Σχεδόν είκοσι πέντε χρόνια μετά το πρώτο του ανέβασμα στην Ελλάδα, ο Δημήτρης Καραντζάς σκηνοθετεί το «Cleansed», ένα από τα πιο πολυσυζητημένα έργα της Σάρα Κέιν. Σοκαριστικό, σκοτεινό, αποτελεί μια αλληγορία ενός κόσμου που βυθίζεται σε ακραία βία.
Σε αυτό το μανιφέστο για τις έννοιες της ελευθερίας και της αγάπης που έγραψε η 27χρονη τότε συγγραφέας, οι ήρωες παλεύουν να αγαπήσουν και να αγαπηθούν μέσα σε ένα ζοφερό πανεπιστημιακό ίδρυμα το οποίο διαχειρίζεται ο Τίνκερ, ένα πρόσωπο που τους τιμωρεί υποβάλλοντάς τους στις πιο σκληρές δοκιμασίες.
Ο Χρήστος Λούλης, ο οποίος υποδυόταν στην παράσταση που σκηνοθέτησε το 2001 ο Λευτέρης Βογιατζής ένα από τα επτά πρόσωπα του έργου, τον Ροντ, επιστρέφει στο ίδιο έργο για να υποδυθεί τον Τίνκερ, σε μια εποχή που είναι πιο βίαιη αλλά ίσως και πιο συντηρητική από όσο όταν ξημέρωνε η νέα χιλιετία.
― Σκέφτομαι συχνά εκείνη την παράσταση, Χρήστο. Μας είχε σοκάρει, ίσως γιατί αυτή η βία, που σαφώς υπήρχε γύρω μας, ξεχύθηκε στην αίθουσα του θεάτρου πολύ ορμητικά. Ήταν σαν να είχαμε άγνοια κινδύνου εκείνη την εποχή, σαν να μην ήμασταν προετοιμασμένοι γι’ αυτό που επακολούθησε.
Η πρώτη διαφορά που μου έρχεται στο μυαλό είναι πως, όταν κάναμε την παράσταση το 2001, ζούσαμε σε μια εποχή ευμάρειας, ευδαιμονίας, πηγαίναμε προς τους Ολυμπιακούς Αγώνες, τα λεφτά τρέχανε, υπήρχε κοινωνική ειρήνη. Φυσικά και υπήρχε βία, αλλά δεν τη νιώθαμε σαν ένα μεγάλο σύννεφο πάνω από το κεφάλι μας. Στα χρόνια που πέρασαν ζήσαμε κάθε μορφής βία, πολιτική, κοινωνική, άνοιξαν τα μάτια μας στην ενδοοικογενειακή βία, στη βία στα σχολεία. Λέγαμε τότε με τον Λευτέρη ότι η βία είναι κάτι εγγενές στον άνθρωπο, δεν μπορεί να πάρει μία και μόνο μορφή, ούτε να την κατατάξεις σε πέντε κατηγορίες, είναι ένα φαινόμενο με πολλά συμπτώματα που μπορεί να μην έχει καθόλου σωματικότητα ή ακόμα και ορατότητα. Σήμερα έχουμε δει και έχουμε νιώσει τη βία, έχουμε δει ανθρώπους να πεθαίνουν επειδή ήταν ντυμένοι λάθος ή μιλούσαν λάθος ή επειδή ήταν λάθος ομάδα ή φύλο, έχουμε δει ανθρώπους να πεθαίνουν για ασήμαντη αφορμή. Και το ότι έχεις έρθει ως άνθρωπος σε μεγαλύτερη επαφή με αυτό το φαινόμενο σε κάνει να μην ξέρεις από πού να το ξεκινήσεις αυτό το έργο. Η πρώτη πράξη βίας στο έργο είναι όταν ο Τίνκερ χώνει τη βελόνα στο μάτι του Γκράχαμ στην πρώτη σκηνή.
«Σήμερα έχουμε δει και έχουμε νιώσει τη βία, έχουμε δει ανθρώπους να πεθαίνουν επειδή ήταν ντυμένοι λάθος ή μιλούσαν λάθος ή επειδή ήταν λάθος ομάδα ή φύλο, έχουμε δει ανθρώπους να πεθαίνουν για ασήμαντη αφορμή».
