ΕΝΑ ΠΡΩΙΝΟ ΠΑΡΑΚΟΛΟΥΘΗΣΑ μια εκπομπή από αυτές που χαρακτηρίζονται ως «ενημερωτικές» – δεν είναι τέτοιες, θέαμα παράγουν, όπως και το πρωινό εκείνο. Θέμα της η ανήλικη παραβατικότητα, ένα πιασάρικο ζήτημα της εποχής που πουλάει, τα μηχανάκια της AGB πρέπει να ενθουσιάζονται με αυτό. Δεν εξηγείται διαφορετικά το γεγονός ότι η κοινωνία εδώ και καιρό εισπράττει από παντού τρόμο και φόβο γι’ αυτά τα ανήλικα της διπλανής πόρτας, αγόρια και κορίτσια, που παρουσιάζονται ως μεγάλοι εγκληματίες. Δέρνουν, βγάζουν μαχαίρια, κάνουν μπούλινγκ, βιάζουν. Και αν πάρουμε στα σοβαρά αυτούς που μας μιλάνε για όλα αυτά πρωί, μεσημέρι, βράδυ, πρέπει να είμαστε η χώρα με τη υψηλότερη νεανική παραβατικότητα, τουλάχιστον στην Ευρώπη.
Η παρουσιάστρια μίλησε με έμφαση για «στοιχεία που σοκάρουν» και μια άλλη δημοσιογράφος ανέλαβε να τα παραθέσει με τη βοήθεια ενός μεγάλου πίνακα. Ήταν στοιχεία της αστυνομίας. Αυτά έλεγαν περίπου ότι αυξήθηκαν φέτος σε μεγάλο ποσοστό οι συλλήψεις ανηλίκων σε σχέση με το προηγούμενο οκτάμηνο. Σκέφτηκα ότι αν ο Χρυσοχοΐδης ή ένας ανώτερος αστυνομικός έλεγαν στους υφισταμένους τους να κάνουν πιο εντατικούς ελέγχους φέτος σε σχέση με πέρσι, θα ήταν λογικό να έχουν αυξηθεί τα ποσοστά. Αυτά τα στοιχεία μόνα τους, αποκομμένα από κάθε άλλη παράμετρο, αποτελούν επαρκείς λόγους για να πούμε ότι αυξήθηκε η νεανική εγκληματικότητα και να μας βομβαρδίζουν τα κανάλια καθημερινά με τόσο φόβο;
Δεν έχει καταγραφεί επίσημα μια μεγάλη αύξηση, δηλαδή η πραγματικότητα και τα στοιχεία δεν συμφωνούν με όσα τρομολάγνα ακούγονται, ούτε καν με τους αριθμούς της αστυνομίας, οι οποίοι από μόνοι τους δεν σημαίνουν πολλά.
Σκέφτηκα και κάτι άλλο, αλλά ενδεχομένως να υπερβάλω, να είναι ένα ακραίο σενάριο. Η κυβέρνηση, ζορισμένη από τα προβλήματα που συνεχώς συσσωρεύονται άλυτα και βλέποντας ιδιαίτερα τις καμπύλες των δημοσκοπήσεων που τη δείχνουν, αργά αλλά σταθερά, να καταρρέει, να προωθεί τη λογική του φόβου, μοιράζει περίσσιο τρόμο και φόβο για ένα θέμα που μας αφορά όλους, ώστε να στρέψουμε τα μάτια μας αλλού. Και τι σχέση έχει η κυβέρνηση με τα μεγάλα κανάλια, τα οποία είναι οι φορείς του φόβου, αυτά που τον μεταφέρουν; Εκεί δεν δυσκολεύτηκα να βρω την απάντηση.
