ΥΠΑΡΧΕΙ ΚΑΤΙ ΣΧΕΔΟΝ σουρεαλιστικό –και ταυτόχρονα αποκαλυπτικό– στο να βλέπεις καθημερινά, από το πρωί μέχρι αργά το βράδυ, διάφορους αστυνομικούς να αναλύουν θέματα της επικαιρότητας στην ελληνική τηλεόραση. Πρώην αξιωματικοί, νυν συνδικαλιστές, υποψήφιοι πολιτικοί ή απλώς «γνωστοί από τα πάνελ», καθισμένοι απέναντι από τους δημοσιογράφους, που τους απευθύνουν τον λόγο με τον δέοντα σεβασμό: «Κύριε ταξίαρχε, τι λέτε;», κι εκείνοι απαντούν με έναν απερίγραπτο στόμφο για το «έγκλημα που θεριεύει», για τους «ανεξέλεγκτους μετανάστες», για το «κράτος που πρέπει να δείξει πυγμή».
Η εικόνα αυτή δεν είναι πια εξαίρεση. Είναι μια νέα κανονικότητα: ουσιαστικά, η εξουσία σχολιάζει τον εαυτό της με τηλεοπτική άνεση και γραφική βεβαιότητα. Οι άνθρωποι που κάποτε μιλούσαν στα δελτία μόνο όταν γινόταν κάποια ληστεία, τώρα είναι μόνιμοι κάτοικοι των τηλεοπτικών στούντιο. Συνθέτουν ένα θλιβερό θέαμα όταν πιάνουν στασίδι ως πανελίστες σε lifestyle εκπομπές και εκφράζουν απόψεις για τα πάντα, από τη βία των ανηλίκων και τους χωρισμούς διαφόρων ανθυποσελέμπριτι μέχρι τη «χαλάρωση των ηθών» και την πολιτική σκηνή.
Σε κάθε πάνελ κυριαρχεί η ίδια εικόνα: ύφος σοβαρό, βλέμμα βαρύ, φωνή στεντόρεια, αλλά κυρίως αυστηρή – μια τελετουργία κύρους. Ο παρουσιαστής γνέφει με σεβασμό: «Κυρία εκπρόσωπε της αστυνομίας, εσείς τι λέτε;». Κι εμείς, οι τηλεθεατές, μαθαίνουμε ότι το κακό παραμονεύει παντού, ότι χρειαζόμαστε περισσότερη επιτήρηση, περισσότερες περιπολίες, περισσότερες κάμερες.
Δεν μιλάμε πια απλώς για ειδικούς αναλυτές θεμάτων ασφάλειας αλλά για έναν νέο τύπο τηλεοπτικού ιεροκήρυκα: ο αστυνομικός που εξηγεί, καθοδηγεί, ερμηνεύει και κρίνει τους πάντες και τα πάντα «με τάξη και ασφάλεια». Μιλά για το έγκλημα, για την κοινωνία και φυσικά για τους νοικοκυραίους που νιώθουν ανασφάλεια. Συγχρόνως, δεν αφήνει ασχολίαστη ενίοτε και την πολιτική, με εκείνη τη σιγουριά που προσφέρει το «πιστόλι» της εμπειρίας. Μάλιστα, ένας εξ αυτών, όπως ήδη διακινείται στα δημοσιογραφικά γραφεία, θα είναι και υποψήφιος με το ΠΑΣΟΚ στις επόμενες εκλογές. Τρομερή επιτυχία.
Πάντως, όποιος έχει τη δυνατότητα να τους παρακολουθήσει, θα συνειδητοποιήσει ότι σε κάθε πάνελ κυριαρχεί η ίδια εικόνα: ύφος σοβαρό, βλέμμα βαρύ, φωνή στεντόρεια αλλά κυρίως αυστηρή. Μια τελετουργία κύρους. Ο παρουσιαστής γνέφει με σεβασμό: «Κυρία εκπρόσωπε της αστυνομίας, εσείς τι λέτε;». Κι εμείς, οι τηλεθεατές, μαθαίνουμε ότι το κακό παραμονεύει παντού, ότι χρειαζόμαστε περισσότερη επιτήρηση, περισσότερες περιπολίες, περισσότερες κάμερες. Αυτοί χάνουν πολύτιμες ώρες από το καθήκον τους και η κοινωνία μαθαίνει να κοιτά τον εαυτό της μέσα από τον φακό του αστυνόμου.
Δεν πρόκειται για μεμονωμένο φαινόμενο. Είναι, θα έλεγε κανείς, η φυσική συνέχεια ενός συστήματος που έχει μάθει να υποκαθιστά τον δημόσιο διάλογο με το ένστικτο της ασφάλειας. Ο αστυνομικός σχολιαστής δεν είναι πια φιγούρα επικουρική. Είναι ο κύριος αφηγητής που σκιαγραφεί την εθνική μας ψυχολογία: ο άνθρωπος που «ξέρει πώς λειτουργεί το έγκλημα» και γι’ αυτό του επιτρέπεται να γνωρίζει και «προς τα πού πρέπει να οδεύει η κοινωνία».
Και η τηλεόραση; Η τηλεόραση, με τον δικό της τρόπο, βρήκε το ιδανικό πρόσωπο για να ενσαρκώσει την αγωνία της για εξουσία και πειθαρχία. Μετά τους δικηγόρους, τους γιατρούς και τους δημοσιογράφους-πανελίστες, ήρθε η εποχή των αστυνομικών. Δεν έχουν ανάγκη από θεατρικότητα, αφού το όνομα, ο βαθμός και το βλέμμα τους αρκούν. Είναι το κύρος του κράτους σε ανθρώπινη μορφή, μεταφρασμένο σε λεπτά τηλεοπτικού χρόνου.