― Είναι σαν να ξύνει με το «καλημέρα» την επιφάνεια και να φτάνει πολύ βαθιά στη ρίζα του κακού, τη βία και στη γέννησή της και στο πώς μπορεί να πάρει διάφορες μορφές, άλλοτε προφανείς, άλλοτε αδιόρατες.
Ένας θεατής, ένας αναγνώστης του έργου, εμείς που το ανεβάζουμε, μπορεί να αναρωτηθεί «τι είναι αυτό που γεννάει τη βία;». Μπορούμε να πούμε πολλά ωραία και θεωρητικά. Η δική μου γνώμη και ανάγνωση, νομίζω και των υπολοίπων στην παράσταση που κάνουμε, είναι ότι αν έχει δυο μεγάλα θέματα το έργο, το ένα είναι η βία και το άλλο η ανάγκη και η επιθυμία της απόλυτης ένωσης με έναν άνθρωπο. Για να σωθείς. Γιατί όσο δεν έχεις ενωθεί με έναν άνθρωπο, είναι πιο εύκολο να ασκήσεις βία. Οπότε το αιώνιο ζητούμενο είναι η ένωση. Θα το λέγαμε και αγάπη, αλλά η αγάπη μπορεί να μην κρατάει και πολύ. Στο τέλος όμως αυτού του έργου ακόμα και ο Τίνκερ, που ασκεί τη βία σαρωτικά, ακόμα και αυτός αναζητά μια ένωση. Είναι μια αριστουργηματική σκηνή αυτή στο τέλος, που, σε σχέση με την ένωση, δείχνει πόσο η γυναίκα είναι ανώτερη από τον άντρα σε αυτή την ανθρώπινη ανάγκη. Αυτή είναι ο καταλύτης, η μάνα, η μήτρα.
― Χρήστο, στις πρόβες που κάνατε τότε με τον Λευτέρη πόση επίγνωση αυτού του έργου είχες; Ήταν μια δύσκολη συνθήκη, ας μην το κρύβουμε.
Ήμουν 24 χρονών τότε και μου είχε πει ο Λευτέρης ότι επειδή θα έκανα έναν σαραντάρη, τον Ροντ, έπρεπε να παχύνω. Ξεκίνησα να τρώω μπισκότα, γλυκά, πήρα είκοσι κιλά. Και στη μέση των προβών, που ήταν οκτάμηνες και δωδεκάωρες, μου είπε «δεν σου πάνε, χάσ' τα». Και τα έχασα. Έχω την αίσθηση –το συζητάμε τώρα αυτό μετά από τόσα χρόνια– ότι ο Λευτέρης ήταν ένας άνθρωπος που δεν έζησε τη ζωή που θα ήθελε. Η ζωή του ήταν το θέατρο, με όλα όσα περιέχει, έργα, σχέσεις, τα πάντα, γιατί είχε αφήσει εκτός ζωής ένα μεγάλο μέρος του εαυτού του. Αυτό νομίζω γεννάει στην ψυχή σου ένα περίεργο στρίψιμο και ήταν συγκινητικό, έτσι νομίζω, το ότι κάνοντας αυτόν τον ρόλο, ασκώντας καταπίεση, έψαχνε άγαρμπα, αλλά πηγαία μια σύνδεση και για τον ίδιο. Ήταν δύσκολες συνθήκες, σκληρές. Οι παρατηρήσεις κάθε μέρα, μετά από κάθε παράσταση, κρατούσαν μέχρι τις τρεισήμισι το πρωί. Ξύπνησα ένα πρωί και το γόνατό μου ήταν τούμπανο, έβγαζα έρπη κάθε δυο εβδομάδες. Με κρατούσε τέσσερις ώρες για μια ατάκα. Τότε έτσι ήταν το θέατρο. Εγώ δεν είχα εμπειρία ζωής ούτε επίγνωση του ρόλου, και μιλάμε για ένα έργο που χρειάζεται να έχεις αυτή την εμπειρία, όχι γι’ αυτά που λες, αλλά γι’ αυτά που δεν μπορείς να πεις. Για να μπορείς να παραδεχτείς ότι μέχρι εδώ φτάνεις.
