Μια νέα έρευνα του Πανεπιστημίου Γέιλ φέρνει στο φως μια εκπληκτική αλήθεια για τον αρχαίο κόσμο: οι Αιγύπτιοι δεν γνώριζαν απλώς το όπιο, αλλά το χρησιμοποιούσαν ευρέως σε κοινωνικό και τελετουργικό επίπεδο. Η ανακάλυψη αυτή, που βασίζεται σε χημική ανάλυση ενός σπάνιου αγγείου από αλάβαστρο, ανατρέπει θεωρίες που επικρατούσαν για περισσότερο από έναν αιώνα.
Το αγγείο, ύψους περίπου 22 εκατοστών, φέρει επιγραφές σε τέσσερις γλώσσες, αιγυπτιακά, περσικά, ακκαδικά και ελαμιτικά, και αναφέρει το όνομα του Πέρση βασιλιά Ξέρξη Α΄. Το εύρημα, που φυλάσσεται στη Βαβυλωνιακή Συλλογή του Γέιλ, αποδείχθηκε ότι περιείχε ίχνη οπίου, αποκαλύπτοντας ένα άγνωστο έως τώρα κεφάλαιο στην ιστορία της αρχαίας φαρμακολογίας.
Η ομάδα ερευνητών εφάρμοσε μια καινοτόμο τεχνική ανάλυσης οργανικών καταλοίπων, επιτρέποντας την εξαγωγή μικροσκοπικών δειγμάτων χωρίς να προκληθεί ζημιά στο πολύτιμο αντικείμενο. Η ανάλυση μέσω αεριοχρωματογραφίας και φασματομετρίας μάζας εντόπισε πέντε χαρακτηριστικές ενώσεις του οπίου, μορφίνη, νοσκαπίνη, παπαβερίνη, θεβαΐνη και υδροκοταρνίνη, τις ίδιες ουσίες που χρησιμοποιούνται και στη σύγχρονη φαρμακολογία.
Για τους αρχαιολόγους, αυτό σημαίνει κάτι περισσότερο από ένα απλό εύρημα: είναι η πιο ξεκάθαρη ένδειξη ότι τα οπιοειδή είχαν σημαντικό ρόλο στην αιγυπτιακή κοινωνία, πιθανότατα σε τελετές, ιατρικές πρακτικές ή ταφικά έθιμα. Μέχρι σήμερα, τα αγγεία αυτού του είδους θεωρούνταν δοχεία για αρώματα ή καλλυντικά. Η νέα μελέτη αποδεικνύει ότι έκρυβαν μια εντελώς διαφορετική ιστορία.
Τα ίχνη του οπίου στον τάφο του Τουταγχαμών
Η έρευνα του Γέιλ επαναφέρει στο προσκήνιο ένα παλιό μυστήριο: τα αλάβαστρα που βρέθηκαν στον τάφο του Τουταγχαμών. Πολλά από αυτά περιείχαν σκούρες, κολλώδεις ουσίες, των οποίων η φύση παρέμενε αδιευκρίνιστη για έναν αιώνα. Σύμφωνα με τη νέα μελέτη, είναι πολύ πιθανό να περιείχαν οπιοειδή, τα οποία είχαν ιεροτελεστικό ή φαρμακευτικό χαρακτήρα.
Η υπόθεση αυτή ενισχύεται από τα ίχνη που άφησαν αρχαίοι τυμβωρύχοι: τα αγγεία αυτά είχαν λεηλατηθεί μεθοδικά, με τους κλέφτες να αφαιρούν μέχρι και τα τελευταία υπολείμματα των οργανικών ουσιών. Οι ερευνητές θεωρούν απίθανο να ρίσκαραν τόσο πολύ για απλά αρώματα ή έλαια – το περιεχόμενο πρέπει να ήταν πολύ πιο πολύτιμο.
Παράλληλα, το γεγονός ότι τα αγγεία ήταν κατασκευασμένα από ασβεστίτη (το λεγόμενο «αιγυπτιακό αλάβαστρο») δεν ήταν τυχαίο. Η χημική του σύσταση βοηθά στη διατήρηση λιπαρών οργανικών ουσιών για αιώνες, λειτουργώντας σαν φυσικό «φύλακα» πολύτιμων συστατικών. Οι επιστήμονες πιστεύουν πως αυτή η επιλογή υλικού ήταν συνειδητή, αποδεικνύοντας ότι οι αρχαίοι Αιγύπτιοι διέθεταν ανεπτυγμένες γνώσεις χημείας και φαρμακολογίας.
Η ανακάλυψη αυτή δεν αλλάζει μόνο την εικόνα που είχαμε για την αρχαία Αίγυπτο· ανοίγει και ένα νέο παράθυρο κατανόησης της σχέσης του ανθρώπου με τις ψυχοδραστικές ουσίες. Από τελετουργικά σκεύη μέχρι βασιλικά ταφικά δώρα, το όπιο φαίνεται να κατείχε εξέχουσα θέση στην πνευματική και ιατρική ζωή της εποχής.
Η μελέτη του Γέιλ έρχεται να αποδείξει πως η αρχαία φαρμακολογία δεν ήταν καθόλου «πρωτόγονη». Αντιθέτως, δείχνει ένα σύστημα γνώσης περίπλοκο και οργανωμένο, που αντιμετώπιζε τις ουσίες αυτές με τρόπο πιο επιστημονικό απ’ ό,τι φανταζόμασταν.
Με πληροφορίες από Journal of Eastern Mediterranean Archaeology and Heritage Studies