Ο Λάρι Έλισον και ο γιος του Ντέιβιντ κινούνται εδώ και χρόνια στους κύκλους της παγκόσμιας ελίτ. Όμως το 2025 η επιρροή τους έχει ξεπεράσει κατά πολύ τα όρια της Σίλικον Βάλεϊ και του Χόλιγουντ, καθώς προχωρούν σε κινήσεις που μπορεί να αναδιαμορφώσουν το τοπίο των αμερικανικών μέσων ενημέρωσης και ψυχαγωγίας.
Ο 81χρονος Λάρι Έλισον συνίδρυσε την Oracle το 1977 και έχτισε την περιουσία του πάνω στις βάσεις δεδομένων και το cloud computing. Το net worth του έχει διπλασιαστεί τον τελευταίο χρόνο, φτάνοντας τα 370 δισ. δολάρια, χάρη στον πρωταγωνιστικό ρόλο της Oracle στις υποδομές τεχνητής νοημοσύνης. Για λίγο μάλιστα ξεπέρασε τον Έλον Μασκ και βρέθηκε στην κορυφή της λίστας των πλουσιότερων ανθρώπων στον κόσμο. Μέχρι πρόσφατα τα ενδιαφέροντά του έξω από την τεχνολογία περιορίζονταν σε σκάφη, τένις, έρευνες για την αντιγήρανση και την αγορά ενός νησιού στη Χαβάη.
Ωστόσο, οι στενοί δεσμοί του με τον πρόεδρο Ντόναλντ Τραμπ τον έχουν μετατρέψει σε κεντρικό πολιτικό και επιχειρηματικό παράγοντα. Γνωστός Ρεπουμπλικανός δωρητής, φιλοξένησε εκδήλωση ενίσχυσης του Τραμπ το 2020 και έπαιξε ρόλο στις διαπραγματεύσεις για τη λειτουργία του TikTok στις ΗΠΑ. Με συμφωνία που διαπραγματεύτηκε ο Λευκός Οίκος, η Oracle είναι έτοιμη να αποκτήσει ακόμα μεγαλύτερο έλεγχο στην πλατφόρμα, διαχειριζόμενη και τον αλγόριθμο που καθορίζει το περιεχόμενο. Ο ίδιος ο Τραμπ έχει χαρακτηρίσει τον Έλισον «εκπληκτικό άνθρωπο και επιχειρηματία» και «κάτι σαν διευθύνοντα σύμβουλο των πάντων».

Ντείβιντ Έλισον: Ο ανερχόμενος «βαρόνος» των media
Αυτοί οι δεσμοί έχουν ανοίξει τον δρόμο και για τον 42χρονο Ντέιβιντ Έλισον, ο οποίος ξεκίνησε στο Χόλιγουντ το 2006 με μια εμπορική αποτυχία στην οποία είχε και ρόλο, αλλά το 2010 ίδρυσε τη Skydance Media. Σήμερα έχει καθιερωθεί ως παραγωγός γνωστών blockbusters όπως τα «True Grit», «Mission Impossible» και «World War Z». Η αδελφή του, Μέγκαν, δημιούργησε το 2011 την Annapurna Pictures, πίσω από ταινίες όπως American Hustle και Her.

