Πριν από τρία χρόνια η εικαστικός Λήδα Κοντογιαννοπούλου παρουσίασε στο Μουσείο Μπενάκη έναν κύκλο δουλειάς της με τίτλο «Το σπίτι της μνήμης». Στα εσωτερικά των σπιτιών του Γιώργου Σεφέρη, του Παναγιώτη Τέτση, της Ναταλίας Μελά και της Νίκης Ελευθεριάδη αναβιώνει σε ένα θερμό φως και μέσω του πνεύματος των χώρων η θαλπωρή που προσφέρει η ιδιωτικότητα, αγγίζοντας με τρυφερότητα κάθε λεπτομέρεια.
Στη Λήδα Κοντογιαννοπούλου αρέσει να παρατηρεί τους εσωτερικούς χώρους, τα φωτεινά τετράγωνα των νυχτερινών αστικών τοπίων όταν ταξιδεύει αλλά και τη θέα από τα παράθυρα των σπιτιών που έχει κατοικήσει να αλλάζουν χρώμα και σχήμα. Επανέρχεται σε αυτά και σημειώνει ότι τα έργα που ζωγράφισε στο σπίτι του Σεφέρη, στην οδό Άγρας, της έδειξαν έναν νέο δρόμο, αυτόν των έργων μεγαλύτερης κλίμακας και του νυχτερινού φωτισμού και, επιπλέον, την οδήγησαν στα νυχτερινά αστικά τοπία.
Τα εσωτερικά στα οποία επανέρχεται αποτελούν μία από τις τέσσερις ενότητες της νέας της έκθεσης με τίτλο «Νύχτες», η οποία εγκαινιάζεται στην γκαλερί Σκουφά την Πέμπτη 11 Σεπτεμβρίου και θα διαρκέσει μέχρι τις 11 Οκτωβρίου 2025.
Η Λήδα Κοντογιαννοπούλου εξερευνά εξονυχιστικά τις συνθέσεις των έργων της και ταυτόχρονα σέβεται στο έπακρο τις χρωματικές αρμονίες τους, ενώ παράλληλα προσθέτει πάντα στις μορφές την ποιητική τους διάσταση, με τους χώρους των πινάκων της να μετατρέπονται σε σκηνές που αφηγούνται ανείπωτες και απόκρυφες ιστορίες.
Η έκθεση έρχεται ως φυσική συνέχεια, επέκταση αλλά και υπέρβαση της προηγούμενης δουλειάς της, με τα νέα της έργα να απηχούν την ενασχόλησή της με φιγούρες, αστικά τοπία και συνθέσεις στα οποία κυριαρχούν το παιχνίδι του φωτός με τη σκιά αλλά και η εσωτερικότητα και η οικειότητα που γεννά η νύχτα.

«Τα εσωτερικά με ενδιαφέρουν πάντα ως θέμα, για πολλούς λόγους. Γεννήθηκα και έζησα τον πρώτο χρόνο της ζωής μου σε ένα πανέμορφο πέτρινο σπίτι που δεν υπάρχει πια. Σε όλη την παιδική μου ηλικία άκουγα ιστορίες για το σπίτι αυτό και μέσα στο μυαλό μου έχει δημιουργηθεί μια ολόκληρη μυθολογία. Στα εσωτερικά που ζωγραφίζω προσπαθώ να υπάρχει μια αίσθηση ζεστασιάς και ασφάλειας, που υποθέτω πως θα ένιωθα εάν ζούσα ακόμα στο πέτρινο αυτό σπίτι.
Επίσης, μου αρέσει να παρατηρώ τα φωτισμένα παράθυρα σε βραδινούς περιπάτους και συχνά φτιάχνω σενάρια στο μυαλό μου για τους κατοίκους των σπιτιών – αυτός είναι και ένας λόγος που θαυμάζω τα έργα του Χόπερ. Τέλος, τα εσωτερικά με ελκύουν και από τεχνικής απόψεως: πώς μπορούν να δουλευτούν και να αποδοθούν οι λεπτομέρειές τους π.χ. χαλιά, ασημικά, κεραμικά κ.λπ., αλλά δίχως να χαθεί η γενική σύνθεση», λέει στη LiFO.
Η συζήτησή μας περιστρέφεται γύρω από τις φιγούρες, με γυναίκες σε οικεία περιβάλλοντα να περιστοιχίζονται από αντικείμενα της καθημερινότητας, να στέκονται κοντά η μία στην άλλη μιλώντας σε μια κουζίνα, να λαγοκοιμούνται στον καναπέ, να δουλεύουν σε μια αθηναϊκή βεράντα, να διαβάζουν στην τραπεζαρία. Ακόμα και όταν της ποζάρουν, στο βλέμμα τους υπάρχει η σπίθα της οικειότητας. Μου εξηγεί ότι είναι γυναίκες που γνωρίζει, πρόσωπα που την ενδιέφεραν, και μοιραία ο θεατής του έργου σκέφτεται μια μυστική συγγένεια με την ίδια. Μέσα στη γαλήνια καθημερινότητά τους υφαίνονται μυστικές ιστορίες, ενώ στις διπλές αυτοπροσωπογραφίες της αποκαλύπτεται ο τρόπος που βλέπει όχι μόνο τον εαυτό της αλλά και τα πάντα γύρω της.
«Με τις φιγούρες ασχολήθηκα τα πρώτα χρόνια μετά την αποφοίτησή μου από την ΑΣΚΤ το 2000, και ξανά το 2019. Αρχικά, ξεκίνησα από καθαρά ζωγραφική σκοπιά: μου είχε λείψει να ζωγραφίσω μια μεγάλη φιγούρα και ήθελα να δω αν θα τα κατάφερνα. Σιγά-σιγά άρχισα να ψάχνω για κορίτσια με ζωγραφικά ενδιαφέρον πρόσωπο – όσες έχω ζωγραφίσει τις γνωρίζω προσωπικά και τις παρατηρούσα για καιρό προτού αποφασίσω να τους προτείνω να συνεργαστούμε.



