«O γιος της κουρούνας»: Ένα διήγημα από τον Παναγιώτη Ρίζο

«O γιος της κουρούνας»: Ένα διήγημα από τον Παναγιώτη Ρίζο Facebook Twitter
0

Πετάγαμε με τον γιo μου και μελλοντικό πατέρα των παιδιών μου αρκετές μέρες τώρα. Ξεκινούσαμε με το πρώτο φως της μέρας, όταν ακόμη είχε πάχνη και παγωνιά στον κάμπο ή στα βουνά, ανάλογα πού περνούσαμε τη νύχτα. Τρώγαμε ό,τι βρίσκαμε, σκουλήκια, ψοφίμια, καρπούς, ό,τι υπήρχε στην περιοχή, ίσα να στυλωθούμε. Μετά ξεκινούσαμε το ταξίδι προς τα δυτικά, να βρούμε τον τόπο να στήσουμε το σπιτικό μας, να κάνουμε οικογένεια, να αναστήσουμε το γένος. Κάποτε ήμασταν πολλές. Ξεκινούσαμε κοπάδια ολόκληρα, μαύριζε ο ουρανός. Τώρα δεν είδα άλλες. Μόνοι μας εγώ και ο μικρός μου γιος, ο μελλοντικός πατέρας των παιδιών μου.

Χτες το βράδυ δεν κοιμήθηκε από αγωνία και χαρά μεγάλη. Δεν ήταν επειδή έκλεισε τα δεκαέξι και έσβησε τα κεράκια με την οικογένειά του και τους φίλους του από το σχολείο, ήταν επειδή ο πατέρας του, επειδή έγινε δεκαέξι, του χάρισε το πρώτο του κυνηγετικό όπλο, ένα φλομπέρ Bretton Gaucher – Saint Etienne 9άρι, μικρό κανονικό όπλο, κατάλληλο για την ηλικία του. Ο πατέρας του ο Λάμπης, ο καλύτερος μπαμπάς του κόσμου. Αυστηρός και δίκαιος. Έξυπνος και καταφερτζής. Ελεγκτής, προϊστάμενος στη ΦΑΕ Αθηνών, στις μεγάλες εταιρείες, και πρόεδρος του Κυνηγετικού Συλλόγου Κυπαρισσίας, του τόπου καταγωγής. Εκείνος είχε δύο καραμπίνες, μία Benelli αυτόματη και μια ημιαυτόματη Remington, και δυο σκυλιά κυνηγετικά, 2 γκέκες δικούς του και ένα πόιντερ, τη Ρίκα, που το είχαν όλοι μαζί, ολόκληρη η παρέα του των κυνηγών, το πιο ακριβό, και του χάρισε χτες αυτό που του είχε υποσχεθεί πως θα του χάριζε όταν θα έκλεινε τα δεκαέξι, ένα όπλο πραγματικό κυνηγητικό, ένα φλομπέρ Bretton Gaucher 9αρι, και σήμερα είναι η Κυριακή, η μέρα που θα πήγαιναν για πρώτη φορά κυνήγι μαζί, σαν μεγάλοι, σαν δυο παλιόφιλοι κυνηγοί, όπως ο κύριος Ματθαίος και ο κύριος Χρυσοβαλάντης, οι κολλητοί του μπαμπά απ' το Ναυτικό, κληρούχες ΕΣΣΟ 78 Δ, που πηγαίνανε κάθε Κυριακή, όταν επιτρεπόταν για κυνήγι, για μπεκάτσες, ορτύκια, τσίχλες, μα και λαγούς, αγριογούρουνα, φασιανούς, με τα σκυλιά και τα φυσεκλίκια τους με τις στολές παραλλαγής και με τα καπέλα, πόσο τους θαύμαζε.

Καθόταν εκεί για λίγο αφήνοντας παντού τις μικρές κουτσουλιές της, τα πράσινα περιττώματά της, ήταν που χρόνια έτρωγε βατραχάκια και ποντίκια και έντομα από τη λίμνη και το ποτάμι το πράσινο με τις φουσκάλες δίπλα στο κτίριο με τα φουγάρα που ξέρναγε ξινό αέρα.

