ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΤΟΥ ΤΕΞΑΣ, της οποίας ρεπορτάζ επικαλείται ο Πέτρος Πικρός τον Γενάρη του 1930, τα τρία πτώματα που τον Δεκέμβρη του προηγούμενου έτους ανακαλύφθηκαν χωμένα σε χαράδρα πέντε μίλια από το Χουαρέζ του Μεξικού ανήκαν σε Έλληνες μετανάστες που είχαν αποπειραθεί να εισέλθουν λαθραία στις Ηνωμένες Πολιτείες. Για εκείνο το έγκλημα συνελήφθησαν δύο άτομα, ενώ ένα τρίτο καταζητούνταν.
«Ούτοι είναι προφανώς πράκτορες και συνένοχοι των εν Ελλάδι λαθρομεταναστών, λαθρομετανάσται και οι ίδιοι. […] Η αστυνομία πιστεύει ότι το έγκλημα διεπράχθη όπως εξοντωθούν οι λαθρομετανάσται, ίνα παύσουν οι πράκτορες υπέχοντες ευθύνας και ίνα χαθούν όλα τα ίχνη των θυμάτων. Κατά την ιατροδικαστική εξέτασιν, τα τρία θύματα επυροβολήθησαν υπό τινός των τριών ανθρώπων, οίτινες, ως εγνώσθη, θα τους συνόδευαν διά το ταξίδιόν των εις τας Ηνωμένας Πολιτείας».
Σύμφωνα με τον ανώνυμο συντάκτη του ρεπορτάζ με τίτλο «Η λαθρομετανάστευσις εις τον λιμένα Πειραιώς» (εφημερίδα «Εμπρός», 26 Απριλίου 1929), η οικονομική κρίση, η οποία μάστιζε την Ελλάδα, είχε κάνει να ριζώσει η ιδέα σε μια μεγάλη μερίδα βιοπαλαιστών, και ιδίως αγροτών, ότι μοναδική διέξοδος ήταν «η παντί τρόπω αναχώρησις εις Αμερικήν».
Οι ταλαίπωροι μετανάστες πακετάρονταν μέσα σε μπάλες χόρτου ή τοποθετούνταν μέσα σε βαρέλια και φορτώνονταν στο κατάστρωμα του μικρού πλοιαρίου, το οποίο έπλεε με πλήρωμα κανονικό προς ερημικό μέρος των αμερικανικών ακτών.
Το διατυμπανιζόμενο οικονομικό μεγαλείο της πέραν του Ατλαντικού χώρας του Κολόμβου και οι μυριάδες των θρύλων, οι οποίοι είχαν γεμίσει την ελληνική επαρχία, προκαλούσαν στον Έλληνα ακατανίκητη έλξη για τη χώρα αυτή, στης οποίας τους δρόμους φανταζόταν ότι τρέχει χρυσάφι.
«Αλλ' οποία αντίθεσις! Δεν είναι πολλοί εκείνοι οίτινες κατορθώνουν πράγματι μετά την είσοδόν των επί του αμερικανικού εδάφους να ιδούν τα όνειρά των πραγματοποιούμενα. Εκεί, εις την άλλην άκραν του κόσμου, κάτω από άλλας ατμοσφαιρικάς και κοινωνικάς συνθήκας, εκεί όπου το κλίμα κάνει τον άνθρωπον να νοσταλγή τον ελληνικόν ουρανόν, τους αναμένει μία εργασία ταπεινή και φρικτά μηχανική. Μία ζωή υποτεταγμένη στους νόμους της πιο βασανιστικής εργασίας, μία ζωή η οποία μεταβάλλει τον άνθρωπον εις μηχανήν…». Όλα αυτά σε περίπτωση που κατόρθωνε να βρει καμιά εργασία, διότι πολλοί παρέμεναν άνεργοι λόγω έλλειψης ειδικότητος και γνώσεων, ενώ πολλοί λίγοι ήταν εκείνοι που κατόρθωναν να δημιουργήσουν μια περιουσία ικανή να τους επιτρέψει να ζήσουν κάπως άνετα τα γεροντικά τους χρόνια.
Περισσότερες από πενήντα «μεταναστευτικαί σπείραι»
Τον Μάρτη του 1930 υπήρχαν και δρούσαν στην Αθήνα και τον Πειραιά, σύμφωνα με το ρεπορτάζ του Π. Κατηφόρη στην εφημερίδα «Πατρίς», περισσότερες από πενήντα «μεταναστευτικαί σπείραι». Άλλες απ' αυτές είχαν ονόματα πομπώδη, άλλες είχαν μεγαλοπρεπείς εγκαταστάσεις, ενώ υπήρχαν και άλλες που ήταν «λαθρόβιοι, την ύπαρξίν των δε, καθώς και την καταστρεπτικήν δράσιν των μετά κόπου κατώρθωσε να εξακριβώση η αστυνομία».
Όλα αυτά τα πολυποίκιλα και ποικιλώνυμα μεταναστευτικά γραφεία εκμεταλλεύονταν την απερίγραπτη δυστυχία που μάστιζε τους πληθυσμούς της ελληνικής υπαίθρου, εμφανιζόμενα ως προστάτες τους και από μηχανής θεοί.
«Εξαποστέλλουν στις επαρχίες σοβαροφανείς εγκυκλίους για να αναγγείλουν ότι εις την Χιλήν γίνονται τεράστιες σήραγγες, εις την Αργεντίναν ανασκάπτονται όρη και εις την Βενεζουέλαν γίνονται γιγαντιαία μηχανικά έργα, και ότι οι εταιρείες που κάνουν όλα αυτά ζητούν από ολόκληρον τον κόσμον εργάτες».
Κοντά στις επίσημες αυτές διακηρύξεις, διέδιδαν οι πράκτορες αυτών των επιχειρήσεων ότι, παρά τον αυστηρότατο απαγορευτικό νόμο, η μετάβαση των μεταναστών στην Αμερική «δεν ήταν αδύνατος», αρκεί να καταβαλλόταν ένα ποσό για την τακτοποίηση των «χαρτιών» και τη «δωροδοκίαν των εδώ Ελλήνων και Αμερικανών υπαλλήλων».
Η δυστυχία που μάστιζε τους πληθυσμούς της υπαίθρου και οι εξαιρετικά δελεαστικές προτάσεις των περιοδευόντων στις επαρχίες τυχοδιωκτών οδηγούσαν τους αφελείς χωρικούς να πουλούν όσο όσο την κτηματική τους περιουσία και να παρουσιάζονται στα κεντρικά γραφεία τους στην Αθήνα.
 
