Οι εύποροι Κινέζοι καταναλωτές, που κάποτε κυνηγούσαν δυτικές πολυτελείς τσάντες και κοσμήματα ως σύμβολα κοινωνικής θέσης, στρέφονται πλέον σε εγχώρια brand, μια πρόκληση για κολοσσούς όπως Cartier και Yves Saint Laurent.
Ονόματα άγνωστα στη Δύση, όπως Laopu, Mao Geping και Songmont, κερδίζουν συνεχώς έδαφος στην κινεζική αγορά, συνδυάζοντας τον τοπικό σχεδιασμό με την πολιτιστική υπερηφάνεια.
Η Λιν Ανφάνγκ, 35χρονη ελεγκτής από το Πεκίνο, είδε πέρυσι ουρές έξω από κατάστημα Laopu από το δωμάτιο του μαιευτηρίου της. Επηρεασμένη και από τα social media, εντυπωσιάστηκε από τις λεπτοδουλεμένες δημιουργίες, όπως δαχτυλίδια με λουλούδια, φυλαχτά σε σχήμα κολοκύθας και χτενάκια με φοίνικες. Μετά τη γέννηση του γιου της, ο σύζυγός της της αγόρασε ένα μενταγιόν Laopu αξίας $1.600. «Είναι απλά κομψό», λέει. «Αφού πλέον έχουμε εγχώρια πολυτελή κοσμήματα, ως λάτρης της μόδας, δεν θα μπορούσα να μην αποκτήσω ένα.»
Το ενδιαφέρον παρακολουθούν και τα στελέχη δυτικών brands. Ο πρόεδρος της Richemont (μητρική της Cartier), Johann Rupert, αναγνώρισε ότι η Laopu συνδέεται με εθνικισμό και πατριωτισμό, παραδεχόμενος ότι «έχει πολλά πλεονεκτήματα». Ωστόσο, πρόσθεσε ότι «η Cartier είναι παγκόσμια».
Σύμφωνα με την Bain & Company, οι πωλήσεις πολυτελών ειδών στην Κίνα (κυρίως δυτικών brands) μειώθηκαν κατά 20% το 2024, κάτω από τα $50 δισ., ενώ οι πωλήσεις της Richemont έπεσαν κατά 23%. Η Laopu εισήχθη στο χρηματιστήριο του Χονγκ Κονγκ πέρυσι και η αξία της ξεπέρασε τα $15 δισ. Την ίδια στιγμή, η μετοχή της Kering (ιδιοκτήτριας της Gucci) υποχώρησε πάνω από 20%.
Αξιοσημείωτο είναι και το ενδιαφέρον διασημοτήτων: Ο σταρ του NBA Victor Wembanyama εθεάθη με μενταγιόν της Laopu κατά τη διάρκεια εκδήλωσης στη Νέα Υόρκη.
Η Λιν δηλώνει ότι στράφηκε στο χρυσό κόσμημα όχι μόνο για την ομορφιά του, αλλά και για την ασφάλεια της αξίας του. Όπως λέει: «Μπορεί αύριο να χάσω τη δουλειά μου. Δεν μπορώ πια να αγοράζω πολυτελείς τσάντες κάθε έξι μήνες όπως παλιά.»
Ο πρόεδρος της Laopu, Σου Γκαομίνγκ, δήλωσε ότι η εταιρεία έχει βρει θέση στην αγορά χωρίς ιδιαίτερο ανταγωνισμό, αφού οι ευρωπαϊκοί οίκοι δεν ειδικεύονται στο χρυσό. Τα καταστήματα Laopu είναι μίνιμαλ, με εξυπηρέτηση που περιλαμβάνει Evian και σοκολάτες Godiva. Ωστόσο, οι ευρωπαϊκές μάρκες εξακολουθούν να έχουν κύρος, ιδιαίτερα στις μεταπωλήσεις. Η Vanessa Piao, reseller πολυτελών τσαντών, εξηγεί: «Οι πελάτες μου δεν θα έδιναν ποτέ $20.000 για μια εγχώρια μάρκα. Για μια Birkin, όμως, το θεωρούν επένδυση.»
Η Σοφία Τζανγκ, 32 ετών, πρώην πιστή στις Lancôme και Estée Lauder, έχει στραφεί στη Mao Geping, μάρκα διάσημου Κινέζου makeup artist. Τα προϊόντα της είναι πιο οικονομικά. Για παράδειγμα, ενυδατική κρέμα 100g κοστίζει $139, έναντι $280 για αντίστοιχο προϊόν της Lancôme. «Παλιά πίστευα ότι μόνο τα ακριβά ξένα προϊόντα αξίζουν», λέει. «Αλλά τώρα που βρήκα κάτι που μου ταιριάζει, δύσκολα γυρνάω πίσω.»
Παράλληλα, δημιουργούνται πιο προσβάσιμα luxury brands, όπως η Songmont, γνωστή για τις μοντέρνες της τσάντες, με τιμές από $529. Οι ιδρυτές της, απόφοιτοι των κορυφαίων σχολών καλών τεχνών της Κίνας, ξεκίνησαν με προϊόντα επενδυμένα με παραδοσιακά κινεζικά μοτίβα, κατασκευασμένα από τη γιαγιά της Fu Song στη Σανσί. Το brand δίνει έμφαση στη βιωσιμότητα και τη χρήση υλικών από τη Γερμανία και την Ιταλία, ενώ έχει επιστρατεύσει την τενίστρια Λι Να για καμπάνιες.
Η Laopu άνοιξε το πρώτο της κατάστημα στο εξωτερικό (Σιγκαπούρη) τον Ιούνιο και επεκτείνεται στην Ιαπωνία. Ωστόσο, άτομο κοντά στην εταιρεία δηλώνει επιφυλακτικό σχετικά με το κατά πόσο το δυτικό κοινό είναι έτοιμο να αγκαλιάσει προϊόντα βασισμένα στην παραδοσιακή κινεζική κουλτούρα. Η σύμβουλος της Bain, Claudia D’Arpizio, αναφέρει ότι η επιτυχία της Pop Mart και της φιγούρας Labubu δείχνει πως η Gen Z είναι δεκτική σε brands από την Κίνα. Όμως για τους παραδοσιακούς καταναλωτές πολυτελείας στην Ευρώπη και τις ΗΠΑ, το "Made in Europe" εξακολουθεί να είναι καθοριστικός παράγοντας.
Με πληροφορίες από Wall Street Journal