«ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΑΙΣΘΗΤΙΚΟ ΕΓΚΛΗΜΑ έγινε δια της δημιουργίας του τερατώδους αρχιτεκτονικού κατασκευάσματος του Μνημείου του Αγνώστου Στρατιώτου. Το όλον έργον αποτελεί εκπληκτικήν βαναυσότητα, πλήρη άγνοιαν του χώρου, των αναλογιών του, της τοποθεσίας, του κτιρίου των ανακτόρων και του περιβάλλοντός των».
Αυτά γράφει ο αρθρογράφος της εφημερίδας «Ακρόπολις» με το ψευδώνυμο «ο Αθηναίος» στις 3 Απριλίου 1932. Το άρθρο γράφτηκε λίγες μέρες μετά τα αποκαλυπτήρια του μνημείου (25 Μαρτίου 1932) και είχε τίτλο: «Μη λυπηθείτε τα χρήματα που εδώσατε και κατεδαφίσατε άνευ δισταγμού το αισχρούργημα του Αφανούς Στρατιώτου».
Ο «Αθηναίος» εξηγεί αναλυτικά τους λόγους για τους οποίους το μνημείο πρέπει να γκρεμιστεί άμεσα. Σύμφωνα με το άρθρο του, εκεί που έπρεπε να επιβάλλεται αρχιτεκτονική ελαφρότητα, χτίστηκε ένα ογκώδες φρούριο το οποίο μάλιστα χαρακτηρίζει ως «οψίπλουτο μπαροκισμό». Εκεί όπου έπρεπε να ληφθεί κυρίως υπ' όψιν η προοπτική του κτιρίου των ανακτόρων, «κοτσάρισαν» το φράγμα της, εκεί όπου όφειλαν να μελετήσουν με το καλλιτεχνικό μάτι κάθε λεπτομέρεια, ενήργησαν με την «ανεπιφυλακτικότερην προχειρότητα».
Σύμφωνα με τον συντάκτη της «Ακροπόλεως», αυτό που είδαν οι Αθηναίοι μετά τα αποκαλυπτήρια ήταν ένας σμιλευμένος επάνω στην ηρωική πέτρα ξεπλατωμένος οπλίτης χωρίς καμιά έκφραση πόνου, χωρίς καμιά σφραγίδα πολεμικού μεγαλείου.
Απέφυγαν την απλότητα, διότι δεν την κατανόησαν, απαρνήθηκαν τη σεμνότητα, προκατειλημμένοι από την πομπώδη παράσταση και φόνευσαν την αισθητική με τη βεβαιότητα ότι την εξυπηρέτησαν. Αυτές είναι κάποιες από τις κατηγορίες που ο «Αθηναίος» εξαπολύει και επιπροσθέτως σχολιάζει πως το άγαλμα εξαφάνισε την αισθητική άποψη των Ανακτόρων με αποτέλεσμα το παλάτι να φαίνεται χωρίς βάση, σχεδόν εναέριο. «Λεπτομερής ανάλυσις του οψιπλουτικώς παρουσιαζομένου τερατουργήματος αποδεικνύει παρομοίαν καλλιτεχνικήν άγνοιαν χώρου, περιβάλλοντος, αλλά και έλλειψιν συγκινήσεως εκ της ιδέας του μνημείου, διότι το έκγλυφον του Αγνώστου Στρατιώτου είναι χαλκομανία επί ογκώδους τοιχώματος!».
Ο «Αθηναίος» φαίνεται πως συμμερίζεται την κοινή αγανάκτηση κατά του «αντιαισθητικού πραξικοπήματος εις την καρδίαν των Αθηνών» και πιστεύει ότι «επιβάλλεται η ταχυτέρα διάλυσις της ασυγχωρήτου ταύτης κακομορφίας». Βρίσκει μάλιστα δικαιολογημένη τη γνώμη που φτάνει μέχρι του σημείου να ζητεί από την «κοινή συνείδηση» την άμεση κατεδάφιση του αρχιτεκτονικού εκτρώματος προκειμένου να ικανοποιηθεί το θιγόμενο αίσθημα όλων των «σεβομένων πολιτών την αισθητικήν της πόλεως».

Σύμφωνα με το ίδιο ρεπορτάζ, ακουγόταν από τα χείλη πολλών πολιτών η φράση:
«Αν δεν κατεδαφισθή το εξάμβλωμα αυτό, επιβάλλεται σε μας τους πολίτας να το κατεδαφίσωμεν!». Με αυτήν τη φράση συμφωνούσε ο συντάκτης του καθώς «το Μνημείον του Αγνώστου Στρατιώτου δεν είναι προωρισμένον δι' εκείνους, οι οποίοι το ήθελησαν τόσον βάναυσον, αλλά δια τον λαόν, εις την ψυχήν του οποίου πρέπει να υποβάλη ευγενή συγκίνησιν και όχι αποτροπιασμόν».
