ΠΟΛΛΟΙ ΣΤΗΝ ΑΝΤΙΠΟΛΙΤΕΥΣΗ –και στο ΠΑΣΟΚ αλλά ιδιαίτερα σε αυτή που αποτελείται από μικρούς πια σχηματισμούς οι οποίοι κάποτε αποτελούσαν τον ενιαίο και κραταιό κυβερνητικό ΣΥΡΙΖΑ− υποδύονται ότι δεν κατανοούν το πρόβλημά τους, το οποίο κατ’ επέκταση είναι και πρόβλημα της χώρας. Μοιάζει να μη βλέπουν ότι δεν βρισκόμαστε στο 2012 και πολύ περισσότερο στο 2015. Στη δεκαετία που μεσολάβησε από τα χρόνια εκείνα, όλα ή σχεδόν όλα έχουν αλλάξει στην ελληνική κοινωνία και ιδιαίτερα σε εκείνο το κομμάτι της που βρισκόταν παραδοσιακά και ιστορικά απέναντι στη συντηρητική παράταξη.
Τα μνημόνια, ο τρόπος διαχείρισης της μεγάλης, πολύπλευρης κρίσης από τα κόμματα εξουσίας που την προκάλεσαν αλλά και η γεύση από την κυβερνητική διακυβέρνηση από τους ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ άφησαν γερά τα αποτυπώματά τους. Η κοινωνία σημαδεύτηκε από όλα αυτά, πήρε πολλά μηνύματα, τα οποία υιοθέτησε, και ένα μεγάλο μέρος της που τα προηγούμενα −προ κρίσης− χρόνια χαρακτηριζόταν παραδοσιακά με τον γενικό όρο «αντιδεξιό» δεν αποτελεί πια ένα ενιαίο σώμα με κοινά χαρακτηριστικά και συμπεριφορές. Το αντιδεξιό σύνδρομο, που κατά κόρον χρησιμοποιούσαν το ΠΑΣΟΚ και σε έναν βαθμό ο ΣΥΡΙΖΑ (ας θυμηθούμε ότι ακόμα και τη φωνή του Ανδρέα Παπανδρέου μιμήθηκε ο Τσίπρας) για να κερδίζουν ψήφους και κάποτε λειτουργούσε, διαμορφώνοντας τουλάχιστον σε ένα τμήμα της κοινωνίας πολιτικές συμπεριφορές, δεν υπάρχει πια. Όλα είναι διαφορετικά από τότε. Ακόμα και η Νέα Δημοκρατία δεν άντεξε για πολύ να υποδύεται ότι έχει ένα φιλελεύθερο πρόσωπο και στις ημέρες μας, προσπαθώντας να προσαρμοστεί και στο κυρίαρχο διεθνώς ρεύμα, θυμήθηκε τον παλιό κακό εαυτό της. Το θέμα όμως του σημειώματος δεν είναι αυτή αλλά οι απέναντι.
Το πρόβλημα της χώρας δεν είναι μόνο ότι η Νέα Δημοκρατία, έστω και φθαρμένη, διατηρεί την κυριαρχία της στο πολιτικό σκηνικό∙ το πρόβλημα κυρίως είναι η απουσία εναλλακτικής πρότασης, γιατί απέναντί της βρίσκεται μια πανσπερμία κομμάτων που αδυνατούν να πείσουν.
Η άνοδος ακροδεξιών πολιτικών αλλά και κοινωνικών εκφράσεων −αν και σχεδόν όλες στερούνται (και ευτυχώς) κάποια σοβαρή εκπροσώπηση−, η ελκυστική λαϊκίστικη και δημαγωγική φωνή της Ζωής Κωνσταντοπούλου, η οποία παγιώνεται δημοσκοπικά στη δεύτερη θέση, η τεράστια αποχή που αποτυπώθηκε στις τελευταίες εκλογές, η γενικευμένη πολιτική θολούρα που κάνει δύσκολα διακριτό τον διαχωρισμό δεξιάς - αριστεράς με αντικειμενικά πολιτικούς όρους, είναι αποτελέσματα μακροχρόνιων διεργασιών στην κοινωνία, οι οποίες απλώς εκφράζονται σήμερα. Όλα αυτά τα συμπτώματα δεν είναι καθόλου τυχαία, δεν έπεσαν από τον ουρανό σε ένα ανύποπτο πλήθος, χρειάστηκαν σημαντικές και πολύχρονες διεργασίες για να φτάσουμε ως εδώ.