Είμαστε κουρούνες. Παλιά, στα αρχαία χρόνια, στην Ελλάδα μάς έλεγαν κορώνες. Σταχτιές με μαύρα φτερά, κεφάλι, λαιμό και πόδια. Πήραν το παλιό όνομά μας και ονομάτισαν το στεφάνι και το βασιλικό στέμμα corona από το στριφτό ράμφος μας. Ένα είδος πτηνών αρπακτικών και παμφάγων. Ζούμε πολλά χρόνια, είμαστε κορακοζώητες, που λέτε κι εσείς. Ξυπνάμε πριν από το χάραμα, πλένουμε τα φτερά μας και την ουρά μας στο πράσινο ποτάμι με τις φουσκάλες ή στα πράσινα νερά στη μικρή βαλτώδη λίμνη που έγινε τώρα τελευταία, δίπλα σε ένα μεγάλο κτίριο με φουγάρα που φυσάει ασταμάτητα καπνό όλη μέρα κι όλη νύχτα και ρίχνει κάθε βράδυ στο ποτάμι υγρά απόβλητα. Μετά παραμονεύουμε στις όχθες για το πρωινό μας, βατραχάκια πράσινα και γυρίνους και ποντίκια που αφθονούν στα στάσιμα νερά με την ξινή μυρωδιά. Παλιά δεν ήταν έτσι. Εγώ που πρόλαβα και γνώρισα οκτώ γενιές κουρούνων σάς λέω ότι τρώγαμε και ζούσαμε διαφορετικά. Παλιά, μας κρατούσε η θεά Αθηνά στο χέρι της. Μαζί με τα χελιδόνια αναγγέλλαμε την άνοιξη και το φθινόπωρο. Τώρα πετάμε δυτικά με τον γιο μου. Μόνοι μας. Απ' όλες τις κουρούνες του κόσμου, έχουμε μείνει δύο. Εγώ, η μητέρα του και μέλλουσα μητέρα των παιδιών του, και αυτός, ο γιος μου και αυριανός πατέρας τους. Με την πρώτη βροχή του φθινοπώρου όταν επιστρέψουμε, πρώτα ο Θεός, θα είμαστε πέντε. Εγώ θα γεννήσω δώδεκα, αλλά θα επιστρέψουμε πέντε. Έτσι γινόταν πάντοτε.

«Ξύπνα, αγόρι μου, είναι ώρα να φύγουμε». Kι αυτός που δεν κοιμήθηκε όλο το βράδυ από την αγωνία και τη χαρά του, έκανε ότι χασμουρήθηκε, σηκώθηκε απ' το κρεβάτι και αφού ετοιμάστηκε σαν αστραπή, έβαλε τον εξοπλισμό και το καπέλο, μπήκε στο παλιό Vitara του μπαμπά που το είχε μόνο για το κυνήγι, τακτοποίησαν τα όπλα τους, τοποθέτησαν τη Ρίκα που θα έπαιρναν μαζί τους απόψε να ξεμουδιάσει στην ξύλινη μπαγκαζιέρα με τις τρύπες, και ξεκίνησαν αχάραγα ακόμη για τη ρεματιά πάνω στον Αϊ-Γιώργη, που ήταν το πέρασμα για καρτέρι.


Σ' ένα μικρό ύψωμα πίσω απ' τα βράχια μπροστά από τη μικρή εκκλησία τούς βρήκε η αυγή, με τα όπλα γεμισμένα, το εφηβικό του όπλο γεμάτο με σκάγια, έτοιμο για την αποστολή. Με τις κάννες προς τα πάνω σημαδεύοντας τον ουρανό. Έτοιμους, στοχοθετημένους.
«Να, εκεί!» Του έδειξε ο μπαμπάς. Και τότε τα είδε. Οι στόχοι. Δυο πουλιά, το ένα πιο μεγάλο το άλλο μικρότερο, να πετάνε διαγώνια μπροστά τους γύρω στα 20 μέτρα μακριά, μαύρα και σκούρα σαν δύο μεγάλες τελείες στον ουρανό.


Σήκωσε το όπλο και εγκλώβισε το μεγάλο στο στόχαστρο, παρακολούθησε με την κάννη την πορεία του. Ο πατέρας του καμάρωνε σαν σκεπάρνι γύφτου, χωρίς να έχει χάσει με την άκρη του έμπειρου ματιού του την πορεία των στόχων. «Τώρα» είπε. Μια ντουφεκιά ξερή ακούστηκε.

