Οι ιστορίες που τον ακολουθούν είναι αμέτρητες. Με τις συνεντεύξεις και τα ρεπορτάζ του «αποκεφάλισε» υπουργούς και υφυπουργούς, επηρέασε τις πολιτικές εξελίξεις και έφερε στο φως παρασκήνια που κανείς άλλος δεν τολμούσε να καταγράψει. Για περισσότερο από μισό αιώνα, ο Νίκος Χασαπόπουλος υπήρξε μία από τις πιο εμβληματικές πένες του «Βήματος» και, μέσα από τη δημοφιλή στήλη του «ΒΗΜΑτοδότη», δημιούργησε ένα είδος πολιτικού χρονικού που διαμόρφωσε τη δημόσια σφαίρα της Μεταπολίτευσης.
Στην πορεία αυτή βρέθηκε δίπλα στις σημαντικότερες πολιτικές προσωπικότητες. Ταυτόχρονα, δέχτηκε επιθέσεις, είδε το όνομά του να εμπλέκεται σε δικογραφίες που κλόνισαν την υγεία του και δοκίμασαν την αντοχή της οικογένειάς του. Παράλληλα, υπήρξε αυτόπτης μάρτυρας των πιο κομβικών στιγμών της ελληνικής πολιτικής ζωής: από τις διακυβερνήσεις του Ανδρέα Παπανδρέου και του Κωνσταντίνου Καραμανλή μέχρι την άνοδο και την πτώση του ΣΥΡΙΖΑ.
Τώρα, αποχωρώντας από το «Βήμα» έπειτα από 51 χρόνια, ο Νίκος Χασαπόπουλος παραμένει ενεργός ρεπόρτερ μέσα από τη στήλη του «301» στο Mononews.gr, ενώ μόλις ολοκλήρωσε το νέο του βιβλίο με τίτλο «Τα Αδημοσίευτα», που θα κυκλοφορήσει στα μέσα Δεκεμβρίου από τις εκδόσεις Memento. Στο ραντεβού μας στο Κολωνάκι έσπευσε να τονίσει ότι είναι η πρώτη φορά που δίνει μια συνέντευξη «για όλους και για όλα» – και πράγματι μιλά χωρίς περιστροφές.
Στη Βουλή τότε ειπώθηκε: «Ανοίξαμε τον λογαριασμό του Νίκου Χασαπόπουλου και, δυστυχώς, δεν βρήκαμε τίποτα». Και εν συνεχεία με χυδαίο τρόπο ότι δεν έπρεπε να με λένε «Βηματοδότη» αλλά «Βηματοπαίρνει», καταλήγοντας με το ανήκουστο «να προσέχω όταν πάω στον Κορυδαλλό μη μου πέσει το σαπούνι».
Θυμάται τους εκδότες που σημάδεψαν τον Τύπο, τις ιστορίες που διαμόρφωσαν την καριέρα του αλλά και τις απογοητεύσεις που τον πλήγωσαν βαθιά. Αναφέρεται στο ένα μεγάλο λάθος που κουβαλά ακόμη, στις μάχες που λίγο έλειψε να του στοιχίσουν τη ζωή και στο σκληρό πρόσωπο της πολιτικής εξουσίας, που γνώρισε όσο λίγοι. Την ίδια στιγμή, δείχνει έτοιμος να παίξει ξανά: να ανοίξει ένα νέο κεφάλαιο, με την ίδια περιέργεια και επιμονή που τον κράτησαν ζωντανό στη δημοσιογραφία για περισσότερες από πέντε δεκαετίες.

— Πώς είναι να αποχωρίζεστε μια εφημερίδα έπειτα από μισό αιώνα;
Ήταν, ίσως, η πιο δύσκολη απόφαση της ζωής μου. Ό,τι κι αν έχει συμβεί, το «Βήμα» θα είναι πάντα μέσα στην καρδιά μου. Έπειτα από 51 χρόνια, ένιωσα πως έπρεπε να ανοίξει ένα νέο κεφάλαιο στη δημοσιογραφική μου πορεία. Αυτό ήταν και το μεγαλύτερο στοίχημα για μένα.
— Ήταν καθαρά δική σας επιλογή;
Δεν θα ήθελα να μπω σε λεπτομέρειες. Το μόνο σίγουρο είναι ότι δεν κρατώ κανένα παράπονο. Αντιθέτως, με συντροφεύουν τα λόγια κάποιων συναδέλφων που εκτίμησαν τη δουλειά μου. Νιώθω πως άφησα ένα ισχυρό αποτύπωμα στο «Βήμα» και αυτό μου είναι αρκετό.
