Ο Πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ, όπως συνηθίζει όταν έχει ενοχληθεί ή οργιστεί, κατέθεσε αγωγή ύψους 15 δισ. δολαρίων για συκοφαντική δυσφήμηση εναντίον των «New York Times», τεσσάρων δημοσιογράφων τους και του εκδότη ενός βιβλίου που έγραψαν δύο από αυτούς για εκείνον.
Στην αγωγή ισχυρίζεται ότι οι κατηγορούμενοι είναι ουσιαστικά εντολοδόχοι ενός «παραδοσιακού μέσου ενημέρωσης» που έχει μετατραπεί σε «φερέφωνο του Δημοκρατικού Κόμματος», με στόχο να σαμποτάρει τις πολιτικές του προοπτικές «χωρίς κανέναν σεβασμό στις “αξίες” και τους “θεσμούς”».
Οι 85 σελίδες της αγωγής αποτελούν μια αγιογραφία του Τραμπ. Επιπλέον, όπως τα διαφημιστικά φυλλάδια, η αγωγή περιλαμβάνει φωτογραφίες με τις τηλεοπτικές μετρήσεις των εμφανίσεών του, με τα αποτελέσματα των προεδρικών εκλογών του 2024, φωτογραφίες του Trump Tower και του ίδιου του Τραμπ με το δάχτυλο υψωμένο να αναφωνεί «Απολύεσαι!». Οι δικηγόροι του Τραμπ, ως λατινομαθείς λόγιοι που είναι, απ’ ό,τι φαίνεται, τονίζουν το «sui generis χάρισμα» που διαθέτει. Ενώ η αγωγή στηλιτεύει την αδιαφορία των μέσων ενημέρωσης για τα γεγονότα, περιέχει επικές γκάφες, όπως το ψέμα ότι ο Τραμπ «έχτισε μεγάλο μέρος του φημισμένου ορίζοντα της Νέας Υόρκης». Οι πιο σοβαροί ισχυρισμοί της είναι «χτισμένοι σε νομική άμμο», όπως εξηγεί ο καθηγητής της Νομικής Σχολής του Yale, Stephen Carter. Ωστόσο, παρά το γεγονός ότι μοιάζει με κόμικ, η αγωγή έχει πολύ σοβαρές προθέσεις.
Μεγάλο μέρος της εχθρότητας και των υποτιθέμενων αποδεικτικών στοιχείων της αγωγής στρέφεται κατά του Russ Buettner και της Susanne Craig, συγγραφέων μιας εμπεριστατωμένης και ισορροπημένης βιογραφίας του Τραμπ, με τίτλο «Lucky Loser», που εκδόθηκε από την Penguin Random House.
Οι αγωγές πολλών δισεκατομμυρίων δολαρίων έχουν συνήθως αρνητικές επιπτώσεις στην ελευθερία του λόγου και στην υπεύθυνη και απαραίτητη δημοσιογραφική κάλυψη, ιδίως όταν προέρχονται από τον Λευκό Οίκο. Μέσα στο κείμενο της αγωγής επισημαίνεται ότι δύο άλλοι γίγαντες των μέσων ενημέρωσης, το ABC News και το CBS News, κατέληξαν σε συμβιβασμό με τον Πρόεδρο αντί να αντιδικήσουν στις αγωγές που κατέθεσε εναντίον τους.
Μπορεί επίσης να αποτελέσει μέσο για την κατάργηση των νομικών μέτρων την προστασία των οποίων απολάμβαναν ιστορικά τα αμερικανικά μέσα ενημέρωσης. Ο Τραμπ κατέθεσε την αγωγή στο ομοσπονδιακό δικαστήριο της Τάμπα στη Φλόριντα, από το οποίο περιμένει μάλλον φιλική αντιμετώπιση. Σε περίπτωση που τελικά χάσει, το πιο πιθανό είναι να προσφύγει στο Ανώτατο Δικαστήριο. Δύο από τους εννέα δικαστές του δικαστηρίου έχουν ήδη υποστηρίξει την επανεξέταση της ιστορικής απόφασης του 1964 «New York Times v. Sullivan», η οποία καθιέρωσε ιδιαίτερα αυστηρές προδιαγραφές για τα απαραίτητα αποδεικτικά στοιχεία σε αγωγές για δυσφήμηση που υποβάλλουν δημόσια πρόσωπα.
