ΘΑ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ είναι κανείς ιδιαιτέρως ξινός και μίζερος για να μην εκτιμήσει τη χαρά και τον γνήσιο ενθουσιασμό του κόσμου που κατέκλυσε το Καλλιμάρμαρο (μόνιμο πλέον αθηναϊκό venue μεγάλων μουσικών εκδηλώσεων που προσελκύουν μεγάλο κοινό και μεγάλο κέρδος) για να δει και να ακούσει την Άννα Βίσση, ακόμα κι αν δεν το «έχει» με τα περισσότερα τραγούδια της. Ακόμα κι αν δεν θα μπορούσε να ισχυριστεί πως «ό,τι έχει ζήσει, το 'χει πει η Βίσση».
Παρακολουθώντας αποσπάσματα από τις δύο συναυλίες που έσπασαν ρεκόρ προσέλευσης, έναν χρόνο σχεδόν μετά την τελευταία, επίσης θριαμβευτική, εμφάνισή της στο ίδιο «μνημείο», γίνεται αμέσως προφανής όσο και εθιστική η άνεσή της στη σκηνή, η εν γένει παρουσία της, ο δεσμός της με το κοινό. Έκατσα να δω μέχρι και την «γκεστ» εμφάνιση του Νίκου Καρβέλα, ο οποίος, φορώντας ένα μαύρο t-shirt της λονδρέζικης rave και trance φίρμας «Cyberdog», δήλωσε στο κοινό, χωρίς καμία αφορμή, ότι δεν την παλεύει με την «ανθρώπινη μαλακία» ή κάτι τέτοιο, πριν από το συναισθηματικό ντουέτο με την πρώην συμβία του αλλά αιώνια συνεργάτιδα και αδελφή ψυχή του.
Η Άννα Βίσση έχει εμφανιστεί και στο Ηρώδειο, αλλά και παντού σχεδόν, δικαιολογώντας τον χαρακτηρισμό της «απόλυτης Ελληνίδας (ποπ) σταρ» που τη συνοδεύει εδώ και χρόνια.
Αντίθετα με άλλες συναυλίες και «αφιερώματα» που έχουν γίνει στο μαρτυρικό εσχάτως Καλλιμάρμαρο, η παραγωγή έμοιαζε εξόχως επαγγελματική, παρότι κάποιοι θεατές του «Οιδίποδα» στο Ηρώδειο το περασμένο Σάββατο δήλωσαν στα social media ότι το εκκωφαντικό live στο Καλλιμάρμαρο ακουγόταν μέχρι εκεί και μάλιστα «καμπάνα», προσδίδοντας έτσι μια νέα διάσταση στο έργο του Σοφοκλή, την οποία δεν είχε υπολογίσει στην προσέγγισή του ο σκηνοθέτης της παράστασης Γιάννης Χουβαρδάς.
Η Άννα Βίσση βεβαίως έχει εμφανιστεί και στο Ηρώδειο, αλλά και παντού σχεδόν, δικαιολογώντας τον χαρακτηρισμό της «απόλυτης Ελληνίδας (ποπ) σταρ» που τη συνοδεύει εδώ και χρόνια. Κάποτε της είχε αποδοθεί και ο τίτλος της «Ελληνίδας Madonna», αλλά κάτι τέτοιο μοιάζει πλέον άκυρο και μακρινό. Αυτή ήταν πάντως η ονομασία (με την προσθήκη ενός ερωτηματικού) της μοναδικής μάλλον πανεπιστημιακής εργασίας που έχει ως αντικείμενο την ίδια και το κοινωνικό-πολιτισμικό πλαίσιο που, πέρα από την προσωπικότητα, το χάρισμα και το ταλέντο της, ενίσχυσε την εξέλιξή της σε «φαινόμενο» μακράς διάρκειας και πνοής. Συγγραφέας της ενδιαφέρουσας, αλλά μάλλον στεγνής και περιορισμένης αυτής προσέγγισης που έχει τίτλο «Anna Vissi: The Greek "Madonna"?» (2007) και μπορεί να βρει κανείς (στα αγγλικά) σε pdf στο διαδίκτυο είναι ο μουσικολόγος του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης Ioannis Polychronakis, ο οποίος υποστηρίζει ότι η Άννα Βίσση διακρινόταν πάντα από μια «βαθιά συνειδητοποίηση της στρατηγικής στην καριέρα της».
Σημειώνει επίσης ότι «κατά τη διαδικασία κατασκευής της δημόσιας εικόνας της, έχει επιδέξια δώσει στη συζήτηση για την αυθεντικότητα της μουσικής της μια ηθική τροπή, μετατοπίζοντας το επίκεντρο της προσοχής από τον "αυθεντικό ήχο" στον "αυθεντικό χαρακτήρα" της… Οι διαφορετικές περσόνες που εμφανίζει μέσα στα χρόνια είναι συνώνυμες με τη "μοναδική" και "αυθεντική" Άννα Βίσση…». Ό,τι κι αν κάνει δηλαδή, όση «διεθνή» παρουσία κι αν έχει κατά καιρούς επιτύχει, όσα διαφορετικά μουσικά υβρίδια (ελληνικά, ξένα, ανατολικά, δυτικά, vintage, σύγχρονα) κι αν έχει αφομοιώσει στη μουσική της, παραμένει το κορίτσι της διπλανής (ελληνικής) πόρτας. Εν ολίγοις, δεν θα μπορούσε, και ενδεχομένως ούτε θα ήθελε να είναι – ή να παριστάνει– την «Ελληνίδα Madonna».
Εξάλλου, η Madonna δεν έχει κάνει ποτέ «πίστα», που, όπως επισημαίνει ο συγγραφέας αυτής της μονογραφίας, είναι «ένα από τα πιο βασικά στοιχεία της ελληνικής show business, καθώς είναι ο κύριος τρόπος με τον οποίο η Άννα Βίσση και όλοι όσοι θέλουν να ακολουθήσουν μια επιτυχημένη καριέρα ως δημοφιλείς ερμηνευτές μπορούν να επιβεβαιώνουν κάθε βράδυ τη διασημότητά τους στην "Αθήνα τη νύχτα"».