— Είναι αλήθεια ότι εξαιτίας της υπόθεσης Novartis φτάσατε κοντά στον θάνατο;
Καταρχάς, πρέπει να σας πω ότι δεν γνώριζα καν τι ήταν η Novartis. Έναν μήνα πριν ξεσπάσει το σκάνδαλο, επί κυβερνήσεως ΣΥΡΙΖΑ- ΑΝΕΛ, την ημέρα που γινόταν το συλλαλητήριο για τη Μακεδονία στο Σύνταγμα, δέχθηκα ένα τηλεφώνημα από τον Άδωνι Γεωργιάδη. Με ενημέρωσε ότι το όνομά μου βρισκόταν στη δικογραφία και ότι είχε μπει από έναν υπουργό της τότε κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, επειδή έγραφα εναντίον του.
— Για ποιον υπουργό μιλάμε;
Ο Άδωνις τότε μου μίλησε για τον Πάνο Καμμένο. Η δικογραφία που σχηματίστηκε με κατηγορούσε ότι δήθεν διατηρούσα μια εταιρεία. Στην αρχή γέλασα, γιατί είναι το πιο απλό πράγμα να διασταυρώσει κανείς αν έχω ή όχι εταιρεία. Είπαν επίσης ότι είχα τραπεζώσει τον πρώην ισχυρό άνδρα της Novartis, Κωνσταντίνο Φρουζή, και πολλά ακόμη. Σε μια τυχαία συνάντηση με ανώτατο κυβερνητικό στέλεχος του ΣΥΡΙΖΑ στη Βουλή, ο τότε πρωθυπουργός μού είπε να μην ανησυχώ, διαβεβαιώνοντάς με ότι δεν υπήρχε τίποτα επιβαρυντικό εναντίον μου. Αυτό που με πίκρανε περισσότερο, πάντως, δεν ήταν τόσο οι κατηγορίες όσο η στάση ορισμένων συναδέλφων μου από ένα συγκεκριμένο ραδιόφωνο. Καθημερινά άφηναν υπαινιγμούς ότι το όνομά μου θα «κρεμαστεί στα μανταλάκια». Κι αυτό, παρότι κάποια από αυτά τα πρόσωπα τα είχα δίπλα μου στο «Βήμα». Όταν ζήτησα εξηγήσεις, η απάντηση ήταν: «Απλώς διαβάζουμε τη δικογραφία». Έτσι, το όνομά μου ακουγόταν ξανά και ξανά, με τεράστιες επιπτώσεις για την οικογένειά μου. Ο γιος και η γυναίκα μου αντιμετώπισαν σοβαρά προβλήματα στις δουλειές τους. Κι αν όλα αυτά ήταν οδυνηρά, το χειρότερο ήταν το άνοιγμα του τραπεζικού μου λογαριασμού. Στη Βουλή τότε ειπώθηκε: «Ανοίξαμε τον λογαριασμό του Νίκου Χασαπόπουλου και, δυστυχώς, δεν βρήκαμε τίποτα». Και εν συνεχεία ειπώθηκε με χυδαίο τρόπο ότι δεν έπρεπε να με λένε «Βηματοδότη» αλλά «Βηματοπαίρνει», καταλήγοντας με το ανήκουστο «να προσέχω όταν πάω στον Κορυδαλλό μη μου πέσει το σαπούνι». Όλα αυτά, βεβαίως, υπάρχουν καταγεγραμμένα στα πρακτικά της Βουλής.
— Και τι ακολούθησε;
Έπαθα έμφραγμα. Δεν απαίτησα ποτέ συγγνώμη από τους κουκουλοφόρους που ψευδώς και προκλητικά –και σίγουρα όχι αφιλοκερδώς– με ενέπλεξαν στη σκευωρία της Novartis, χωρίς να έχω καμία απολύτως σχέση. Είχα, όμως, μια προσδοκία: μια συγγνώμη από την ΕΣΗΕΑ και από εκείνες τις «συναδέλφους» που επί χρόνια με στοχοποιούσαν είτε με τη γραφή τους είτε μέσα από τις ραδιοφωνικές τους εκπομπές, γνωρίζοντας πολύ καλά τα ψεύδη της τότε κυβέρνησης Τσίπρα - Καμμένου. Αυτή η συγγνώμη δεν ήρθε ποτέ. Κι όμως, η σκευωρία αυτή, σε συνδυασμό με την επίθεση που δέχτηκα, λίγο έλειψε να μου στοιχίσει τη ζωή. Παραμονές Πρωτοχρονιάς του 2018, από τη στενοχώρια και την πίεση, υπέστην έμφραγμα του μυοκαρδίου.

