Πριν από μερικούς μήνες, ανεβαίνοντας σε μια ταράτσα της Κολοκοτρώνη, έβλεπα μέσα από τα παράθυρα του απέναντι κτιρίου τους χώρους του παλιού μου γραφείου. Στη θέση των πάγκων, των βιβλίων και των υπολογιστών μας υπήρχαν πια κρεβάτια που είχαν αφεθεί ξέστρωτα από ανθρώπους που έρχονται και φεύγουν γρήγορα από την πόλη, που παραδίδουν μέσα σε μερικές μέρες τα κλειδιά που εμείς κάποτε είχαμε περασμένα μαζί με αυτά του σπιτιού μας.
Λίγες μέρες νωρίτερα, έβλεπα μέσα από ένα άλλο παράθυρο το αποχαιρετιστήριο πάρτι ενός φίλου που κάποτε ζήλευα πολύ για το γεγονός ότι μένει ανάμεσα στο Σύνταγμα και το Μοναστηράκι, μια ανάσα από το Galaxy bar και άλλες δύο από τα σουβλάκια του Κώστα στη Φιλελλήνων. Και ενώ τραγουδούσα στο μπαλκόνι, άκουγα πίσω μου ροδάκια από βαλίτσες να κάνουν κρότο σε έναν πεζοδρομημένο παράδρομο της Ερμού. Αυτό το κέντρο που θυμόμουν κάποτε σκοτεινό έχει πια φωτίσει από άκρη σε άκρη, έχει μεταμορφωθεί με έναν τρόπο που μερικές φορές νιώθεις να σε πετάει έξω, να μη σου απευθύνεται.
Πιο πρόσφατα, όταν προσπαθούσαμε να ξεπαρκάρουμε από την πλατεία Καρύτση, έκλεισα τα παράθυρα του αυτοκινήτου για να ακούγονται λιγότερο τα χτυπήματα που μας έδινε στο καπό και στην οροφή το πλήθος που είχε πλημμυρίσει το μικρό στενό με ένα ποτό ανά χείρας. Σκρόλαρα παράλληλα στο κινητό μου μέχρι να απεγκλωβιστούμε, σαν να μη συμβαίνει τίποτα, έχοντας στο μυαλό μου αυτό που μου είπε κάποιος πρόσφατα, πως «η απάθεια είναι επικίνδυνη, αλλά μόνο με αυτή επιβιώνεις πια στο κέντρο της Αθήνας». Οι κάτοικοι της Βαρκελώνης βέβαια δεν διάλεξαν αυτόν τον δρόμο: έχοντας διαμαρτυρηθεί πολλές φορές για τον υπερτουρισμό που τους κύκλωσε, άσκησαν πίεση προκειμένου να ανακοινωθούν σχέδια για την εφαρμογή μιας πλήρους απαγόρευσης των βραχυχρόνιων ενοικιάσεων έως τον Νοέμβριο του 2028.
Παρόλ' αυτά, και ενώ πολλοί άνθρωποι του real estate μου λένε ότι θα βγάλω πάρα πολλά λεφτά αν αξιοποιήσω αυτό το διαμέρισμα, θα έπρεπε να συμβεί κάτι κοσμογονικό για να μετακομίσω. Θα μπορούσα να ζω σε ένα πολύ μεγαλύτερο σπίτι, αλλά ξέρω πως αυτήν τη θέση και αυτήν τη θέα δεν θα τη βρω πουθενά.
Έχω υπάρξει κι εγώ βέβαια μία από αυτούς που διαμένουν σε Αirbnb προκειμένου να βγει πιο οικονομικό ένα ταξίδι, κι έχω συνωστιστεί έξω από ένα μπαρ του εξωτερικού πιστεύοντας ότι εκεί είναι η φάση – πράγματα που τείνω να ξεχνάω όταν ερχόμαστε στα καθ' ημάς. Double standards; Προφανώς, αλλά ποιος μπορεί να πει ότι έχει άμεμπτη ηθική όταν καλείται να διαχειριστεί την πραγματικότητα;
Προτού αρχίσω να γράφω αυτό το κείμενο, κράσαρα ένα σπιτικό πάρτι στου Ψυρρή, δίχως να γνωρίζω την εορτάζουσα, έχοντας όμως την περιέργεια να δω ποιοι μένουν ακόμα στον ομφαλό της πόλης, στο σημείο για το οποίο κάποτε έκανα κοπάνες και έπαιρνα δύο μέσα προκειμένου να το προσεγγίσω και να νιώσω κομμάτι του. Φτάνοντας στην είσοδο του κτιρίου, αντί να χτυπήσω ένα τυπικό κουδούνι με ένα όνομα πάνω, έπρεπε να πληκτρολογήσω έναν κωδικό. Περνώντας την είσοδο, συνάντησα ένα παλιό θυρωρείο – το φωτογράφισα. Ξαναμπήκα στο ίδιο κτίριο δύο εβδομάδες αργότερα, προκειμένου να μιλήσω με την τελευταία ένοικό του και να μου δείξει από το παράθυρό της τη λοξή θέα προς την Ακρόπολη. Κάνω να φύγω και συνειδητοποιώ πως οι τοίχοι έχουν βαφτεί, ο χώρος έχει αποκτήσει μια ξενοδοχειακού τύπου ομοιομορφία και το θυρωρείο δεν υπάρχει πια – άλλωστε, οι άνθρωποι που κάποτε έβρισκαν την αλληλογραφία τους εκεί έχουν φύγει.
