Έντονα χρώματα, πυκνή βλάστηση, βράχια, λέπια, δίχτυα, γυμνά γυναικεία κορμιά, διαπεραστικά βλέμματα που στοχεύουν τον θεατή, ζωγραφικά έργα διπλής όψης στα οποία τα κενά στα μάτια επιτρέπουν διπλές ερμηνείες, αλλά και προφορικές μαρτυρίες κακοποιημένων γυναικών οι οποίες ακούγονται ηχογραφημένες στην έκθεση.
Το εικαστικό σύμπαν της Γκιζέλα ΜακΝτάνιελ, που ξεκίνησε από την Πολυνησία και έφτασε στο Αιγαίο Πέλαγος και συγκεκριμένα στη Μύκονο, ξεχειλίζει από αισθησιασμό και βαθύτερα μηνύματα προς κάθε αποδέκτη. Μιλούσαμε ήδη αρκετή ώρα και είχα κάνει το λάθος να χρησιμοποιήσω πάνω από μία φορά τον χαρακτηρισμό «εξωτικό», περισσότερο για το νησί της στον μακρινό Ειρηνικό Ωκεανό και λιγότερο για τις γυναικείες φιγούρες, ώσπου κάποια στιγμή με διέκοψε: «Δεν μου πολυαρέσει ο όρος “εξωτικό”. Όταν μεγαλώνεις ως αυτόχθονας, το να σε χαρακτηρίζουν “εξωτική” είναι σαν να σε σεξουαλικοποιούν».
Ζήτησα συγγνώμη και συμφωνήσαμε να αντικαταστήσω τον όρο με τη λέξη «τροπικό». Δεν είχα συνειδητοποιήσει μέχρι τότε ότι η λέξη «εξωτικό» συνδέεται με τη γυναικεία σεξουαλικότητα. Η Γκιζέλα έχει γεννηθεί στη Νεμπράσκα των ΗΠΑ, αλλά οι γονείς της γνωρίστηκαν στο ηφαιστειογενές Γκουάμ, ένα εκ των Μαριανών Νήσων, πρώην ισπανική αποικία. Σήμερα, λόγω της μεγάλης του γεωστρατηγικής σημασίας, βρίσκεται υπό αμερικανική διοίκηση και έχει στρατιωτικές βάσεις στις οποίες εργάζονται πολλοί ντόπιοι.
«Οι γυναίκες δημιουργούν τόσο πολλά και η Γη φροντίζει για εμάς, ενώ εμείς πολλές φορές δεν της δίνουμε τίποτα».
Ο πατέρας της είναι Αμερικανός που υπηρετούσε στην αμερικανική ναυτική βάση και η μητέρα της αυτόχθονας. Στο Γκουάμ ο κοινωνικός ρόλος των γυναικών είναι ιδιαίτερα σημαντικός και η ίδια μεγάλωσε σε ένα περιβάλλον στο οποίο ποτέ δεν ένιωσε περιθωριοποιημένη. Η μητέρα της, δυναμική γυναίκα, καθηγήτρια Κοινωνιολογίας στο πανεπιστήμιο, την έπαιρνε μαζί της στη δουλειά μέχρι τα 6 της, ενώ ο πατέρας της, αν και στρατιωτικός, δεν την έκανε να νιώσει λιγότερο σημαντική. Έτσι, όταν αποφάσισε ότι θα γίνει ζωγράφος, είχε την πλήρη υποστήριξη και των δυο. Άλλωστε, είχε δείξει την κλίση της από μικρή και στα 17 της ήταν ήδη κατασταλαγμένη.
Η πρώτη της έκθεση, στο Ντιτρόιτ του Μίσιγκαν, εγκαινιάστηκε όταν ήταν 23 ετών και αμέσως ακολούθησε μία ακόμα, στο Λονδίνο. Η πορεία της έκτοτε είναι ανοδική. Στην Ελλάδα και συγκεκριμένα στη Μύκονο βρέθηκε ως προσκεκλημένη της γκαλερί Δύο Χωριά για να δημιουργήσει μια σειρά έργων και να τα παρουσιάσει στην Αθήνα. Το διάστημα που έμεινε εκεί, εκτός από τον άνεμο, το νερό και το βραχώδες τοπίο, ανακάλυψε όλα όσα συνδέουν τον τόπο της με το αιγαιοπελαγίτικο νησί αλλά και κοινά σημεία μεταξύ της ελληνικής μυθολογίας και εκείνης της Πολυνησίας.
