Η υπόθεση της διπλής δολοφονίας στη Φοινικούντα συνεχίζει να προκαλεί σοκ και ερωτήματα. Καθώς οι αστυνομικές έρευνες προχωρούν, η «διερεύνηση της διαθήκης» του 68χρονου θύματος αναδεικνύεται στο κεντρικό στοιχείο που μπορεί να ρίξει φως στα κίνητρα της φρικτής επίθεσης.
Ο 68χρονος υπήρξε ιδιοκτήτης ενός από τα μεγαλύτερα κάμπινγκ της Πελοποννήσου, με σημαντική ακίνητη περιουσία: είχε κατοικίες, συγκρότημα ενοικιαζόμενων κατοικιών στη Φοινικούντα, καθώς και το ίδιο το οίκημα όπου διέμενε. Μετά το τραγικό γεγονός, οι Αρχές άρχισαν να αναζητούν όχι μόνο το μοτίβο της δολοφονίας, αλλά και τον οικονομικό παλμό πίσω από αυτήν, δηλαδή ποιος επωφελείται ή ποιος μπορεί να βρισκόταν σε αντιπαράθεση με τον ιδιοκτήτη για λόγους κληρονομικούς.
Σύμφωνα με μαρτυρίες και τηλεοπτικά ρεπορτάζ, υπάρχει πληροφορία ότι η διαθήκη του 68χρονου είχε υποστεί μεταβολές τελευταίας στιγμής, αλλαγές που ενδέχεται να όριζαν ως κληρονόμο όχι μόνο τον ανιψιό του αλλά και τον επιστάτη του κάμπινγκ, αποκλείοντας άλλα πρόσωπα. Το γεγονός αυτό, αν επιβεβαιωθεί, θα μπορούσε να λειτουργεί ως βασική υποψία για το κίνητρο της δολοφονίας.
Οι Αρχές πλέον «ξεψαχνίζουν» τη διαθήκη, προκειμένου να εντοπίσουν ποιες τροποποιήσεις έγιναν, πότε, από ποιον και με ποιον τρόπο. Η διαθήκη βρίσκεται στο μικροσκόπιο, και σε συνδυασμό με τις οικονομικές καταστάσεις του θύματος και του κύκλου των πιθανών κληρονόμων, προσπαθούν να διαμορφώσουν ένα πλέγμα υποψιών και ευθυνών.
Ένα ακόμη στοιχείο που ενισχύει την υποψία είναι ότι ο κάτοχος του κάμπινγκ είχε δεχθεί και στο παρελθόν επιθέσεις, σύμφωνα με το ρεπορτάζ. Αυτό ενισχύει το ενδεχόμενο ότι ο δράστης ή οι δράστες μπορεί να είχαν εκ των προτέρων γνώση του μεγάλου περιουσιακού πακέτου που ήταν σε παιχνίδι.
Στον δημόσιο διάλογο έχει κυριαρχήσει το ερώτημα: πρόκειται για μια δολοφονία με προσωπικό κίνητρο ή για ένα οργανωμένο σχέδιο για την περιουσία; Η ελληνική κοινή γνώμη παρακολουθεί με αγωνία, καθώς η υπόθεση περιλαμβάνει στοιχεία που αγγίζουν τόσο την ψυχολογία του εγκλήματος όσο και το ελληνικό κληρονομικό δίκαιο.
Στο επόμενο στάδιο της έρευνας, πιθανόν να αξιοποιηθούν μαρτυρίες, τραπεζικά στοιχεία, καταγραφές ακινήτων και δημόσια έγγραφα για να αποδοθεί σαφής εικόνα για τους πραγματικούς αποδέκτες της κληρονομιάς. Ταυτόχρονα, αναμένονται και εξετάσεις DNA ή άλλα εγκληματολογικά εργαλεία που θα συνδέσουν τον δράστη με τη σκηνή ή τα θύματα.
Αλλά η διαθήκη δεν είναι μόνο νομικό έγγραφο: είναι σημείο σύγκρουσης πολιτισμού, εμπιστοσύνης και προδοσίας σε πολλές περιπτώσεις. Στην περίπτωση αυτή, η αλλαγή στη διαθήκη μπορεί να είναι το «κλειδί» που άνοιξε το δρόμο προς το έγκλημα.
Το μεγάλο στοίχημα για τις Αρχές είναι να αποδείξουν ότι η δολοφονία συνδέεται άμεσα με τη μεταβολή της διαθήκης και ότι δεν πρόκειται για αποσπασματική ενέργεια. Εάν αυτό επιβεβαιωθεί, η υπόθεση θα εξελιχθεί σε σημαντική δίκη, με πολιτικές, κοινωνικές αλλά και νομικές προεκτάσεις — ειδικά αν αποδειχθεί υπαίτια η εμπλοκή προσώπων που βρίσκονταν στον κύκλο του θύματος.