Ιωάννα Κλεφτόγιαννη, δημοσιογράφος

Από φοιτήτρια ακόμα, και ενώ είχα την εναλλακτική να μείνω στα Εξάρχεια, προτίμησα να έχω θέα στη Μητρόπολη. Μένω λοιπόν για περισσότερα από είκοσι χρόνια σε αυτό το διαμέρισμα που κάποτε υπήρξε το γραφείο του παππού μου. Με θυμάμαι παιδί να βγαίνω σε αυτό το μπαλκόνι, να μου δείχνει η γιαγιά μου τις φιγούρες ανθρώπων που στέκονταν πάνω στην Πνύκα και να μου λέει: «Κοίτα τα καραγκιοζάκια» – κάτι που μου έμεινε και λέω κι εγώ μέχρι σήμερα.
Όταν μετακόμισα στην περιοχή ήταν κακόφημη, ήταν τα απόνερα μιας εποχής κατά την οποία η Πλάκα ήταν γεμάτη με ουσιοεξαρτημένους. Ο δρόμος ήταν σκοτεινός, ενώ απέναντι από το σπίτι υπήρχε ένα μπαρ με κονσομασιόν που οι θαμώνες του μου μιλούσαν όταν περνούσα. Το σημείο άρχισε να αλλάζει στα μέσα του 2000, όταν άνοιξαν κάποια μαγαζιά-σημεία αναφοράς. Εκείνη η σταδιακή μεταμόρφωση ήταν ωραία, είχε ένα μέτρο. Όταν έκανα παιδί, με ρωτούσαν όλοι αν θα μετακομίσω στο Μαρούσι, σε μια μονοκατοικία με κήπο, αλλά δεν διαπραγματευόμουν το να αφήσω αυτή την ελευθερία που σου δίνει η ζωή στο κέντρο, το να τα έχεις όλα σε απόσταση βολής, τα θέατρα και τα θερινά σινεμά.
Τώρα πια δυσκολεύομαι να κατέβω από το σπίτι μου με το ασανσέρ, αφού είναι μονίμως κατειλημμένο από ανθρώπους με βαλίτσες. Και παρότι ζω τόσο κεντρικά, ο μοναδικός θόρυβος που με έχει ενοχλήσει δεν είναι οι φωνές του κόσμου που βγαίνουν στην περιοχή, οι μουσικές των μαγαζιών ή το ρολόι της Μητρόπολης που δεν με αφήνει να ξεχάσω την ώρα, αλλά οι οικοδομικές εργασίες που έγιναν στο κτίριο προκειμένου να προσαρμοστούν τα διαμερίσματα στη βραχυχρόνια μίσθωση. Είμαι η τελευταία που ζω σε μια πολυκατοικία που κάποτε ήταν καλοβαλμένη, με τον δικό της θυρωρό, μέχρι που άρχισαν να φεύγουν σταδιακά οι λίγοι της ένοικοι, οι αργυροχρυσοχόοι και οι υφασματέμποροι, προκειμένου να μετατραπεί σε ένα Airbnb-άδικο.
Είμαι η τελευταία που ζω σε μια πολυκατοικία που κάποτε ήταν καλοβαλμένη, με τον δικό της θυρωρό, μέχρι που άρχισαν να φεύγουν σταδιακά οι λίγοι της ένοικοι, οι αργυροχρυσοχόοι και οι υφασματέμποροι, προκειμένου να μετατραπεί σε ένα Airbnbάδικο.
Από τη στιγμή, λοιπόν, που είμαι η μοναδική μόνιμη ένοικος, έχω βρεθεί να μου χτυπάνε τα κουδούνια από τα γύρω Airbnb και να ρωτάνε διάφορα, πιστεύοντας ότι έχω την απάντηση ή τη λύση. Μάλιστα, μια παρέα τουριστών που έμενε εδώ κατά τη διάρκεια ενός μπάτσελορ πάρτι, έσπασε τα υδραυλικά της πολυκατοικίας, βανδάλισε το ασανσέρ και κλείστηκε μέσα σε αυτό. Έπειτα, ακριβώς απέναντί μου, εκεί όπου κάποτε ζούσε μια οικογένεια που δεν την έβλεπα και δεν με έβλεπε, μια και είχε γεμίσει το μπαλκόνι της με γλάστρες και βουκαμβίλιες, φτιάχτηκε ένα ξενοδοχείο το οποίο έκανε ένα παράνομο πανωσήκωμα, και από τις καρέκλες που βλέπω ότι έχουν φέρει καταλαβαίνω πως ετοιμάζεται να ανοίξει μπαρ. Ψάχνω με μηχανικούς και αρχιτέκτονες τι πατέντα μπορώ να κάνω προκειμένου να μπορώ να κυκλοφορήσω ελεύθερα μέσα στο σπίτι μου και να έχω απρόσκοπτη θέα στην Ακρόπολη και στη Μητρόπολη, αυτό το τοπίο που με κάνει ακόμα να λέω: «Θεέ μου, πού βρίσκομαι;».
