ΤΗΝ ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΤΕΤΡΑΕΤΙΑ ακούμε πως αντιμετωπίζουμε μια έξαρση της βίας των ανηλίκων. Η ιδέα μιας «επιδημίας» νεανικής παραβατικότητας προωθείται απ’ την κυβέρνηση περίπου απ’ τον καιρό του τέλους της πανδημίας. Έτσι, το 2022-2023 δημιουργήθηκε τμήμα της αστυνομίας αφιερωμένο στην παραβατικότητα ανηλίκων, ενώ η «ραγδαία αύξηση» του φαινομένου ανάγκασε τον Μητσοτάκη να καλέσει εκτατή σύσκεψη τον περασμένο Μάιο προκειμένου να παρουσιάσει τη σχετική εθνική στρατηγική.
Τα media παίζουν καίριο ρόλο στη διάδοση της έννοιας μιας κρίσης νεανικής παραβατικότητας. Κάθε ιδιαίτερα ειδεχθές περιστατικό γίνεται αφορμή για τρομολαγνικά ρεπορτάζ, καθώς και συζητήσεις με ειδικούς ως προς τα ψυχοκοινωνικά αίτια που ωθούν τα παιδιά στη βία. Χρησιμοποιώντας τα δεδομένα του ελληνικού MediaWatch, μπορεί κανείς να δει ότι η ανησυχία των ΜΜΕ για την έξαρση της ανήλικης παραβατικότητας αναπτύσσεται το φθινόπωρο του ’23, αυξάνεται την άνοιξη του ’24 και κορυφώνεται τον Ιανουάριο/Μάιο του ’25¹.
Μετά απ’ την κατασκευή του αφηγήματος μιας κρίσης, κάποιες μερίδες του πληθυσμού φοβούνται και επιζητούν «ασφάλεια», ενώ, σε κάθε περίπτωση, το κράτος φέρνει μέτρα ασφάλειας.
Παρ’ όλα αυτά, το αφήγημα ότι βιώνουμε μια έκρηξη περιστατικών ανήλικης παραβατικότητας δεν ευσταθεί. Βασιζόμενος στα επίσημα στοιχεία της Eurostat, αλλά και τις έρευνες που διεξάγει το Ερευνητικό Πανεπιστημιακό Ινστιτούτο Ψυχικής Υγιεινής, ο ψυχίατρος Γιώργος Νικολαΐδης εξηγεί πως τα σημερινά ποσοστά νεανικής παραβατικότητας είναι παρόμοια με αυτά της περιόδου 2014-2019. Με άλλα λόγια, η νεανική παραβατικότητα στην Ελλάδα παρουσίασε μια σημαντική αύξηση την εποχή των μνημονίων (2010-2013) και έπεσε στο σημερινό επίπεδο μετά το ’14, με μια «παρένθεση» πτώσης στην εποχή της καραντίνας (2020-2021), όταν τα εγκλήματα σε δημόσιους χώρους ήταν σχεδόν ανύπαρκτα. Ο μόνος τρόπος που η κυβέρνηση και τα ΜΜΕ μπορούν να μιλούν για «έκρηξη παραβατικότητας» είναι μέσω μιας ερευνητικής λαθροχειρίας, συγκρίνοντας, δηλαδή, «τις στατιστικές του 2023-’24 με αυτές του 2020-’21»².
Ως εκ τούτου, μου φαίνεται πως το αφήγημα «επιδημίας» νεανικής παραβατικότητας –το οποίο έχει επιτρέψει ποικίλα μέτρα ασφάλειας κι ένα θεαματικό media cycle– είναι ενδεικτικό του τρόπου με τον οποίο οι κρίσεις έχουν γίνει μέσο διακυβέρνησης. Η ανάπτυξη αυτής της ιδέας απαιτεί μια μικρή θεωρητική παρέκβαση. Όπως υποστήριξα στο προηγούμενο άρθρο μου, χρησιμοποιώντας, μεταξύ άλλων, τον Αντι-Οφθαλμό των Acid Horizon, οι κρίσεις έχουν πάψει να είναι ανωμαλίες ή παρεκτροπές που απειλούν τα δημοκρατικά κράτη. Απεναντίας, τα τελευταία 50 χρόνια, οι μηχανισμοί διακυβέρνησης δεν προσπαθούν να παραγάγουν σταθερότητα πρώτου βαθμού (απουσία κρίσεων), αλλά μια «μετασταθερότητα»: τη διοχέτευση, διαχείριση και μερική επίλυση κρίσεων περιορισμένης έντασης. Οι κρίσεις, με άλλα λόγια, προωθούνται και εργαλειοποιούνται, διατηρώντας ένα επίπεδο φόβου μες στον πληθυσμό, νομιμοποιώντας μέτρα που ανακουφίζουν αυτόν τον φόβο αυξάνοντας τον έλεγχο («ασφάλεια») και δημιουργώντας ευκαιρίες για τη διοχέτευση του κεφαλαίου.