― Στα 24 λες «μπορώ και παραπάνω», το όριο το βάζει άλλος και νομίζεις ότι είναι το σωστό.
Πρέπει να περάσει ο χρόνος για να το καταλάβεις. Όπως έλεγε ο Βασίλης Παπαβασιλείου, «ηθοποιός γίνεσαι μετά τα σαράντα».
― Επειδή μιλάμε για μια εποχή που ήταν κακοποιητική και καταπιεστική, αναρωτιέμαι αν υπήρχε κάτι καλό.
Το καλό που είχε είναι ότι σου εκμηδένιζε το εγώ. Με πολύ δύσκολο τρόπο, αυτό δεν γίνεται εύκολα ποτέ. Αν ήσουν τυχερός και είχες μέταλλο, μπορούσες να ξεκινήσεις με τη γνώση της εκμηδένισης, να κουβαλάς στην πλάτη σου το φορτίο αυτό της ταπείνωσης. Αυτό είναι κάτι που εκπέμπεται όταν ανεβαίνεις στη σκηνή, με έναν περίεργο τρόπο το καταλαβαίνει ο αποκάτω, χωρίς να χρειαστεί εσύ να κάνεις τίποτα.
― Με τι προσπαθείτε όλοι να αναμετρηθείτε τώρα, σε αυτήν την παράσταση;
Τώρα που δουλεύουμε με όρους χαράς, ο Δημήτρης μού έχει πει μια ωραία κουβέντα. Μιλούσαμε για το έργο και έλεγα «ας προσέξουμε αυτό το σημείο» και μου λέει «Χρήστο μου, τα βλέπω όλα, μην ανησυχείς, απλώς θέλω μέχρι το τέλος, μέχρι να τελειώσει η παράσταση, να έχουν όλοι τα αρχίδια τους, να μην τους τα κόψω». Γιατί είναι δύσκολο αυτό το έργο και το εγχείρημα.
― Και γιατί ο Δημήτρης ανήκει σε μια άλλη γενιά σκηνοθετών.
Ο Δημήτρης έχει πάρει τη σκυτάλη από τον Λευτέρη, από τον Βασίλη, που ξεκίνησαν στα πολύ νιάτα τους να κάνουν δικά τους πράγματα, ανατρέποντας τους παλιότερους δασκάλους, έχοντάς τους, όμως, πάντα στο μυαλό τους. Όπως και ο Γιάννης Χουβαρδάς και ο Θωμάς Μοσχόπουλος. Ο Δημήτρης ξεκίνησε πολύ νέος, θέλοντας να κάνει κάτι που είχε στο μυαλό του και δεν το έβλεπε γύρω του. Δεν μαθήτευσε για χρόνια κάπου ως βοηθός, σε κάποιον μέντορα, για να πάρει φόρα. Και τώρα έχει το σθένος να λέει ότι δεν θα πετσοκόψει τους ανθρώπους γύρω του για να κάνει μια παράσταση, όπως κάνανε οι παλιότεροι.
― Τι σημαίνει καλλιτεχνικά «δουλεύω με όρους χαράς»;
Όταν δουλεύεις με χαρά, οι δυνατότητες είναι τεράστιες, μπορείς να φτάσεις σε απίστευτα ύψη. Θέλει όμως πολύ μεγάλη προσωπική εμπλοκή, θέλει από τον καθένα ξεχωριστά να ξεπεράσει τον εαυτό του, να κάνει κάτι που δεν φανταζόταν ποτέ ότι θα έκανε· να επισκεφθεί χώρους και δωμάτια που δεν φανταζόταν ποτέ ότι υπάρχουν. Στην πρότερη περίοδο αυτό το έκανε ο σκηνοθέτης βιαίως.
― Τότε ήταν και άλλο το ζητούμενο. Σήμερα λέμε καλή παράσταση μία στην οποία συνδέονται οι κώδικες όλων των ηθοποιών. Δεν είναι και εύκολο, είναι πολύ αλλιώτικοι οι νέοι ηθοποιοί.