Πια δεν μπορώ να βγω ατημέλητη στον δρόμο, αφού όλο και κάποιος γνωστός θα κάθεται σε κάποιο από τα πολλά μαγαζιά που λειτουργούν κάτω από το σπίτι, θα ακούσω «Ιωάννα!» και θα πρέπει να γυρίσω. Παράλληλα, παρακολούθησα κατά τη διάρκεια του κορωνοϊού πώς εκμεταλλεύτηκαν κάποιοι τα μέτρα στην εστίαση προκειμένου να καταλάβουν επιπλέον δημόσιο χώρο με τα τραπεζοκαθίσματά τους και να μην τους μαζέψει κανείς από τότε. Το βλέπεις να συμβαίνει, εκνευρίζεσαι, δεν μπορείς να περάσεις καμιά φορά, αλλά το παίρνεις απόφαση. Και δεν σου κρύβω πως όταν βλέπω να ανοίγει ακόμα μια κοινότοπη καφετέρια, χωρίς χρώμα, ενοχλούμαι. Από την άλλη, αν εμφανιστεί ένα νέο, αλλά ευφάνταστο μαγαζί, θα το επισκεφθώ και θα το δοκιμάσω.
Ας μη στρουθοκαμηλίζουμε, όπως όλα συμβαίνουν με μια χρονοκαθυστέρηση στην Ελλάδα, έτσι και το κέντρο της Αθήνας άργησε να γίνει αμιγώς τουριστικό. Το θέμα είναι τι θα γίνει από εδώ και πέρα με τις οικοδομές που αγοράζονται από διάφορα λόμπι, τα οποία πετάνε έξω κάτοικους και καταστηματάρχες προκειμένου να φτιαχτούν κι άλλα ξενοδοχεία. Μια ευνομούμενη πολιτεία θα φρόντιζε να προστατεύσει τους πολίτες της από εκείνους που δεν διστάζουν να τους ξεσπιτώσουν χωρίς να σέβονται καν την ηλικία τους.
Παρόλ' αυτά, και ενώ πολλοί άνθρωποι του real estate μου λένε ότι θα βγάλω πάρα πολλά λεφτά αν αξιοποιήσω αυτό το διαμέρισμα, θα έπρεπε να συμβεί κάτι κοσμογονικό για να μετακομίσω. Θα μπορούσα να ζω σε ένα πολύ μεγαλύτερο σπίτι, αλλά ξέρω πως αυτήν τη θέση και αυτήν τη θέα δεν θα τη βρω πουθενά.
Δημήτρης Ξανθούλης, συλλέκτης

Όλοι μου λένε πόσο τυχερός είμαι που μένω στο κέντρο. Πού να ’ξεραν πόσο εφιαλτικό είναι.
Όταν μετακόμισα στο Σύνταγμα πριν από δώδεκα χρόνια, στην πολυκατοικία υπήρχαν έξι-επτά «Ενοικιάζεται». Τη γνωρίζω από μικρός την περιοχή και μου άρεσε πολύ η ιδέα να μείνω εδώ. Κάποτε ήταν μια γειτονιά κανονική, με τον ψαρά της, τον μπακάλη της, με τα μαγειρεία και τα φημισμένα σουβλατζίδικα της Απόλλωνος που δεν υπάρχουν πια, με τον φούρνο που έψηνε κλασικά κουλουράκια και όχι τα κρουασάν που προσφέρουν σήμερα τα bakeries που έχουν εμφανιστεί. Eίχε κτίρια που έχασαν την αλήθεια τους γιατί κακοποιήθηκαν.
Το κέντρο δεν έχει πια ψυχή, πρέπει να φεύγει κανείς από αυτό. Εγώ παραμένω γιατί έχω πάρα πολλά πράγματα εδώ και μου είναι δύσκολο να μετακινηθώ. Από τη μια πλευρά, το έχω συνηθίσει και μου φαίνονται εύκολα κάποια πράγματα, από την άλλη για να ψωνίσεις πια τρία βασικά πράγματα πρέπει να κατέβεις μέχρι την Αθηνάς. Έπειτα, η ηχορύπανση είναι εφιαλτική το βράδυ, όταν λειτουργούν τέσσερα εστιατόρια σε ένα σταυροδρόμι – από πού βγαίνουν αυτές οι άδειες; Ταυτόχρονα, το φαγητό της περιοχής σερβίρεται σε μερίδες τάπας, είναι πανάκριβο και ακόμα και αν είναι νόστιμο δεν δημιουργεί ανάμνηση, μόλις βγεις έξω από το μαγαζί το έχεις ξεχάσει.
