Για εκατομμύρια ανθρώπους παγκοσμίως, τα αντικαταθλιπτικά αποτελούν σανίδα σωτηρίας. Ωστόσο, για πολλούς ασθενείς συνοδεύονται από ένα δύσκολο τίμημα: τη σεξουαλική δυσλειτουργία. Έρευνες δείχνουν ότι από το 25% έως και το 80% όσων λαμβάνουν αντικαταθλιπτικά αντιμετωπίζουν, σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό, προβλήματα όπως μειωμένη λίμπιντο, δυσκολία διέγερσης ή οργασμού.
Μια νέα μελέτη για τα αντικαταθλιπτικά και τη σεξουαλική υγεία, που παρουσιάστηκε στο 38ο Συνέδριο του Ευρωπαϊκού Κολλεγίου Νευροψυχοφαρμακολογίας (ECNP) στο Άμστερνταμ, δίνει ελπίδα ότι σύντομα θα μπορούμε να προβλέπουμε ποιοι ασθενείς κινδυνεύουν να εμφανίσουν τέτοιες παρενέργειες, πριν καν ξεκινήσουν τη θεραπεία.
Η πρωτοποριακή προσέγγιση βασίζεται σε μια μη επεμβατική εξέταση εγκεφάλου, γνωστή ως ηλεκτροεγκεφαλογράφημα (EEG), που μετρά τις ηλεκτρικές αντιδράσεις του εγκεφάλου στους ήχους. Ο τρόπος που ο εγκέφαλος αντιδρά μπορεί να αποκαλύψει τον βαθμό δραστηριότητας της σεροτονίνης, ενός βασικού νευροδιαβιβαστή που ρυθμίζει τη διάθεση, τον ύπνο, την όρεξη και τη σεξουαλική επιθυμία.
Η επιστήμη πίσω από το τεστ: από τη σεροτονίνη των αντικαταθλιπτικών στη σεξουαλική υγεία
Η εξέταση εστιάζει σε έναν βιοδείκτη που ονομάζεται LDAEP (Loudness Dependence of Auditory Evoked Potentials). Όσο χαμηλότερο είναι το LDAEP, τόσο μεγαλύτερη θεωρείται η δραστηριότητα της σεροτονίνης. Τα αντικαταθλιπτικά τύπου SSRIs, όπως η εσιταλοπράμη, λειτουργούν αυξάνοντας τη διαθέσιμη σεροτονίνη στον εγκέφαλο, κάτι που βελτιώνει τη διάθεση, αλλά ενδέχεται να περιορίσει τη σεξουαλική λειτουργία.
Ο επικεφαλής της έρευνας, Δρ. Κρίστιαν Γιένσεν, από το Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο της Κοπεγχάγης, εξηγεί ότι η μέτρηση του LDAEP μπορεί να λειτουργήσει ως εργαλείο πρόβλεψης: σε πιλοτική μελέτη με 90 ασθενείς με μείζονα καταθλιπτική διαταραχή, τα χαμηλά επίπεδα LDAEP προέβλεψαν προβλήματα οργασμού με ακρίβεια 87% μετά από οκτώ εβδομάδες θεραπείας.
Αν τα αποτελέσματα επιβεβαιωθούν σε μεγαλύτερες μελέτες, ήδη διεξάγεται νέα έρευνα με 600 συμμετέχοντες, η μέθοδος θα μπορούσε να αλλάξει ριζικά τον τρόπο που οι γιατροί επιλέγουν αντικαταθλιπτικά για τους ασθενείς τους.
Παρότι το τεστ δεν είναι ακόμη διαθέσιμο για ευρεία χρήση, η διαδικασία είναι απλή: μικρά ηλεκτρόδια τοποθετούνται στο κρανίο και καταγράφουν την εγκεφαλική δραστηριότητα ενώ ο ασθενής ακούει ήχους διαφορετικής έντασης μέσω ακουστικών. Η εξέταση διαρκεί περίπου 30 λεπτά και δεν προκαλεί ενόχληση.
Προβλέποντας τις παρενέργειες των αντικαταθλιπτικών, βελτιώνοντας τη θεραπεία
Οι ερευνητές εκτιμούν ότι η μέθοδος αυτή μπορεί να οδηγήσει σε εξατομικευμένη ψυχιατρική, μειώνοντας τις ανεπιθύμητες παρενέργειες και βελτιώνοντας την ποιότητα ζωής των ασθενών. «Είναι ένα βήμα προς μια πιο ακριβή και αποτελεσματική θεραπεία της κατάθλιψης», ανέφερε ο Γιένσεν.
