Μισό αιώνα μετά τον θάνατο του Φρανθίσκο Φράνκο, η Ισπανία βρίσκεται ξανά αντιμέτωπη με την επιστροφή ακροδεξιών αφηγήσεων και την ενίσχυση πολιτικών δυνάμεων που αναθεωρούν σημαντικά κομμάτια της πρόσφατης ιστορίας της χώρας. Η άνοδος του Vox, η διάδοση υλικού υπέρ της φρανκικής περιόδου στα κοινωνικά δίκτυα και τα νέα δεδομένα στις δημοσκοπήσεις αναζωπυρώνουν τη συζήτηση γύρω από την πολιτική και κοινωνική κληρονομιά της δικτατορίας.
Η σοσιαλιστική κυβέρνηση του Πέδρο Σάντσεθ έχει επιχειρήσει τα τελευταία χρόνια να αντιμετωπίσει το παρελθόν με μια σειρά πρωτοβουλιών: έρευνες για ομαδικούς τάφους, ταυτοποίηση λειψάνων θυμάτων του καθεστώτος, απομάκρυνση φρανκικών συμβόλων από δημόσιους χώρους και χαρακτηρισμό τόπων καταστολής ως «χώρους δημοκρατικής μνήμης». Παράλληλα, καμπάνιες υπέρ της δημοκρατίας επιδιώκουν να υπενθυμίσουν τη σημασία της ιστορικής ενσυναίσθησης σε μια κοινωνία που παραμένει διχασμένη ως προς τον τρόπο αντιμετώπισης του παρελθόντος.
Την ίδια στιγμή, όμως, ο ψηφιακός χώρος γεμίζει με αναθεωρητικό υλικό: βίντεο παραγόμενα από τεχνητή νοημοσύνη που εμφανίζουν τον Φράνκο να σχολιάζει τα σύγχρονα προβλήματα, techno-remix του φασιστικού ύμνου και αφηγήσεις που εξωραΐζουν τη δικτατορία, παρουσιάζοντάς την ως περίοδο «τάξης» ή «προόδου». Το φαινόμενο αυτό συνοδεύεται από μετατόπιση στη νεότερη γενιά: σύμφωνα με πρόσφατη δημοσκόπηση της κρατικής CIS, το 17,3% των νέων 18-24 ετών δηλώνει ότι προτιμά ένα αυταρχικό καθεστώς από μια δημοκρατία, αύξηση δέκα μονάδων από το 2009.
Ακόμη πιο ανησυχητικό είναι ότι το 21,3% των Ισπανών αξιολογεί την εποχή του Φράνκο ως «καλή» ή «πολύ καλή», ποσοστό διπλάσιο σε σχέση με το 2000. Η χώρα, αν και δημοκρατική εδώ και σχεδόν πέντε δεκαετίες, δεν έχει προχωρήσει σε μια συστηματική διαδικασία αποτίμησης του καθεστώτος, όπως έκαναν άλλες μεταδικτατορικές κοινωνίες, από τη Νότια Αφρική έως τη Χιλή.
Το Vox, που έχει σχεδόν διπλασιάσει την πρόθεση ψήφου του από το 2023 φτάνοντας το 18,9%, είναι ο βασικός πολιτικός εκφραστής αυτού του αναθεωρητισμού. Εκμεταλλεύεται την οργή για την οικονομική δυσπραγία, την άνοδο του κόστους ζωής και τις παραχωρήσεις προς τα αυτονομιστικά κινήματα, προβάλλοντας την περίοδο του Φράνκο ως μοντέλο «σταθερότητας» και «εθνικής ενότητας». Στελέχη του κόμματος υποστηρίζουν ότι οι νέοι «ανακαλύπτουν» τα χρόνια μετά τον εμφύλιο ως εποχή ανοικοδόμησης, παρά το γεγονός ότι τα ιστορικά στοιχεία επιβεβαιώνουν μαζικές εκτελέσεις αντιφρονούντων, στρατόπεδα καταναγκαστικής εργασίας, λογοκρισία, απαγόρευση κομμάτων και συνδικάτων και ένα εκτεταμένο δίκτυο κρατικής καταστολής.
Οι οργανώσεις που εκπροσωπούν τα θύματα της δικτατορίας υπογραμμίζουν πως «ο Φράνκο δεν έφυγε ποτέ πραγματικά», καθώς η κοινωνία δεν έχει απομακρυνθεί πλήρως από το φαντασιακό του παρελθόντος. Η ιστορικός Καρμίνα Γκούστραν, η οποία συντονίζει τις εκδηλώσεις «Ισπανία: 50 Χρόνια Ελευθερίας», τονίζει ότι η χώρα χρειάζεται πιο αποφασιστικές δράσεις απέναντι στην παραπληροφόρηση και τις αναθεωρητικές αφηγήσεις. «Η Ισπανία πρέπει να εγκαταλείψει την ιδέα ότι η ταφή του παρελθόντος μπορεί να γεννήσει μια υγιή δημοκρατία», σημειώνει.
Πενήντα χρόνια μετά τον θάνατο του Φράνκο, τα ερωτήματα για το πώς η χώρα συμφιλιώνεται με την ιστορία της παραμένουν πιο επίκαιρα από ποτέ καθώς η ακροδεξιά επιστρέφει στο πολιτικό προσκήνιο με τρόπο που κανείς δεν θα φανταζόταν στη μεταβατική περίοδο της δεκαετίας του ’70.