Πετούσαν ήδη δύο ώρες. Πρώτη στάση για νερό στη βρυσούλα του Αϊ-Λια πάνω απ' τη ρεματιά. Είχε αποφασίσει να σταματήσουν εκεί. Θα περνούσαν τη χαμηλότερη βρυσούλα του Αϊ-Γιώργη γρήγορα, γιατί εκεί την έστηναν για πέρδικες και ορτύκια οι κυνηγοί και στην αναμπουμπούλα μπορεί να τρώγανε και καμιά ξώφαλτση. Δεν υπήρχαν περιθώρια για παράπλευρες απώλειες. Εκεί στη βρυσούλα του Αϊ-Λια στα ψηλά θα ήταν ασφαλείς για ξεκούραση, νερό και ανεφοδιασμό. Ήθελε να περάσουν γρήγορα απ' του Αϊ-Γιώργη, είχε και ένα κακό προαίσθημα, γι' αυτό τον έβαλε εδώ και ώρα από δεξιά, απ' την πλευρά του ουρανού, δεν του είπε τον λόγο να μην τον ανησυχήσει, αυτός όμως έκανε τα κόλπα του στην πτήση, σαν τον Ίκαρο, έφευγε απ' την πορεία, έκανε βουτιές, ανέβαινε ψηλά, τον μάλωνε. Ξαφνικά με ένα ανάποδο luping πετάχτηκε από αριστερά της και τότε ήταν που ακούστηκε ο ξερός ήχος, όχι από καραμπίνα ούτε από δίκαννο, μα από κάτι πιο μικρό, σαν παιδικό παιχνίδι, και τον έχασε από δίπλα της.


Κάτω από το φτερό και στο αριστερό πλευρό τον βρήκαν τα σκάγια, στην άρση. Τινάχτηκε ψηλά και πίσω ξαφνικά, ο ένας από τους δύο στόχους, ο μικρός, και άρχισε να πέφτει με έναν ατσούμπαλο χορό προς τη γη, άψυχη μαύρη βολίδα.

«Μπράβο, αγόρι μου» είπε ο μπαμπάς και τον φίλησε στο μέτωπο. «Σιδεροκέφαλος!»

Δεν είπε στον μπαμπά ότι στόχευσε το μεγάλο αλλά αστόχησε, ούτε για τη σκιά μικρής λύπης που τον σκέπασε σαν είδε το μικρό μαύρο πουλί να πέφτει. Τι σημασία θα είχε; Θα το ξεπερνούσε με την εμπειρία, σαν τον μπαμπά.


«Τι πουλί ήταν, μπαμπά;»


«Κουρούνα, αγόρι μου, άχρηστα πουλιά» είπε ο μπαμπάς αμολώντας τη Ρίκα για να πάει να το φέρει για προπόνηση. «Φέρμα, Ρίκα, φέρ' το» είπε «φέρ' το, Ρίκα, εδώ!»


Φερμάρισε η Ρίκα, χοροπήδησε και με την ουρά της παράλληλη με το έδαφος χάθηκε στα πουρνάρια και στα σχοίνα της ρεματιάς γαβγίζοντας.

Και τότε τους είδε με τα μάτια της της κουρούνας, δύο κυνηγούς με τα καπέλα τους και τις στολές τους, έναν μικρό και έναν μεγάλο και έναν σκύλο πόιντερ να τρέχει προς τα σχοίνα τη ρεματιά με την ουρά ευθεία γαβγίζοντας. Και κατάλαβε. Και άρχισε να κάνει κύκλους πάνω από τον ουρανό, μια μαύρη τελεία που διέγραφε κύκλους ομόκεντρους.


Τους άκουσε που φώναζαν τον σκύλο «Ρίκα, Ρίκα», είδε τον σκύλο που βρήκε τον γιο της, αυτόν που θα γινόταν πατέρας των παιδιών της, να τον αρπάζει με το σκυλίσιο στόμα του για να τον πάει στο αφεντικό του, όπως είχε εκπαιδευτεί. Τον είδε που μερικά μέτρα μετά έπεσε και έμεινε ακίνητος, ανάσκελα με φουσκάλες και αφρούς να βγαίνουν απ' το στόμα του, τουμπανιασμένος, είδε τον μεγάλο κυνηγό και τον μικρό να φωνάζουν «Ρίκα, Ρίκα», να κατεβαίνουν τη ρεματιά με κίνδυνο, είδε τον μεγάλο κυνηγό να φωνάζει, να καβαλάει τα αγκαθωτά πουρνάρια και τα σχοίνα και τα βάτα της ρεματιάς και να βρίζει την Παναγία των Κυνηγών και να σηκώνει στα χέρια του το σώμα του σκύλου που άκουγε στο όνομα Ρίκα, να το κουβαλάει μέχρι το Vitara που είχε μόνο για το κυνήγι. Είδε τον γιο του να του δίνει ένα χεράκι, σαστισμένος.