— Τι θεωρείτε ότι προκάλεσε όλη αυτή την επίθεση;
Έγραφα πάντα την αλήθεια. Για τα αεροπλάνα που χρησιμοποιούσε τότε ο υπουργός Πάνος Καμμένος, για το ελικόπτερο που –όπως είχε γραφτεί– έπαιρνε για να πηγαίνει από το σπίτι του στο γραφείο, ακόμη και για το ταξίδι του στη Νέα Υόρκη μαζί με τον Νίκο Παππά, όταν μέσα στο Gulfstream κρατούσε την εφημερίδα «Τα Νέα» ως τρόπαιο, νομίζοντας ότι θα έκλεινε. Και ποτέ δεν έγραφα κάτι χωρίς αποδείξεις.
— Εκείνη την περίοδο, πώς βιώσατε στην εφημερίδα τη διακυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, η οποία είχε μάλιστα τοποθετήσει τον Βασίλη Μουλόπουλο ως τοποτηρητή και επιχειρούσε να κλείσει μέσα όπως το «Βήμα» και τα «Νέα»;
Θυμάμαι μια συνέντευξη του Αλέξη Τσίπρα στο Ζάππειο, όπου μου επιτέθηκε δημόσια μόνο και μόνο επειδή εργαζόμουν στο «Βήμα» και στον Βαγγέλη Μαρινάκη. Υποφέραμε πολύ. Για εννέα μήνες μείναμε απλήρωτοι. Χωρίς χρήματα, προσπαθούσαμε με κάθε τρόπο να κρατήσουμε ζωντανή την εφημερίδα. Οι πιέσεις από τις οικογένειές μας ήταν αφόρητες. Υπήρχαν συντάκτες που έφταναν μέχρι την Εισαγγελέα Διαφθοράς, την Ελένη Τουλουπάκη, και της έλεγαν «πάρτε μέτρα». Ξέραμε ότι στόχος τους ήταν να μας κλείσουν. Εμείς, όμως, επιμείναμε. Και τα καταφέραμε.
— Η στήλη του «ΒΗΜΑτοδότη» υπήρξε από τις πιο δημοφιλείς στον ελληνικό Τύπο. Ποιος είχε την ιδέα;
Ο «ΒΗΜΑτοδότης» γεννήθηκε από μια ιδέα του Σταύρου Ψυχάρη, ως «αντίπαλο δέος» στον «Μικροπολιτικό» των «Νέων» την εποχή του Γιάννη Καψή. Στην πορεία, βέβαια, συνέβαλαν κι άλλοι συντάκτες∙ στην πραγματικότητα ο «ΒΗΜΑτοδότης» ήταν μια ομαδική δουλειά στην οποία πάντα μετείχα και εγώ. Θεωρώ ότι υπήρξε η καλύτερη στήλη του ελληνικού Τύπου – παρεμβατική, ζωντανή, με υλικό που δεν έβρισκες πουθενά αλλού. Ήταν η μοναδική στήλη που οδήγησε σε παραιτήσεις υπουργών, σε διαγραφές βουλευτών και πυροδοτούσε πολιτικές εξελίξεις. Γι’ αυτό και πιστεύω ότι έγραψε πραγματικά ιστορία.
— Τι άνθρωπος ήταν ο Χρήστος Λαμπράκης;
Για μένα ο Χρήστος Λαμπράκης ήταν ο καλύτερος εκδότης. Ένας άνθρωπος τρομερά μορφωμένος, γλυκύτατος, που αγαπούσε πολύ τη δουλειά του. Το κυριότερο ήταν ότι είχε απίστευτη πένα. Είχα την τύχη και την τιμή να τον έχω και υφιστάμενο όταν ήμουν διευθυντής στον Top FM.
Έψαχνα κόσμο και κάποια στιγμή με ρώτησε ο Λαμπράκης: «Εγώ σας κάνω, κ. Χασαπόπουλε;». Κάθε πρωί με τον οδηγό του, τον Θόδωρο, μου έφερνε τα χειρόγραφά του και τα διάβαζα από το μικρόφωνο. Ακόμη τα έχω κρατήσει, με εκείνο το κλασικό μαύρο «Α» της γραφομηχανής του.