Δεν θα σου πω ότι όλοι οι νέοι ηθοποιοί είναι γενναίοι και διαθέσιμοι να τα κάνουν όλα. Υπάρχουν όμως γενναίοι άνθρωποι και διαθέσιμοι, και από τις πρόβες στο «Cleansed» έχω πάθει πλάκα με όλους τους νέους ηθοποιούς, με το ταλέντο και τη χαρά με την οποία έρχονται και με τη διάθεση με την οποία δουλεύουν. Εδώ θα βάλω και έναν άλλο παράγοντα: έχει προϋπάρξει ο Γιώργος Λούκος, που μας ξεστράβωσε, μας έκανε πολύ μεγάλο καλό, είδαμε καινούργια πράγματα, ανθρώπους που θαυμάζαμε και πράγματα που έπρεπε να ταξιδέψουμε για να τα δούμε. Είδαμε και καλά πράγματα και μάπες, αλλά καταλάβαμε και λίγο το μπόι μας.
― Αποκτήσαμε, χάρη σε αυτόν, αναφορές, κριτήριο και γούστο. Χαίρομαι που τον αναφέρεις. Εκπαιδεύτηκαν με έναν τρόπο οι ηθοποιοί, εξασκήθηκαν.
Θα σου δώσω ένα παράδειγμα: ο Γιάννης Χουβαρδάς, που είχε ζήσει και σπουδάσει έξω, μπορεί να μου έλεγε κάτι στην πρόβα κι εγώ να μην το καταλάβαινα, να μου έπαιρνε έναν μήνα. Μετά από αυτή την «εκπαίδευση» μέσω Λούκου, μπορούσε η αναφορά μου να είναι πιο άμεση. Θυμάμαι, είχα δει τον «Γλάρο» του Οστερμάγιερ στο Βερολίνο και είχα μείνει άφωνος, έλεγα «πώς γίνεται αυτό;». Ήρθε τώρα ο Οστερμάγιερ στην Επίδαυρο και είπα «οk, κάνουμε κι εμείς τέτοιες παραστάσεις». Προχωρήσαμε, είδαμε, διαβάσαμε∙ δεν θέλω να βλέπω μια παράσταση που θα κάνει ένας ξένος, ο οποίος θα πάρει 100 χιλιάρικα, θα σκηνοθετεί ο βοηθός του και εκείνος θα έρθει για δυο εβδομάδες. Αυτά είναι πράγματα που δεν περιμένεις να αλλάξουν από τη μια μέρα στην άλλη, θέλουν πολύ χρόνο. Μέσα από την εμπειρία αυτή κατανοήσαμε ότι το υλικό που έχουμε εδώ στην Ελλάδα δεν είναι υποδεέστερο από το ευρωπαϊκό.
― Έχουμε καταπληκτικούς ηθοποιούς, είναι κάτι που υποστηρίζω με θέρμη. Εσύ ως ηθοποιός έζησες και το μεταίχμιο δυο πολύ διαφορετικών περιόδων στο θέατρο. Πού βρισκόμαστε τώρα;
Φάγαμε 80 χρόνια στην Ελλάδα που για να παίξουμε έπρεπε να κόβουμε πρώτα τις φλέβες μας. Δεν μας πήγε και πολύ μακριά αυτό. Τώρα πρέπει να βρούμε ένα θέατρο όπου ο σκηνοθέτης δεν μπορεί να πει στο νεαρό κορίτσι «έλα σπίτι μου» ή να προσβάλει απροκάλυπτα. Εγώ ανήκω σε μια γενιά που δούλεψε σε ένα θέατρο κακοποιητικό. Μας έλεγαν στη σχολή, στο Τέχνης, «θέλει να έχεις στομάχι», ότι ο σκηνοθέτης μπορεί να σε προσβάλει, να πει οτιδήποτε∙ αυτή ήταν η κουλτούρα, ότι θα έρθει ο Λαζάνης, θα σου πει «είσαι σκατά από πάνω μέχρι κάτω» κι εσύ από τη βρισιά πρέπει να καταλάβεις τι θέλει να σου πει. Είχα γαλουχηθεί να μου συμπεριφέρονται έτσι και κάπου κουρντίστηκα με αυτήν τη νοοτροπία, ότι έτσι είναι τα πράγματα.
