Η ΑΝΝΑ ΚΥΡΙΑΚΟΥ ήταν μια επιφανής, καταξιωμένη και αγαπητή ηθοποιός στο θέατρο, τον κινηματογράφο και στην τηλεόραση που πέθανε ήρεμα και σε βαθύ γήρας. Η αναγγελία του θανάτου της όμως προκάλεσε έντονη συγκίνηση και θλίψη καθώς πολλοί έμοιαζαν να πενθούν όχι τόσο την απώλεια της ίδιας της ηθοποιού όσο του χαρακτήρα που υποδυόταν στις «τρεις Χάριτες» παρότι από τότε έχουν περάσει πάνω από τριάντα χρόνια.
Μια τηλεοπτική σειρά η οποία υπήρχε στον αέρα – κυριολεκτικά και μεταφορικά – μόνο για τρεις κύκλους, οι οποίοι προβλήθηκαν στην αυγή της δεκαετίας του ’90 (γνωστής εκ των υστέρων ως δεκαετίας των μεγάλων ψευδαισθήσεων), όμως οι «καλοί τρόποι» της, το υποδειγματικό σενάριο, το απαλλαγμένο από εύκολες χυδαιότητες χιούμορ της και η αίσθηση μιας συλλογικής αξιοπρέπειας που μετέδιδε στο κοινό, την καθιστούν αθάνατη, όπως και τους κεντρικούς χαρακτήρες της, μαζί με τις σπουδαίες ηθοποιούς που τους ενσάρκωσαν. Δεν ήταν λίγοι αυτοί που σημείωσαν μελαγχολικά ότι μετά τον θάνατο της Άννας Κυριακού / θείας Μπεμπέκας, από τις πρωταγωνίστριες της σειράς μόνο η Νένα Μεντή / Μαρία Χαρίτου είναι ακόμα κοντά μας.
Αστή αλλά όχι ξιπασμένη, κομψή αλλά όχι επιδεικτική, ανοιχτόκαρδη, προοδευτική και γεμάτη θετικότητα και ζωντάνια. Εν ολίγοις, μια οικουμενική θεία Μπεμπέκα, όπως ιδανικά την φανταζόμασταν.
Η θεία Μπεμπέκα (το όνομα και μόνο έλεγε τη μισή ιστορία, καθιστώντας εξαρχής την προσωπικότητα της αορίστως οικεία για τους θεατές) μπορεί να μην είχε ας πούμε την πληθωρική προσωπικότητα ή τις δηλητηριώδεις ατάκες της Ντένης Μαρκορά όπως την ερμήνευσε η Ντίνα Κώνστα στους «Δύο ξένους», εκπροσωπούσε όμως ένα πιο αληθινό ανθρωπότυπο ο οποίος διατηρούσε τη γνησιότητά και την καθημερινή του διάσταση κατά τη μεταφορά του στην τηλεοπτική μυθοπλασία.
Αστή αλλά όχι ξιπασμένη, κομψή αλλά όχι επιδεικτική, ανοιχτόκαρδη, προοδευτική και γεμάτη θετικότητα και ζωντάνια. Εν ολίγοις, μια οικουμενική θεία Μπεμπέκα, όπως ιδανικά την φανταζόμασταν. Όποτε βρισκόταν στο νεοκλασικό πατρικό των αδελφών Χαρίτου, έτοιμη να προσφέρει το απόσταγμα της εμπειρίας της, η ατμόσφαιρα του σπιτιού έμοιαζε ξαφνικά να ζωηρεύει.
Μοιάζει σε κάποιους αφελές ή επιπόλαιο ή και ανάρμοστο το να πενθεί κάποιος για την απώλεια ενός προσώπου που δεν γνώριζε προσωπικά, αλλά είχε συνδεθεί μαζί του σε ένα «παρακοινωνικό» επίπεδο (όπως προσδιορίζονται οι σχέσεις του κοινού με τις διασημότητες). Κι όμως, είναι μια απολύτως θεμιτή αντίδραση που απλά δείχνει τη σημασία και την επίδραση που μπορεί να έχουν κάποιοι χαρακτήρες της τηλεοπτικής μυθοπλασίας στην καθημερινότητα των ανθρώπων. Η ανταπόκριση σε μια τέτοια απώλεια είναι συγχρόνως προσωπική και δημόσια.
Η πρώτη κινηματογραφική εμφάνιση της Άννας Κυριακού ήταν σε ηλικία είκοσι χρονών στον θρυλικό «Μεθύστακα» του Γιώργου Τζαβέλλα, όπου υποδύεται την ξέγνοιαστη αλλά συγκροτημένη Μπέτι, παιδική φίλη του Άλεκ (Δημήτρη Χορν), οι γονείς των οποίων επιθυμούν να τους παντρέψουν για να ενώσουν τις περιουσίες τους. Εκείνη είναι η πρώτη που ακυρώνει με το βαμβάκι μια τέτοια προοπτική, από τη στιγμή που και οι δυο τους είναι ερωτευμένοι με άλλα πρόσωπα, σε μια σκηνή που κουβεντιάζουν χαλαρά οι δυο τους στον κήπο. Ήταν η αρχή μιας υποκριτικής διαδρομής αφιλόξενης στα μικροαστικά στερεότυπα που θα κατέληγε στον αξέχαστο χαρακτήρα της θείας Μπεμπέκας.