ΣΤΗ ΣΚΙΑ ΤΟΥ ΣΚΑΝΔΑΛΟΥ των αγροτικών ευρωπαϊκών επιδοτήσεων συνεδρίασε το υπουργικό συμβούλιο την Τετάρτη, με τον πρωθυπουργό να παραδέχεται στην εισαγωγική του τοποθέτηση ότι η απόφαση για την κατάργηση του ΟΠΕΚΕΠΕ ήταν σαν ένας γόρδιος δεσμός που, αφού δεν μπορεί να λυθεί, πρέπει να κοπεί, και μίλησε για «διαχρονικές ευθύνες». Ο ΟΠΕΚΕΠΕ, ο Ελληνικός Οργανισμός πληρωμών των κοινοτικών ενισχύσεων, που εποπτεύεται από τον υπουργό Αγροτικής Ανάπτυξης, βρισκόταν υπό την εποπτεία της Ε.Ε. εδώ και μερικούς μήνες λόγω της μη συμμόρφωσής του στα ευρωπαϊκά πρότυπα, ενώ ήταν κοινό μυστικό η διασπάθιση των αγροτικών επιδοτήσεων.
Η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία συνεχίζει την έρευνά της για τις απάτες που έγιναν και αναρωτιέται κανείς γιατί η ελληνική Δικαιοσύνη δεν είχε εντοπίσει ως τώρα όλες αυτές τις παράνομες ενέργειες στον τομέα των ευρωπαϊκών αγροτικών επιδοτήσεων, παρότι υπήρχαν καταγγελίες.
Ακόμα και υπουργοί της κυβέρνησης, πάντως, σε ανεπίσημες συζητήσεις παραδέχονται πως τόσο η νέα αρχή που ανακοινώθηκε ότι δημιουργείται κατά της ακρίβειας όσο και οι βαριές ποινές εναντίον όσων οι αιτήσεις ασύλου τους απορρίπτονται είναι περισσότερο επικοινωνιακά μέτρα παρά ουσιαστικά.
Όσα ανέφερε για επιθέσεις και εκφοβισμό των εκπροσώπων της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας η Ευρωπαία εισαγγελέας Λάουρα Κοβέσι επιβάρυναν κι άλλο το αρνητικό κλίμα που υπήρχε ήδη. Η κ. Κοβέσι κατήγγειλε ότι ο ΟΠΕΚΕΠΕ παρεμπόδισε τους εισαγγελείς της Ε.Ε. στην προσπάθειά τους να συλλέξουν ψηφιακό υλικό για τον εντοπισμό της οργανωμένης απάτης, αυτός άλλωστε φέρεται να είναι ο λόγος της αποπομπής του συνταξιούχου δικαστή Νίκου Σαλάτα που είχε διοριστεί πρόεδρος του αμαρτωλού ΟΠΕΚΕΠΕ. Ο κ. Σαλάτας είναι γνωστός και από την υπόθεση της δίκης της Χρυσής Αυγής, όταν, ως εφέτης τότε, είχε διαφωνήσει με την απόδοση της κατηγορίας της εγκληματικής οργάνωσης.
Ακρίβεια και μεταναστευτικό
Ο πρωθυπουργός ανέδειξε δύο ζητήματα στο υπουργικό συμβούλιο, τα οποία γνωρίζει και από τις μετρήσεις που έχει ότι απασχολούν ιδιαίτερα τους ψηφοφόρους του κόμματός του. Το ένα είναι το θέμα της ακρίβειας, για την οποία ανακοίνωσε την ίδρυση άλλης μίας εθνικής Αρχής, η οποία, όπως είπε, «θα αναλάβει συνολικά την εποπτεία της αγοράς, μαζί με την προστασία του καταναλωτή» και θα λειτουργεί παράλληλα με την Αρχή Ανταγωνισμού, ενώ «θα πλαισιώνεται από υφιστάμενα στελέχη του Συνηγόρου του Καταναλωτή και της Γενικής Διεύθυνσης Αγοράς».
Το δεύτερο θέμα που ανέδειξε ήταν το μεταναστευτικό και «ειδικά της παράνομης μετανάστευσης» όπως είπε, ανακοινώνοντας ένα νέο νομοσχέδιο του Μάκη Βορίδη που προβλέπει «βαρύτερες ποινές για όσους μπαίνουν παράνομα ή διαμένουν στη χώρα μας αν στο μεταξύ έχει απορριφθεί η αίτηση ασύλου τους», ενώ αναφέρθηκε σε έναν «αποτελεσματικό και δίκαιο τον μηχανισμό των επιστροφών» που δεν είναι «μόνο μια εθνική προτεραιότητα αλλά και μια ευρωπαϊκή προτεραιότητα».
