ΕΠΙ ΤΡΕΙΣ ΕΒΔΟΜΑΔΕΣ, οι δύο υπουργοί που έχουν αναλάβει την επικοινωνιακή υπεράσπιση της κυβερνητικής στάσης στο θέμα της υπόθεσης των Τεμπών, ισχυρίζονταν με πάθος και απόλυτη βεβαιότητα ότι το αίτημα του πατέρα θύματος και απεργού πείνας, Πάνου Ρούτσι, δεν μπορούσε να γίνει δεκτό. Τελικά, το αίτημα έγινε δεκτό και εκ των πραγμάτων αποδείχθηκε ότι μπορούσε να βρεθεί λύση, όπως υποστήριζαν τόσον καιρό οι συγγενείς των θυμάτων, οι οποίοι δικαιώθηκαν.
Τι κέρδισε η κυβέρνηση από αυτή την αντιπαράθεση, η οποία προστέθηκε σε έναν μακρύ κατάλογο αντιπαραθέσεων με οικογένειες θυμάτων των Τεμπών; Την εντύπωση ότι βρίσκεται απέναντι στους γονείς που αναζητούν την αλήθεια και τη δικαιοσύνη, και όχι δίπλα τους.
Κάποιοι υπουργοί παρουσιάζουν τους συγγενείς των θυμάτων ως ανθρώπους που παρασύρονται από πολιτικούς οι οποίοι επιδιώκουν να εκμεταλλευτούν την υπόθεση για δικό τους όφελος. Είναι επίσης χαρακτηριστικό ότι η κυβέρνηση επιμένει να αναδεικνύει ανακρίβειες πολιτικών, όπως του Κυριάκου Βελόπουλου, και να απαντά σε αυτές που αποδομούνται με ευκολία, αφήνοντας αναπάντητα όλα τα εύλογα και βάσιμα ερωτήματα που έχουν θέσει πολλοί γονείς και οι σύμβουλοί τους.
Στα Τέμπη αντανακλώνται τα μεγάλα προβλήματα της χώρας και του πολιτικού συστήματος, γιατί τα περιέχουν σχεδόν όλα: τη διαφθορά, τη διαπλοκή, την απουσία εκσυγχρονισμού και αξιοκρατίας, την έλλειψη κανόνων, την ατιμωρησία, την προβληματική λειτουργία της Δικαιοσύνης.
Έτσι, οι συγγενείς των θυμάτων που αγωνίζονται για να μάθουν την αλήθεια βρίσκονται συχνά εγκλωβισμένοι μεταξύ μιας κυβέρνησης που θέλει να βάλει την υπόθεση των Τεμπών στην άκρη ώστε να μην απασχολεί πια τον δημόσιο διάλογο και κάποιων πολιτικών που νομίζουν ότι με υπερβολές, ακρότητες ή αναπόδεικτες θεωρίες, όπως εκείνες που συχνά αναφέρει ο Κυριάκος Βελόπουλος, θα κερδίσουν τις εντυπώσεις, αδιαφορώντας αν έτσι δίνουν επιχειρήματα σε υπουργούς για να παρουσιάζουν βάσιμες ενστάσεις στον χειρισμό της υπόθεσης των Τεμπών ως πολιτικά υποκινούμενες ή ως θεωρίες συνωμοσίας.
Η κυβέρνηση, πάντως, παρά τις αλλεπάλληλες επικοινωνιακές και πολιτικές ήττες στο θέμα του χειρισμού της υπόθεσης των Τεμπών –κάτι που μπορεί να διαπιστώσει κανείς και από τις δημοσκοπήσεις–, επιμένει στην ίδια τακτική και στα ίδια λάθη. Συνεχίζει να παίρνει θέση σε ζητήματα στα οποία δεν πρέπει να τοποθετείται, από σεβασμό στη διάκριση των εξουσιών, και για τα οποία άλλωστε δεν έχει ακόμη αποφανθεί η Δικαιοσύνη (π.χ. η αίτια της πυρόσφαιρας). Παράλληλα, εμφανίζεται διαρκώς απέναντι σε γονείς θυμάτων, αρνούμενη να κατανοήσει τα αιτήματά τους, με ορισμένους υπουργούς να στοχοποιούν συχνά τους τεχνικούς συμβούλους τους, στους οποίους απευθύνουν ακόμη και υβριστικούς χαρακτηρισμούς. Αυτή είναι μια ακατανόητη στάση, από την οποία η κυβέρνηση μόνο χάνει – και όμως, επιμένει σε αυτήν.