Η πορεία του Ντέιβιντ Έλισον κορυφώθηκε το καλοκαίρι, όταν με τη στήριξη του πατέρα του ολοκλήρωσε την εξαγορά της Paramount. Με μια κίνηση-σταθμό, ο 42χρονος βρέθηκε επικεφαλής ενός κολοσσού με περισσότερους από 18.000 εργαζόμενους και υπό την ομπρέλα του βρέθηκε και ένα από τα μεγαλύτερα ειδησεογραφικά δίκτυα της Αμερικής, το CBS.
Η συμφωνία πέρασε μόνο με το «πράσινο φως» της Ομοσπονδιακής Επιτροπής Επικοινωνιών (FCC), της οποίας ηγείται ο πιστός στον Τραμπ Μπρένταν Καρ. Η εξαγορά προκάλεσε ήδη συζητήσεις, καθώς η εταιρεία ανακοίνωσε αλλαγές που θεωρήθηκαν πολιτικά στοχευμένες: ο διορισμός συντηρητικού πρώην επικεφαλής think tank ως «επόπτη αμεροληψίας» και η απόφαση το Face the Nation να προβάλλει μόνο ζωντανές και αμοντάριστες συνεντεύξεις, κάτι που αλλάζει δεκαετίες δημοσιογραφικής πρακτικής.
Τα σχέδια των Έλισον δεν σταματούν εδώ. Πληροφορίες θέλουν τον Λάρι και τον Ντέιβιντ να ετοιμάζουν προσφορά για την Warner Bros Discovery, που περιλαμβάνει τα στούντιο των Looney Tunes, του Harry Potter και του Superman, αλλά και το HBO και το CNN. Ένα τέτοιο mega–deal θα δημιουργούσε έναν όμιλο ικανό να ανταγωνιστεί σε μέγεθος τη Disney και το Netflix, όμως θα απαιτούσε την έγκριση των αμερικανικών αρχών ανταγωνισμού.
«Κίνδυνος για τη δημοκρατία»
Η πιθανότητα να βρεθούν υπό τον έλεγχο των Έλισον τρία τεράστια μέσα (το TikTok, το CBS και το CNN) έχει σημάνει συναγερμό στους επικριτές του Τραμπ. Ο οργανισμός παρακολούθησης ΜΜΕ FAIR προειδοποίησε ότι μια τέτοια συγκέντρωση ισχύος «θα ήταν επικίνδυνη για τη δημοκρατία» και γερουσιαστές όπως η Ελίζαμπεθ Γουόρεν ζητούν την μπλοκάρισμα της συμφωνίας.
Από την πλευρά τους, οι Έλισον επιμένουν πως βλέπουν την Paramount και τη Skydance πρωτίστως ως εταιρείες ψυχαγωγίας. «Αν αναπνέεις, είσαι το κοινό μας», δήλωσε πρόσφατα ο Ντέιβιντ, αποφεύγοντας να απαντήσει σε ερωτήσεις για την πολιτική διάσταση των κινήσεών του.

Οι ανησυχίες γύρω από τις κινήσεις των Έλισον δεν περιορίζονται στη συγκέντρωση ισχύος. Δημοκρατικοί βουλευτές στο Κογκρέσο ανακοίνωσαν έρευνα για το κατά πόσο υπήρξαν μυστικές δεσμεύσεις της Paramount–Skydance προς τον Ντόναλντ Τραμπ, ώστε να εξασφαλίσουν την έγκριση της συγχώνευσης. Οι υποψίες εντάθηκαν όταν αποκαλύφθηκε ότι λίγο πριν το «ναι» των ρυθμιστικών αρχών, η Paramount κατέβαλε 16 εκατ. δολάρια για να κλείσει μια δικαστική διαμάχη με τον Τραμπ, που αφορούσε επεισόδιο του CBS με την Καμάλα Χάρις. Ο ίδιος ο Τραμπ υποστήριξε ότι «οι νέοι ιδιοκτήτες» του είχαν υποσχεθεί δισεκατομμύρια σε δωρεάν διαφήμιση.
Ο Ντέιβιντ Έλισον διέψευσε κάθε υπαινιγμό για παράνομες συμφωνίες, δηλώνοντας ότι η Skydance συμμορφώνεται πλήρως με τους νόμους περί δωροδοκίας. Ωστόσο, απέφυγε να δώσει ξεκάθαρες απαντήσεις για το αν υπήρξαν παρασκηνιακές δεσμεύσεις, περιοριζόμενος να πει: «Δεν θα πολιτικοποιήσουμε τίποτα σήμερα».
Η FCC ανακοίνωσε ότι η έγκριση της εξαγοράς συνοδεύτηκε από όρους, μεταξύ των οποίων η δημιουργία θέσης «ombudsman» για την καταπολέμηση της μεροληψίας στα ρεπορτάζ και η δέσμευση για μεγαλύτερη διαφάνεια στις πολιτικές εκπομπές. Οι επικριτές βλέπουν σε αυτά «γραμμή» του Λευκού Οίκου, καθώς συνάδουν με τις πιέσεις Τραμπ για σκληρότερη αντιμετώπιση των «φιλελεύθερων μέσων».