Ακόμα και υπουργοί της κυβέρνησης, πάντως, σε ανεπίσημες συζητήσεις παραδέχονται πως τόσο η νέα αρχή που ανακοινώθηκε ότι δημιουργείται κατά της ακρίβειας όσο και οι βαριές ποινές εναντίον όσων οι αιτήσεις ασύλου τους απορρίπτονται είναι περισσότερο επικοινωνιακά μέτρα παρά ουσιαστικά.
Ειδικά στο μεταναστευτικό η κυβέρνηση θεώρησε ότι έπρεπε επειγόντως να δείξει ότι παίρνει μέτρα, όχι μόνο λόγω των αυξημένων μεταναστευτικών ροών από τη Λιβύη αλλά και λόγω των επιστροφών από τη Γερμανία που αναμένονται το επόμενο διάστημα. Η ελληνική κυβέρνηση μέχρι πρότινος γνώριζε ότι οι περισσότεροι απ’ όσους έπαιρναν άσυλο στην Ελλάδα έφευγαν και πήγαιναν στη Γερμανία. Αυτό όμως αλλάζει τώρα, καθώς η νέα γερμανική κυβέρνηση δήλωσε πως δεν θα κάνει δεκτούς άλλους αιτούντες άσυλο και θα επιστρέφει στην Ελλάδα όσους έρχονται από εκεί.
Για την ώρα, υπάρχει μια καμπάνια για εθελοντική επιστροφή στην Ελλάδα, αλλά δεν αποδίδει ιδιαίτερα, και αν γίνουν πράξη όσα έχουν εξαγγείλει ο καγκελάριος Μερτς και ο νέος υπουργός Εσωτερικών, το επόμενο διάστημα θα ξεκινήσουν και οι αναγκαστικές επιστροφές. Σύμφωνα με τη γερμανική Υπηρεσία Μετανάστευσης, ο αριθμός όσων πήραν άσυλο στην Ελλάδα και πήγαν στη Γερμανία (άρα έχουν πιθανότητες να επιστραφούν) την τελευταία πενταετία είναι περίπου 100.000. Κι ενώ η Γερμανία έχει τη δυνατότητα να επιστρέψει όσους πήραν άσυλο στην Ελλάδα, η Ελλάδα, αντίστοιχα, παρά τα όσα εξαγγέλλουν για βαριές ποινές ο πρωθυπουργός και ο υπουργός Μετανάστευσης, δεν έχει τη δυνατότητα να επιστρέφει στις χώρες τους όσους δεν παίρνουν άσυλο, πλην ελαχίστων περιπτώσεων. Υπάρχουν ήδη χιλιάδες αποφάσεις απέλασης οι οποίες δεν υλοποιούνται. Για την ώρα, η κυβέρνηση αγοράζει χρόνο με επικοινωνιακού τύπου εξαγγελίες και μια πιο αυστηρή ρητορική, αλλά στην πραγματικότητα ανησυχεί και περιμένει να δει αν η γερμανική κυβέρνηση θα αρχίσει να πραγματοποιεί τις αναγκαστικές επιστροφές το επόμενο διάστημα.
Η κυβερνητική γραμμή για τα Τέμπη
Η πρόταση της ΝΔ, που δόθηκε στη δημοσιότητα την Τρίτη, για σύσταση ειδικής επιτροπής για τη διερεύνηση τυχόν τέλεσης του αδικήματος της παράβασης καθήκοντος από τον πρώην υπουργό Υποδομών και Μεταφορών Κ. Αχ. Καραμανλή στην υπόθεση του δυστυχήματος των Τεμπών, ήταν η αναμενόμενη, όπως την είχε εμμέσως προαναγγείλει ο πρωθυπουργός με τη συνέντευξή του στο ραδιόφωνο του Σκάι, όταν είχε πει: «Δεν βλέπουμε κακούργημα και δεν πρόκειται να στείλουμε κάποιον για κακούργημα από τη στιγμή που αυτό δεν στοιχειοθετείται σε καμία περίπτωση». Οπως αναμενόταν, η πρόταση αυτή που αφορά μόνο το πλημμέλημα της παράβασης καθήκοντος αναφορικά με την «ενδεχόμενη παράλειψή του να καθορίσει ένα επαρκές πλαίσιο χρηματοδότησης για τον τομέα των σιδηροδρόμων, χάριν και της στελέχωσης της εταιρείας ΟΣΕ Α.Ε. με επαρκές προσωπικό» απογοήτευσε και εξόργισε τους συγγενείς των θυμάτων οι οποίοι, μετά από αυτό, ετοιμάζουν και προσωπικές μηνύσεις εναντίον πολιτικών προσώπων.