Πέραν των παραπάνω, η κυβέρνηση αδυνατεί να αντιληφθεί ότι τα Τέμπη έχουν στοιχειώσει την πολιτική ζωή της χώρας και ότι με αυτή την υπόθεση θα πορευτεί ως τις εκλογές, όσο κι αν προσπαθεί να το αποφύγει. Η περίπτωση του Πάνου Ρούτσι απέδειξε ότι ακόμα και όταν νομίζει ότι έχει «τακτοποιήσει» το θέμα και έχει υπερισχύσει επικοινωνιακά, πάντα θα υπάρχει η πιθανότητα να προκύψει ένας απρόβλεπτος παράγοντας που θα ξαναφέρει τα Τέμπη στην πρώτη γραμμή της επικαιρότητας.

Δεν πρόκειται λοιπόν να αποφύγει το απευκταίο για εκείνη σενάριο να πάει στις επόμενες εκλογές με τα Τέμπη ανοιχτά. Όχι επειδή το θέλει η αντιπολίτευση, που δεν έχει από μόνη της τη δύναμη να το επιβάλει και μέρος της εμπλέκεται – ο ΣΥΡΙΖΑ έχει πολύ μεγάλη ευθύνη για τη μη έγκαιρη ολοκλήρωση της σύμβασης 717, σύμφωνα και με την Ευρωπαϊκή Εισαγγελία. Τα Τέμπη έχουν αποκτήσει εκ των πραγμάτων μια αυτόνομη δυναμική κι έναν πολιτικό συμβολισμό. Στα Τέμπη αντανακλώνται τα μεγάλα προβλήματα της χώρας και του πολιτικού συστήματος, γιατί τα περιέχουν σχεδόν όλα: τη διαφθορά, τη διαπλοκή, την απουσία εκσυγχρονισμού και αξιοκρατίας, την έλλειψη κανόνων, την ατιμωρησία, την προβληματική λειτουργία της Δικαιοσύνης – που εδώ επέτρεψε την αλλοίωση του πεδίου του δυστυχήματος και την απώλεια κρίσιμων στοιχείων, εξαιτίας των οποίων κάποια πράγματα δεν θα τα μάθουμε ποτέ.
Στην υποχώρηση της κυβέρνησης σχετικά με το αίτημα του απεργού πείνας Πάνου Ρούτσι κρίσιμο ρόλο έπαιξε και η πολιτική πίεση που δέχθηκε – πίεση που δεν αφορά φυσικά τις καταγγελίες της Ζωής Κωνσταντοπούλου, οι οποίες δεν επηρεάζουν τους ψηφοφόρους της Νέας Δημοκρατίας. Η δημόσια τοποθέτηση, όμως, του Αντώνη Σαμαρά υπέρ του πατέρα απεργού πείνας αποτέλεσε την πρώτη ρωγμή. Η διαφοροποίηση, στη συνέχεια, του Νίκου Δένδια από την αντιδημοφιλή στάση της κυβέρνησης ήταν εκείνη που ταρακούνησε αρκετά το Μέγαρο Μαξίμου, ειδικά όταν διαπιστώθηκε ότι υπήρχαν πολλοί πρόθυμοι –ακόμη και μέσα στην κυβέρνηση– να ακολουθήσουν το παράδειγμά του. Στην πραγματικότητα, παρότι στο εσωτερικό της κυβέρνησης και στη Νέα Δημοκρατία υπάρχουν και άλλες διαφωνίες σε σημαντικά θέματα, οι οποίες δεν δημοσιοποιούνται, τα Τέμπη προκάλεσαν το πρώτο ρήγμα και αυτό καταδεικνύει για άλλη μια φορά την πολιτική δυναμική που διαθέτουν.
Τα Τέμπη ήταν ο μόνος λόγος που κατέβασε, μετά από πολλά χρόνια, εκατοντάδες χιλιάδες πολίτες στους δρόμους, ενώνοντας την κοινωνία και όχι διαχωρίζοντάς την και κάνοντας πολλούς να μιλούν για «κίνημα Τεμπών». Αυτό το «κίνημα» είναι που φοβάται η κυβέρνηση περισσότερο από την αντιπολίτευση σήμερα και σε αυτό ελπίζει η αντιπολίτευση για να ηττηθεί η κυβέρνηση, την οποία η ίδια δεν μπορεί να νικήσει. Όμως το πραγματικό κοινωνικό κίνημα των Τεμπών έχει τη δική του δυναμική, την οποία οι πολιτικοί δυσκολεύονται να κατανοήσουν.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LIFO