— Οι πρώτες σας συναντήσεις πώς ήταν;
Μόλις είχα προσληφθεί στο «Βήμα». Ήμουν από τους πρώτους που είχαμε δημιουργήσει την πέμπτη σελίδα με ελεύθερα ρεπορτάζ. Έμενα τότε στην Κυψέλη, στην οδό Μυτιλήνης, πολύ κοντά στο Άσυλο Ανιάτων. Θέλοντας να αποδείξω την αξία μου, έγραψα ένα ρεπορτάζ με τίτλο «Γιατί πρέπει να φύγει το Άσυλο από την περιοχή», γεμάτο συνεντεύξεις και μαρτυρίες. Μεταξύ αυτών μίλησα και με την πρόεδρο του ιδρύματος, η οποία τότε βρισκόταν στον Πόρο, όπου πήγα και τη βρήκα. Την επόμενη μέρα πήγα στην εφημερίδα ενθουσιασμένος. Το θέμα είχε δημοσιευθεί στη σελίδα 5 – χωρίς υπογραφή φυσικά, όπως συνηθιζόταν τότε. Ξαφνικά με πλησιάζει ο κλητήρας, ο Λάμπρος. «Το έγραψες εσύ το ρεπορτάζ;», με ρωτά. «Εγώ», απαντώ γεμάτος περηφάνια. «Έλα μέσα, σε θέλει ο κ. Λαμπράκης». Μόλις ακούστηκε το όνομα, οι συνάδελφοι γύρισαν και με κοίταξαν καχύποπτα. Σκέφτονταν προφανώς: «Ποιος είναι αυτός που ζητάει ο Λαμπράκης;». Μπαίνω στο γραφείο. Ο Χρήστος Λαμπράκης καθόταν πίσω από ένα βουνό χαρτιά. Βήχω δειλά. Με προσέχει και με ρωτά: «Εσείς είστε ο δράστης αυτού του ρεπορτάζ;» και μου δείχνει το άρθρο μου. «Ναι», απαντώ, μην ξέροντας αν η ερώτηση ήταν καλός ή κακός οιωνός. «Έχετε βαλθεί να μου διαλύσετε την οικογένεια. Ξέρετε ποιος είναι πρόεδρος του Ασύλου;» Στο μυαλό μου ήρθε αμέσως η γυναίκα που είχα συναντήσει στον Πόρο. «Η κυρία Λαμπράκη… είναι μήπως η σύζυγός σας;», ψελλίζω διστακτικά. «Δεν είμαι παντρεμένος», απαντά, «είναι η μητέρα μου». Εκείνη τη στιγμή σκέφτηκα: «Ωχ, εδώ τελειώνει η δημοσιογραφική μου καριέρα». Κι όμως, με κοίταξε και μου είπε ήρεμα: «Το ρεπορτάζ είναι άρτιο. Συνεχίστε. Απλώς, μην ξαναγράψετε για την οικογένειά μου».

— Πήρατε ποτέ εντολή από τον ίδιο να γράψετε κάτι εναντίον κάποιου ή να μεσολαβήσετε υπέρ κάποιου;
Ο Χρήστος Λαμπράκης είχε μεγάλη αγάπη για τους ανθρώπους της μουσικής. Ήθελε να τους αντιμετωπίζουν με τον ίδιο σεβασμό που απολάμβαναν, ας πούμε, οι δημοφιλείς ποδοσφαιριστές κατά τη θητεία τους. Μια μέρα με φώναξε και μου είπε ότι ο βιολιστής Λεωνίδας Καβάκος επρόκειτο να πάει φαντάρος. Ζήτησε να μεσολαβήσω ώστε να τοποθετηθεί σε στρατόπεδο εντός αστικού ιστού και όχι στα σύνορα – όπου τότε ήταν υποχρεωτική η εξάμηνη υπηρεσία. Απευθύνθηκα στον τότε υπουργό Άμυνας, Γεράσιμο Αρσένη, ο οποίος αρνήθηκε. Το μετέφερα στον Λαμπράκη – δεν το πίστευε. Επανήλθα στον Αρσένη, μα και πάλι η απάντηση ήταν αρνητική. Τότε ήταν που το επιτελείο του «Βήματος» πήρε την απόφαση να στηρίξει για αρχηγό του ΠΑΣΟΚ τον Κώστα Σημίτη (ασχέτως του θέματος Καβάκου). Όταν ήρθε η ώρα να παρουσιαστεί ο Καβάκος, στο υπουργείο είχε πλέον αναλάβει ο Άκης Τσοχατζόπουλος. Εκείνος δέχθηκε αμέσως και τον τοποθέτησε στο στρατόπεδο Χαϊδαρίου. Θυμάμαι τον Λαμπράκη να μου ζητά να τον συνοδεύσω την ημέρα της κατάταξης. Μόλις τον βλέπει ο διοικητής, τον ρωτά: «Εσύ ποιος είσαι;». «Βιολιστής», απαντώ εκ μέρους του. «Παίξε μας κάτι», του λέει. Του εξήγησα ότι χρειαζόταν οκτώ ώρες άσκηση καθημερινά, κι έτσι ξαναμίλησα με τον Τσοχατζόπουλο, ο οποίος φρόντισε να του εξασφαλίσει ειδική μεταχείριση. Ο Καβάκος ολοκλήρωσε τη θητεία του και, αμέσως μετά, έδωσε δύο συναυλίες στο Μέγαρο Μουσικής, τα έσοδα των οποίων διατέθηκαν στις Ένοπλες Δυνάμεις.