Τους παρακολούθησε από ψηλά με ένα θλιμμένο πέταγμα. Τους ακολούθησε πετώντας, είδε τη γειτονιά τους, την πόλη τους, τον κτηνίατρο που τον πήγαν. Είδε το σπίτι τους. Το γκαράζ που έβαζαν το Vitara που είχαν μόνο για το κυνήγι.


Και μετά πέταξε πιο χαμηλά και άρχισε να κόβει βόλτες πάνω από την πόλη των ανθρώπων. Να κάθεται στις αυλές τους, στα σύρματα που άπλωναν τα ρούχα τους, στα καπό των αυτοκινήτων τους, στις εκκλησίες που πήγαιναν να λειτουργηθούν τις Κυριακές, στα προαύλια των σχολείων που στέλναν τα παιδιά τους, στους κήπους που φύτευαν τα λαχανικά τους, στα κλαδιά των δέντρων που κρέμονταν οι καρποί τους. Καθόταν εκεί για λίγο αφήνοντας παντού τις μικρές κουτσουλιές της, τα πράσινα περιττώματά της, ήταν που χρόνια έτρωγε βατραχάκια και ποντίκια και έντομα από τη λίμνη και το ποτάμι το πράσινο με τις φουσκάλες δίπλα στο κτίριο με τα φουγάρα που ξέρναγε ξινό αέρα.


Τότε ήταν που άρχισε η επιδημία και το θανατικό σε όλη την πόλη και χάθηκαν μέσα σε δύο μήνες όλα τα παιδιά και οι νέοι μέχρι 20 χρονών.


Οι βαπτιστές των λέξεων ονόμασαν τον φονικό ιό κορώνα ιό. Κάπως αφηρημένα και βιαστικά μπουρδούκλωσαν την ετυμολογία της ονομασίας και την αρχή της συμφοράς, αφήνοντας ωστόσο, σαν από τύψη συλλογική, έναν σαφή υπαινιγμό.


Όμως χωρίς περιστροφές η ακριβής ονομασία ήταν κουρούνα ιός. Ο γιος της κουρούνας.

Ο κ. Παναγιώτης Ρίζος είναι δικηγόρος και συγγραφέας του βιβλίου ΙΚΕΤΗΡΙΑ (εκδόσεις Παπαδόπουλος) το οποίο κατείχε μία θέση στις Βραχείες Λίστες για τα Κρατικά Λογοτεχνικά Βραβεία του 2017.

Βιβλίο
0

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Η πρώτη αγάπη: Ένας τόπος όπου ζεις πραγματικά

Βιβλίο / Αρρώστια είναι ν’ αγαπάς, αρρώστια που σε λιώνει*

«Ανοίξτε, ουρανοί»: Το queer μυθιστόρημα ενηλικίωσης του Βρετανοϊρλανδού ποιητή Σον Χιούιτ αποτελεί το εντυπωσιακό ντεμπούτο του στην πεζογραφία, προσφέροντας μια πιστή, ποιητική και βαθιά συγκινητική απεικόνιση του πρώτου έρωτα.
ΕΙΡΗΝΗ ΓΙΑΝΝΑΚΗ
Είναι το «Singapore Sling» η πιο παρεξηγημένη ταινία του ελληνικού σινεμά;

Βιβλίο / Είναι το «Singapore Sling» η πιο παρεξηγημένη ταινία του ελληνικού σινεμά;

Μια συζήτηση με τη Μαρί Λουίζ Βαρθολομαίου Νικολαΐδου για την ταινία που αδικήθηκε στην εποχή της, αλλά σήμερα προκαλεί εκ νέου το ενδιαφέρον, και για την «επιστροφή» της μέσα από ένα βιβλίο.
ΜΑΡΙΑ ΠΑΠΠΑ
Ντόμινικ Αμερένα: «Έκανα το πειραματόζωο σε ιατρικές δοκιμές για να έχω χρόνο να γράφω ελεύθερα»

