Η γυναίκα της Κω

Η γυναίκα της Κω Facebook Twitter
0

ΕΥΤΥΧΩΣ, ΔΕΝ ΓΝΩΡΙΖΟΥΜΕ ποιον δρόμο πρέπει να πάρει η νεοελληνική πεζογραφία, κατά συνέπεια πάσα προσπάθεια γίνεται δεκτή μέχρι νεωτέρας αποδόσεως. Το μυθιστόρημα του Νικολή, για παράδειγμα -εντυπωσιακό για την αφηγηματική του αντοχή- διαβάζεται με μεγάλο ενδιαφέρον και με τον φόβο πάντα ότι απειλείται από τον ίδιο τον εαυτό του. Γενικά, η δραματουργία στα καθ’ ημάς παίρνει τα πάνω της, αφού πρώτα περάσει απο τις συμπληγάδες της ηθογραφίας. Το πρόβλημα του «μύθον τινά διηγείσθαι» παραείναι μεγάλο για να περάσει απαρατήρητο. Μάλιστα, από τις πρώτες σελίδες αναρωτιέται κανείς: υπάρχει κάτι στον νεοελληνικό βίο που ν’ αξίζει να μυθιστοριοποιηθεί; Ο Νικολής, καθώς φαίνεται, έχει τους τρόπους για να θέσει ή να ξεφύγει από το πρόβλημα.

Η Διονυσία, κάτοικος της Κω, «είναι μια νέα ακόμα γυναίκα, με καστανή μικρόσωμη φιγούρα. Μαλακό χνούδι, λεπτά χαρακτηριστικά στο πρόσωπο, το σώμα της λιγότερο ελκυστικό, γερτοί ώμοι, καμπουριάζει κάπως για να σηκώνει τα μεγάλα στήθη, στομαχάκι επίσης, η λεκάνη όμως και τα πόδια της αδύνατα, σχεδόν αγορίστικα. Αλλά λίγο ο βαθύς κόρφος ανάμεσα στα στήθη, λίγο το κοριτσίστικο πρόσωπο, οι λεπτοί καρποί και τα δάκτυλα, οι αστράγαλοι και τ’ ακροπόδια, όλα αυτά της δίνουν τη χάρη της γλυκιάς μητρικής φιγούρας, που σε συνδυασμό μερικές φορές με τις αφηρημάδες της αφήνουν την υπόνοια μιας ήπιας λαγνείας, ιδίως όσο μοιάζει να μην τη συνειδητοποιεί η ίδια». Είναι παντρεμένη με τον Τόλη, έχει δύο παιδιά τσακαλόπαιδα και ψωμίζεται από τις ενοικιάσεις δωματίων (Apartments-hotel Tolis). Η ίδια είναι μάλλον παραδουλεύτρα παρά σύζυγος. Ο Τόλης είναι η τυπική περίπτωση του συζύγου που έκανε ό,τι έκανε με τη γυναίκα “του” και κατόπιν βγήκε στη γύρα για να συντηρήσει τον ανδρισμό του και όντως έμπλεξε με μιαν μετανάστισσα Γεωργιανή. Όσο για τα δυό παιδιά -τον Γιώργο και τον Μιχάλη- που έχουν μπει στην εφηβεία, πασχίζουν να μοιάσουν στον πατέρα τους. Ανδρας τύραννος, παιδιά τέρατα. Η γειτονιά ήξερε να βλέπει και να της λέει: “Οι γιοι σου, λες και τους έκανε μόνος του ο Τόλης!”. Από κει και πέρα αρχίζει ο “έρωτας”».

Το πρώτο κεφάλαιο -τυραννικά δουλεμένο και ξαναψαγμένο- τιμά τον συγγραφέα για το πεζογραφικό του ένστικτο, την απίθανη εκμετάλλευση της λεπτομέρειας κι ένα είδος ανθρωπογνωσίας που χαρίζει θαλπωρή στην όλη σκηνοθεσία. Είναι προφανές ότι η οικογένεια πάσχει από ανολοκλήρωτα αισθήματα που αργά ή γρήγορα θα την τινάξουν στον άερα. Τα παιδιά ξεσπούν πάνω στην άβουλη μάνα και εκδικούνται ό,τι αφήνει η τυραννική παρουσία του Τόλη. Εδώ -από τις πρώτες σελίδες δηλαδή- ο Νικολής θα πάρει και τη μεγάλη απόφαση. Η οικογένεια «πρέπει» να διαλυθεί, η ηθογραφική εντέλεια να στραφεί προς άλλο δρόμο που θα προσφέρει άφθονο υλικό στην αφήγηση. Γενικά, όσο η Διονυσία παραδέρνει, η διήγηση ευεργετείται παντοιοτρόπως γιατι πετάει κλώνους.