— Για τον Σταύρο Ψυχάρη τι θα μας λέγατε;
Ο Σταύρος Ψυχάρης είχε πάθος με τη δημοσιογραφία. Ήταν, θα έλεγα, ένας γνήσιος ρεπόρτερ – ίσως ο καλύτερος της εποχής του. Σήκωνε το τηλέφωνο και μιλούσε απευθείας με τον Κωνσταντίνο Καραμανλή, τον Γεώργιο Ράλλη, τον Ευάγγελο Αβέρωφ ή ακόμη και με τον αρχιεπίσκοπο Μακάριο. Υπήρξε, επίσης, από τους πρώτους που έφεραν στον ελληνικό Τύπο την έννοια της «πολυεφημερίδας», στα πρότυπα των μεγάλων αγγλοσαξονικών οργανισμών, από τους πρώτους που καθιέρωσαν τις προσφορές στις κυριακάτικες εφημερίδες –οι οποίες εκτόξευσαν την κυκλοφορία του «Βήματος»– αλλά και από τους πρώτους που ήθελαν να τις σταματήσουν. Τον γνώρισα ένα καλοκαιρινό απόγευμα Ιουνίου, στους διαδρόμους του δευτέρου ορόφου της Χρήστου Λαδά. Τον πέρασα για κλητήρα, κι εκείνος με αποστόμωσε. «Πού είναι το γραφείο σας;», τον ρώτησα. Και μου απαντά: «Δεν ξέρεις ότι είμαι ο μοναδικός εδώ μέσα που δεν έχει γραφείο;». Και πράγματι, μέχρι να γίνει διευθυντής, δεν είχε ποτέ γραφείο.
— Είναι αλήθεια ότι σας είχε υπαγορεύσει μια συνέντευξή του με τον αρχιεπίσκοπο Μακάριο τηλεφωνικά;
Πράγματι, ο Ψυχάρης είχε πάει στην Κύπρο για να πάρει συνέντευξη από τον αρχιεπίσκοπο Μακάριο, μετά την τουρκική εισβολή. Δεν ήταν καθόλου εύκολη τότε μια συνέντευξη με τον Μακάριο. Λίγο πριν αναχωρήσει για τη Λευκωσία, με ενημέρωσε ότι θα μου τηλεφωνήσει μια ορισμένη ώρα να μου υπαγορεύσει τη συνέντευξη. Δεν υπήρχαν τότε, βλέπετε, ούτε emails, ούτε ίντερνετ, ούτε κινητά, ούτε τίποτα. Οι ειδήσεις των απεσταλμένων δημοσιογράφων δίνονταν τηλεφωνικά, με εκείνα τα απαρχαιωμένα μαγνητικά μαύρα τηλέφωνα που για να ακούσεις έπρεπε να πάρεις το μηδέν. Η υπαγόρευση, εξάλλου, ήταν μια δύσκολη διαδικασία. Όντως αρχίζει και μου υπαγορεύει από τη Λευκωσία, όπου βρισκόταν, στα γραφεία του «Βήματος», στη Χρήστου Λαδά, τηλεφωνικά τη συνέντευξη του Μακαρίου, αλλά με δόσεις, γιατί το τηλέφωνο ήταν παλιάς, όπως σας είπα, τεχνολογίας και συχνά κοβόταν η γραμμή. Ήταν μια εξαιρετική συνέντευξη. Εν τω μεταξύ ο Μακάριος πεθαίνει. Ο Ψυχάρης δεν είχε επιστρέψει από την Κύπρο και χτυπά πάλι το τηλέφωνο: «Συμπλήρωσε αυτά που θα σου πω και να τα βάλεις στο τέλος της συνέντευξης», μου είπε πολύ βιαστικά. Και με ήρεμη φωνή άρχισε να μου υπαγορεύει τα τελευταία λόγια του Μακαρίου: «Και όταν αποφασίσω να πεθάνω, χίλιοι Μακάριοι θα συνεχίσουν τον αγώνα». Αυθόρμητα τον ρωτάω: «Το είπε όντως αυτό ο Μακάριος;». Και με σταθερή φωνή μου απαντά: «Ναι, το είπε, και ποιος θα το διαψεύσει;». Η φράση αυτή έγινε ο τίτλος της συνέντευξης και είναι γραμμένη στον τάφο του Μακαρίου.