 Ο τρόπος δράσης των «λαθροπρακτόρων»
Ο χωρικός έφτανε στην Αθήνα συστημένος από τους περιοδεύοντες συνεργάτες του δήθεν πρακτορείου και παρουσιαζόταν στο κεντρικό γραφείο με τους χάρτες της υδρογείου και τις πελώριες βιτρίνες.
«Στην Αμερική; Κάπως δύσκολο, αλλά θα προσπαθήσουμε! Χρειάζεται όμως να πληρώσουμε…»
«Βεβαίως, βεβαιότατα», απαντούσε ο χωρικός, που ονειρευόταν ουρανοξύστες και δολάρια, και εφοδιαζόταν με πλαστά χαρτιά.
Τα χαρτιά αυτά ήταν κυρίως η «άδεια επιστροφής» που χορηγούσαν οι αμερικανικές Αρχές στους νόμιμους μετανάστες όταν ταξίδευαν στο εξωτερικό, άνευ των οποίων ήταν αδύνατη η εκ νέου αποβίβαση στο αμερικανικό έδαφος. Αυτές τις άδειες τις προμηθεύονταν οι «λαθροπράκτορες» Αθηνών και Πειραιώς από τους Έλληνες παλιννοστούντες που είχαν αποκτήσει την αμερικανική υπηκοότητα, «αντί ευτελούς τιμήματος».
Καθώς η Αστυνομία Πόλεων διενεργούσε αυστηρότατους ελέγχους στους αναχωρούντες μετανάστες, τόσο στον Πειραιά όσο και στην Πάτρα, οι πράκτορες είχαν επινοήσει διάφορες μεθόδους προς εξαπάτηση των Αρχών. Αντί ο μετανάστης να επιδείξει το πλαστό του διαβατήριο, διακινδυνεύοντας να γίνει αντιληπτή η απάτη, επιδείκνυε γνήσιο διαβατήριο για τη Βραζιλία ή άλλη χώρα, όπου και επιτρεπόταν η μετανάστευση.
Η επιβίβαση στο υπερωκεάνιο ήταν πλέον ευχερής και τα πάντα εξελίσσονταν ομαλά μέχρι την ημέρα που θα έφτανε στη Νέα Υόρκη. Εκεί όμως τα πράγματα άλλαζαν άρδην, καθώς «οι Αμερικανοί δεν είναι τόσον αφελείς όσο τους νομίζουν οι εδώ λαθροπράκτορες. Έχουν ολόκληρη υπηρεσίαν εις το Μπρούκλιν, όπου αποκαλύπτεται η απάτη, διότι ο λαθρομετανάστης ερωτάται ποια εργασία έκανε προτού φύγει, πού έμενε, ποιοι είναι οι συγγενείς του και οι φίλοι του – πράγματα που αυτός μεν δεν μπορεί να τα γνωρίζει, η αμερικανική όμως υπηρεσία τα έχει συλλέξει με υποδειγματικήν επιμέλειαν προ πολλού και τα έχει εις την διάθεσίν της. Η πλαστοπροσωπία ανακαλύπτεται και ο μετανάστης επιστρέφει εις την Ελλάδα».
«Τραγωδίαι απερίγραπτοι»
 