Ο βασικός κλωνος αφορά τον Μάκη, αντιπρόσωπο εταιρείας καλλυντικών. Είναι ο «ξένος» που, όπως ξέρουμε από την αναγνωστική μας πείρα, κουβαλάει πάντα μαζί του μεγάλες αφηγηματικές βαλίτσες. «Κάποτε η παρουσία ενός ανθρώπου πέφτει σαν τη σταγόνα του λαδιού στο νερό, σταγόνα που απλώνεται και γαληνεύει την υδάτινη επιφάνεια. Το ρολόι παύει να χτυπάει μηχανικά, καθετί γύρω αναλάμπει. Το έπιπλο της ρεσεψιόν -τώρα δα δίπλα της-, τα καδράκια με τις καρτ ποστάλ του Αιγαίου στους τοίχους, η αναρριχώμενη αράχνη και τα διπλανά γλαστράκια με τους τηλέγραφους και τις μπιγκόνιες, όλα ζωντανεύουν, φωτίζονται». Η Διονυσία θα του παραδοθεί και θα ακολουθήσει μια τρομερή οικογενειακή σκηνή, μόλις αποκαλυφθούν τα καμώματα της μάνας και συζύγου.

Εδώ αρχίζουν και κάποιες υποψίες του αναγνώστη για την πειστικότητα των καταστάσεων. Δεν μας εντυπωσιάζει το γεγονός ότι η Διονυσία παραδίδεται ανεπιστρεπτί στον Μάκη, αλλά ότι από τη δεύτερη επαφή τους ο Μάκης φέρνει μαζί του κι έναν φίλο, στον οποίο η Διονυσία παραδίδεται χωρίς καμιά αντίσταση. Το δικαίωμα του αφηγητή να διαμορφώνει κατά το κέφι του τις καταστάσεις είναι «ιερό», όπως ιερή ή ανίερη είναι και η δεκτικότητα του αναγνώστη. Αν η Διονυσία ήταν Διόνυσος, η τριπλέτα θα γινόταν αποδεκτή χωρίς συζήτηση. Αλλά μια πολύπαθη σύζυγος που ερωτεύεται και από την πρώτη στιγμή εφαρμόζει το «μπάτε φίλοι, αλέστε» μάλλον υποκρύπτει άλλους υπολογισμούς. Δεν παραδίδουμε μαθήματα ανθρωπογνωσίας στον Νικολή, απλώς παρατηρούμε κάποιες διαστρεβλώσεις στη γυναικεία ψυχολογία. Ποσο μάλλον όταν έχουμε έναν συγγραφέα που ενίοτε γράφει σαν να μιλάει η ίδια η ζωή.

Άλλωστε, το βιβλίο μόλις άρχισε. Η μικροκοινωνία της Κω θα ξεράσει τη γυναίκα που πάτησε το στεφάνι της και του λοιπού θα παρακολουθήσουμε το μαρτυρολόγιο της Διονυσίας μέσα στην αμαρτωλή Αθήνα, όπου φτάνει έχοντας στη μνήμη της το συζυγικό «απολυτήριο» του Τόλη: «Παλιοπουτάνα, βρομιάρα, ξεσκισμένη, ξεκωλιάρα, να μου γαμιέσαι με τις πούστρες, βρόμα, τους γιους σου, άντρες της παντρειάς, δεν τους ντράπηκες, μωρή τσούλα; Ε τσούλα! Πώς θα καθίσεις δίπλα στις νύφες σου, μωρή; Να τους μάθεις τι; Πώς να τον παίρνουν από τον κώλο, μωρή; Από τις αδερφές; Ε; Δεν μιλάς;». Φερμένη στην Αθήνα, η Διονυσία πατάει σε άλλο κόσμο. «Υπήρχε, όμως, και κάτι που τη συνάρπαζε: η πολυκοσμία ή, πιο σωστά, η πληθώρα και ο χαρακτήρας των διασταυρούμενων βλεμμάτων στους δρόμους, στα μαγαζιά, στα καφενεία, παντού. Συνέβαινε και στο νησί, όταν κοιτάζονταν ένας ντόπιος μ’ έναν ξένο, όταν ανταλλάσσονταν ματιές ανάμεσα σε αγνώστους, αλλά αυτό δεν κράταγε πολύ, δεν προλάβαινε το μάτι να χαλαρώσει πραγματικά. Εδώ, αντίθετα, πολύ γρήγορα συνήθισε ν’ απολαμβάνει μια πρωτόγνωρη ελευθεριότητα. Η Διονυσία το χαιρόταν».