― Ποιος ήταν ο σκηνοθέτης που είχε άλλη συμπεριφορά και είπες «υπάρχει και αυτό;»
Ο Θωμάς Μοσχόπουλος. Ήταν ο πρώτος άνθρωπος με τον οποίο είπα «περάσαμε και ωραία στην πρόβα». Με τον Γιάννη Χουβαρδά δουλεύαμε ωραία, αλλά συνδεθήκαμε πολύ μετά από πολλά χρόνια, όταν είχα κι εγώ μεγαλώσει.
― Αν σε ρωτήσω τώρα, σήμερα, τι χρειάζεσαι για να είσαι καλά στο θέατρο;
Μεγαλώνοντας χρειάζομαι και κάτι ενδιάμεσα. Να περνάω και ωραία, αλλά αυτό που κάνουμε δεν είναι παιδική χαρά, είναι κάτι που σε καλεί να ξεπεράσεις κάτι από τον εαυτό σου, να εκθέσεις κάτι. Μας το ζητούσε ο Λευτέρης, να φέρουμε μια πρόταση, αλλά τότε φοβόμουν, είχαν κοπεί τα πόδια μου. Αγαπηθήκαμε μετά, στον «Αμφιτρύωνα», μου έδινε ένα, του έδινα πέντε. Μπορούσα, γιατί είχαμε τσακωθεί, είχα φύγει, είχα πάρει μια δύναμη.
― Αυτά δυστυχώς δεν γίνονται θεωρητικά, τη γνώση αυτή την αποκτάς στη σκηνή.
Ναι, γιατί εκεί, σε αυτόν τον τόπο, στη σκηνή, για να υπάρξεις πρέπει να πάρεις ο ίδιος το μαχαίρι, να βγάλεις το συκώτι σου και να το δώσεις. Ο Παπαβασιλείου, που μας έχει τροφοδοτήσει με τόσα πράγματα, το έλεγε αυτό, η σκηνή είναι ένας τόπος, μια χώρα. Δεν έχει γλώσσα, είναι άλλη χώρα, με άλλη αλήθεια, και για να εγκατασταθείς εκεί πρέπει να πληρώσεις έναν φόρο που θα βρεις εσύ ποιος θα είναι. Αλλιώς τα πράγματα δεν είναι ωραία και η ζωή μας είναι πολύ βαρετή. Ο ηθοποιός μπορεί να μιλάει τη μια μέρα με μια σεξεργάτρια στην Τρούμπα και την άλλη με την Πρόεδρο της Δημοκρατίας με την ίδια άνεση. Και αυτό είναι προνόμιο.
― Δουλεύεις από το 1999. Ανησύχησες ποτέ ότι δεν θα έχεις δουλειά;
Δεν έχω μείνει ποτέ χωρίς δουλειά, αλλά, ναι, ανησύχησα. Όταν η Έμιλι έμεινε πρώτη φορά έγκυος, στον Αλέξανδρο. Ήταν άλλο τότε το άγχος μου, έπρεπε να έχω δουλειά, αλλιώς δεν θα με ένοιαζε. Είμαι από τους τυχερούς, σε άλλους παίρνει καιρό να βρούνε τα γράδα τους∙ με το που βγήκα από τη σχολή έπαιξα πρωταγωνιστικό ρόλο, μετά πήγα στον Λευτέρη, πήρα τα βραβεία μου, έκανα ρόλους, έκανα τηλεόραση, με σταματούσαν στον δρόμο, συνέβησαν όλα πολύ νωρίς και μου τελείωσε πολύ νωρίς. Αυτό είναι πολύ ωραίο γιατί σε απελευθερώνει, βλέπεις τους άλλους ισότιμα, δεν μειώνεται το μπόι τους, ούτε απαραίτητα ψηλώνει το δικό σου, είναι μια κατάσταση πιο γειωμένη. Στο τέλος μπορεί να συμβεί και κάτι αξιοσημείωτο. Ο Λευτέρης ανύψωσε μια γενιά ηθοποιών και θεατών σε ένα μικρό θέατρο στην Κυψέλη. Υπήρξε ένας άνθρωπος, ο Χουβαρδάς, που είπε θα πάω στο Πολύγωνο να κάνω κάτι άλλο, ο Παπαβασιλείου είπε «θα κάνω έργα που δεν ανεβαίνουν». Αυτοί άφησαν αποτύπωμα, και άλλοι∙ ας πούμε, δεν έχω δει άλλο Χορό σαν του Μαρμαρινού στον «Ηρακλή» – λες, για να το κάνεις αυτό δεν μπορεί να είσαι «κανονικός».