Γοητεύτηκε από τους μύθους της Δήμητρας και της Περσεφόνης, της Κίρκης, της Αριάδνης, της Γαλάτειας και ανακάλεσε την ιστορία ενός νεαρού κοριτσιού της δικής της κουλτούρας που μεταμορφώθηκε σε γοργόνα.
«Η σχέση μας με τη γη στην κουλτούρα των αυτοχθόνων του Γκουάμ έχει ιδιαίτερη σημασία για εμάς κι έτσι του συμπεριφερόμαστε ανάλογα. Σε αντίθεση με τη συμπεριφορά του αμερικανικού στρατού, που το μολύνει και το κλέβει. Μεγάλωσα με δυνατές αξίες της κουλτούρας μας, όπως ο σεβασμός για τη ζωή, οι οποίες αποτελούν μέρος των προσωπικών μου πρακτικών. Παρατηρώντας εικόνες άλλων νησιών του Ειρηνικού, αυτό που ήθελα πολύ συνειδητά να κάνω ήταν να ζωγραφίσω γυναίκες και τις ιστορίες τους χρησιμοποιώντας μια συγκεκριμένη παλέτα χρωμάτων που μου θυμίζει την πατρίδα μου» λέει, καθώς παρατηρώ ότι συχνά χρησιμοποιεί το ροζ, το οποίο, όπως μου εξηγεί, είναι αναφορά στο γυναικείο σώμα.
Η γυναικεία της συνείδηση, επηρεασμένη από κάποιες τραυματικές εμπειρίες της –έχει πέσει θύμα κακοποίησης–, την οδήγησε σε συγκεκριμένες πρακτικές. Εννέα χρόνια πριν, στο Ντιτρόιτ, ξεκίνησε να παίρνει προφορικές συνεντεύξεις από κακοποιημένες γυναίκες αλλά και από άτομα που αυτοπροσδιορίζονταν ως θηλυκότητες σχετικά με τη σεξουαλική και την ενδοοικογενειακή βία. Καταγράφοντας τις μαρτυρίες τους, προσπαθούσε να διερευνήσει τον τρόπο που τα τραύματα αυτά τις καθόρισαν.
Θυμάται: «Το Ντιτρόιτ είναι μια πόλη με μεγάλο πολιτισμικό ενδιαφέρον, καθώς έχει μεγάλη εθνοτική γκάμα. Ωστόσο, με ενδιέφερε περισσότερο η βία ως γενικότερο φαινόμενο και η πρόσληψή της, καθώς ακούμε νούμερα και στατιστικές, αλλά ποτέ τα συναισθήματα των ανθρώπων που βρίσκονται πίσω από αυτά. Ήθελα πραγματικά να καταγράψω πώς επηρεάζει η βία μακροπρόθεσμα ή από γενιά σε γενιά τη σωματική και την πνευματική μας υγεία και τον τρόπο με τον οποίο πορευόμαστε στον κόσμο από κει και πέρα».
«Δεν παίζει καθοριστικό ρόλο η φτώχεια σε μέρη όπως το Ντιτρόιτ;» τη ρωτάω. «Ναι, αλλά και σε μέρη όπως το Γκουάμ τα ποσοστά βίας λόγω της στρατιωτικής παρουσίας είναι υψηλά συγκριτικά με τις ΗΠΑ. Η πατριαρχία και η αποικιοκρατία σού δίνουν την αίσθηση ότι έχεις δικαιώματα στο κορμί κάποιων. Όταν ξεκίνησα να δείχνω τη δουλειά μου, οι φωνές που ακούγονταν στις εκθέσεις μου ήταν ανώνυμες, μια μείξη στην οποία επαναλαμβάνονταν τα ίδια πράγματα. Είχε ενδιαφέρον το γεγονός ότι όλες εξέφραζαν τα ίδια συναισθήματα και περιέγραφαν τις συνέπειες των βιωμάτων τους, πληροφορίες που δεν ακούμε συχνά.