Παρά τις ανησυχίες της ότι τα μέσα ενημέρωσης υπονομεύουν τις αμερικανικές αξίες και τους θεσμούς, η ίδια η αγωγή αποτελεί μια προσπάθεια να υπονομευτεί ένας θεσμός που οι συντάκτες του αμερικανικού συντάγματος επέλεξαν συγκεκριμένα να προστατεύσουν, επειδή τον θεωρούσαν απαραίτητο για μια υγιή δημοκρατία. Είναι κι αυτό ένα χαρακτηριστικό της εποχής Τραμπ. Ο Πρόεδρος έχει περάσει την τελευταία δεκαετία πολιορκώντας μια σειρά από θεμελιώδεις θεσμούς των ΗΠΑ, όπως τα δικαστήρια, ο στρατός, οι αρχές επιβολής του νόμου, οι εκλογές, η Ομοσπονδιακή Τράπεζα, τα πανεπιστήμια, η δημόσια υγεία, η ιατρική και επιστημονική κοινότητα, ενώ παράλληλα έχει επιτεθεί σε πολύτιμες αξίες όπως η ισότητα ευκαιριών, η ελεύθερη αγορά, η σκληρά κερδισμένη εμπειρογνωμοσύνη και η απλή ευπρέπεια.
Φυσικά, ο κόσμος μπορεί και πρέπει να διαφωνεί σχετικά με την αξία και τον ρόλο αυτών των θεσμών, συμπεριλαμβανομένων των μέσων μαζικής ενημέρωσης. Οι θεσμοί μπορεί να είναι εξίσου ατελείς με όσους τους στελεχώνουν και τους διοικούν. Ωστόσο, παραμένουν απαραίτητοι για την επιτυχία του αμερικανικού πειράματος και, μέχρι πρόσφατα, ήταν ζηλευτοί ανά τον κόσμο.
Η αγωγή του Τραμπ μπορεί να διαβαστεί και ως μια εκτενής καταγγελία. Διαμαρτύρεται για το γεγονός ότι η εκλογική του νίκη το 2024 δεν αναγνωρίζεται από τα μέσα ενημέρωσης ως «το μεγαλύτερο προσωπικό και πολιτικό επίτευγμα στην αμερικανική ιστορία». Απορρίπτει την ιδέα ότι ένα ριάλιτι σόου, το «The Apprentice», τον έκανε διάσημο ενώ δεν τα είχε καταφέρει μόνος του. Στην πραγματικότητα, το «The Apprentice» τον μυθοποίησε και του επέτρεψε να ξεφύγει από τη φήμη που είχε ως τότε. Η δυναμική του ριάλιτι τον βοήθησε αργότερα να φτάσει στο Οβάλ Γραφείο.
Αν και η αγωγή αποδίδει συλλογική ευθύνη στους κατηγορούμενους, μεγάλο μέρος της εχθρότητας και των υποτιθέμενων αποδεικτικών στοιχείων της στρέφεται κατά του Russ Buettner και της Susanne Craig, συγγραφέων μιας εμπεριστατωμένης και ισορροπημένης βιογραφίας του Τραμπ, με τίτλο «Lucky Loser», που εκδόθηκε από την Penguin Random House. Οι δημοσιογράφοι είχαν στη διάθεσή τους τις φορολογικές δηλώσεις του Τραμπ, μελέτησαν διεξοδικά τις οικονομικές μηχανορραφίες στις οποίες επιδίδεται η οικογένεια Τραμπ επί δεκαετίες και πήραν εκτενείς συνεντεύξεις από τις πηγές τους. Η δουλειά τους για τους «New York Times» κέρδισε, μεταξύ άλλων, το βραβείο Pulitzer.