Αυτό που με ευχαριστεί ακόμα είναι να κατηφορίζω προς το Μοναστηράκι των παλιατζήδων, όταν ακόμα είναι όλα κλειστά, και να νιώθω ότι η πόλη ξυπνάει σιγά σιγά.
Στις μουσικές και στην οχλοβοή έρχονται το καλοκαίρι να προστεθούν τα κλιματιστικά που είναι αναμμένα παντού κάνοντας θόρυβο. Σε αυτή την πόλη δεν υπήρξε ποτέ καμία πολιτική διαμόρφωσης και ανάπτυξης του κέντρου, από κανέναν δήμαρχο, από καμία κυβέρνηση. Το Σύνταγμα, που κάποτε ήταν ένα σημείο ραντεβού για τους Αθηναίους, είναι πια τόσο βρόμικο που σιχαίνεσαι να περάσεις. Σε έναν δρόμο όπως η Μητροπόλεως, που έχει σχεδιαστεί για να περνάνε οι κάτοικοι και τα αυτοκίνητά τους, αυτήν τη στιγμή λειτουργούν καμιά εικοσαριά ξενοδοχεία, πράγμα που σημαίνει ότι χιλιάδες ταξί περνάνε από αυτόν για να φορτώσουν και να ξεφορτώσουν κόσμο. Δρόμοι σαν αυτόν όμως δεν είναι φτιαγμένοι για να ανεχτούν τόσο μεγάλη κυκλοφορία. Παρ' όλα αυτά, αν δεν μένεις σε ξενοδοχείο, δεν βρίσκεις ταξί εδώ, μόνο αν κλείσεις ραντεβού.
Αυτό που με ευχαριστεί ακόμα είναι να κατηφορίζω προς το Μοναστηράκι των παλιατζήδων, όταν ακόμα είναι όλα κλειστά, και να νιώθω ότι η πόλη ξυπνάει σιγά σιγά. Αλλά αυτό πρέπει να το κάνει κάποιος στις επτά το πρωί, γιατί αν το επιχειρήσει από τις οκτώ και τέταρτο και μετά, θα συναντήσει ένα χάλι. Όσο για την Πλάκα, τελείωσε – παλιούς κατοίκους δεν έχει, αφού τα παιδιά τους πούλησαν τα σπίτια. Ζούμε στα ερείπια μιας πόλης, σε μια φαντασία, σε μια ανάμνηση, ενώ η τωρινή πραγματικότητα δεν έχει καμία σχέση με την πόλη που έχουμε στο μυαλό μας. Και αυτή η κατάσταση δεν αναστρέφεται. Ποιος νεότερος θα έρθει να ζήσει εδώ; Ποιος αντέχει τα ενοίκια που ζητάνε;
Αν και παραείναι τρέντι για τα γούστα μου, αν έφευγα από εδώ, θα κοίταζα να μετακομίσω στην Κυψέλη. Έχει ακόμα κατοίκους προς τα εκεί, και αυτό είναι το πιο σημαντικό για μια περιοχή.
Ευφροσύνη Δοξιάδη, εικαστικός

Ζω 25 χρόνια στο κέντρο, απ’ όταν η πλατεία Αγίας Ειρήνης ήταν πολύ ήσυχη και ωραία. Δεν επιτρέπεται ένα μέρος τόσο κοντά στα αρχαία –εδώ που πριν από μερικά χρόνια βρέθηκε η κεφαλή του Ερμή– να είναι τόσο χάλια, και δεν μιλάω για τα καφενεία που έχουν ανοίξει στην περιοχή· η ζωντάνια αυτή δεν με ενοχλεί, γιατί στ’ αλήθεια είναι και λίγα αυτά που παίζουν δυνατή μουσική. Και δεν πιστεύω πως υπάρχει πια και κάποια γειτονιά στην Αθήνα που να σου εξασφαλίζει ότι θα έχεις την ησυχία σου.
Ένας από τους λόγους που το σημείο είναι πια ανυπόφορο είναι πως στην απέναντι πολυκατοικία, επί της οδού Ερμού, τοποθέτησαν παρανόμως πριν από τέσσερα χρόνια κεραία κινητής τηλεφωνίας η οποία ακτινοβολεί μέσα στο υπνοδωμάτιό μου. Έφερα έναν ειδικό για να μετρήσει την ακτινοβολία και τη βρήκε πολύ πάνω από την επιτρεπόμενη, σύμφωνα τα όρια που προβλέπονται διεθνώς. Δηλαδή, ή φεύγεις ή αγοράζεις πανάκριβες μεταλλικές κουρτίνες από τη Γερμανία, όπως αναγκάστηκα να κάνω εγώ. Τα παιδιά μου μού λένε να φύγω, αλλά να μετακομίσω σε αυτή την ηλικία;
Είμαι τόσο κοντά στην Ακρόπολη και στα αρχαία μνημεία της πόλης και επειδή πιστεύω στο λεγόμενο «spirit of place», αισθάνομαι ότι αυτό το μέρος έχει μια άλλη ενέργεια. Με ενδιαφέρει να μένω σε μια γειτονιά όπου να μπορώ να δουλέψω. Και καθώς το εργαστήριό μου συστεγάζεται με το σπίτι μου, ζωγραφίζω και ρέει το πράγμα.