Paramount και Warner Bros.: Ένας νέος μιντιακός γίγαντας υπό τους Έλισον
Στον οικονομικό κόσμο, πάντως, η δυναμική των Έλισον αντιμετωπίζεται με ενθουσιασμό. Η πιθανή συγχώνευση Paramount–Warner Bros. Discovery θεωρείται από πολλούς αναλυτές «χρυσή ευκαιρία» για τη δημιουργία ενός γίγαντα με ισχυρή ταινιοθήκη και διανομή, ικανού να ανταγωνιστεί τη Disney και το Netflix σε όλες τις αγορές.
Οι ειδικοί τονίζουν ότι ο Ντέιβιντ Έλισον διαφοροποιείται από άλλους δισεκατομμυριούχους που μπήκαν στα media για λόγους «εγωιστικούς» ή πολιτικούς, αφού έχει πραγματικό υπόβαθρο στην παραγωγή. Παρ’ όλα αυτά, παραμένει ερωτηματικό το πώς θα διαχειριστεί τον ειδησεογραφικό τομέα, έναν χώρο που δεν έχει δείξει να τον ενδιαφέρει ιδιαίτερα.
Αν και οι αλλαγές στον ειδησεογραφικό τομέα έχουν συγκεντρώσει το πολιτικό ενδιαφέρον, οι προτεραιότητες του Ντέιβιντ Έλισον φαίνεται να είναι αλλού. Ο ίδιος έχει ήδη ανακοινώσει σχέδια για περικοπές ύψους 2 δισ. δολαρίων στην Paramount, στοχεύοντας να εξορθολογίσει το στούντιο και να ενισχύσει την παραγωγή περιεχομένου με εμπορικό αντίκρισμα. Για τους περισσότερους αναλυτές, η ουσία βρίσκεται εκεί: όχι στην ενημέρωση, αλλά στο ψυχαγωγικό προϊόν που μπορεί να φέρει έσοδα.

«Δεν το βλέπω ως κίνηση που λέει ‘θέλω να γίνω πιο δυνατός στα νέα’», σχολίασε ο Ρικ Πρέντις της Raymond James. «Πρόκειται για μια στρατηγική ‘θέλω να δημιουργήσω περιεχόμενο’. Η ειδησεογραφία δεν είναι κεντρικό κομμάτι αυτής της στρατηγικής».
Ο Έλισον έχει άλλωστε δείξει τη σχέση του με τον κινηματογράφο σε προσωπικό επίπεδο. Μέχρι πρόσφατα κρατούσε ακόμη τη συλλογή VHS της μητέρας του, ενώ έχει δηλώσει επανειλημμένα ότι η αγάπη του για τις ταινίες είναι η κινητήρια δύναμη πίσω από τις επιχειρηματικές του κινήσεις. Αυτό, υπογραμμίζουν αναλυτές, τον διαφοροποιεί από άλλους τεχνολογικούς μεγιστάνες, όπως ο Τζεφ Μπέζος, που εξαγόρασαν μέσα ενημέρωσης περισσότερο ως «χόμπι» παρά ως οργανικό κομμάτι της σταδιοδρομίας τους.
Ο Πολ Χάρνταρτ, καθηγητής στο πρόγραμμα Ψυχαγωγίας και ΜΜΕ του Stern School of Business, εκτιμά ότι οι Έλισον επιχειρούν να εκμεταλλευτούν μια συγκυρία που δύσκολα θα ξαναβρούν. «Ποιος ξέρει πόσο θα έχουν ακόμη την εύνοια του Λευκού Οίκου;» τόνισε.
Η προειδοποίηση δεν είναι αβάσιμη. Άλλωστε, η περίπτωση του Έλον Μασκ δείχνει πόσο γρήγορα μπορεί να στραφεί εναντίον σου μια πολιτική συμμαχία με την Ουάσιγκτον. Για την ώρα, πάντως, οι Έλισον μοιάζουν αποφασισμένοι να παίξουν ρόλο-κλειδί στο μέλλον των αμερικανικών media, αμφισβητώντας την κυριαρχία των Μέρντοχ και των άλλων παλαιών δυναστειών.
Με πληροφορίες από BBC