Όμως το πρόβλημα της χώρας δεν είναι μόνο ότι η Νέα Δημοκρατία, έστω και φθαρμένη, διατηρεί την κυριαρχία της στο πολιτικό σκηνικό∙ το πρόβλημα κυρίως είναι η απουσία εναλλακτικής πρότασης, γιατί απέναντί της βρίσκεται μια πανσπερμία κομμάτων που αδυνατούν να πείσουν. Εκεί είναι το ζήτημα, στην αδυναμία να πείσουν. Αναμφισβήτητα το διεθνές περιβάλλον συντελεί σε αυτές τις δραματικές αλλαγές και στη χώρα μας. Σχεδόν όλος ο κόσμος έχει στραφεί πιο δεξιά και σε κοινωνικό και σε πολιτικό επίπεδο και παράλληλα η μεγάλη χώρα που πάντα επηρέαζε τον υπόλοιπο κόσμο έχει πέσει στα χέρια μιας ομάδας ακροδεξιών συνωμοσιολόγων με επικεφαλής τον Τραμπ, όμως είναι κάτι παραπάνω από ορατό ότι η αντιπολίτευση −στην πιο καλή εκδοχή ερμηνείας των πραγμάτων− κάνει ότι δεν καταλαβαίνει πως δεν είναι πια ελκυστική για πολλούς.
Το κάνει το ΠΑΣΟΚ, που βρίσκεται σχεδόν σε απόλυτη πολιτική σύγχυση, παραπαίοντας μεταξύ του ένδοξου κυβερνητικού παρελθόντος του και των σύγχρονων αναγκών που διαφέρουν θεαματικά. Το ΠΑΣΟΚ που σταδιακά ενσωματώθηκε σε λογικές κυβερνησιμότητας και την κρίσιμη ώρα της μεγάλης κρίσης τη διαχειρίστηκε με έναν τρόπο που ακόμα τον πληρώνει. Το κάνουν και τα πολλά διαφορετικά κόμματα που άλλοτε συγκροτούσαν τον ενιαίο ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος δεν πλήρωσε τόσο τα χρόνια της εξουσίας και της στενής συνεργασίας με τον ακροδεξιό Καμμένο (το 32% του 2019 ήταν ένα αξιοπρεπέστατο ποσοστό) αλλά κυρίως τα χρόνια που ακολούθησαν και τα οποία ήταν αποκαλυπτικά γι’ αυτόν. Παραίτηση Τσίπρα με άνοιγμα πόρτας στον Κασσελάκη, στήριξη του Κασσελάκη από κορυφαία στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ, «αποκεφαλισμός» του Κασσελάκη από τα ίδια στελέχη, συνολική απαξίωση του κόμματος, το οποίο έχει φτάσει να βλέπει δημοσκοπικά την πλάτη της Κωνσταντοπούλου, την οποία επίσης ανέδειξε ο ΣΥΡΙΖΑ ενώ γνώριζε περί τίνος πρόκειται.
Σε όλα αυτά, που όλοι τα κατανοούν αλλά στο όνομα προσωπικών φιλοδοξιών και καιροσκοπισμού αποφεύγουν να μιλήσουν γι’ αυτά, βρίσκεται το πρόβλημα της αντιπολίτευσης, που θα μπορούσε με άλλες συνθήκες να αποτελέσει μια εναλλακτική πρόταση εξουσίας. Μιλάνε όμως οι πολίτες γι’ αυτά, άλλοι υιοθετώντας τις χειρότερες επιλογές που βρίσκονται στα άκρα δεξιά του πολιτικού χάρτη, άλλοι απογοητευμένοι, προτιμώντας την ιδιώτευση, και άλλοι προβληματισμένοι και σε απόλυτη σύγχυση…
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.