Μνήμη κάλλιστου φίλου Νίκου Α. Παναγιωτόπουλου
ΠΕΡΙΕΡΓΑΖΟΜΕΝΟΣ, στην γκαλερί Σκουφά, το αστικό τοπίο της Λήδας Κοντογιαννοπούλου με τίτλο «Τουρκοβούνια», (λάδι σε καμβά, 2025) σκεφτόμουν ότι η Αθήνα είναι με άπειρους τρόπους άσχημη, ενώ έχει μόλις έναν για το αντίθετο. Όσο κι αν την καταστρέψουμε δεν μπορούμε να της στερήσουμε το φως της. Το λυκόφως και το λυκαυγές της. Και το καταμέλανο φως του μεσημεριού, που μελωδεί ο Ελύτης, το οποίο όμως, ως καθαρό θάμβος, υπερβαίνει το χρωματικό φάσμα της ζωγραφικής με αφορμή την οποία προσπαθώ να βάλω δυο σκέψεις στη σειρά.
Ο γυμνασμένος οφθαλμός και η καλλιεργημένη ευαισθησία της ζωγράφου μοιάζουν να έχουν καταστήσει αυτή τη δυνητικά μεταρσιωτική δύναμη του αττικού φωτός, βαθιά ριζωμένη συνείδηση, κατορθώνοντας – όχι χάρη σε τίποτα χρωματικά τρικ ή ποταπά trompe l’œil – να αναδείξουν το κρυμμένο κάλλος μέσα στην άπλετη ασχήμια. Κατορθώνοντας κάτι που ποτέ καμία από μόνη της νοημοσύνη – μηχανική ή ανθρώπινη – δεν πρόκειται να πετύχει· την ανάδειξη όχι του, οιονεί ανύπαρκτου, αισθητικού, μα του μεταφυσικού κάλλους ετούτου του ατιμασμένου, όπως έλεγε ο Πικιώνης τόπου. Δεν υπάρχουν – ευτυχώς – λέξεις για να περιγράψει κανείς την μυστηριώδη ετούτη διαδικασία, την οποία ούτως ή άλλως κανείς ψυχανεμίζεται· αν όμως το επιχειρούσα, θα έλεγα ότι η ζωγράφος «αφήνεται» τρόπον τινά στη μεταρσιωτική δύναμη των ζωντανών χρωμάτων, τα οποία κατορθώνουν να αποτερατοποιήσουν τους άσχημους τσιμεντένιους όγκους που βιάζουν το τοπίο. Ο πίνακας τρυφερεύει τον οικείο χώρο, υπενθυμίζοντάς μας την βιωμένη αγάπη μας γι’ αυτόν. Τη χαμένη ιερότητα μιας ατιμασμένης γης, που ωστόσο παραμένει ο τόπος μας. Αυτό το οποίο στο ημερήσιο φως «μοιάζει με ψιλοκομμένο πατσά», όπως θρηνολογούσε στα ημερολόγιά του ο Σεφέρης, στο λυκόφως εξημερώνεται. Γι’ αυτή την εξημέρωση του αγριότοπου, φαίνεται να παλεύει η Κοντογιαννοπούλου, με την πιο μεταφορική και μεταρσιωτική σημασία των όρων.

Τα «Τουρκοβούνια» σου διδάσκουν με τον πιο δύσκολο τρόπο, το μάθημα της έκθεσης. Κι όταν λέω μάθημα, ας μην πάει ο νους σας στο κακό· εντρυφούμε στα έργα τέχνης, διδασκόμενοι από τα ίδια τα έργα. Το ένα μας μαθαίνει πώς να βλέπουμε το άλλο. Αυτό που έχει να σου πει η συγκατοίκηση των πινάκων σε μια έκθεση, εν προκειμένω σε τούτην εδώ, πολύ δύσκολα θα σού το πει ο κάθε πίνακας από μόνος του. Τα πάντα, άλλωστε, είναι ζήτημα σχέσης —πόσο δε μάλλον στη ζωγραφική. Όλο αυτό για να πω ότι εμένα, σαν να μού έδωσε ο συγκεκριμένος πίνακας το κλειδί. Συνομιλώντας με το αποβραδινό αυτό τοπίο συνειδητοποίησα ότι ο σκοπός, αλλά εν προκειμένω και το μέσο, δεν ήταν η αναπαράσταση, παρότι η ζωγραφική αυτή καλείται αναπαραστατική. Το ζητούμενο ήταν και είναι η φανέρωση μιας παρουσίας ή μάλλον η ζωγραφική αποτύπωση του θέματος ως παρουσίας ―αυτό που κάποτε η μεταφορική γλώσσα θα απέδιδε λέγοντας: «με σάρκα και οστά». Κάτι αντίστοιχο, νομίζω, συμβαίνει – με την έννοια του πιο δραστικού συμβάντος – τόσο με τα πορτρέτα, κυρίως όμως με τα εσωτερικά των οικιών («Οικία Ν.Π. και Ρ.Λ.» και «Οικία Σεφέρη») και τους «πίνακες-στιγμιότυπα» που ισορροπούν στο μεταίχμιο μεταξύ πορτρέτου και εσωτερικού οικίας. Οι πίνακες αυτοί δεν αναπαριστούν πρόσωπα ή χώρους, αλλά πασχίζουν να αναστήσουν μια παρουσία κι ένα συνάμα αίσθημα ανθρώπινης οικειότητας. Την οικειότητα που μας μεταδίδουν κάποτε οι οικογενειακές φωτογραφίες. Ενίοτε, ακόμα και ξένων σε εμάς ανθρώπων.