Το στήσιμο μιας κρίσης συνήθως ακολουθεί τα παρακάτω βήματα. Πρώτον, συμβαίνει κάτι, ένα πραγματικό φαινόμενο το οποίο –επικίνδυνο καθαυτό– δεν αποτελεί μια κρίση που απειλεί τον κοινωνικό ιστό και τη γενική ασφάλεια των πολιτών. Στην περίπτωση της νεανικής παραβατικότητας, έχουμε μια σειρά από ιδιαίτερα ειδεχθή περιστατικά, όπως ο ομαδικός και βιντεοσκοπημένος βιασμός ενός 15χρονου από συνομήλικούς του στο Ίλιον ή ο ομαδικός ξυλοδαρμός μιας 14χρονης μπροστά σε κοινό στη Γλυφάδα. Έχουμε, με άλλα λόγια, μια αλλαγή στη βία των ανηλίκων: σκληρότερα περιστατικά, τα οποία συχνά αναρτώνται στα social media³. Είναι σημαντικό να τονίσουμε αυτό το πρώτο στάδιο, τον πραγματικό πυρήνα της εκάστοτε «κρίσης» – αγνοώντας τον και πιστεύοντας ότι το κράτος δημιουργεί μια κρίση εκ του μηδενός, διολισθαίνουμε στο πεδίο μιας απλοϊκής συνωμοσιολογίας, όπου όλα είναι ελεγχόμενα και καθορισμένα «από ψηλά».
Εδώ έρχεται το δεύτερο στάδιο. Πάνω στο πραγματικό γεγονός (εν προκειμένω, σκληρότερα περιστατικά), το κράτος και τα συστημικά ΜΜΕ στήνουν ένα ευρύτερο αφήγημα, το οποίο στερείται πραγματολογικής βάσης: όχι μόνο υπάρχει ποιοτική μεταβολή, αλλά και ποσοτική αύξηση των περιστατικών βίας· αντιμετωπίζουμε μια έξαρση νεανικής παραβατικότητας· οι πολίτες και τα παιδιά τους βρίσκονται σε κίνδυνο και η κυβέρνηση πρέπει να δράσει αποφασιστικά για να πατάξει την κρίση.
Μετά απ’ την κατασκευή του αφηγήματος μιας κρίσης, κάποιες μερίδες του πληθυσμού φοβούνται και επιζητούν «ασφάλεια», ενώ, σε κάθε περίπτωση, το κράτος φέρνει μέτρα ασφάλειας. Συγκεκριμένα, στην περίπτωση της νεανικής παραβατικότητας, έχουμε δει αυξημένη αστυνόμευση, τοποθέτηση καμερών, αυστηροποίηση των ποινών και, σε κάποιους δήμους (Αιγάλεω, Κηφισιά, Αγία Παρασκευή), νυχτερινές περιπολίες με drones.
Θεμελιωδώς, τα μέτρα ασφάλειας αδυνατούν να περιορίσουν το πρόβλημα και να μειώσουν τη νεανική παραβατικότητα (κάτι που ο κλάδος της εγκληματολογίας έχει δείξει διαχρονικά). Όπως σημειώνει ο Γιώργος Νικολαΐδης, οι κοινωνίες που επέλεξαν να δουν τα παιδιά τους ως «κίνδυνο» και να αντιμετωπίσουν αυτή την απειλή «επενδύοντας σε τεχνολογίες ασφαλείας, [σε] τεχνολογίες επιτήρησης και σε ένα κλίμα γενικότερης αυστηροποίησης –με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα τις ΗΠΑ–, κατάφεραν να κάνουν τα πράγματα πολύ χειρότερα»⁴.