 Μια άλλη απάτη των πρακτόρων ήταν η διά του Καναδά ή διά των χωρών της Νοτίου Αμερικής διέλευση στις Ηνωμένες Πολιτείες.
Σύμφωνα με το ρεπορτάζ της εφημερίδας «Εμπρός», «χιλιάδες άνθρωποι γυμνητεύουν, πεινούν, περιφερόμενοι εις τον Καναδάν ή την Αργεντινήν, όπου έχουν αποσταλεί πλανηθέντες παρά των πρακτόρων αυτών, οι οποίοι εφρόντισαν να πείσουν τούτους ότι η γη της Επαγγελίας είναι εκεί, και ότι τα δολάρια τούς αναμένουν εις τας προκυμαίας...».
Μόλις αποβιβάζονταν στον Καναδά ή στην Αργεντινή, έπεφταν θύματα διαφόρων συμμοριών, οι οποίες ενέδρευαν εκεί για να τους απαλλάξουν και από την τελευταία πεντάρα, καθώς τους υπόσχονταν ότι θα τους έβαζαν στις Ηνωμένες Πολιτείες, αλλά κατόπιν πολλών περιπετειών τους εγκατέλειπαν «πειναλέους και ρακένδυτους».
Η οικονομική μόνο καταστροφή του «αφελούς λαθρομετανάστου που ονειρεύεται δολάρια, το να γυρίσει δηλαδή και πάλιν στην Ελλάδα –αν τον ευνοήσει σκανδαλωδώς η τύχη– είναι η ευτυχεστέρα, η ολιγώτερον ανώδυνος! Συνήθως, συνηθέστατα, δεν γυρίζει. Την αφέλειά του την πληρώνει κατά τρόπον τραγικόν».
Μερικοί απ' αυτούς κατόρθωναν, μεταμφιεζόμενοι και με κίνδυνο να τουφεκιστούν επί τόπου, να διέλθουν τα σύνορα του Καναδά και να μπουν στο έδαφος των Ηνωμένων Πολιτειών. Άλλοτε πάλι, γράφει ο Π. Κατηφόρης στο ρεπορτάζ του με τίτλο «Λαθροπράκτορες και λαθρομετανάσται» (εφημερίδα «Πατρίς», 8 Μαρτίου 1931), «καραβάνι ολόκληρο Ελλήνων μεταναστών συνεπλάκη και εξοντώθη από τους φρουρούς των μεξικανικών συνόρων καθ' ην στιγμήν επεχείρει να περάση λάθρα».
 
