσάδα. Τη μια μέρα με μοσχάρι με λιπάκι, τη δεύτερη με κοτόπουλο, γιατί κόκορα δεν βρήκα, την τρίτη με μπακαλιάρο και την τέταρτη με μανιτάρια. Λάτρεψα και τις τέσσερις εκδοχές και τρώγαμε τέσσερις μέρες μακαρονάδες στο σπίτι. Θα πω χωρίς ντροπή ότι τις τάραξα και τις τέσσερις εκδοχές στο σπετσερικό – τόσο πολύ που κατέστρεψα τις διαφορετικές γεύσεις των υλικών, απλώς άλλαζε η υφή.
Βασικά, ήθελα να φάω μακαρόνια και έτσι σκέφτηκα αυτή την εξυπνάδα για να το κάνουμε σαν παιχνίδι και μην υπάρχουν διαμαρτυρίες από τον άμαχο πληθυσμό. Χίλιες φορές μακαρόνια παρά σπανακόρυζο, πάντως! Μία φορά έχω φάει ωραίο σπανακόρυζο, στην Ταβέρνα των Φίλων πέρσι, αλλά είχε πάνω καλαμαράκι. Δεν ξέρω αν το έχει ακόμα, δεν έχω ξαναπάει, γιατί δύσκολα πηγαίνω στο ίδιο μέρος δεύτερη φορά μέσα σε έναν χρόνο. Θα μου πεις: «Δεν σου άρεσε;». Μου άρεσε, αλλά έχουν τόσο πολλά να δουν τα μάτια μου που δεν θέλω να βλέπω συνέχεια τις ίδιες εικόνες. Βαριέμαι να πηγαίνω στα ίδια μέρη, γιατί μια ζωή την έχουμε και θέλω να δω όσο γίνεται πιο πολλά. Αφού φοβάμαι τα αεροπλάνα και δεν μπορώ να δω όλο τον κόσμο, τουλάχιστον ας ψάξω αυτά που μπορώ να φτάσω.
Βέβαια, εδώ που τα λέμε, τα ταξίδια είναι ένα πασάλειμμα. Δηλαδή, λέει ο άλλος «πήγα τέσσερις ημέρες στο Παρίσι» και η μία από αυτές ήταν στην Disneyland. Μέσα σε τρεις μέρες τι πρόλαβες να δεις στο Παρίσι, πέρα από τα «must see», μέσα από το ταξί; Από γεύσεις, μάλλον πήγες στον Μπαϊρακτάρη του Παρισιού, στο φουαγέ ενός πεντάστερου και στο Ατενέ για να φας κρέπα. Εγώ είκοσι πέντε χρόνια πηγαινοέρχομαι άσκοπα στην Αθήνα και στην Ακρόπολη πήγα φέτος. Για να πεις ότι είδες καλά ένα μέρος πρέπει να περάσεις σε αυτό μήνες, για να μην πω χρόνια.
Θα μου πει ο διευθυντής μου: «Χίλιες λέξεις φλυαρία και τι προτείνεις;». Σημειώστε: έφαγα ένα εξαιρετικό κεμπάπ στον Σέρκο στην Παλιά Κοκκινιά και έφαγα και κολάρα ψαριού και ζυμαρικά με μπαρμπούνι στο Monk Fish.
Μου αρέσουν οι μακαρονάδες με ψάρι! Ακόμα θυμάμαι ένα πέστο με λιγκουίνι και μπαρμπούνια στην Τζια και τις αχηβάδες με τριμμένο αυγοτάραχο που δοκίμασα φέτος στο Sama στην Πάρο. Ωραίο μπαλκόνι είχε το Sama! Έβλεπα το φεγγάρι, είχα και παρέα τρομερή.
Τις γεύσεις τις φτιάχνουν οι στιγμές και οι λέξεις. Και κάποια αστοχία να υπάρχει, αν την καταλάβεις, τη συγχωρείς, γιατί μια ονειρεμένη σκηνή θα τη θυμάσαι για πάντα. Δεν θα θυμάμαι ότι το γλυκό του Σαρρή δεν με τρέλανε, αλλά θα θυμάμαι για πάντα με νοσταλγία ότι ο γιος μου, που κάποτε ήταν 15 χρονών, με δυσκολία μού άφησε μια πιρουνιά από την εξαιρετική μακαρονάδα. Τουλάχιστον μου άφησε την τελευταία – δηλαδή το φινάλε!