― Δεν αποθεώνω το παλιό, αναγνωρίζω όμως κάποιες συνθήκες. Θα μπορούσαν αυτά να συμβούν και σήμερα;
Γιατί όχι; Άλλαξε ο κόσμος. Τα πράγματα θα συμβούν και θα έχουν αποτύπωμα όταν θα υπάρχουν αρκετοί άνθρωποι οι οποίοι θα έχουν πίστη σε κάτι καινούργιο που θα δουν.
― Εσύ την έχεις αυτή την πίστη;
Πέρασα αρκετά χρόνια, περισσότερα από πέντε, μην πιστεύοντας σε τίποτα πια. Γιατί όταν αποφάσισα να γίνω ηθοποιός και άρχισα να μυρίζομαι τι σημαίνει αυτό, πίστευα ότι μπορεί να αλλάξει ο κόσμος. Ο κόσμος δεν άλλαξε και αυτό με απογοήτευσε. Ξενέρωσα. Ταυτόχρονα έγινα και μπαμπάς, έπρεπε να δω και πώς θα σταθώ απέναντι στη δουλειά που κάνω, απέναντι στα παιδιά μου, στον κόσμο και σε όλα. Υπήρχε και η χρονική συγκυρία, μια ιστορική καμπύλη για τη χώρα μας για μια δεκαετία, που σε επηρεάζει, δεν ζεις σε φούσκα. Σκεφτόμουν «ξέρω τι θα δω, ξέρω τους σκηνοθέτες» – κάποια στιγμή σταμάτησα να πηγαίνω θέατρο. Τώρα έχει αναπτερωθεί η πίστη μου.
― Και ποιο ήταν, ας πούμε, το εφαλτήριο;
Έπιασα πάτο. Δεν είχε τίποτα νόημα, δεν άνοιγε κανένα παράθυρο. Στον καθένα τυχαίνει μία ζωή να ζήσει. Θα μπορούσα να είμαι κουρντισμένος από πιο νέος σε άλλα πράγματα, ήθελα όμως να έχω μια ζωή, μια οικογένεια, μια γυναίκα, μια σχέση, παιδιά και να μπορώ να μιλάω και με άλλους ανθρώπους. Δεν καβάλησα το άλογο που ήταν κάτω από τα πόδια μου, το δικό μου το θηρίο. Μπορεί να το φοβήθηκα, γιατί αν έκανα αυτή την επιλογή, δεν θα μπορούσα να έχω την κανονική ζωή που ήθελα. Εκεί, στον πάτο, κατάλαβα ότι τα πράγματα έχουν το νόημα που τους δίνουμε εμείς. Οπότε αποφάσισα να τους δώσω νόημα από μόνος μου, να προσπαθήσω αλλιώς, όπως τώρα που κάνουμε το «Cleansed», να επενδύω σε αυτό, να είμαι στην πρόβα και να επισκέπτομαι στα 50 μου τη χώρα που γνώρισα 20 χρονών. Άνοιξα το πουκάμισό μου και έχω επιτρέψει να μπαίνουν και να βγαίνουν πράγματα από μέσα μου, και αυτό έχει χαρά και νόημα.
― Κάνεις ψυχοθεραπεία; Σε βοηθάει;
Με βοηθάει γιατί ονοματίζω κάποια πράγματα. Με το που βάζεις όνομα στα πράγματα, τα οριοθετείς. Τα φέρνεις απέναντί σου, δεν απαλλάσσεσαι από αυτά, αλλά γίνεσαι πιο ενσυνείδητος.