Κι αν έχεις καλεσμένο τον κ. Μπαλάσκα, σηκώνει και την μπλούζα του και έχεις εξασφαλισμένο το πιο γελοίο viral της ημέρας.
Το πιο ανησυχητικό, όμως, δεν είναι ότι οι αστυνομικοί εμφανίζονται στις οθόνες. Είναι ότι οι υπόλοιποι σιωπούν. Σαν να μην έχουμε τίποτα να αντιτάξουμε στη ρητορική της «τάξης και ασφάλειας». Η κοινωνιολογία, η ψυχολογία, η πολιτική επιστήμη έχουν εκδιωχθεί από τον δημόσιο λόγο. Τι να πουν, άλλωστε, όταν το πάνελ χρειάζεται «πρακτικές λύσεις»; Όταν το δράμα πρέπει να χωρέσει σε 45 δευτερόλεπτα; Κι αν έχεις καλεσμένο τον κ. Μπαλάσκα, σηκώνει και την μπλούζα του και έχεις εξασφαλισμένο το πιο γελοίο viral της ημέρας.
Κάπως έτσι, η αστυνομία αποκτά μία ακόμη εξουσία. Δεν προστατεύει απλώς, επεξηγεί. Και μέσα από αυτή την τηλεοπτική καθημερινότητα διαμορφώνεται μια νέα ηθική που απευθύνεται στους κυρ-Παντελήδες. Είναι, φυσικά, ανθρώπινο να ζητάς ασφάλεια. Όμως το να την αναζητάς καθημερινά μέσα από τη φωνή ενός τηλεοπτικού «σερίφη» μοιάζει περισσότερο με συλλογική παραίτηση.
Μια κοινωνία που κοιτάζει τον κόσμο μέσα από τις κάμερες της αστυνομίας χάνει σταδιακά την ικανότητα να βλέπει. Αντί να σκέφτεται, υποψιάζεται. Αντί να κρίνει, υπακούει. Αντί να συζητά, περιμένει την ετυμηγορία του επόμενου καλεσμένου «ανώτερου αξιωματικού».
Ο Νιλ Πόστμαν, ένας από τους πιο επιδραστικούς θεωρητικούς των μέσων μαζικής ενημέρωσης, στο εξαιρετικό βιβλίο του Διασκέδαση μέχρι θανάτου, είχε γράψει: «Η τηλεόραση μετατρέπει τον πολιτισμό μας σε μια τεράστια αρένα για θέαμα». Αυτό ακριβώς συμβαίνει στην ελληνική τηλεόραση. Δεν μας ενδιαφέρει πια να μάθουμε τι συνέβη αλλά να το ακούσουμε με ύφος αυθεντίας, με τα κατάλληλα γραφικά και την αντίστοιχη βαρύγδουπη μουσική υπόκρουση. Δεν ψάχνουμε την αλήθεια αλλά ζητάμε από έναν «ειδικό» να μας την πει, να μας τη συσκευάσει όμορφα, με ρυθμό και αγωνία, σαν να βλέπουμε μια φθηνή αστυνομική σειρά.
Η τηλεόραση, κουρασμένη από την αμεσότητα των social media και την πίεση των αριθμών, έχει χάσει την ικανότητά της να ενημερώνει. Αντί για ρεπορτάζ, βλέπουμε αναπαραστάσεις. Αντί για δημοσιογράφους, έχουμε παρουσιαστές που σπεύδουν να σκηνοθετήσουν τον τρόμο. Κι εκεί, στη μέση του σκηνικού, οι τηλεαστυνομικοί λειτουργούν ως εγγυητές σοβαρότητας. Το ένστολο βλέμμα που νομιμοποιεί το θέαμα. Η κακοποιητική εικόνα, ο τρόμος, η εισβολή στην ιδιωτικότητα, όλα μετατρέπονται σε θέματα συζήτησης.
Και κάπως έτσι, το θλιβερό θέαμα δεν είναι πια η εικόνα των αστυνομικών στην τηλεόραση. Είναι η τηλεόραση η ίδια, ο καθρέφτης μιας κοινωνίας που επιλέγει τη βεβαιότητα αντί της αμφιβολίας. Και για να θυμηθώ πάλι τον Νιλ Πόστμαν: «Τίποτε το ουσιαστικό δεν λέγεται, τίποτε το ουσιαστικό δεν γίνεται στην τηλεόραση. Η τηλεόραση είναι τόσο δημοφιλής επειδή δεν ανησυχεί κανέναν, διότι μας βοηθάει να διατηρούμαστε απαθείς, να σκοτώνουμε τον χρόνο μας». Κάπως έτσι, λοιπόν, ο θεατής, ανήσυχος αλλά υπνωτισμένος, νιώθει ότι κάτι έμαθε. Ωστόσο, δεν έμαθε τίποτα. Απλώς αισθάνθηκε για λίγο ασφαλής. Κι η τηλεόραση συνεχίζει να πουλά τον φόβο ως διαφημιστικό προϊόν.
Εν ολίγοις; Για να δανειστώ κι εγώ μια λέξη από το αστυνομικό δελτίο, ίσως, τελικά, αυτό να είναι το πιο επικίνδυνο αδίκημά μας: ότι συνηθίζουμε.