Το κουτσομπολιό είναι βασικό στοιχείο της κουλτούρας του Ειρηνικού , όμως λειτουργεί προστατευτικά. Δηλαδή ο τρόπος που μεταφέρουμε τις ιστορίες μας στην οικογένεια αλλά και οι γυναίκες μεταξύ τους γίνεται δίχτυ προστασίας. Παρουσιάζω πάντα τη ζωγραφική μου με ήχο κι έτσι η εικόνα συμπληρώνεται από αφηγήσεις. Στις εκθέσεις ανακατεύω τα ηχητικά ντοκουμέντα ώστε να έχω ένα ολοκληρωμένο κομμάτι στο οποίο οι φωνές όλων να μοιάζουν σαν να πλέκονται μεταξύ τους – φτιάχνω μια συλλογική φωνή.
Στην έκθεση της Αθήνας οι προφορικές μαρτυρίες –τρεις γυναίκες που γνώρισα εδώ αλλά και από άλλα μέρη– επικεντρώνονται στο σώμα και στο πώς είναι να νιώθεις γυναίκα όταν κυκλοφορείς, στις καλές ή τις κακές εμπειρίες. Έθεσα σε όλες έξι συγκεκριμένες ερωτήσεις. Ζητούσα να μου περιγράψουν στιγμές που ήταν καταλυτικές, ή που άλλαξαν τη ζωή τους, ή οτιδήποτε ήθελαν να μεταφέρουν μέσα από μένα, πράγματα που ο κόσμος δεν βλέπει αλλά εκείνες τα κουβαλάνε. Πάντως, όταν άρχισα να ζωγραφίζω, καθώς προσπαθούσα να αποτυπώσω τα στοιχεία του τόπου, τη γη, τη θάλασσα, τον αέρα, συχνά έπιανα τον εαυτό μου να συγκρίνει τον τρόπο με τον οποίο συμπεριφέρονται οι άντρες στις γυναίκες με το πώς συμπεριφερόμαστε στη Γη. Οι γυναίκες δημιουργούν τόσο πολλά και η Γη φροντίζει για εμάς, ενώ εμείς πολλές φορές δεν της δίνουμε τίποτα. Θα έλεγα ότι ο τρόπος με τον οποίο ζωγραφίζω είναι περισσότερο εγκεφαλικός, δεν μεταφέρω απαραίτητα τις ιστορίες που ακούω».
Παρόλο που οι πίνακές της δεν αντανακλούν το άνυδρο τοπίο της Μυκόνου, η ίδια εμπνεύστηκε από τον νησιωτικό χαρακτήρα της και τη σύγκριση με το δικό της νησί. Λέει: «Είδα τη Μύκονο μέσα από τη δική μου οπτική. Στο Γκουάμ πιστεύουμε ότι τη ζούγκλα την κατοικούν πνεύματα, και πρέπει να πάρουμε την άδειά τους για να μπούμε σε αυτή. Οπότε, μου άρεσε η ιδέα να ζητήσω την άδεια των μοντέλων μου να εντάξω στο έργο μου προσωπικά τους αντικείμενα ζωγραφισμένα δίπλα στα πορτρέτα τους, σαν να τους συνοδεύουν. Είχα φωτογραφίσει τις γυναίκες που ποζάρουν στην Αθήνα προτού πάω στη Μύκονο. Είχα καταγράψει ηχητικά και τις αφηγήσεις τους. Η σχέση μου με ένα ζωγραφικό έργο είναι όπως με ένα πρόσωπο που μοιράστηκε μαζί μου κάτι σημαντικό κι αυτό με κάνει να θέλω να το προστατέψω. Γι’ αυτό χρησιμοποιώ και τα αντικείμενά του.
Μου αρέσουν τα κοσμήματα γιατί άλλοτε τα αγοράζουμε για να μας προστατεύσουν και άλλοτε αποτελούν δώρα, μέρος μιας ιστορίας για την οποία δεν γνωρίζουμε πολλά γιατί έχει να κάνει με προσωπικές στιγμές. Κάποια όμως σχετίζονται και με τις αφηγήσεις που μου έχουν παραχωρήσει προτού τις ζωγραφίσω». Φτηνά κοσμήματα από το Μοναστηράκι αλλά και κοχύλια και δίχτυα ψαράδων από τη Μύκονο αποτελούν μέρος της έκθεσής της στην γκαλερί Δύο Χωριά με τίτλο «Pineptran Istreyas & Akhinos». Το πρώτο μέρος, στα τσαμόρο, τη γλώσσα του Γκουάμ, σημαίνει «απολιθωμένο αστέρι», φράση που σε συνδυασμό με τη λέξη «αχινός» συνδέει λυρικά τον ουρανό με τη θάλασσα και τη μνήμη με την προστασία από την απειλή.