Θα το χαρεί βέβαια, με τη διαφορά ότι, μη έχοντας στον ήλιο μοίρα και αναπτύσσοντας το μόνο που της απέμεινε, την ερωτική παθητικότητα, θα ανακαλύψει απίθανες ψυχικές της ιδιότητες. «Προσπάθησε να μιλήσει στη Μεταξία για τα περίεργα που της συνέβαιναν, αυτό, να γλιστράει μέσα σε άλλους, οποιουσδήποτε αλλους, να γίνεται ο εαυτός τους, αλλά και το άλλο, ότι σταδιακά ξεκολλάγανε τα πράγματα από τα χέρια της, της έπεφταν ή ξεκολλάγανε τα χέρια της από αυτά σαν από κλαδιά δεντρου, και έπεφτε εκείνη». Ούτε λίγο ούτε πολύ, περνώντας του λιναριού τα πάθη, η Διονυσία θ’ αναδειχτεί άθελά της σε ηρωίδα των βασάνων, σε άκακο σκουπίδι άνευ αντιστάσεως, κυριολεκτικά σε αγία της οδύνης και της ταπείνωσης.

Όταν ο Νικολής προσγειώνει το αφηγηματικό του σύστημα στα περίχωρα των Εξαρχείων, όπου ομοφυλόφιλοι, εϊτζιλήδες, πρεζάκια, ηρωονομανείς, κλέφτες και ναυάγια κάνουν παιχνίδι, εξού κι ένα «αεράκι αμεριμνησίας που φύσαγε μέσα στο κεφάλι της», είμαστε βέβαιοι πια ότι η αρχική μας Διονυσία έχει ψιλο-χαθεί κι εκείνο που κάνει παιχνίδι είναι το αξίωμα: «Όλοι ξεπέφτουμε, κι εδώ που τα λέμε ποιον δεν ξεφτίλισε η καύλα...», επίσης το συμπλήρωμά του: «Ο Θεός δεν λογαριάζει την καύλα στις αμαρτίες» και το παραπλήρωμα : «Τυχερές οι μάνες που οι γιοι της είναι γκέι». Λογαριάζει, όμως, ο αφηγητής τα άλματα της αφήγησης, τις παραπειστικές μεταμορφώσεις των προσώπων και, κυρίως, τις μικροαστικές ασημαντότητες απο τις οποίες -πώς δεν το πρόσεξε ο Νικολής;- είναι ξέχειλο το βιβλίο;

Περιέργως πώς, όσο η Διονυσία αποσαθρώνεται και πνευματοποιείται, χάνοντας την αρχική της πειστικότητα, τα πρεζάκια ολόγυρά της χαλάνε τον κόσμο, οι ομοφυλόφιλοι γίνονται ολοένα και περισσότερο αυτό που είναι, καθώς η πόλη αποτελεί πια σκηνικό εχθρότητας και παρακμής. Η σελίδα 313 ισχύει για όλα τα αθηναϊκά πρόσωπα του βιβλίου: «Το αμέσως επόμενο διάστημα θα βίωνε μια έξαρση της λαγνείας της, λιγότερο για την ηδονή, περισσότερο για μια τυφλή και βίαιη κοινωνικότητα, ένα σπάταλο σκόρπισμα στην πόλη. Όσο λιγότερο λογάριαζε τις αναστολές της, τόσο περισσότερο βούλιαζε στον εαυτό της. Παιρνόταν όλο και με πιο εγκαταλελειμμένους, πιο παρίες. Σε αυτοκίνητα, σε πάρκα, σε τουαλέτες, σε γιαπιά. Όσο για τη φιληδονία της, αυτή πάρσιμο στο πάρσιμο λιγόστευε σαν πρέζα όλο και πιο πακέτο. Κάποτε σηκώθηκε από τα σκέλη ενός, από την περιτομή υπέθετε μετανάστη, δεν ήξερε τίποτα γι’ αυτόν, πηδιόντουσαν ξαπλωμένοι σε χαρτόνια πίσω από τους θάμνους στο Πεδίον του Άρεως, κάθισε στις φτέρνες της λίγο παραπέρα, άδειαζε υγρά από το απευθυσμένο».