Αυτό και μόνο είναι αρκετό για να διώξει κόσμο από το κέντρο, δεν είναι αστειάκι. Με τις παρανομίες που επιτρέπονται δεν ξέρεις από πού θα σου έρθει. Βρίσκεις ένα ωραίο γραφείο και το μετατρέπεις σε σπίτι γιατί θες να είσαι στο κέντρο, αλλά όλο αυτό έχει ημερομηνία λήξης, αφού όλο και με κάτι σε βομβαρδίζουν. Και αν τους καταγγείλεις, μέχρι να βγάλεις άκρη έχεις περάσεις την υπόλοιπη ζωή σου στα δικαστήρια.
Σε διώχνει από το κέντρο και το ότι σε ένα κοντινό Airbnb φωνάζουν και γελάνε μέχρι τα ξημερώματα, σε διώχνουν και η βρομιά και οι τρύπες στα πεζοδρόμια – εγώ πια χρειάζομαι κάποιον να με κρατάει όταν περπατάω στον δρόμο.

Αν δεν συνέβαιναν όλα τα παραπάνω, το να ζει κανείς στο κέντρο της πόλης είναι αριστούργημα. Είμαι τόσο κοντά στην Ακρόπολη και στα αρχαία μνημεία της πόλης και επειδή πιστεύω στο λεγόμενο «spirit of place», αισθάνομαι ότι αυτό το μέρος έχει μια άλλη ενέργεια. Με ενδιαφέρει να μένω σε μια γειτονιά όπου να μπορώ να δουλέψω. Και καθώς το εργαστήριό μου συστεγάζεται με το σπίτι μου, ζωγραφίζω και ρέει το πράγμα. Νομίζω πως αν ζούσα κάπου αλλού, στο Κολωνάκι ας πούμε, δεν θα μπορούσα να τραβήξω γραμμή.
Νιώθω ότι μένω ακόμα σε μια γειτονιά όταν κατεβαίνω για τα απαραίτητα στην κεντρική αγορά και αράζω στον Ζαρκαδιάν, που έχει τις πιο ωραίες τσακιστές ελιές, ή όταν πηγαίνω να φάω στο Παραδοσιακό στην Κολοκοτρώνη. Μου λείπει όμως ένας φίλος που αναγκάστηκε να φύγει από εδώ. Τον έλεγαν Τριάδη και ήταν ένας υπέροχος πολυταξιδεμένος άνθρωπος που έμπαινες μες στο μαγαζάκι του και ήταν λες και ταξίδευες στις Ινδίες. Eίχε φέρει πράγματα από εκεί πριν από 40 χρόνια που τα πουλούσε πολύ οικονομικά. Και δεν μου λείπει το φθηνό, μου λείπει ο ίδιος, που τον έδιωξαν για να γίνει το κτίριο ξενοδοχείο.
Στάθης Μητρόπουλος, γραφίστας/βιβλιοπώλης/DJ

Φεύγοντας από το Μετς πριν από δώδεκα χρόνια δυσκολεύτηκα να φανταστώ τον εαυτό μου στου Ψυρρή. Για αρκετό καιρό, όταν επέστρεφα στο σπίτι έπρεπε να περάσω πάνω από ανθρώπους που έκαναν χρήση ναρκωτικών για να μπω. Ήταν σκληρό το σκηνικό.
Από τότε έχουν αλλάξει τα πράγματα: έχουν φύγει τα ναρκωτικά – για την ακρίβεια, έχουν μεταφερθεί δυο στενά πιο κάτω. Παράλληλα γίνονται διαρκώς ανακαινίσεις στα γύρω διαμερίσματα που προορίζονται για βραχυχρόνια μίσθωση και κατασκευάζονται νέα ξενοδοχεία, κάτι που φυσικά θα αλλάξει και το κόστος των ενοικίων στην περιοχή, παρότι ήδη οι μισοί σε αυτήν τη χώρα εργαζόμαστε για να συντηρούμε τους άλλους μισούς. Και ενώ ανεβαίνει η αξία των ακινήτων και τα ενοίκια, δεν βλέπω να βελτιώνεται κάτι έξω από τα σπίτια μας: στους δρόμους, στις πλατείες, στην καθαριότητα, στην ποιότητα ζωής που προσφέρει αυτή η πόλη.
Αυτό που χαρακτήριζε κάποτε του Ψυρρή ήταν οι αυλές με τις βουκαμβίλιες και οι ταβέρνες όπου έτρωγαν οι εργάτες. Πια είναι μια Disneyland με θεματικά, ινσταγκραμικά μαγαζιά, με μέρη που μπορεί να είναι αφιερωμένα στην Αλίκη στη Χώρα των Θαυμάτων, και όσα ξέραμε κάποτε δεν θα ξαναγυρίσουν. Τα παλιά κουλ μέρη έκλεισαν για να ανοίξουν στη θέση τους πράγματα generic αισθητικής που προσελκύουν τον ανάλογο κόσμο. Νομίζω ότι δεν είμαστε πολύ μακριά από το να συμβεί στο κέντρο αυτό που συνέβη στο Γκάζι, που το ξεζούμισαν όσο μπορούσαν και πια δεν πατάει άνθρωπος. Το μόνο που έχει μείνει εδώ γύρω και κρατάει ακόμα είναι η Cantina Social, ένας φάρος αναμνήσεων και σύνδεσης με την Αθήνα που ξέραμε και βγαίναμε.