― Ήθελα να σε ρωτήσω αν έχεις ποτέ τρακ, αν φοβάσαι όταν ανεβαίνεις στη σκηνή.
Θα σου πω μια ιστορία που θα σου απαντήσει στο αν ποτέ φοβάμαι όταν ανεβαίνω στη σκηνή. Εγώ μεγάλωσα με την Αμαλία Μουτούση. Παίξαμε στο «Καθαροί πια», στον «Αμφιτρύωνα». Στον «Άμλετ», στη Στέγη, που μπήκα σε ένα κανάλι προσωπικό, στις σκηνές που είχαμε με την Αμαλία δεν μπόρεσα ποτέ να την κοιτάξω στα μάτια, γιατί ένιωθα ότι αν το κάνω, θα δω την ανεπάρκειά μου. Θα μου πεις, γιατί δεν συνέβη σε άλλη παράσταση; Γιατί σε άλλες παραστάσεις δεν είχα τόση προσωπική εμπλοκή. Και δεν μου έχει ξανασυμβεί ποτέ.
― Μιλώντας για παραστάσεις και πρόβες, η παράσταση είναι το γεγονός, η πρόβα είναι η διαδρομή, δεν είναι έτσι; Πολλές φορές και σκοτεινή.
Υπάρχουν παραστάσεις από τις οποίες δεν θυμόμαστε τίποτα. Ο Βασίλης πάλι μού είχε πει: «Θυμόμαστε τις παραστάσεις στις οποίες οι ηθοποιοί που παίζουν θυμούνται τις πρόβες». Γιατί υπάρχουν γεγονότα στην πρόβα που μετά στιγματίζουν το γεγονός της παράστασης. Μερικά σε γεμίζουν τρόμο∙ αν καταφέρεις κάτι, λες «θα ξαναέρθει το γεγονός αυτό στην παράσταση;». Πώς ήμουνα όταν ήρθα στην πρόβα, τι ήχο είχαν οι λέξεις των αλλωνών στα αυτιά μου, μπορώ να ανακαλέσω όλες τις συνθήκες, μπορώ να έχω τα υλικά για να κάνω το ίδιο; Και ο φόβος ο μεγάλος είναι η συνειδητοποίηση ότι δεν μπορείς ποτέ να κάνεις ακριβώς το ίδιο, γιατί κάθε μέρα είναι καινούργια, άλλο ρόλο θα αφηγηθείς, δεν ξέρεις καν πώς θα είσαι όταν ξημερώσει η μέρα, αν θα είσαι καν κάποιος που συμπαθείς. Και εκεί θες να έχεις τη δύναμη να μη λακίσεις, γιατί αυτό που έχω δει εννιά φορές στις δέκα στη διαδρομή μου στο θέατρο είναι ότι περνάμε δυόμισι μήνες για να βρούμε μια κοινή γλώσσα και τις τελευταίες δυο εβδομάδες ο καθένας κάνει αυτό που ξέρει. Και λες, τι κάναμε δυόμισι μήνες; Γιατί συμβαίνει αυτό; Γιατί φοβόμαστε το άγνωστο και πάμε στο γνωστό. Αυτά που λέμε, βέβαια, είναι ψιλά γράμματα για τους πιο πολλούς.
― Ψιλά και ωραία γράμματα, κανένας μας δεν είναι ίδιος, κάθε μέρα ξυπνάει και είναι άλλος.
Μα αυτό συμβαίνει και στη ζωή και σε κάποιον που πλήττει σε ένα γραφείο, που κάνει μια δουλειά ρουτίνας. Δεν είναι η ίδια μέρα, αν ανοίξει τα μάτια και τα αυτιά του. Αυτό που έχουμε εμείς οι ηθοποιοί είναι η επίγνωση ότι, ναι, δεν ξέρω τον εαυτό μου και δεν είναι κάθε μέρα ίδια. Για πολλούς αυτό είναι μεγάλο βάρος, θέλουν τη ρουτίνα τους. Το καταλαβαίνω και αυτό, αλλά περνάει η ζωή. Κι εγώ που σου το περιγράφω μη νομίζεις ότι έχω τη δύναμη κάθε μέρα να ανοίξω το παράθυρο να μπουν όλα τα πουλιά του κόσμου, είναι πολύ δύσκολο, σχεδόν αδύνατο∙ αλλά, όπως μου έλεγε ο Λευτέρης, «μπορεί να μη φτάσεις στο φεγγάρι, πολλές φορές αρκεί που κοιτάς».