Λίγο μελό δεν κάνει κακό, αντίθετα βοηθάει την αφηγηματική υγεία. Λίγο λούμπεν, επίσης, προσδίδει γραφικότητα όπου χρειάζεται, με τη διαφορά βέβαια ότι τα είδη, για να αναμειχθούν, απαιτείται μεγάλη ικανότητα, και κυρίως βαθύτατη ανάγκη. Δεν συγχωρείται, δηλαδή, ο Νικολής όταν επιτρέπει στον εαυτό του να θυμίζει Νότη Περγιάλη... Μια παρατήρηση για τον ψυχισμό της Διονυσίας ισχύει για πολλά χάσματα του βιβλίου: «Κάποιος έκοβε τις στιγμές και τις πραξεις σε μικρά κομμάτια, εκείνη ζούσε το κάθε κομμάτι χώρια, απομονωμένο, δεν το συνέδεε με το προηγούμενό του». Συχνά στην αφήγηση έχουμε καλοκρυμμένες ασυνεχειες, μεταμορφώσεις που δεν παρακολουθούνται από τις ανάλογες αιτίες, ωριμάνσεις των καταστάσεων χωρίς τις ανάλογες μετατροπές. Η αλήθεια είναι ότι η επιστασία του Νικολή πουθενά, μα πουθενά δεν τα κάνει θάλασσα. Η αδυναμία του, όμως, να υποστηρίξει τον κορμό του βιβλίου με ανώτερη σύνθεση αποκαλύπτει και ένα όριο στη δημιουργικότητα. Γράφει εύστοχα για τη Διονυσία: «Αν γινόταν, θα φορούσε ανάποδα το δέρμα της, το έξω μέσα, να κλεινόταν εντός της, να βουβαινόταν». Το ίδιο, όμως, δεν ισχύει για την αφήγηση που υποχρεούται να δείχνει ταυτότητα σε κάθε σελίδα και να υπογράφει με τον ίδιο γραφικό χαρακτήρα. Ως εκ τούτου, θα πρέπει να μεταβούμε στα τέλη του βιβλίου για να ξαναβρούμε τη Διονυσία που έχει μεταμορφωθεί σε αγία.

Όσο για την υπόλοιπη οικογένεια στην Κω, πήγε καλειά της με τον θάνατο που της άξιζε. «Ε, μια μέρα - και ποια μέρα; Της Παναγίας: δυο εικοσιτετράωρα αφότου, απ’ ό,τι μου λέτε, πέθανε ετούτη, τσακωνόντουσαν στο αυτοκίνητο αυτός με τους γιους τους, έτρεχε -όσοι τον είδανε- δαιμονισμένα, μέχρι που τα ‘δωσε από ‘να γκρεμό έξω από την πόλη. Κοντά στα Θερμά, μια περιοχή με ιαματικά νερά. Τους θάψανε μισοκαμένους».

                                   

Πέρα από τις επιφυλάξεις μας και τις επιμέρους παρατηρήσεις, πιστεύουμε ότι ο Νικολής κατέχει τάλαντο που θα τον οδηγήσει έστω και με κλειστά τα μάτια. Το βιβλίο του δείχνει -εκτός των άλλων- ένα όριο που δεν αφορά μόνο την περίπτωσή του αλλά και τον ορίζοντα της ντόπιας πραγματικότητας, που μοιάζει με την μπάλα μέσα στο νερό: όσο κι αν τη βαπτίζουμε στα ύδατα της εγχώριας εμπειρίας, αργά ή γρήγορα ανέρχεται στην επιφάνεια. Η πρόζα του, πάντως, αυτό το κράμα σκληρότητας και αλάνθαστης εκφραστικότητας, είναι κάτι αδίδαχτο και απολύτως προσωπικό.