Παράλληλα, άλλοι ειδικοί εκφράζουν επιφυλάξεις. Ο ψυχίατρος Δρ. Σαμίρ Τζαουχάρ από το Imperial College του Λονδίνου σημειώνει ότι η μέθοδος δεν μετρά άμεσα τη σεροτονίνη, όπως συμβαίνει με τις τομογραφίες εκπομπής ποζιτρονίων (PET), αλλά αποτελεί έμμεση εκτίμηση. Παρ’ όλα αυτά, τα PET είναι επεμβατικά, ακριβά και δύσκολα στην εφαρμογή — άρα το EEG προσφέρει μια πιο προσιτή και πρακτική εναλλακτική.
Ο Τζαουχάρ τονίζει επίσης ότι η ακρίβεια της μεθόδου πρέπει να επιβεβαιωθεί σε μεγαλύτερες, τυχαιοποιημένες μελέτες. Παρά τις επιφυλάξεις, όμως, οι περισσότεροι ειδικοί συμφωνούν ότι η κατεύθυνση είναι εξαιρετικά υποσχόμενη.
Αντικαταθλιπτικά και σεξουαλική λειτουργία: τι γνωρίζουμε σήμερα
Σύμφωνα με στοιχεία του 2023, περίπου 11,4% των ενηλίκων στις Ηνωμένες Πολιτείες λαμβάνουν αντικαταθλιπτικά μόνο για την κατάθλιψη, ενώ εκατομμύρια άλλοι τα χρησιμοποιούν για άγχος, ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή ή μετατραυματικό στρες.
Η σεξουαλική δυσλειτουργία που προκαλούν οφείλεται συνήθως σε αλλαγές στη ροή του αίματος, τη νευρική αγωγιμότητα και τη μυϊκή λειτουργία, όπως εξηγεί η Δρ. Λόρεν Στρέιτσερ, ιατρική διευθύντρια του Κέντρου Σεξουαλικής Ιατρικής του Northwestern University. Τα υψηλά επίπεδα σεροτονίνης μπορούν να περιορίσουν τη ροή του αίματος στα γεννητικά όργανα, μειώνοντας τη διέγερση και την ικανότητα οργασμού.
Παρόλα αυτά, δεν επηρεάζονται όλοι οι ασθενείς. Παράγοντες όπως τα γονίδια φαίνεται να καθορίζουν ποιοι είναι πιο ευάλωτοι στις σεξουαλικές παρενέργειες. Υπάρχει επίσης ένα μικρό ποσοστό ατόμων που υποφέρουν από μετα-SSRI σεξουαλική δυσλειτουργία (PSSD), μια κατάσταση που μπορεί να επιμείνει ακόμη και μετά τη διακοπή του φαρμάκου.
Εκτός από το τεστ EEG, οι ειδικοί προτείνουν εναλλακτικές θεραπείες όπως η βουπροπιόνη, ένα φάρμακο που αυξάνει τη ντοπαμίνη αντί της σεροτονίνης και ενισχύει τη σεξουαλική επιθυμία. Σε ορισμένες περιπτώσεις, γιατροί χορηγούν φαρμακευτικούς ενισχυτές της σεξουαλικής λειτουργίας, όπως η σιλδεναφίλη (Viagra), για να αντιμετωπίσουν τις παρενέργειες των SSRIs. Το σημαντικό, όμως, σύμφωνα με τους ειδικούς, είναι η ανοιχτή επικοινωνία με τον θεράποντα ψυχίατρο και η προσαρμογή της αγωγής στις ανάγκες κάθε ατόμου.
Η νέα έρευνα για το τεστ EEG αποτελεί ένα ελπιδοφόρο βήμα προς την εξατομικευμένη ιατρική στην ψυχιατρική. Αν επιβεβαιωθούν τα ευρήματα, οι γιατροί θα μπορούν να προβλέπουν τις παρενέργειες πριν εμφανιστούν, επιτρέποντας στους ασθενείς να νικήσουν την κατάθλιψη χωρίς να θυσιάσουν την ποιότητα της προσωπικής τους ζωής.
Με πληροφορίες από CNN