Βιβλίο / Ντόμινικ Αμερένα: «Έκανα το πειραματόζωο σε ιατρικές δοκιμές για να έχω χρόνο να γράφω ελεύθερα»

Το πρώτο βιβλίο του Αυστραλού συγγραφέα Ντόμινικ Αμερένα, με τίτλο «Τα θέλω όλα», που πήρε διθυραμβικές κριτικές, κυκλοφορεί στα ελληνικά. Βασικό του θέμα είναι πόσο μπορείς να προσποιηθείς ότι είσαι κάποιος άλλος για να καταφέρεις τους στόχους σου.
M. HULOT
ΕΠΕΞ Μπορούμε να αγαπήσουμε ξανά την Πανεπιστημίου;

Βιβλίο / Μπορούμε να αγαπήσουμε ξανά την Πανεπιστημίου;

«Ένας δρόμος που μοιάζει με κοίτη ποταμού και παρασύρει τους πάντες χωρίς περιορισμούς και απαγορεύσεις», όπως γράφουν οι συγγραφείς του βιβλίου «Οδός Πανεπιστημίου (19ος-20ός αιώνας) - Ιστορία και ιστορίες», Θανάσης Γιοχάλας και Ζωή Βαΐου.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Γιάννης Σολδάτος: «Ο μεγαλύτερος εχθρός μου είναι ο μικροαστισμός» ή «Το σινεμά ως μαζικό λαϊκό θέαμα έχει σχεδόν τελειώσει»

Βιβλίο / Γιάννης Σολδάτος: «Το σινεμά ως μαζικό λαϊκό θέαμα έχει σχεδόν τελειώσει»

Μια συζήτηση με τον σκηνοθέτη, εκδότη και συγγραφέα της συνοπτικής «Ιστορίας του Ελληνικού Κινηματογράφου» που πρόσφατα επανακυκλοφόρησε εμπλουτισμένη και σε ενιαία μορφή από τις εκδόσεις Αιγόκερως.
ΘΟΔΩΡΗΣ ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ
Απόστολος Βέττας: «Στο θέατρο οι πιστοί δηλώνουν την πίστη τους με το χειροκρότημα»

Βιβλίο / Απόστολος Βέττας: «Στο θέατρο οι πιστοί δηλώνουν την πίστη τους με το χειροκρότημα»

Ο σπουδαίος σκηνογράφος συγκέντρωσε την πολύτιμη σαραντάχρονη εμπειρία του σε ένα δίτομο λεξικό για τη σκηνογραφία, αναδεικνύοντάς την ως αυτόνομη τέχνη και καταγράφοντας την εξέλιξή της στο ελληνικό θέατρο.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Μ. Αναγνωστάκης «Η χαμηλή φωνή»

Το πίσω ράφι / Μανόλης Αναγνωστάκης: «Τι μένει λοιπόν από τον ποιητή, αν μένει τίποτα;»

Τρεις δεκαετίες μετά την πρώτη της δημοσίευση, η προσωπική ανθολογία του Μανόλη Αναγνωστάκη «Χαμηλή Φωνή» παρουσιάζεται στην Ελληνοαμερικανική Ένωση, υπενθυμίζοντας τους θεωρούμενους ήσσονες ποιητές μας, όσους έμειναν έξω από κάθε μορφής υψηλή ποίηση.
ΣΤΑΥΡΟΥΛΑ ΠΑΠΑΣΠΥΡΟΥ
Το παρασκήνιο της διαγραφής του Αντώνη Σαμαρά και άλλες ιστορίες…

Βιβλίο / Το παρασκήνιο της διαγραφής του Αντώνη Σαμαρά και άλλες ιστορίες

Προδημοσίευση από τα «Αδημοσίευτα», το νέο βιβλίο του Νίκου Χασαπόπουλου, όπου ο έμπειρος πολιτικός συντάκτης αποκαλύπτει ιστορίες και παρασκήνια που διαμόρφωσαν την πολιτική ζωή της χώρας.
THE LIFO TEAM
Δημήτρης Καράμπελας: «Σήμερα κανείς δεν πιστεύει στην αλληγορία»

Βιβλίο / Δημήτρης Καράμπελας: «Σήμερα κανείς δεν πιστεύει στην αλληγορία»

Ένας από τους ελάχιστους διανοούμενους στη χώρα, που υπήρξε προνομιακός συνομιλητής του Παπαγιώργη και του Λορεντζάτου. Το τελευταίο του βιβλίο «Το πνεύμα και το τέρας» συνιστά μια ανανέωση του δοκιμιακού λόγου στην Ελλάδα.
ΤΙΝΑ ΜΑΝΔΗΛΑΡΑ
Για τον Ομάρ Καγιάμ

