Με δανεικό αυτοκίνητο και έναν χάρτη ανά χείρας, από αυτούς που χάριζαν το πάλαι ποτέ στα βενζινάδικα, φτάσαμε την πρώτη φορά στη Λίμνη Πλαστήρα. Κανείς από όσους είχαμε ενημερώσει για το πού σκοπεύαμε να πάμε για τριήμερο δεν ήξερε κατά πού πέφτει –ημών συμπεριλαμβανομένων–, καθώς η τουριστική ανάπτυξη της περιοχής ήταν ακόμα στα σπάργανα.
Τα περί «Μικρής Ελβετίας» δεν θυμάμαι αν τα είχα ήδη ακούσει, ο πατέρας μου πάντως είχε περιγράψει με ενθουσιασμό την περιοχή, χωρίς, όπως αποδείχτηκε, να καταφέρει να μας προετοιμάσει επαρκώς για το θέαμα που θα αντικρίζαμε: το φθινοπωρινό τοπίο με τα μοναδικά του χρώματα σε συνδυασμό με τα γαλήνια νερά της λίμνης ήταν ένα αριστούργημα.
Έχοντας ως βάση το Νεοχώρι και τον τότε δημοτικό ξενώνα Αγνάντι με την ανυπέρβλητη θέα –που προσέφερε, παρεμπιπτόντως, ένα σούπερ, απολύτως χειροποίητο πρωινό–, επισκεφθήκαμε όσο περισσότερα χωριά μπορέσαμε, καταφέραμε να κάνουμε mountain bike και, το κυριότερο, ανακαλύψαμε έναν προορισμό στον οποίο επιστρέφουμε εδώ και δεκαετίες, χωρίς ποτέ να μας απογοητεύσει.
Πρώτη ημέρα
Η Λίμνη Πλαστήρα είναι από εκείνες τις περιπτώσεις που ο άνθρωπος έβαλε μεν το χεράκι του στη φύση, αλλά για καλό. Ο «Μαύρος Καβαλάρης», κατά κόσμον Νικόλαος Πλαστήρας, ήταν εκείνος που είχε την ιδέα της κατασκευής ενός φράγματος που θα «έκλεινε» τον Μέγδοβα/Ταυρωπό, ώστε να εξασφαλιστεί η ύδρευση της κοντινής Καρδίτσας, η άρδευση του Θεσσαλικού Κάμπου αλλά και να παραχθεί ηλεκτρική ενέργεια.
Με πλαγιές κατάφυτες από οξιές, έλατα και καστανιές και μια καταγάλανη, πεντακάθαρη λίμνη –με καμιά εικοσαριά γραφικά χωριά στην περίμετρό της– να τις αντικατοπτρίζει, το τοπίο δεν θα μπορούσε να περάσει απαρατήρητο.
Ο στρατηγός και μετέπειτα πρωθυπουργός, που καταγόταν από την περιοχή και συγκεκριμένα από το Μορφοβούνι, δεν έζησε για να δει την αργοπορημένη –εξαιτίας του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου– υλοποίηση του έργου, το οποίο εν τέλει ολοκληρώθηκε με χρήματα από τις ιταλικές επανορθώσεις το 1959 και είχε ως αποτέλεσμα μια τεχνητή λίμνη περίπου 25.000 στρεμμάτων.
Η λίμνη στο ειδυλλιακό οροπέδιο της Νεβρόπολης, που αγκαλιάζουν από τα Άγραφα, αποδείχτηκε ότι όχι μόνο έλυσε τα προβλήματα για την αντιμετώπιση των οποίων προοριζόταν αλλά χάρισε σε όλους μας ένα τοπίο σπάνιας φυσικής ομορφιάς, κάνοντας αυτονόητη την απόφαση να πάρει ανεπίσημα το όνομα του εμπνευστή της.
Με πλαγιές κατάφυτες από οξιές, έλατα και καστανιές και μια καταγάλανη, πεντακάθαρη λίμνη –με καμιά εικοσαριά γραφικά χωριά στην περίμετρό της– να τις αντικατοπτρίζει, το τοπίο δεν θα μπορούσε να περάσει απαρατήρητο.