Ο Τραμπ μήνυσε τους «Times» πριν από τέσσερα χρόνια για παρόμοιους λόγους και τελικά έχασε. Απειλούσε επίσης να μηνύσει την εφημερίδα την περασμένη εβδομάδα για την κάλυψη της σχέσης του με τον Τζέφρι Έπσταϊν (και έχει ήδη μηνύσει τη «Wall Street Journal» για την κάλυψη του θέματος Έπσταϊν). Οι «Times» δήλωσαν την Τρίτη ότι είναι έτοιμοι για μάχη. «Οι "New York Times" δεν υποκύπτουν σε τακτικές εκφοβισμού», δήλωσε εκπρόσωπός τους. «Θα συνεχίσουμε να αναζητούμε την αλήθεια χωρίς φόβο ή εύνοιες και θα υπερασπιστούμε το δικαίωμα των δημοσιογράφων, βάσει της Πρώτης Τροπολογίας του αμερικανικού συντάγματος, να θέτουν ερωτήματα εκ μέρους του αμερικανικού λαού». Πρόσθεσε επίσης ότι «αυτήν τη στιγμή χρησιμοποιείται ένα εγχειρίδιο επίθεσης κατά του Τύπου… Οι “New York Times” δεν θα πτοηθούν από αυτό». Η Penguin Random House χαρακτήρισε την αγωγή του Τραμπ «αβάσιμη» και δήλωσε επίσης ότι σκοπεύει να υπερασπιστεί τους συγγραφείς της και να «υπερασπιστεί τις αξίες της Πρώτης Τροπολογίας».
Ο Τραμπ δεν δέχεται τίποτα από όλα αυτά. Η αγωγή του παρουσιάζει τους δημοσιογράφους των «Times» ως ανεύθυνους και στρατευμένους, και ισχυρίζεται ότι είναι αποφασισμένοι να ανατρέψουν την προεδρική του υποψηφιότητα και ανίκανοι να δουν το ιστορικό του, που είναι γεμάτο πτωχεύσεις, άγρια εκμετάλλευση και μυθεύματα, ως άψογο και τέλειο. Όμως τα γεγονότα είναι γεγονότα. Οι δικηγόροι των εναγομένων θα περάσουν υπέροχα με την κατάθεση των στοιχείων σε αυτή την υπόθεση, αν φτάσει στα δικαστήρια.

Ο Τραμπ μήνυσε τον Timothy L. O'Brien για δυσφήμηση το 2006, χωρίς επιτυχία, για το βιβλίο του «TrumpNation», το οποίο έγραψε όταν εργαζόταν ως δημοσιογράφος των «New York Times» και για το οποίο ο Τραμπ είχε συνεργαστεί μαζί του με ενθουσιασμό. Ζήτησε 5 δισεκατομμύρια δολάρια ως αποζημίωση, ισχυριζόμενος ότι ο σκεπτικισμός του O'Brien για το μέγεθος της περιουσίας του και η αναδρομή στην ταραχώδη ιστορία του έβλαψαν τη φήμη και τις επιχειρήσεις του. Η διαδικασία κατάθεσης των στοιχείων ήταν μια αποκαλυπτική περιπέτεια στην υπόθεση αυτή, όπως και οι δύο ημέρες καταθέσεων που αναγκάστηκε να υπομείνει ο Τραμπ. Το δικαστήριο της Πολιτείας του Νιου Τζέρσεϊ απέρριψε την υπόθεσή του το 2009 και το Ανώτατο Δικαστήριο της Πολιτείας αρνήθηκε να εκδικάσει την έφεση, επικυρώνοντας την απόφαση του κατώτερου δικαστηρίου το 2011.
Ο Τραμπ επιδιώκει επίμονα την προσοχή των μέσων ενημέρωσης εδώ και σχεδόν έξι δεκαετίες και τα φώτα της δημοσιότητας έχουν λειτουργήσει ευεργετικά για εκείνον. Η δίψα του για συνεχή προσοχή αποτελεί κίνητρο για μεγάλο μέρος των πράξεών του. Ωστόσο, δεν μπορεί να ανεχτεί την κριτική και, όπως ένας εθισμένος που στερείται της δόσης του, είναι πρόθυμος να καταστρέψει ό,τι βρει μπροστά του όταν τα μέσα ενημέρωσης δεν τον αντιμετωπίζουν με επιείκεια.
Ο Τραμπ ήταν celebrity και επιχειρηματίας όταν έκανε αγωγή στον Timothy L. O'Brien. Τότε το διακύβευμα ήταν πολύ μικρότερο. Τώρα είναι ο πιο ισχυρός άνθρωπος στον κόσμο, και διακυβεύονται η αλήθεια και η ελευθερία. Αυτό το παιδιάστικο ξέσπασμα οργής μεταμφιεσμένο σε αγωγή είναι ανάρμοστο για το αμερικανικό δικαστικό σύστημα, ακόμα κι αν ο ίδιος ο Πρόεδρος δεν το βρίσκει ανάρμοστο για το αξίωμα που κατέχει.
Με στοιχεία από Bloomberg