Ένα ακόμα ρεπορτάζ
«Ολόκληρος η καλλιτεχνική Ελλάς επαναστατεί σήμερα για το ανοσιούργημα των παλαιών ανακτόρων που του εχαρίσθη ο τίτλος “Μνημείον του Αγνώστου Στρατιώτου”. Πτωχέ άγνωστε νεκρέ! Εάν υποτίθεται ότι μέσα εις το κακόσχημον αυτό κουβούκλι με την αντιαισθητικήν χαλκομανίαν ευρίσκονται φανταστικά τα οστά σου ή πλανάται η ηρωική σου σκιά, τα δύο αυτά σύμβολα του μεγάλου τέλους σου δεινοπαθούν φρικτότερα σήμερον απ' ό,τι έδεινοπάθησε εις τα πεδία των μαχών το ανδρειωμένο κορμί σου...».
Έτσι ξεκινάει στις 4 Απριλίου 1932 το άρθρο κάποιου ανώνυμου συντάκτη της ίδιας εφημερίδας με τίτλο: «Κατεδαφίσατε άνευ δισταγμού το αισχρούργημα του αφανούς στρατιώτου!» με τον υπότιτλο να αναφέρεται στην «γενική αποδοκιμασία του οικτρώς αποτυχόντος έργου».

Παρακάτω εξηγεί ότι μπροστά από την ωραιότερη αθηναϊκή γωνία, μπροστά από τα Παλαιά Ανάκτορα, τα αυστηρώς ρυθμικά, τα «προοπτικώς αισθηματικώτατα», μπροστά από το αρχιτεκτονικό εκείνο σέμνωμα των Αθηνών, «ανεγέρθη μαρμάρινη παραφυάς προσβάλλουσα ενοχλητικότατα και το κοινότερο μάτι», αντί για ένα επιβλητικό, μεγαλοπρεπές, αντάξιο της θρυλικής αποστολής του, μνημείου.
Σύμφωνα με τον συντάκτη της «Ακροπόλεως», αυτό που είδαν οι Αθηναίοι μετά τα αποκαλυπτήρια ήταν ένας σμιλευμένος επάνω στην ηρωική πέτρα ξεπλατωμένος οπλίτης χωρίς καμιά έκφραση πόνου, χωρίς καμία σφραγίδα πολεμικού μεγαλείου, χωρίς κανένα αισθητικό στοιχείο που να φέρνει το ευγενικό ρίγος του θαυμασμού και της εκτιμήσεως στον δοξασμένο νεκρό που θέλησαν ν' απεικονίσουν.
Στον περίβολο, σαν συμπλήρωμα «του γλυπτικού αυτού βανδαλισμού», γυαλοκοπούσαν οι συμβολικοί μπρούντζοι που συνόδευσαν τα ονόματα των τόπων όπου άστραψαν και βρόντηξαν το κανόνι και η ντουφεκιά, σαρώνοντας τα ελληνόπουλα που πολέμησαν για τη δόξα της πατρίδας. Και χωρίς καμιά συγκίνηση, «παραταγμένα σαν φασόλια», διάβαζε κανείς τα γράμματα, που καθένα απ' αυτά έχει μέσα του αίμα, πόνους και συμφορές. Διάβαζε και ασφαλώς δεν καταλάβαινε. Άτεχνα και κακά χωρισμένα, δίχως λόγο και αιτία καμιά, έφταναν να προσβάλουν κι αυτά την αισθητική.

«Όλ' αυτά, κυρίως η εκτέλεσις στο μάρμαρο του μεγάλου νεκρού, κατήντησαν να γίνουν πια το καθημερινό θέαμα στους καλλιτεχνικούς κύκλους. Δίκαια γράφονται αυστηρές κριτικές, δίκαια η σάτιρα και η ειρωνεία οργιάζει γύρω από το γλυπτικό αυτό κατασκεύασμα, δίκαια ο κοσμάκης που κάνει τον περίπατό του γύρω από τα Ανάκτορα σταυροκοπιέται και απορεί».
Οι γνώμες των αρμοδίων
Ο ανώνυμος ρεπόρτερ της εφημερίδας «Ακρόπολις» έκρινε σκόπιμο, μετά την κατακραυγή που υψώθηκε εναντίον του έργου αυτού, να αποταθεί στους αρμόδιους αισθητικο-καλλιτεχνικούς κύκλους και να ζητήσει τη γνώμη τους. Σχεδόν όλοι οι καλλιτέχνες στους οποίους απευθύνθηκε, μη εξαιρουμένων και των καθηγητών του Πολυτεχνείου, οι οποίοι από καλοσύνη ίσως απέφυγαν να θίξουν δημοσίως πρόσωπα και πράγματα που σχετίζονταν με το ίδρυμά τους, εκφράστηκαν δυσμενέστατα «διά το εξάμβλωμα του χώρου των Παλαιών Ανακτόρων».