Βιβλίο
0

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

100 βιβλία που ξεχωρίσαμε για αυτό το καλοκαίρι

Βιβλίο / 100 βιβλία να διαβάσεις κάτω από ένα αρμυρίκι ή στην πόλη με το κλιματιστικό στο φούλ

Κλασική λογοτεχνία, σύγχρονοι συγγραφείς, δοκίμια, ιστορία, αυτοβελτίωση, βιβλία για το «μικρό» να μην είναι όλη την ώρα στο iPad. Kάτι για όλους για να περάσει όμορφα, ήσυχα και ποιοτικά το καλοκαίρι.
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: ΜΑΡΙΑ ΔΡΟΥΚΟΠΟΥΛΟΥ
Κι όμως, πέρασε μισός αιώνας από την αυγή των Talking Heads

Βιβλίο / Κι όμως, πέρασε μισός αιώνας από την αυγή των Talking Heads

Τέτοιες μέρες πριν από πενήντα χρόνια, το γκρουπ έκανε το ντεμπούτο του στην σκηνή του θρυλικού κλαμπ CBGB στη Νέα Υόρκη, κι ένα νέο βιβλίο ακολουθεί την πορεία τους από τις πρώτες τους ημέρες μέχρι το είδος εκείνο της επιτυχίας που συνήθως έρχεται με τα δικά της προβλήματα
THE LIFO TEAM
Η βιογραφία του Μίλαν Κούντερα κυκλοφόρησε μόλις στα ελληνικά

Βιβλίο / Η βιογραφία του Μίλαν Κούντερα κυκλοφόρησε μόλις στα ελληνικά

Η Γαλλίδα κριτικός λογοτεχνίας της «Monde», Φλοράνς Νουαβίλ, στο «Μίλαν Κούντερα: Γράψιμο... Τι ιδέα κι αυτή!», αποκαλύπτει καίριες στιγμές και συγγραφικές αλήθειες του καλού της φίλου, αναιρώντας όλες τις κατηγορίες που συνδέονταν με το όνομά του.
ΤΙΝΑ ΜΑΝΔΗΛΑΡΑ
Πάουλο Σκoτ

Βιβλίο / Πάουλο Σκoτ: «Στη Βραζιλία ο ρατσισμός είναι παντού, στη λογοτεχνία, στους στίχους της σάμπα»

Πότε ρεαλιστικό, πότε στρατευμένο, πότε αστυνομικής υφής, πότε μια τρελή και ξεκαρδιστική σάτιρα. Οι «Φαινότυποι» του Πάουλο Σκοτ είναι ένα αξιοσημείωτο βιβλίο. Μιλήσαμε με τον Βραζιλιάνο συγγραφέα για τη λογοτεχνία, την κατάσταση στη Βραζιλία και την αξία των λογοτεχνικών βραβείων.
ΒΕΝΑ ΓΕΩΡΓΑΚΟΠΟΥΛΟΥ
Κώστας Σπαθαράκης, εκδότης.

Κώστας Σπαθαράκης / Κώστας Σπαθαράκης: «Δεν έχουμε αφηγήσεις για τις ερωτικές μας σχέσεις, για τα νιάτα μας»

Για τον άνθρωπο πίσω από τις εκδόσεις αντίποδες, το μεγαλύτερο όφελος ήταν ότι, ενώ του άρεσε να είναι χωμένος μέσα στα βιβλία – μια μοναχική και ίσως ναρκισσιστική συνήθεια –, στην πορεία έμαθε να τη μετατρέπει σε εργαλείο κοινωνικότητας και επαφής με τους γύρω του.
M. HULOT
Χουάν Γκαμπριέλ Βάσκες: Ζούμε το τέλος του ανθρωπισμού

Βιβλίο / Χουάν Γκαμπριέλ Βάσκες: «Ζούμε το τέλος του ανθρωπισμού»

Ο πολυβραβευμένος Κολομβιανός συγγραφέας μιλά στη LiFO για τη βία που στοιχειώνει τη χώρα του, τη δύναμη της λογοτεχνίας να ανασύρει όσα κρύβει η Ιστορία, αλλά και για την αρχαιοελληνική φιλοσοφία ως σταθερή επιρροή του.
ΤΙΝΑ ΜΑΝΔΗΛΑΡΑ
H Gen Z όχι μόνο διαβάζει αλλά συγχρόνως αλλάζει και την ίδια την έννοια της ανάγνωσης