— Συνέβαλε και στη συντόμευση του τίτλου του ΠΑΣΟΚ. Σωστά;
Είναι αλήθεια. Στις αρχές της Μεταπολίτευσης, όταν στις 3 Σεπτεμβρίου 1974 ο Ανδρέας Παπανδρέου ανακοίνωνε την ίδρυση του Πανελλήνιου Σοσιαλιστικού Κινήματος, τα κόμματα είχαν συνήθως δύο ή το πολύ τρία γράμματα: Ένωση Κέντρου, Νέα Δημοκρατία, Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας (ΚΚΕ για συντομία), Ενωμένη Αριστερά κ.ά. Το όνομα «Πανελλήνιο Σοσιαλιστικό Κίνημα» όμως ήταν μεγάλο· συχνά δεν χωρούσε καν στους τίτλους των εφημερίδων. Έπρεπε, λοιπόν, να βρεθεί μια λύση που θα το συντόμευε, χωρίς να χάσει τη δυναμική του. Και έτσι γεννήθηκε το «ΠΑΣΟΚ». Πρώτος λοιπόν το έγραψε στο «Βήμα» ο Σταύρος Ψυχάρης.
— Πείτε μου μια ιστορία που δεν θα ξεχάσετε από αυτόν.
Κάθε Κυριακή, στα πρώτα χρόνια της Μεταπολίτευσης, ο Σταύρος Ψυχάρης μου έλεγε να πηγαίνω στη λειτουργία της Μητρόπολης. Τότε ο πρωθυπουργός και ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας συνήθιζαν να παρακολουθούν τη λειτουργία. Τον ρώτησα κάποτε τι σημασία είχε να είμαι κι εγώ εκεί. Η απάντησή του ήταν: «Πήγαινε, μπας και γλιστρήσει κανείς και γίνει είδηση». Εκείνη την εποχή ήμουν αρραβωνιασμένος και ήθελα τις Κυριακές να τις περνώ με τη μέλλουσα σύζυγό μου. Όμως ο Ψυχάρης με έστελνε συχνά είτε στη Μητρόπολη, όπως σας είπα, είτε στο γκολφ της Γλυφάδας. Εκεί ο Κωνσταντίνος Καραμανλής συνήθιζε να παραθέτει γεύματα σε φίλους του. Σύντομα κατάλαβα ότι εκεί έκανα τις σημαντικότερες γνωριμίες που μπορεί να συνάψει ένας νεαρός συντάκτης, αφού ήμουν ανάμεσα στον Μάνο Χατζιδάκι, τον Τάκη Χορν, τον Τάκη Λαμπρία, τον αδελφό του, Αχιλλέα Καραμανλή, ή τον τότε πρόεδρο της ΕΣΗΕΑ Νίκο Αναστασόπουλο, καθώς και σε πολλά ακόμη σπουδαία ονόματα της πολιτικής και της πολιτιστικής ζωής της Αθήνας. Αυτό που δεν κατάλαβα ποτέ ήταν γιατί σε αυτήν την εκλεκτή παρέα βρισκόταν πάντοτε και ο Ψυχάρης. Μαζί τους κι εγώ, αλλά πάντα λίγο πιο πίσω. Όταν μια μέρα τον ρώτησα γιατί να έρχομαι κι εγώ αφού εκείνος ήταν ήδη παρών, μου απάντησε: «Γιατί αν γράψω κάτι που δεν τους αρέσει, θα τους πω ότι δεν το έγραψα εγώ… αλλά αυτός εκεί», δείχνοντας εμένα.