Στην πραγματικότητα, η λειτουργία της ασφάλειας είναι εντελώς διαφορετική. Αρχικά, αυτά τα μέτρα δημιουργούν την αίσθηση ότι η κυβέρνηση αντιμετωπίζει αποφασιστικά την «κρίση», αυξάνοντας τη δημοτικότητά της σε όσους έχουν τρομοκρατηθεί απ’ τα ΜΜΕ (και, στη συγκεκριμένη περίπτωση, σε όσους θέλουν να δουν τη σκληρή και παραδειγματική τιμωρία των παραβατικών παιδιών). Παράλληλα, μέτρα ασφαλείας όπως η αυξημένη αστυνόμευση, οι κάμερες και τα drones ενισχύουν τον έλεγχο όλου του πληθυσμού και όχι μόνο των παραβατών, επεκτείνοντας την εξουσία του κράτους. Τέλος, τα εν λόγω μέτρα παρέχουν ευκαιρίες για την κυκλοφορία του κεφαλαίου, μέσα από επενδύσεις, τεχνολογική «καινοτομία» και κρατικά συμβόλαια (για drones, κάμερες, εξοπλισμό της αστυνομίας κ.ά.).
Οι «κρίσεις» παίζουν έναν ακόμα ρόλο στις σύγχρονες δημοκρατίες, στον βαθμό που δεν επιλύονται, παρά διατηρούνται σε χαμηλή ένταση ώστε να μπορούν να επιστρέψουν στον δημόσιο λόγο κατά βούληση, για να δικαιολογήσουν κάποια επιλογή της κυβέρνησης ή να τραβήξουν τα βλέμματα από κάποια αποτυχία. Σε μια αποκαλυπτική έρευνα στο InfoWar, ο Έκτορας-Ξαβιέ Δελαστίκ χρησιμοποίησε τα δεδομένα του ελληνικού MediaWatch (13.551.111 άρθρα από 1.249 ιστοσελίδες) για να μελετήσει την παρουσία αναφορών στη νεανική παραβατικότητα ανά τα χρόνια. Τα αποτελέσματα φανερώνουν δύο σημαντικές συσχετίσεις.
Πρώτον, κάθε ημερομηνία σταθμός για το χτίσιμο των φυλακών με ΣΔΙΤ (Συμπράξεις Δημοσίου και Ιδιωτικού Τομέα) ακολουθείται από ένα έντονο κύμα άρθρων για τη νεανική παραβατικότητα, το οποίο ξεφουσκώνει πολύ γρήγορα. Δεύτερον, όσες περίοδοι έντονης αναφοράς των ΜΜΕ στη νεανική παραβατικότητα δεν συμπίπτουν με το χτίσιμο των ΣΔΙΤ φυλακών, βρίσκουν την κυβέρνηση να αντιμετωπίζει έντονη κριτική ή/και κάποιο σκάνδαλο (το πόρισμα του Αρείου Πάγου για τις υποκλοπές το καλοκαίρι του ’24, για παράδειγμα, ή τον απόηχο της συγκέντρωσης για τα Τέμπη τον Μάρτιο)⁵.
Όλα τα παραπάνω αποτελούν λόγους ώστε να είμαστε ιδιαίτερα επιφυλακτικοί όταν ακούμε για μια καινούργια κρίση και για τα επιτακτικά μέτρα που πρέπει να παρθούν. Προτού προσπαθήσουμε να βρούμε τον πιο ανθρωπιστικό ή προοδευτικό τρόπο να διαχειριστούμε την εκάστοτε κρίση που μας σερβίρεται, οφείλουμε να εξετάσουμε ποιοι στήνουν το αφήγημα ενός γενικού «κινδύνου για την κοινωνία», αν αυτό ευσταθεί και ποια συμφέροντα εξυπηρετεί. Εν τέλει, η μόνη διέξοδος από τη δύσκολη κατάσταση στην οποία βρισκόμαστε είναι η μετατροπή της διακυβέρνησης-μέσω-κρίσεων σε μια πραγματική κρίση της διακυβέρνησης, το μπλοκάρισμα των μηχανισμών ασφάλειας/ανασφάλειας στο σημείο όπου ο έλεγχος καταρρέει και η ζωή παύει να είναι αντικείμενο διαχείρισης.
¹ info-war.gr
² thepressproject.gr
³ thepressproject.gr
⁴ Ό.π.
⁵ info-war.gr
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.
To νέο τεύχος της LiFO δωρεάν στην πόρτα σας με ένα κλικ.