Αυτό που χαρακτήριζε κάποτε του Ψυρρή ήταν οι αυλές με τις βουκαμβίλιες και οι ταβέρνες όπου έτρωγαν οι εργάτες. Πια είναι μια Disneyland με θεματικά, ινσταγκραμικά μαγαζιά, με μέρη που μπορεί να είναι αφιερωμένα στην Αλίκη στη Χώρα των Θαυμάτων, και όσα ξέραμε κάποτε δεν θα ξαναγυρίσουν.
Κάποτε κοιμόμουν με ανοιχτά παράθυρα. Αυτήν τη στιγμή όμως έχω τρεις οικοδομές γύρω μου που ξεκινούν εργασίες από τις οκτώ το πρωί, ενώ το βράδυ ακούω τα πάρτι που γίνονται στις ταράτσες – και δεν εννοώ τα γενέθλια που θα κάνει κάποιος στο σπίτι του μία φορά τον χρόνο αλλά ότι κάθε Παρασκευή και Σάββατο διοργανώνονται events στα γύρω ξενοδοχεία. Αν θέλω να αράξω σπίτι μου δηλαδή και να μη βγω, θα πρέπει να κλειδαμπαρωθώ μέσα με ωτοασπίδες.
Δεν μπορώ να πω ότι μένω σε γειτονιά όταν η Ομόνοια βρίσκεται στα πέντε λεπτά. Ωστόσο, η δική μου και η απέναντι πολυκατοικία μοιάζουν με νησίδες, έχουν ακόμα μόνιμους κατοίκους που έχουν αναπτύξει σχέσεις ξέροντας πως είναι απροστάτευτοι απ’ όσα συμβαίνουν γύρω τους: βγαίνεις στο μπαλκόνι και χαιρετάς την κυρία Θεοδώρα απέναντι, βγαίνει και εκείνη το βράδυ και σε βρίζει αν κάνεις φασαρία, αφήνεις τα κλειδιά σου στον γείτονα που θα σε πάρει να σε ρωτήσει αν ξέχασε το αυτόματο πότισμα ανοιχτό – όλα αυτά.

Φτάνοντας στον Πειραιά από τις διακοπές σου, δεν παθαίνεις σοκ μόλις συνειδητοποιείς από πόση ασχήμια περιτριγυρίζεσαι σε αυτήν την πόλη; Η ασχήμια δεν έχει να κάνει μόνο με την αρχιτεκτονική, αλλά και με την αυθαιρεσία του καθενός, το ότι ο καθένας θα βάψει ό,τι χρώμα να ’ναι την πρόσοψη του διαμερίσματός του σε μια πολυκατοικία, ένας άλλος θα παρκάρει ή θα βάλει τραπεζοκαθίσματα σε ένα πεζοδρόμιο πλάτους ενός μέτρου και ένας τρίτος θα κατουρήσει κάτω από το παράθυρο ενός ισόγειου διαμερίσματος ή θα ουρλιάζει το βράδυ περπατώντας στον δρόμο, αφού στη συνείδηση του κόσμου πια μοιάζει αδιανόητο το να μένει κάποιος εδώ. Αυτή η αυθαιρεσία νομίζω ότι είναι ο λόγος για τον οποίο αυτό το κέντρο που συζητάμε σήμερα είναι μια φούσκα που θα σκάσει και θα βρεθούν πολλοί απ’ όσους έχουν επενδύσει σε αυτό εκτεθειμένοι. Είναι εντελώς αφημένα στην τύχη τους τα πράγματα. Και στην Αθήνα δεν διαμαρτυρόμαστε ποτέ για το στεγαστικό, για τον δημόσιο χώρο που δικαιούμαστε, για πράγματα που αφορούν την καθημερινότητά μας στην πόλη.
Εύα Μανιδάκη, αρχιτέκτονας-σκηνογράφος

Οι φίλοι μου πίστευαν πως τρελάθηκα όταν πριν από είκοσι πέντε χρόνια αποφάσισα να φύγω από την Κηφισιά και να μετατρέψω σε διαμέρισμα μια πρώην αποθήκη υφασμάτων. Δεν υπήρχε άλλος ένοικος στο κτίριο – αναγκάστηκα να βάλω μόνη μου πόρτα στην είσοδο του κτιρίου και ψεύτικα ονόματα στα κουδούνια για να δίνω την εντύπωση πως κατοικείται και από άλλους. Δεν υπήρχαν σούπερ-μάρκετ τριγύρω, ενώ το βράδυ δεν κυκλοφορούσε ψυχή. Και όταν πια η πιάτσα των ναρκωτικών μεταφέρθηκε σε αυτό το σημείο, αναγκάστηκα να βάλω και δεύτερη πόρτα.