― Ποια είναι τα δικά σου εφόδια, τι είναι αυτό που κάθε μέρα σού δίνει δύναμη σε αυτήν τη δουλειά;
Νομίζω πως θέλω να φτάσω να κάνω κάποιον να μου πει αυτά που δεν έχω ακούσει ποτέ, αλλά ξέρω ότι πρέπει κάποιος να μου τα πει. Είναι αυτά που δεν έχω πει και δεν θα πω ποτέ. Είναι μια περιοχή όπου είσαι πάντα μόνος σου, λίγο πριν κοιμηθείς. Είναι μια χώρα της οποίας είμαι κάτοικος και δεν την έχω δει ποτέ και θέλω κάποτε να τη δω∙ έχω ξύσει μια φορά και έχω δει λίγο αποκάτω και θέλω κι άλλο. Είναι μια διαδικασία ζωής να ψάχνεις κάτι πολύ προσωπικό, πολύ δικό σου, αλλά υπάρχουν όρια και σε αυτό.
― Τι δεν θα μπορούσες να κάνεις;
Δεν θα είχα ποτέ το κουράγιο και τη δύναμη ή το σθένος να κάνω αυτό που κάνει ο Αργύρης Ξάφης, που έχει πάρει ένα θέατρο πάνω του, μου φαίνεται βουνό. Δεν θα μπορούσα να έχω την ευθύνη ενός θεάτρου, είναι άθλος να επιλέξεις να αφοσιωθείς σε αυτό.
― Χρήστο, σου είναι αρκετό να κάνεις καλά τη δουλειά σου ή την κάνεις καλά επειδή πιστεύεις ότι υπάρχει κάτι πιο υψηλό;
Δεν μου φτάνει να κάνω απλώς τη δουλειά μου, να με απασχολεί μόνο όταν ανεβαίνω πάνω στη σκηνή. Τα θέματα με απασχολούν διαρκώς γιατί πιστεύω όντως ότι υπάρχει κάτι πιο υψηλό. Μπορεί να περάσεις μια ζωή κάνοντας ότι δεν υπάρχει, αλλά θα έρθει μια στιγμή και θα καταλάβεις ότι υπήρχε πάντα, απλώς εσύ δεν του έδωσες σημασία, την αξία που έπρεπε, δεν το αναγνώρισες, έζησες μέσα στον εγωισμό της ύπαρξής σου. Είναι πιο ευτυχισμένη η ζωή όταν αναγνωρίσεις ότι υπάρχει κάτι μεγαλύτερο από σένα. Κάτι που νιώθεις σαν παρουσία που σου μικραίνει το μέγεθος, σε κάνει να αισθάνεσαι ότι έχεις ένα καθήκον, μια ιδεολογία, έναν θεό, ένα χρέος, μια αποστολή να κάνεις κάτι, μέχρι εκεί, όσο καλύτερα γίνεται, για να έρθει ο επόμενος. Είναι ωραίο πράγμα αυτή η οριοθέτηση, κάπως σε ξαλαφρώνει και σε ανακουφίζει και σου αφαιρεί αυτό το βάρος του μηδενιστικού εγωισμού που χαρακτηρίζει πολύ μεγάλο μέρος της κοινωνίας μας σήμερα, σε μια εποχή που είναι πολύ υλιστική και πολύ εγωιστική, βίαιη, θυμωμένη, ελάχιστα πνευματική. Υπάρχουν όμως και παραδείγματα που μας λένε «κοίτα μια εξαίρεση». Και στρέφεσαι εκεί με μεγάλη ανακούφιση. Νομίζω ότι αυτό συμβαίνει.