— Μέσα σε αυτά τα 51 χρόνια, ποιο ρεπορτάζ σάς έχει μείνει πιο έντονα στη μνήμη;
Ήταν παραμονές Χριστουγέννων. Η Αθήνα είχε ντυθεί στα λευκά, χιόνια παντού – και μαζί, βουνά από σκουπίδια. Οι οδοκαθαριστές απεργούσαν. Υπουργός Εσωτερικών τότε ήταν ο Γιάννης Κεφαλογιάννης, πατέρας της σημερινής υπουργού Τουρισμού, που προσπαθούσε να βρει λύση, αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Το πρωί εκείνης της ημέρας, ο Σταύρος Ψυχάρης είχε γλιστρήσει βγαίνοντας από το σπίτι του στο Κολωνάκι. Με φώναξε στο γραφείο του και μου είπε: «Η απεργία πρέπει να σταματήσει άμεσα. Έχω σχέδιο: θα πας στα σπίτια όλων των μελών του Δ.Σ. των σκουπιδιάρηδων και θα φωτογραφήσεις αν είναι καθαρά ή όχι». Το έκανα. Το ρεπορτάζ δημοσιεύτηκε την επόμενη μέρα με τίτλο: «Ιδού οι άρχοντες των σκουπιδιαρέων». Και, πράγματι, η απεργία λύθηκε αμέσως. Βέβαια, ακολούθησε μήνυση. Καθίσαμε στο εδώλιο εγώ, ο Χρήστος Λαμπράκης και ο Σταύρος Ψυχάρης. Το δικαστήριο μάς έκρινε αθώους με ψήφους 2-1, επειδή θεώρησε προσβλητική μόνο τη φράση «οι άρχοντες των σκουπιδιαρέων». Η αθώωση ήρθε χάρη στην ατάκα του Ψυχάρη: «Δεν είναι υποτιμητικό. Όπως λες ότι ο διαιτητής είναι ο άρχοντας του γηπέδου, έτσι και εδώ».

— Υπήρξαν πρόσωπα που σας μίσησαν γι’ αυτά που γράψατε;
Πολιτικοί δεν νομίζω. Με μίσησαν σίγουρα συνάδελφοι δημοσιογράφοι, μέσα και έξω από την εφημερίδα.
— Έχετε βρεθεί δίπλα σε όλους τους Προέδρους της Δημοκρατίας. Ποιος θα λέγατε ότι ξεχώρισε στο αξίωμα αυτό;
Ο Κωστής Στεφανόπουλος. Σε μια δημοσκόπηση που είχαμε κάνει στο «Βήμα», είχε αναδειχθεί ως ο πιο δημοφιλής πολιτικός, με ποσοστό 98%. Όταν τον ρώτησα πώς το εξηγεί, μου απάντησε με το γνωστό του ύφος: «Γιατί σε αυτή τη θέση είμαι ανεύθυνος».
— Αυτός ήταν λοιπόν ο καλύτερος Πρόεδρος της Δημοκρατίας;
Δεν θα ήθελα να απαντήσω.
— Κάποιος που αποτέλεσε εξαίρεση;
Ναι, και είχα συμβάλει κι εγώ ώστε να μείνει στη μνήμη μου πραγματικά ως εξαίρεση. Ο Χρήστος Σαρτζετάκης, επιστρέφοντας από επίσημο ταξίδι στην Κίνα, είχε βάλει τη συνοδεία του να μεταφέρει σύγχρονα και πανάκριβα –για την εποχή– κλιματιστικά, χωρίς να περάσουν από το τελωνείο. Όπως καταλαβαίνετε, το γεγονός αυτό έγινε το νούμερο ένα θέμα της επικαιρότητας για εβδομάδες, παρά τις δικαιολογίες που ακούστηκαν αργότερα, ότι δήθεν προορίζονταν για συγγενικό πρόσωπο με συνωνυμία.