Δειλά στην αρχή –που τη θυμάμαι με νοσταλγία, ομολογώ– και πιο τολμηρά στη συνέχεια, η περιοχή άρχισε να αναπτύσσεται τουριστικά και να μετατρέπεται σε πόλο έλξης, ανεξαρτήτως εποχής, καθώς όποτε και να την επισκεφθεί κανείς είναι διαφορετική αλλά εξίσου γοητευτική – το φθινόπωρο, πιστεύω, λίγο παραπάνω.
Το Νεοχώρι, λόγω πανοραμικής θέας στη λίμνη, είναι το πιο οργανωμένο για τους επισκέπτες χωριό, χωρίς αυτό να αποτελεί μομφή ούτε κατά διάνοια. Η πρωτεύουσα των Αγράφων κατά τον 16ο και τον 17ο αιώνα, εκτός από ενδιαφέροντα κτίρια, διαθέτε και έναν όμορφο βοτανικό κήπο, όπου θα γνωρίσετε την τοπική χλωρίδα και θα αγοράσετε βότανα.
Τα Καλύβια Πεζούλας νομίζω ότι ήταν το αμέσως επόμενο χωριό που «πήρε μπρος», καθώς έχουν το προνόμιο να «ακουμπάνε» στη λίμνη – εξού και τα αποκαλούν και «Παραλία».
Στα Καλύβια –όπου κάποτε υπήρχαν πρόχειρες αγροτικές καλύβες από καλάμια– οι αθλητικοί τύποι θα μπορέσουν να κλείσουν μια σειρά από δραστηριότητες, όπως ιππασία, ποδηλασία, τοξοβολία, ορειβασία και ό,τι έχει να κάνει με το νερό.
Οι λιγότερο αθλητικοί θα βρουν κάμποσες ταβέρνες και θα απολαύσουν φαγητό, μια και ο τόπος διαθέτει ντόπια προϊόντα –τα οποία εννοείται ότι προμηθευόμαστε και για το σπίτι– αλλά και γευστικότατη κουζίνα.
Προτού πέσει η νύχτα αξίζει μια βόλτα στο εντυπωσιακό φράγμα. Αφού το διασχίσετε, θα μπορέσετε να δείτε τα φιορδ –ναι, έχει και φιορδ η λίμνη– και το κατάφυτο νησάκι Νιάγκα. Κοντά στο φράγμα θα βρείτε και μαγαζάκια που πουλάνε από σουβενίρ μέχρι τσίπουρο, οπότε κάντε τα κουμάντα σας.
Δεύτερη ημέρα
Μετά από ένα γερό πρωινό, ετοιμαστείτε να γνωρίσετε κάποια από τα τριγύρω γραφικά ορεινά χωριά, αφού να τα προλάβετε όλα είναι ανθρωπίνως αδύνατον.
Αν θέλετε να αποτίσετε φόρο τιμής στον άνθρωπο που οραματίστηκε τη δημιουργία της λίμνης, κατευθυνθείτε στον τόπο καταγωγής του, το Μορφοβούνι, όπου βρίσκεται το Κέντρο Ιστορικών Μελετών «Νικόλαος Πλαστήρας», το οποίο φιλοξενεί τεκμήρια σχετικά με τη ζωή και το έργο του στρατηγού αλλά και προσωπικά του αντικείμενα.