Βιβλίο / Η Gen Z δεν διαβάζει απλώς· επαναπροσδιορίζει την ανάγνωση

Οι εκπρόσωποι αυτής της γενιάς λατρεύουν την απόδραση, παίρνουν την λεγόμενη fan fiction τόσο σοβαρά όσο και τη λίστα Booker, αναβιώνουν κλασικά βιβλία από την Τζέιν Όστεν έως τον Ντοστογιέφσκι και μοιράζονται ιστορίες στις δικές τους κοινότητες.
THE LIFO TEAM
Γιατί ο Πέρσιβαλ Έβερετ πήρε το Πούλιτζερ με το «James»

Βιβλίο / Γιατί ο Πέρσιβαλ Έβερετ πήρε το Πούλιτζερ με το «James»

Ο Πέρσιβαλ Έβερετ έγραψε ένα άκρως επίκαιρο, δεδομένων των τελευταίων ημερών, βιβλίο, που ταυτόχρονα φιλοδοξεί να καταστεί κλασικό, για τον ρατσισμό και τη χαμένη ανθρωπιά, και κέρδισε το Εθνικό Βραβείο Λογοτεχνίας των ΗΠΑ και το Πούλιτζερ.
ΤΙΝΑ ΜΑΝΔΗΛΑΡΑ
«Πάμε στη Χονολουλού»: Ένα βιβλίο για τον μποέμ ρεμπέτη, κιθαρίστα και σκιτσογράφο Κώστα Μπέζο, που ξαναγράφει την ιστορία της Ελλάδας πριν από το 1940

Βιβλίο / «Πάμε στη Χονολουλού»: Ένα βιβλίο για τον μποέμ ρεμπέτη Κώστα Μπέζο

Τη δεκαετία του ’30 άνθισε στην Ελλάδα ένα μουσικό είδος «διαφυγής» από τη σκληρή πραγματικότητα, οι χαβάγιες. Ο Κώστας Μπέζος, αινιγματική μορφή μέχρι πρόσφατα και σημαντικός ρεμπέτης και σκιτσογράφος, έγραψε μια ανείπωτη ιστορία, διαφορετική από αυτή που η επίσημη ιστορία έχει καταγράψει για την εποχή του Μεσοπολέμου.  
M. HULOT
Εύα Μπαλταζάρ: «Η αγάπη που σε φυλακίζει δεν είναι αγάπη»

Βιβλίο / Εύα Μπαλταζάρ: «Η αγάπη που σε φυλακίζει δεν είναι αγάπη»

Η Καταλανή συγγραφέας, που έχει εξελιχθεί σε σημείο αναφοράς της σύγχρονης queer λογοτεχνίας, μεταφράζεται παγκοσμίως και τη θαυμάζει ο Αλμοδόβαρ, μιλά στη LiFO για το τι σημαίνει να ζεις ελεύθερα.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΝΤΑΖΟΠΟΥΛΟΣ
ΕΠΕΞ Φάνη, ψηλά το κεφάλι!

Βιβλίο / Φάνη, ψηλά το κεφάλι!

Το πρώτο βιβλίο του Φάνη Παπαδημητρίου είναι μια συγκινητική εξομολόγηση για το ατύχημα στα 19 του που τον καθήλωσε σε αμαξίδιο, την πάλη του με τον τζόγο και τον αγώνα που έδωσε να ξαναφτιάξει τη ζωή του «μετά το τσουνάμι που ήρθε και τα σάρωσε όλα».
M. HULOT
«Τι ωραίο πλιάτσικο!»: Όταν η «αργόσχολη» τάξη εργάζεται σκληρά για το Κακό

Το πίσω ράφι  / «Τι ωραίο πλιάτσικο!»: Όταν η «αργόσχολη» τάξη εργάζεται σκληρά για το Κακό

Πιστή στην κλασική μορφή του μυθιστορήματος, αλλά ταυτόχρονα ανατρεπτική και μεταμοντέρνα, η καυστική σάτιρα του Τζόναθαν Κόου για τη βρετανική άρχουσα τάξη των αρχών της δεκαετίας του ’90 διαβάζεται μονορούφι.
ΣΤΑΥΡΟΥΛΑ ΠΑΠΑΣΠΥΡΟΥ