— Υπάρχει κάποιος πρωθυπουργός που γνωρίσατε και αποτελεί για σας ξεχωριστό κεφάλαιο;
Ο Ανδρέας Παπανδρέου. Ήταν εξαιρετικά ευγενής και με ιδιαίτερη αδυναμία στο γυναικείο φύλο. Διορατικός πολιτικός. Να θυμίσουμε ότι ήταν ο πρώτος που προέβλεψε την πτώση της Σοβιετικής Ένωσης. Τον συνόδευσα σε όλα του τα ταξίδια. Σε ένα από αυτά, στο Ευρωκοινοβούλιο, τον θυμάμαι να καπνίζει μανιωδώς την πίπα του και να κάθεται σιωπηλός. Κάποια στιγμή, καθώς ετοιμαζόμουν να φύγω, μου λέει: «Δεν βαριέσαι, σε λίγο καιρό η Σοβιετική Ένωση θα έχει διαλυθεί και θα δημιουργηθούν στη θέση της πολλά τριτοκοσμικά κράτη. Ό,τι γίνεται τώρα, δεν θα έχει καμία αξία μετά». Ή ένα άλλο περιστατικό που δεν θα το ξεχάσω ποτέ. Στην Πάτρα, σε προεκλογική συγκέντρωση, κάποιοι οπαδοί είχαν μαζευτεί σε μια προσυγκέντρωση λίγο έξω από την πόλη. Όταν βγήκε ο Παπανδρέου να τους χαιρετήσει, ακούστηκαν διάφοροι ψηφοφόροι του να φωνάζουν: «Γεια σου, πρόεδρε, πουτ…ρά!». Φρόντισα τότε να αφαιρέσω το στιγμιότυπο από το μοντάζ. Λίγο αργότερα με παίρνουν τηλέφωνο από το Μαξίμου και με ρωτούν αν πράγματι ειπώθηκε η φράση. Του απάντησα πως ισχύει, αλλά την είχα ήδη κόψει. «Να το αφήσεις, ο πρόεδρος το θέλει», μου είπαν.
— Έχουν μέλλον οι εφημερίδες;
Είναι πολύ σημαντικό για όλους μας να έχουν. Σήμερα, όμως, φιλοξενούν κυρίως μεγάλα κείμενα. Πάντα θυμάμαι τη φράση του αείμνηστου διευθυντή των «Νέων», Λέοντα Καραπαναγιώτη, ο οποίος μας έλεγε: «Δεν είχες χρόνο να γράψεις λιγότερο;». Υπάρχει αρκετή αρθρογραφία για την οποία δεν είμαι βέβαιος ότι πραγματικά ενδιαφέρει τους αναγνώστες. Όσον αφορά την τηλεόραση, την οποία υπηρέτησα επί 28 χρόνια, θα έλεγα ότι εμείς τότε δεν είχαμε ποτέ σχόλια μέσα στις ειδήσεις. Σήμερα, αντιθέτως, οι ειδήσεις έχουν γεμίσει από σχόλια. Και δεν νομίζω ότι ενδιαφέρει τον κόσμο η άποψη του οποιουδήποτε. Τέλος, αν εξαιρέσει κανείς ορισμένα sites ή έντυπα που εξακολουθούν να κάνουν σοβαρό ρεπορτάζ, κυριαρχεί πια μια καθαρά επιχειρηματική διάσταση. Μια διάσταση που συχνά καθοδηγείται από εμμονές κάποιων εναντίον άλλων. Έτσι προκύπτουν εμμονικά δημοσιεύματα, αποτέλεσμα ενός είδους ρεβανσισμού.

— Ένα μεγάλο σας λάθος;
Η υπόθεση στο Κωσταλέξι. Η Ελένη Καρυώτη ήταν μια γυναίκα που έπασχε από ψυχική νόσο και βρέθηκε έγκλειστη στο υπόγειο του σπιτιού της οικογένειάς της, σε άθλιες συνθήκες, όπου ζούσε για 29 χρόνια. Αργότερα έμαθα ότι δεν ίσχυε ο υποτιθέμενος έρωτάς της, την περίοδο του Εμφυλίου, με έναν ΕΛΑΣίτη. Στην πραγματικότητα, οι γονείς της την είχαν κλείσει μέσα λόγω της ψυχολογικής της κατάστασης. Δυστυχώς, τότε είχα πλάσει μια ιστορία βασισμένη στις αφηγήσεις των γειτόνων, σύμφωνα με τις οποίες οι γονείς της, ως «δεξιοί», τη φυλάκισαν επειδή αγάπησε έναν αντάρτη.
— Μια συμβουλή που θα δίνατε στους νέους δημοσιογράφους;
Να μείνουν πάντα ρεπόρτερ.
— Και ποια είναι η βασική πηγή ενός ρεπόρτερ;
Οι καθαρίστριες! Δεν θα ξεχάσω ποτέ όταν ήταν υπουργός Παιδείας ο Γεώργιος Ράλλης και ήθελε να καταργήσει το πολυτονικό. Μία από τις καθαρίστριες μάς είχε φέρει τότε στην εφημερίδα την επίσημη απόφαση, την οποία είχε βρει σε έναν κάλαθο αχρήστων.