Ύστερα από λίγο καιρό, βρήκα νόημα στη σκέψη να κάνω δύο φιγούρες και το πιο βολικό ήταν να ποζάρω εγώ. Έτσι προέκυψαν οι δύο διπλές αυτοπροσωπογραφίες. Βέβαια, τώρα που έχει περάσει και λίγος καιρός, θεωρώ πως ίσως δεν είναι τυχαίο που αποφάσισα να ζωγραφίσω τον εαυτό μου. Μετά τα πενήντα υπάρχει μια διάθεση απολογισμού και ανασκόπησης, και η αυτοπροσωπογραφία είναι ακριβώς αυτό: ένας τρόπος του γνώθι σ' αυτόν», λέει.
Αναζητώντας την εσωτερική διαδρομή που κάνουν οι φιγούρες στην ενότητα με τέσσερις νεκρές φύσεις, δεν μπορεί παρά να εντοπίσει κάποιος τις συγγένειες, το χέρι που τοποθέτησε επάνω σε ένα τραπέζι ή σε μια επιφάνεια σκεύη που έχουν τη δική τους ζωή μέσα σε ένα σπίτι, που συνδέονται με τη ζωή των προσώπων τα οποία κατοικούν έναν χώρο και έχουν πολλές ζωές. Ο χρόνος τους ξεπερνά την ανθρώπινη θνητότητα.
«Οι νεκρές φύσεις ήταν για χρόνια το πιο συνηθισμένο θέμα μου. Είμαι λάτρης της ολλανδικής ζωγραφικής του 17ου αιώνα και πάντα έβρισκα γοητευτικά τα –κατά τα άλλα άχρηστα– σερβίτσια στα ντουλάπια του πατρικού μου. Τον τελευταίο καιρό με απασχολούν και πάλι οι νεκρές φύσεις, μετά από μεγάλα έργα που για να τα ολοκληρώσω χρειάστηκα ακόμη και δίμηνο. Είναι κάτι σαν μέθοδος αποσυμπίεσης. Έχοντας δοκιμάσει πολλούς διαφορετικούς συνδυασμούς αντικειμένων για σχεδόν τρεις δεκαετίες, χρειάζεται πολλή προσπάθεια και φαντασία για να βρίσκω νέους τρόπους σύνθεσης, ώστε να μην επαναλαμβάνομαι», λέει η Λήδα Κοντογιαννοπούλου.
Από το παράθυρό της έβλεπε τα Τουρκοβούνια και ενώ νόμιζε πως το θέμα των αστικών τοπίων δεν θα την απασχολούσε ποτέ και ότι βρισκόταν μακριά από τη ζωγραφική της ιδιοσυγκρασία, τυχαία, μια φωτογραφία από το μπαλκόνι του πατρικού της την ώθησε να το δοκιμάσει. «Τελικά, θεωρώ πως θα είναι η κύρια θεματική για τους επόμενους μήνες. Να σημειώσω εδώ πως τα τοπία αυτά τα βρίσκω ελκυστικά για ζωγραφική μόνο με το φως της νύχτας. Για πολλά χρόνια απέφευγα το μπλε χρώμα γιατί με δυσκόλευε, αλλά τώρα έχω αποφασίσει να του δίνω πρωταγωνιστικό ρόλο όσο πιο συχνά μπορώ, και τα τοπία αυτά με το βαθύ μπλε είναι ιδανικά για τον ρόλο αυτό», σημειώνει.


Ο ποιητής Γιάννης Αντιόχου γράφει γι' αυτή την ενότητα των νέων έργων της Λήδας Κοντογιαννοπούλου: «Μέσα από τη ζωγραφική, καλούμαστε να δούμε και να “διαβάσουμε” τη νύχτα όχι ως τέλος, αλλά ως αρχή. Μια αρχή εσωτερικής περιπλάνησης, όπου το φως δεν αποκαλύπτει απλώς, αλλά ψιθυρίζει. Και όπου η σκιά δεν κρύβει, αλλά προστατεύει. Η ζωγραφική της, άλλοτε με σκηνές ανθρώπων σε κουζίνες και σε σαλόνια, άλλοτε οι νυχτερινοί δρόμοι της πόλης με άγρυπνα σπίτια, άλλοτε με άψυχα κτερίσματα μιας καθημερινότητας που μεταμορφώνεται, χειρίζεται το φως και τις σκιάσεις του ως ένα ανεπαίσθητο εσωτερικό παιχνίδι που ανασύρει τις λεπτομέρειες, χαρίζει μυστικότητα στα αντικείμενα και τα φορτίζει με τον χρόνο που κουβαλούν».
Η Λήδα Κοντογιαννοπούλου εξερευνά εξονυχιστικά τις συνθέσεις των έργων της και ταυτόχρονα σέβεται στο έπακρο τις χρωματικές αρμονίες τους, ενώ παράλληλα προσθέτει πάντα στις μορφές την ποιητική τους διάσταση, με τους χώρους των πινάκων της να μετατρέπονται σε σκηνές που αφηγούνται ανείπωτες και απόκρυφες ιστορίες.



Βρείτε περισσότερες πληροφορίες για την εικαστική έκθεση εδώ.