Πάντα όμως, σε όλες τις πόλεις του κόσμου, μου αρέσει το κέντρο, γιατί εκεί χτυπάει ο παλμός τους. Και αυτό που με γοήτευσε ερχόμενη εδώ είναι το να ξυπνάω και να βλέπω την πλατεία Αγίας Ειρήνης, που τότε δεν την ήξερε πολύς κόσμος, αλλά ήταν πολύ αγαπημένη μου, με τα νεοκλασικά της, με την εκκλησία της, που υπήρξε η πρώτη Μητρόπολη των Αθηνών και οι λειτουργίες της έχουν κάτι μοναδικό, με τις μυρωδιές που είχε όταν ακόμα ήταν γεμάτη με λουλούδια. Τώρα έχει μείνει μόνο ένα ανθοπωλείο στο σημείο, αλλά μπορεί κι αυτό να φύγει σε λίγο, αφού το πνίγουν τα τραπεζοκαθίσματα.
Οι άνθρωποι που κυκλοφορούν σε αυτό το κέντρο είναι οι τουρίστες και παρότι κι εγώ αγαπώ τον τουρισμό και ταξιδεύω συχνά, αυτό που έχει συμβεί στην Αθήνα έγινε χωρίς σχεδιασμό – η τυχαιότητα των πραγμάτων είναι πολύ ορατή, σαν να πέρασε μια σκούπα και να έσβησε όλο το κομμάτι της μνήμης.
Όσοι λίγοι κατοικούσαμε τότε γύρω από την πλατεία μοιάζαμε με ασκητές. Μέναμε όλοι στα ψηλά των κτιρίων και καταλαβαίναμε πότε κάποιος επέστρεφε σπίτι από τα αναμμένα φώτα, έτσι, τηλεφωνούσαμε ο ένας στον άλλον για να φάμε παρέα. Είχε την αίσθηση μιας γειτονιάς άλλου τύπου, με τους υφασματέμπορους, με τα παλιά της μαγειρεία, με το μοναδικό ξενοδοχείο που υπήρχε τότε εδώ, πολύ μικρό και πολύ οικονομικό, που εξυπηρετούσε τους ανθρώπους από την επαρχία. Δεν μου αρέσει η νοσταλγία, αλλά κάποτε αυτά τα μικρά καταστήματα και οι άνθρωποι που δούλευαν εδώ έδιναν στο κέντρο αυτήν τη ζωντάνια που φέρνει η ποικιλομορφία. Δεν γίνεται να φεύγουν εκείνοι που σχετίζονται με την ιστορία του κέντρου. Δεν είναι μόνο αρχαίες πέτρες η Αθήνα, είναι και όλη αυτή Ιστορία των εκατό χρόνων κατά τα οποία η πόλη αναπτυσσόταν.

Με πληγώνει βαθιά το σημερινό κέντρο. Ήρθα να μείνω εδώ και για την οδό Αιόλου, που με το τρομερό της άνοιγμα οδηγεί το βλέμμα απευθείας στον βράχο της Ακρόπολης και στο μνημείο του Παρθενώνα, και έχει κι αυτό το αεράκι από το οποίο έχει πάρει το όνομά της. Μόνο που πια είναι γεμάτη φράγματα και οι μυρωδιές των λουλουδιών έχουν αντικατασταθεί από αυτές που αφήνουν τα κακής ποιότητας λάδια και τα λίπη, ενώ είναι τόσα πια τα καταστήματα υγειονομικού ενδιαφέροντος που η περιοχή δεν μπορεί να υποστηρίξει τα σκουπίδια και τις αποχετεύσεις τους. Πλέον, θέλω να πάω στο γραφείο μου που είναι δίπλα στο σπίτι και δεν περνάω από την Αιόλου. Οι άνθρωποι που κυκλοφορούν σε αυτό το κέντρο είναι οι τουρίστες και παρότι κι εγώ αγαπώ τον τουρισμό και ταξιδεύω συχνά, αυτό που έχει συμβεί στην Αθήνα έγινε χωρίς σχεδιασμό – η τυχαιότητα των πραγμάτων είναι πολύ ορατή, σαν να πέρασε μια σκούπα και να έσβησε όλο το κομμάτι της μνήμης.
Μια πόλη είναι προηγμένη όταν σκέφτεται τον άνθρωπο. Η Αθήνα σκέφτεται τα λεφτά – ο καθένας είναι για την τσέπη του. Και επειδή έχω ζήσει πολλούς δημάρχους, δεν θεωρώ ότι υπήρξε κάποιος που να γνωρίζει βαθιά αυτή την πόλη, που να την περπατάει και να τη νοιάζεται.