Σαν ένας συνηθισμένος τηλεθεατής, παρότι σπάνια βλέπω τηλεόραση, συνέχισα να παρακολουθώ. Ο παρουσιαστής, όπως και η συνάδελφος δίπλα του, είχαν σοβαρό ύφος και αρκετούς καλεσμένους στα τηλεοπτικά παράθυρα. Έναν από αυτούς τον έχω ξαναδεί κάπου, είναι πρώην ή νυν αστυνομικός και μια φορά τον είχαν αποκαλέσει «αστυνομικό συνεργάτη του σταθμού» ή κάτι παρόμοιο – περίεργη ιδιότητα, οφείλουμε να παραδεχτούμε. Μίλησε αυτός, μίλησε μια εκπρόσωπος της αστυνομίας, μίλησε ο πρόεδρος μιας σχολικής επιτροπής, μίλησε και ο πατέρας ενός θύματος παιδικής βίας· η ατμόσφαιρα είχε φορτιστεί, μέχρι που ήρθε η σειρά ενός συμπαθητικού ανθρώπου που έχει την ιδιότητα του παιδοψυχιάτρου και τον λένε Γιώργο Νικολαΐδη.
Είπε ενδιαφέροντα πράγματα, αν και δεν τον άφησαν να πει πολλά. Σε αυτά που πρόλαβε ήταν και κάτι που έχει ιδιαίτερη σημασία: ότι η βία μεταξύ ανηλίκων, η οποία είχε κορυφωθεί στα χρόνια της κρίσης και στη συνέχεια σταθεροποιήθηκε, ακολούθησε πτωτική πορεία στη διάρκεια της πανδημίας λόγω της αδυναμίας συνάθροισης των παιδιών σε δημόσιους χώρους και μια «διορθωτική» πορεία μετά την πανδημία. Δεν έχει καταγραφεί επίσημα μια μεγάλη αύξηση, δηλαδή η πραγματικότητα και τα στοιχεία δεν συμφωνούν με όσα τρομολάγνα ακούγονται, ούτε καν με τους αριθμούς της αστυνομίας, οι οποίοι από μόνοι τους δεν σημαίνουν πολλά.
Τα στοιχεία της Eurostat που εντοπίσαμε για ανήλικους δράστες ή υπόπτους φτάνουν μέχρι το 2021. Και αυτά δεν επιβεβαιώνουν καμιά ελληνική πρωτιά στον τομέα αυτό – Ουγγαρία, Λουξεμβούργο, Γαλλία, Φινλανδία, είναι πολύ μπροστά. Όμως, το πρόβλημα δεν είναι μόνο αυτό, δηλαδή η ασυμφωνία της πραγματικότητας με την εικόνα που μεταφέρεται από τα κυρίαρχα ΜΜΕ, τα οποία μεγεθύνουν ένα αντικειμενικά υπαρκτό ζήτημα που είναι πολυπαραγοντικό. Τα τηλεοπτικά ΜΜΕ, με τη βοήθεια διαφόρων τύπων που αναζητούν λίγα λεπτά δημοσιότητας, προκαλούν αυτά που προκαλούσαν πάντα: εντυπωσιασμό.
Το πρόβλημα είναι αν ο δημόσιος διάλογος για ένα τόσο σημαντικό θέμα μπορεί ακόμα να πραγματοποιείται με αυτούς τους όρους τηλεοπτικής δημοκρατίας, τόσο μεγάλης μάλιστα, ώστε να ωθεί κυβέρνηση και πρωθυπουργό σε προτάσεις αυστηροποίησης των ποινών, η οποία ποτέ δεν είχε τα προσδοκώμενα αποτελέσματα, σε κανένα θέμα. Στη χώρα μας δεν γίνεται ποτέ ουσιαστικός διάλογος με τη συμμετοχή εκείνων που πρέπει. Η ενημέρωση κινείται με όρους εντυπωσιασμού, οι κυβερνήσεις νομοθετούν με βάση το κλίμα που έχει διαμορφωθεί στην κοινή γνώμη. Αν όχι πάντα, τουλάχιστον πολλές φορές.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.