 Άλλοι πάλι, γυμνοί και πεινασμένοι, έφθαναν στα ελληνικά προξενεία και ζητούσαν βοήθεια για να επιστρέψουν στην Ελλάδα. Σύμφωνα με το άρθρο της εφημερίδας «Εμπρός», 17 λαθρομετανάστες που μόλις είχαν επιστρέψει στον Πειραιά με το ατμόπλοιο «Φρίντων» κατήγγειλαν ότι εξαπατήθηκαν από διαφόρους πράκτορες, ότι τους πήραν και την τελευταία πεντάρα και ότι στα αμερικανικά εδάφη, αντί του χρυσού, βρήκαν την πείνα και την απόγνωση.
«Γράφτε στις εφημερίδες να μη φεύγει κανείς για εκεί! Τι τραβήξαμε δεν λέγεται. Φυλακή, πείνα, θάνατος, κακομοιριά...»
Σύμφωνα με τις πληροφορίες «αυτόχρημα ανατριχιαστικάς διά την τύχην πλείστων λαθρομεταναστών που ηθέλησαν να διαπεραιωθούν εις Αμερικήν μέσω Καναδά ή μέσω Μεξικού», τις οποίες παραθέτει στο ρεπορτάζ του ο Π. Κατηφόρης, οι απίθανες, μυθιστορηματικές περιπέτειές τους άρχιζαν από την ημέρα της αποβίβασης στο νοτιοαμερικανικό έδαφος.
Παραλαμβάνονταν «από τους εκεί διεθνείς τυχοδιώκτας», όπου τους έβρισκαν προσωρινές βαρύτατες δουλειές με τις οποίες εξοικονομούσαν τα προς το ζην μέχρι να παρουσιαστεί η κατάλληλη ευκαιρία της «λαθραίας διεισδύσεως στην αμερικανικήν γην της Επαγγελίας». Κατά διαστήματα, τους συγκέντρωναν σε καραβάνια και τους οδηγούσαν μέχρι τα αμερικανικά σύνορα για να εισδύσουν στην Αμερική διά ξηράς και αφού πρώτα διέσχιζαν το Μεξικό! Άλλος τρόπος ήταν από το Ρίο ντε Τζανέιρο στη Βενεζουέλα, για να τους «διαπεραιώσουν κατόπιν διά μικρών βενζινοκινήτων πλοιαρίων λάθρα εις την αμερικανικήν παραλίαν».
Στα μικρά αυτά πλοιάρια, «κατά τας επισήμους πληροφορίας της Αστυνομίας μας, οι λαθρομετανάσται δεν επιβιβάζονται ως επιβάται αλλά ως απλά εμπορεύματα».
Πακετάρονταν μέσα σε μπάλες χόρτου ή τοποθετούνταν μέσα σε βαρέλια και φορτώνονταν στο κατάστρωμα του μικρού πλοιαρίου, το οποίο έπλεε με πλήρωμα κανονικό προς ερημικό μέρος των αμερικανικών ακτών. «Δυστυχώς όμως αι αμερικανικαί ακταί δεν είναι αδέσποτοι, αλλά φυλάσσονται, και φυλάσσονται αγρύπνως από ολόκληρον στόλον ακταιωρών. Συνηθέστατα λοιπόν ανακαλύπτονται τα μικρά πλοιάρια, μολονότι πλέουν εν καιρώ νυκτός, και διατάσσονται να σταματήσουν για να υποστούν την νόμιμον έρευναν».
Στην περίπτωση αυτή, η τύχη των ανθρώπων ήταν φρικτή. Πλοίαρχος, πράκτορες και πλήρωμα, για να αποφύγουν τις βαρύτατες συνέπειες του αμερικανικού νόμου, έριχναν αστραπιαία στη θάλασσα τις μπάλες του χόρτου και τα βαρέλια με περιεχόμενό τους.
 