Ποίηση / «Πίνε, και μη θαρρείς κουτέ, και συ πως είσαι κάτι»: Τα Ρουμπαγιάτ του Ομάρ Καγιάμ

Πεθαίνει σαν σήμερα το 1131 ο μεγάλος Ιρανός ποιητής που έγραψε αριστουργηματικά ποιήματα για τη ματαιότητα των πραγμάτων, τη μεγαλοσύνη της στιγμής και το νόμο του εφήμερου.
ΝΙΚΟΛΑΣ ΝΤΑΜΟΝ ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΙΟΥ
Το πίσω ράφι/ Μαρία Πάουελ «Δεσμά αίματος»

Το πίσω ράφι / «Η ευλογία αλλά και η κατάρα που είναι η οικογένεια»

Η Μαρία Πάουελ, με τη νουβέλα της «Δεσμά αίματος», ζωντάνεψε μια βυθισμένη στη μοναξιά και κυριευμένη από πάθος γυναίκα χωρίς να μαρτυρήσει ούτε ένα από τα εξωτερικά της χαρακτηριστικά, κι εξερεύνησε ένα θέμα που ίσως δεν θα πάψει ποτέ να μας ταλανίζει, την οικογένεια.
ΣΤΑΥΡΟΥΛΑ ΠΑΠΑΣΠΥΡΟΥ
«Από τότε που με έφεραν εδώ, έχω πειστεί ότι έχω πεθάνει»

Βιβλίο / «Από τότε που με έφεραν εδώ, έχω πειστεί ότι έχω πεθάνει»

Το πρωτότυπο science fiction μυθιστόρημα «Οι υπάλληλοι» της Δανής Όλγκα Ράουν κερδίζει υποψηφιότητα για Booker, προβλέποντας εικόνες από τη ζωή αλλόκοτων υπαλλήλων στο μέλλον, βγαλμένες από το πιο ζοφερό παρόν.
ΤΙΝΑ ΜΑΝΔΗΛΑΡΑ
Ευάρεστος Πιμπλής: «Η ηδονή σήμερα τρομάζει – και αυτό λέει πολλά για εμάς»

Βιβλίο / Ευάρεστος Πιμπλής: «Η ηδονή σήμερα τρομάζει και αυτό λέει πολλά για εμάς»

Ο πρωτοεμφανιζόμενος συγγραφέας μιλά στη LiFO με αφορμή το βιβλίο του «Πέρα από τη συναίνεση» για μερικά από τα πιο δύσκολα ζητήματα της εποχής: τη βία μέσα στη φαντασίωση, τον νέο πουριτανισμό, τα όρια της επιθυμίας και την εύθραυστη, συνεχώς μεταβαλλόμενη έννοια του τι σημαίνει να είσαι άνδρας σήμερα.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΝΤΑΖΟΠΟΥΛΟΣ
Μοντ Ρουαγιέ: «Πού θα βρίσκονται σε δέκα χρόνια όλοι αυτοί που μας επιτίθενται;»

Lgbtqi+ / Μοντ Ρουαγιέ: «Πού θα βρίσκονται σε δέκα χρόνια όλοι αυτοί που μας επιτίθενται;»

Στο εξαιρετικά ενδιαφέρον βιβλίο «Τρανσφοβία» που μόλις κυκλοφόρησε στα ελληνικά, η τρανσφεμινίστρια Μοντ Ρουαγιέ επιχειρεί να καταγράψει τη νέα πραγματικότητα για την τρανς συνθήκη και τα τρανς δικαιώματα.
ΘΟΔΩΡΗΣ ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ
H παλιά Εθνική Βιβλιοθήκη ανοίγει ξανά τις πύλες της

Αποκλειστικές φωτογραφίες / Η παλιά Εθνική Βιβλιοθήκη ανοίγει ξανά τις πόρτες της

Η LiFO μπήκε στο ιστορικό Βαλλιάνειο Μέγαρο το οποίο, μετά την ολοκλήρωση των αναγκαίων εργασιών αποκατάστασης και συντήρησης, θα υποδεχθεί ξανά το κοινό στις αρχές του 2026.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΝΤΑΖΟΠΟΥΛΟΣ