Οι άνθρωποι κατατάσσονται στην «πρώτη κατηγορία» των μονογαμικών θηλαστικών, σύμφωνα με νέα μελέτη του Πανεπιστημίου του Κέιμπριτζ, αν και εξακολουθούν να υπολείπονται ειδών όπως ο ευρασιατικός κάστορας και ο ταμαρίνος Saguinus mystax (γνωστός διεθνώς ως moustached tamarin).
Η έρευνα αξιολόγησε 35 είδη θηλαστικών ως προς τον βαθμό μονογαμίας, με τους ανθρώπους να καταλαμβάνουν την έβδομη θέση. Η κατάταξη βασίστηκε στη γενετική ανάλυση συγγενικών σχέσεων – συγκεκριμένα στην αναλογία αδελφών που μοιράζονται και τους δύο γονείς σε σχέση με τα ετεροθαλή αδέλφια. Όσο υψηλότερο το ποσοστό πλήρων αδελφών, τόσο ισχυρότερη η μονογαμική συμπεριφορά.
«Οι άνθρωποι βρίσκονται με άνεση στην κορυφαία κατηγορία των μονογαμικών ειδών, αλλά η μεγάλη πλειονότητα των θηλαστικών ακολουθεί πολύ πιο “χαλαρές” στρατηγικές ζευγαρώματος», σημειώνει ο επικεφαλής της έρευνας, εξελικτικός ανθρωπολόγος Μαρκ Ντάιμπλ.
Στο κατώτατο άκρο της κλίμακας βρίσκονται τα πρόβατα της φυλής Soay, οι χιμπαντζήδες, οι ορεινοί γορίλες, αγριόγατες και ρινοδέλφινα, το οποία είναι είδη με έντονα μη μονογαμικές κοινωνικές δομές.
Μονογαμία: Σημαντικές αποκλίσεις μεταξύ ανθρώπινων πληθυσμών
Η ανάλυση περισσότερων από 100 ανθρώπινων πληθυσμών έδειξε σημαντική διακύμανση ως προς τη μονογαμία. Ενδεικτικά, στα αρχαιότερα δείγματα της μελέτης παρατηρούνται μεγάλες αποκλίσεις: σε έναν νεολιθικό οικισμό στα Κότσγουολντς της Βρετανίας μόλις το 26% των αδελφών μοιράζονταν και τους δύο γονείς, ενώ σε τέσσερις νεολιθικούς πληθυσμούς της βόρειας Γαλλίας το ποσοστό αυτό έφτανε το 100%.
Συνολικά, οι άνθρωποι παρουσιάζουν ποσοστό 66% πλήρων αδελφών. Το ποσοστό αυτό είναι υψηλότερο από εκείνο πολλών γνωστών μονογαμικών ειδών, αλλά χαμηλότερο από τον ευρασιατικό κάστορα, που φτάνει το 72,9%. Οι γίββωνες Hylobates lar (λευκόχειρες γίββωνες) ακολουθούν με 63,5%, ενώ οι σουρικάτες καταγράφουν ποσοστό 59,9%.
Παρότι οι χιμπαντζήδες και οι γορίλες αποτελούν τους στενότερους εξελικτικούς συγγενείς του ανθρώπου, οι κοινωνικές τους δομές απέχουν σημαντικά από τις ανθρώπινες. Οι χιμπαντζήδες ζουν σε ομάδες με έντονα πολυγαμικά πρότυπα, όπου πολλά αρσενικά και θηλυκά ζευγαρώνουν μεταξύ τους. Οι γορίλες, αντίθετα, οργανώνονται γύρω από έναν κυρίαρχο «ασημόραχο» αρσενικό, ο οποίος αναπαράγεται με πολλές θηλυκές.
Γιατί εξελίχθηκε η ανθρώπινη μονογαμία
Σε αυτό το πλαίσιο, η μονογαμία του ανθρώπου θεωρείται από τους επιστήμονες μια ιδιόμορφη εξελικτική μετάβαση. Τα διαθέσιμα στοιχεία υποδεικνύουν ότι το μοντέλο αυτό ενδέχεται να αναδύθηκε προοδευτικά, καθώς οι πρώιμες ανθρώπινες ομάδες ωφελούνταν από τη σταθερή συμβολή του πατέρα στην ανατροφή των παιδιών. Η πατρική φροντίδα, που αποτελεί σχετικά σπάνιο φαινόμενο στα θηλαστικά, συνδέεται συχνά με μονογαμικές σχέσεις και με κοινωνίες που απαιτούν υψηλή συνεργασία για την επιβίωση.
Ο καθηγητής εξελικτικής ψυχολογίας Ρόμπιν Ντάνμπαρ από το Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης υπενθυμίζει ότι προηγούμενες μελέτες τοποθετούσαν τον άνθρωπο «στο μεταίχμιο μεταξύ μονογαμίας και πολυγαμίας». Όπως σημειώνει, ενώ κάποια ζώα σχηματίζουν δια βίου ζεύγη, οι ανθρώπινες κοινωνίες συχνά διατηρούν τη μονογαμία μέσω θρησκευτικών ή κοινωνικών θεσμών. «Όταν αυτοί οι θεσμοί αποδυναμώνονται, η διαδοχική μονογαμία ή και η πολυγαμία επανεμφανίζονται», αναφέρει.
Ο ανθρωπολόγος Κιτ Όπι από το Πανεπιστήμιο του Μπρίστολ προτείνει ότι τόσο η ανθρώπινη μονογαμία όσο και η έντονη σεξουαλική δραστηριότητα των χιμπαντζήδων μπορεί να αποτελούν διαφορετικές εξελικτικές στρατηγικές απέναντι στον κίνδυνο αρσενικής παιδοκτονίας, ένα συχνό φαινόμενο στα μεγάλα πρωτεύοντα. Όπως εξηγεί, τα θηλυκά είτε επιχειρούν να θολώσουν τα όρια της πατρότητας μέσω πολλαπλών συντρόφων είτε επιδιώκουν τη σχετική βεβαιότητα της πατρότητας μέσα από μία σταθερή σχέση, ώστε ο αρσενικός να έχει κίνητρο να προστατεύσει το νεογνό.
Τα πλήρη στοιχεία της έρευνας δημοσιεύθηκαν στο Proceedings of the Royal Society B.
Με πληροφορίες από Guardian