 Ανάλογη τύχη περίμενε και τα καραβάνια στα μεξικανικά σύνορα. Συνήθως έπεφταν στα χέρια Μεξικανών ληστών ή συμπλέκονταν με τις στρατιωτικές περιπόλους των μεξικανικών συνόρων και φονεύονταν. Αυτοί που συνήθως κατάφερναν να διαφύγουν ήταν «οι έμπειροι σύνοδοι των, διεθνείς τυχοδιώκται που συνεργάζονται, μολονότι ευρίσκονται εις το άλλο μέρος του πλανήτου, με τους εδώ».
Ο αριθμός των θυμάτων δεν ήταν δυνατόν να καθοριστεί, καθώς οι περισσότεροι χάνονταν. Όσοι είχαν τη σπάνια τύχη να επιστρέψουν, δεν τολμούσαν να παρουσιαστούν στην αστυνομία και να καταγγείλουν «τους απατεώνας, γιατί εζητήθησε απ' αυτούς να κάμουν και αυτοί κάποιαν αξιόποινον πράξιν πλαστοπροσωπείας, πλαστογραφίας ή απάτης των Αρχών για να τακτοποιήσουν τα χαρτιά τους».
«Εις τον Λιμένα Πειραιώς»
Γράφει ο ανώνυμος συντάκτης της εφημερίδας «Εμπρός», στο φύλλο της 26ης Απριλίου 1929, ότι δυο μέρες νωρίτερα παρουσιάστηκαν δεκαπέντε μετανάστες στα γραφεία του Αστυνομικού Ελέγχου Πειραιώς και επέδειξαν στον υπαστυνόμο Γ. Πολίτη γνήσια διαβατήρια με τόπο προορισμού τη Βραζιλία, χώρα όπου επιτρεπόταν η μετανάστευση. Ο υπαστυνόμος θεώρησε τα διαβατήρια και τους επέτρεψε ν' αναχωρήσουν, αφού προηγουμένως τους υπέδειξε τα μαρτύρια τα οποία θα υπέφεραν σε περίπτωση λαθρομετανάστευσής τους στην Αμερική.
Έπειτα από αυτό, οι δεκαπέντε, με καταγωγή από τη Φλώρινα, επιβιβάστηκαν στο γαλλικό ατμόπλοιο «Καραμανί» με αρχικό προορισμό τη Μασσαλία. Δεν παρήλθε όμως αρκετή ώρα, όταν ο υπαστυνόμος, ζητώντας την άδεια του Γάλλου πλοιάρχου, ανέβηκε αιφνιδίως με τέσσερις αστυφύλακες επί του σκάφους και διενήργησε έλεγχο στις αποσκευές των μεταναστών για την ανεύρεση των πλαστών διαβατηρίων των λαθρομεταναστών. Μια στιγμή, ο υπαστυνόμος Πολίτης παρατήρησε μια επιμελώς κρυμμένη μια μικρή βαλίτσα κοντά στην ανεμοδόχο του πλοίου και δίπλα της, δήθεν αδιάφορους, δύο λαθρομετανάστες, που ωστόσο την πρόσεχαν ως πολύτιμο αντικείμενο. Οι υποψίες του ενισχύθηκαν και εντός ολίγου η μικρή βαλίτσα ανοίχτηκε για να βρεθούν εντός αυτής δεκαπέντε πλαστά διαβατήρια της καναδικής κυβέρνησης.
Οι συλληφθέντες υποβλήθηκαν σε αυστηρή ανάκριση, από την οποία εξακριβώθηκε ότι τα πλαστά διαβατήρια τα είχαν εφοδιαστεί αντί 550-900 δολαρίων το καθένα. Για όσους δεν κατέθεσαν ολόκληρο το ποσόν, οι πράκτορες λάμβαναν υποθήκες μέχρι την άφιξη των μεταναστών στην Αμερική και εξοφλήσεώς του προς 4% τον μήνα.
Σε έρευνα που ακολούθησε σε επί της οδού Κάνιγγος καφενείο, «ανευρέθησαν πλείστα πλαστά διαβατήρια, αλληλογραφία και τηλεγραφήματα σχετικά με την λαθρομετανάστευσιν και ένα φιαλίδιον με χημικό οξύ, διά του οποίου ούτοι εξήλειφον τα ονόματα από τα γνήσια διαβατήρια μεταναστών αφιχθέντων εξ Αμερικής και εγκατεστημένων ενταύθα, και προσέθετον δε άλλα ονόματα και πλαστάς θεωρήσεις των Αρχών».
 
  
  
  
  
  
  
  
  
  
  
  
  
  
  
  
  
  
  
  
  
  
  
  
  
  
  
  
  
 