Διαβεβαίωσαν ότι και από αρχιτεκτονικής απόψεως «έβλαψε τούτο σημαντικώς την θέσιν και την θέαν των Παλαιών Ανακτόρων, τα οποία, ως σήμερα, μέχρι της στιγμής που τους επεκάθησαν την ανορθογραφίαν αυτήν, εθαυμάζοντο, εθαυμάσθησαν και θα εθαυμάζοντο και από τους Έλληνας και από τους ξένους περιηγητάς, ως ένα κόσμημα της πρωτευούσης».
Η καλή προοπτική των Παλαιών Ανακτόρων καταστράφηκε. Αρκούσε ένας απλός περίπατος να το αποδείξει σε όποιον δυσπιστούσε: «Τα Ανάκτορα αιωρούνται σήμερον υπέρ την κεκαλυμμένην από το μάρμαρον του Αγνώστου βάσιν των, έχασαν την γραφικότητά των, επνίγησαν μέσα εις του σκαλισμένου προστεθέντος ανοσιουργήματος την επιφάνεια».

Η ωραία, η ευλαβής, η σεβαστή, η ιερή ιδέα μεταμορφώθηκε, χάρη στον ετσιθελισμό των αρμοδίων, σε παγωμένο όγκο, ο οποίος κανέναν δεν είναι δυνατόν να συγκινεί, κανέναν δεν είναι δυνατόν να μεταρσιώνει. Ο καλλιτέχνης φρίττει και αποστρέφει το πρόσωπο, ο «εστέτ» μορφάζει και αντιπαρέρχεται, ο κοινός διαβάτης στέκεται, παρατηρεί, απορεί και ίσως ρωτά τι «θέλει να πει αυτό το πράγμα».
«Παρ' όλους τους στεφάνους, τας τελετάς, τας εορτάς και τα ιερά μυστήρια, το μνημείον του ατυχούς αγνώστου νεκρού δεν κατορθώνει να συγκινήσει κανένα, δεν λέει τίποτε σε κανενός ψυχή, δεν υποβάλλει, δεν μεταρσιώνει, δεν νικά των εγκοσμίων την ματαιότητα, ούτε μαγνητίζει του νου τας αποκρύφους ευλαβείς πηγάς».
Ο ενδιαφερόμενος κόσμος της τέχνης ήταν αποφασισμένος –σύμφωνα με το ίδιο ρεπορτάζ– να πολεμήσει με ειλικρινές σθένος για τη διόρθωση του «φρικώδους λάθους». Μάλιστα το Σωματείο των Ελλήνων Γλυπτών «σύσσωμον εξεγέρθηκε και διαμαρτυρόμενο κάκισε την κακήν ιδέαν και την χειρίστην εκτέλεση».
Οι αυριανοί Έλληνες ίσως θα λυπούνται, ίσως θα διασκεδάζουν εις βάρος μας
Σε μια ύστατη κραυγή απελπισίας σχολιάζει ο συντάκτης: «Δεν πρέπει, ασφαλώς δεν πρέπει, να ανασηκώσωμεν μοιρολατρικά τους ώμους και να πούμε: “Κατεσκευάσθη πλέον. Αφού κατεσκευάσθη, τι θέλετε να κάμωμεν;”. Απλούστατα, πρέπει να αναγνωρισθή, ότι έγινε ένα μεγάλο λάθος, ότι το λάθος αυτό, ευτυχώς, δεν είναι προς θάνατον και ότι απομένει καιρός να μη κληροδοτήσωμεν εις τας μελλοντικάς γενεάς το καλλιτεχνικόν αυτό άγος που απεφασίσαμεν να τους κληροδοτήσωμεν».
Πλημμυρισμένος από το πέλαγος των διαμαρτυριών, ένωσε και εκείνος τη φωνή του με εκείνων «που δικαίως φωνάζουν και οικτίρουν». Ο μεγάλος φόβος του συντάκτη ωστόσο φαίνεται πως δεν επαληθεύτηκε.
«Οι αυριανοί Έλληνες ίσως θα λυπούνται, ίσως θα διασκεδάζουν εις βάρος μας. Εάν δεν έχουν δε τίποτε καλύτερον να κάνουν, θα προσθέτουν, ότι εις την γενικήν φθοράν που εμάστιζε την δευτέραν εικοσιπενταετηρίδα του 20ού ελληνικού αιώνος, επλήρωσε και η τέχνη τον κακόν φόρον της, αφήσασα ως ανεξάλειπτον δείγμα της καταπτώσεώς της έναν αρχαίον οπλίτην κακήν κακῶς κείμενον επί λίθου, δια να συμβολίζη δήθεν, την θαρραλέαν ελληνικήν γενεάν και το υπερόχως ευλαβές δράμα του εκπνεύσαντος εις το καθήκον του στρατιώτου».