Η ΝΔ ισχυρίζεται στην πρότασή της ότι η ασφάλεια του σιδηροδρόμου ήταν ευθύνη της Ρυθμιστικής Αρχής Σιδηροδρόμου (ΡΑΣ), αλλά η αντιπολίτευση απαντά ότι η ΡΑΣ είναι μια υποστελεχωμένη αρχή, εποπτευόμενη από το υπουργείο Μεταφορών, η οποία έχει μόνο συμβουλευτικό και όχι εκτελεστικό χαρακτήρα (δηλαδή δεν μπορεί να πάρει μέτρα, παρά μόνο να εισηγηθεί) και υπάρχουν έγγραφα που αποδεικνύουν ότι είχε προειδοποιήσει το υπουργείο Μεταφορών για τα ζητήματα ασφάλειας.
Η κυβερνητική γραμμή, πάντως, είναι ότι ο υπουργός έχει πολιτική ευθύνη, επιβλέπει, και όλα τα άλλα είναι «ποινικός λαϊκισμός». Ο πρωθυπουργός, μάλιστα, στη συνέντευξή του στον Σκάι, είπε χαρακτηριστικά: « Όταν έγινε η τραγωδία στο Μάτι, ο ίδιος ο εισαγγελέας είπε ότι αν λειτουργούσε το 112 θα είχαν σωθεί ζωές. Πήγαμε εμείς και κινήσαμε ποινική διαδικασία κατά αυτών που δεν είχαν έτοιμο το 112; Όχι. Γιατί πιστεύουμε σε αυτήν τη διάκριση» (σ.σ. μεταξύ ποινικής και πολιτικής ευθύνης).
Η άλλη σύγκρουση που υπήρξε με το ΠΑΣΟΚ στο θέμα των Τεμπών αυτή την εβδομάδα ήταν όταν η κυβέρνηση επιχείρησε να απαξιώσει την πρότασή του για κακούργημα με τον ισχυρισμό ότι το άρθρο 291 του Ποινικού Κώδικα για τη διατάραξη ασφάλειας συγκοινωνίας που επικαλείται αφορά όσους ξηλώνουν τις ράγες ή κλέβουν υλικό, αυτό τουλάχιστον έλεγαν πολλοί υπουργοί στα τηλεοπτικά πάνελ αλλά και ο ίδιος ο πρωθυπουργός: «Βρήκε ένα άρθρο του Ποινικού Κώδικα το οποίο αφορά τις περιπτώσεις ανθρώπων που πάνε και κλέβουν καλώδια ή που εμποδίζουν» είπε για το ΠΑΣΟΚ σε συνέντευξή του. Το ΠΑΣΟΚ απαντά ότι βάσει του 291 του άρθρου του Ποινικού Κώδικα ασκήθηκαν οι κακουργηματικές διώξεις στα στελέχη του υπουργείου Μεταφορών που ήταν υφιστάμενοι του Κώστα Αχ. Καραμανλή και οι οποίοι προσκόμισαν έγγραφα με τα οποία φέρονται πως τον είχαν ενημερώσει. Βεβαίως, ο νόμος αυτός (291 ΠΚ) δεν αφορά μόνο την κλοπή καλωδίων και το ξήλωμα των ραγών, όπως επιβεβαιώνουν όλοι οι νομικοί, αλλά η ΝΔ τον επικαλείται προφανώς για επικοινωνιακούς λόγους.
Οι πρόσφατες δημοσκοπήσεις (Opinion Poll) δείχνουν ότι το 71,2% εξακολουθεί να θεωρεί ότι η κυβέρνηση προσπαθεί να συγκαλύψει ευθύνες για τα Τέμπη, ενώ μόνο το 25,7% έχει αντίθετη άποψη, περίπου όσο το ποσοστό πρόθεσης ψήφου της ΝΔ.
Όσο για την έκθεση Καρώνη, η οποία τελικά δεν έριξε φως στο ζήτημα της πρόκλησης της φωτιάς και στην οποία η κυβέρνηση έσπευσε να δώσει μια δική της ερμηνεία ότι «βάζει τέλος στα σενάρια συγκάλυψης», η πλειοψηφία (64,7%) θεωρεί ότι δεν προσέθεσε νέα δεδομένα που να αλλάξουν την γνώμη τους.