Έτσι λοιπόν βάλθηκα να παρακολουθώ, εντελώς ξαφνικά, μια αντίστροφή διαδρομή. Από τη ζωγραφική, πίσω τη φορά αυτή, προς τη φωτογραφία. Κι εξηγούμαι: Η εμφάνιση της φωτογραφίας σήκωσε μεγάλες φουρτούνες στους ζωγράφους, οι οποίοι έπρεπε να βρουν άλλους τρόπους προσέγγισης της πραγματικότητας, πέραν της αποτύπωσης της την οποία αναλάμβανε από τότε και στο εξής η νέα εφεύρεση. Η δε φωτογραφία από την πλευρά της θέλοντας να επιβληθεί ως τέχνη, οικειοποιήθηκε όλα τα είδη και τους τρόπους ακόμη της ζωγραφικής: πορτρέτο, τοπίο κλπ. Κάποτε ο διαχωρισμός επετεύχθη και τα τσανάκια χωρίστηκαν οριστικώς. Άσχετα αν σήμερα στον πολιτισμό του πολτού, όλα είναι αξεδιάλεχτα εικόνες – εναλλάξιμες κι άρα αδιάφορες εικόνες. Στους πίνακες της Κοντογιαννοπούλου βλέπω την αντίστροφή τώρα πορεία. Οι συνθέσεις στους πίνακες, «Η Ρίτα διαβάζει», «Κουζίνα στα μπλε», «Η Νίκη», «Η Δανάη στη βεράντα», ακόμα και στην «Οικία Σεφέρη», θυμίζουν φωτογραφικές πόζες. Αυτό επουδενί δεν σημαίνει ότι η ζωγράφος ζωγραφίζει φωτογραφίες, αλλά ότι οικειοποιείται την βαθιά οικειότητα – την ανθρωπιά – της οικογενειακής φωτογραφίας, μετουσιώνοντάς την σε ζωγραφικό πίνακα. Τα πορτρέτα και οι αριστουργηματικές διπλές αυτοπροσωπογραφίες μετέχουν, μπορούμε να πούμε, και των δύο. Περιμένουν, όπως λέει ο Georges Duthuit για την βυζαντινή ζωγραφική, την επαφή με τους ζωντανούς για να ζωντανέψουν.

Αν η φωτογραφία παγώνει τον χρόνο, υπενθυμίζοντας μας αυτό που υπήρξε – ακόμα και πριν από ένα δέκατο του δευτερολέπτου – αυτό που, όπως λέει ο Roland Barthes πέπρωται να πεθάνει, αυτό που αύριο πεθαίνει, η ζωγραφική, ακόμα κι όταν δανείζεται την ανέμελη οικειότητα της οικογενειακής φωτογραφίας, συνομιλεί με την αιωνιότητα. Μέσα από την καλοσύνη των χρωμάτων που δεν αντιγράφουν, αλλά αποδίδουν παρουσίες, ανασταίνει ένα νυν και αεί. Αυτό μουρμουρίζουν οι πίνακες της έκθεσης: μια απόπειρα αποκατάστασης της αιωνιότητας της ζωγραφικής παρουσίας. Την ίδια, αν όχι μεγαλύτερη, συναισθηματική οικειότητα μεταδίδουν οι αδίκως και παραπλανητικώς καλούμενες «νεκρές φύσεις» της Κοντογιαννοπούλου. Στο θολερό θάμβος των βάζων και των τεντζερέδων διαβάζω αναστημένη την παιδική μου ηλικία.