Οι λάτρεις του κρασιού υποθέτω ότι θα βρείτε ενδιαφέρουσα την πληροφορία ότι στον Μεσενικόλα παράγεται ένα δυσεύρετο κόκκινο ξηρό ΠΟΠ κρασί, το Μαύρο Μεσενικόλα. Την τοπική ποικιλία μαύρου σταφυλιού είχε ανακαλύψει και αναδείξει ήδη από τον 15ο αιώνα ένας Γάλλος περιηγητής, ο Μεσιέ Νικολά (Μonsieur Nicolas). Η συνεισφορά του στην ανάπτυξη της κοινότητας εκτιμήθηκε τόσο ώστε πρώτα το σταφύλι και το χωριό στη συνέχεια ονομάστηκαν «Μεσενικόλας». Αυτά και άλλα ωραία θα μάθετε στο σχετικό μουσείο που βρίσκεται κοντά στην κεντρική πλατεία – την πρώτη φορά, πάντως, που πήγαμε εμείς, στην πλατεία μάς περίμεναν με διάθεση για πειράγματα τρεις καλαμπουρτζήδες παππούδες.
Κοντά στον Μεσενικόλα βρίσκεται ένα σημαντικό μοναστήρι, η Ιερά Μονή Κορώνας (16ος αι.). Η αγιογράφηση του ναού χρονολογείται στο 1587, ενώ το διακοσμημένο με φυτά και ζώα ξυλόγλυπτο τέμπλο είναι του 18ου αιώνα.
Στη Μονή φυλάσσεται και η κάρα του πολιούχου της Καρδίτσας, του Αγίου Σεραφείμ, που οι Τούρκοι, σύμφωνα με την παράδοση, του είχαν κόψει το κεφάλι και το είχαν πετάξει στον Πηνειό.
Η Ιερά Μονή Παναγίας Πελεκητής (1529), από την άλλη πλευρά της λίμνης, είναι πραγματικό επίτευγμα μαστορικής, αφού δεσπόζει γαντζωμένη σε έναν γκρεμό σε ύψος 1.400 μέτρων και, όπως προδίδει το όνομά της, ένα τμήμα της έχει πελεκηθεί πάνω στον βράχο.
Η μονή έχει δύο ατμοσφαιρικούς ναούς, την Ανάληψη του Σωτήρος και την Παναγία Φανερωμένη, με θαυμάσιες αγιογραφίες του 17ου αιώνα και ξυλόγλυπτα, επίχρυσα τέμπλα, ωστόσο αυτό που πραγματικά αφήνει τους προσκυνητές άφωνους, προκαλώντας δέος, είναι η απίστευτη θέση στην οποία βρίσκεται.
Αν πεινάσατε, δίπλα σχεδόν είναι η Καρίτσα, ενώ σχετικά κοντά είναι και ο Μπελοκομίτης, με το κατάλληλο για πεζοπορία Εκπαιδευτικό Δάσος του. Είναι ένας από τους ωραιότερους οικισμούς, με πέτρινα, παραδοσιακά σπίτια, χαρακτηριστικά της θεσσαλικής αρχιτεκτονικής – στα χωριά αυτά οι επιλογές στην εστίαση είναι περιορισμένες, αλλά πραγματικά δεν έχει καμία σημασία.
Επειδή σίγουρα χρειάζεται να επανέλθετε επανειλημμένα για να εξαντλήσετε την περιοχή, ίσως είναι καλή ιδέα να τη δείτε από πολύ ψηλά, για να έχετε μια γενική εικόνα του μεγαλείου της.
Η σαγηνευτική Νεράιδα βρίσκεται σε υψόμετρο 1.120 μέτρων, εποπτεύοντας τη λίμνη και τα πέριξ. Πνιγμένη στα έλατα, όταν ο καιρός το επιτρέπει, «βλέπει» τον Όλυμπο. Το χωριό, που υπήρξε προπολεμικό θέρετρο και κάηκε από τους Γερμανούς το 1943, ήταν η έδρα του αρχηγείου του ΕΛΑΣ, οπότε, όπως καταλαβαίνετε, η πρόσβαση δεν είναι παιχνιδάκι.
Η θέα θα σας αποζημιώσει και με το παραπάνω για το ανέβασμα: το τοπίο είναι τόσο ξεχωριστό, που σίγουρα θα επιστρέψετε στη λίμνη Πλαστήρα με την πρώτη ευκαιρία. Ίσως, μάλιστα, να κάνετε και αλεξίπτωτο πλαγιάς – ποτέ δεν ξέρεις.