Η ξενοδοχειακή ανάπτυξη έγινε ταχύτατα στην περιοχή, αν και το γεγονός πως ολόκληρα κτίρια που ήταν ακατοίκητα για πολλά χρόνια –κάποια από τα οποία έχουν και πολύ ενδιαφέρουσα αρχιτεκτονική– αξιοποιήθηκαν έχει και τα θετικά του· όταν ένα κτίριο ρημάζει για χρόνια γίνεται εστία βρομιάς, ενώ συχνά βρίσκουν στέγη εκεί άνθρωποι που ζουν στο περιθώριο και που ανάβοντας μια φωτιά για να ζεσταθούν μπορεί να προκαλέσουν πυρκαγιά – σε αυτά τα 25 χρόνια έχω ζήσει τέσσερις τέτοιες. Παρ' όλα αυτά, δεν το κουνάω από ’δω, η αγάπη μου γι’ αυτή την πόλη με έχει κάνει να υπομείνω πολλά.
Και επειδή μου αρέσει να αποκτώ προσωπικές σχέσεις, στη διαδρομή από το σπίτι στο γραφείο υπάρχουν κάποιο μικροί φάροι για μένα στη νέα εποχή αυτής της γειτονιάς, όπως η οικογένεια του Feyrouz στην Καρόρη που αφήνει με τα μαγειρέματά της αυτήν τη μυρωδιά κανέλας στον δρόμο, ή τα παιδιά του Wine is fine που, παρότι πήραν ένα μαγαζί το οποίο επισκεπτόμουν, δεν πείραξαν τη ’70-ίλα του για να κάνουν άλλο ένα φασόν μέρος – ουσιαστικά βγήκαν από μέσα τα είδη κιγκαλερίας και έβαλαν τα κρασιά τους.
Κωνσταντίνος Δαγριτζίκος, επιχειρηματίας

Επιστρέφοντας από το Λονδίνο το 2009, ήμουν αποφασισμένος να μείνω στο εμπορικό τρίγωνο της Αθήνας. Όταν πρωτοήρθα εδώ, σε έναν δρόμο μεταξύ Ερμού και Μητροπόλεως, έμενα στο μισό σπίτι και στο άλλο μισό είχαν το στούντιο και το ατελιέ τους δυο φίλες μου – κάναμε και μερικά πάρτι τα βράδια, μια χαρά τα βρίσκαμε.
Ο πεζόδρομος της Πετράκη ήταν πάρκινγκ για αυτοκίνητα τότε, μια και δεν υπήρχαν τραπεζοκαθίσματα. Είχε ένα μαγαζί με αμπαζούρ, ένα με αντίκες, ένα με σωβρακοφανέλες – μέρη που έκλεισαν μέσα στην κρίση. Στ’ αλήθεια, ήταν ένα ψαγμένο στενάκι, και το ουρητήριο της Ερμού. Πλέον είναι γεμάτο με μαγαζιά, κάτι που βέβαια ήταν λογικό κι επόμενο να συμβεί – άργησε κιόλας.
Αν πω σε κάποιον που δεν είναι εξοικειωμένος με την περιοχή ότι μένω στο Σύνταγμα, θα φανταστεί τη Βουλή, την πλατεία, τα McDonald’s και γραφεία, άρα η κλασική ερώτηση που μου κάνουν είναι «Έχει σπίτια εκεί;» – και με τρομοκρατημένο ύφος, με απορία δηλαδή για το πώς αντέχω. Η αλήθεια είναι πως η πολυκατοικία είχε λίγες κατοικίες και περισσότερα γραφεία. Πλέον αποτελείται κυρίως από Airbnb και λίγους επαγγελματικούς χώρους. Ένα βράδυ, και ενώ κοιμάμαι, ακούω το κλειδί στην πόρτα και φωνές απ’ έξω. Σηκώνομαι, παίρνω έναν πλάστη, ανοίγω και βλέπω μια παρέα τουριστών που είχε μπερδέψει τους ορόφους, το σπίτι μου με το διαμέρισμα που ενοικίαζαν. Πάντως, παρότι κατοικώ τόσο κεντρικά, και αν εξαιρέσεις το white noise από τις κλιματιστικές μονάδες, άλλου είδους φασαρία δεν ακούω με κλειστά τα παράθυρα.
Σίγουρα δεν νιώθω ότι μένω σε μια γειτονιά, αλλά δεν μου αρέσουν και οι οικιστικές περιοχές. Υπάρχουν δηλαδή άνθρωποι στο στενό μου που τους συναντώ δεκαέξι χρόνια τώρα, δέκα φορές τη μέρα, παρ' όλα αυτά δεν τους έχω χαιρετήσει ποτέ, δεν θέλω να τους γνωρίζω όλους. Είμαι κατά του «stop & chat», που λέει και ο Larry David.
Υπάρχουν χίλια πράγματα για τα οποία μπορώ να παραπονεθώ και άλλα τόσα για τα οποία δεν θέλω να γκρινιάζω, μια και έχω επιλέξει να ζω στο κέντρο της Αθήνας, γιατί πάντα μού άρεσε αυτό το χύμα πλαίσιο που έχει. Προφανώς το να έχεις δύο παιδιά και να προσπαθείς να μετακινήσεις ένα καροτσάκι δεν είναι το πιο εύκολο πράγμα, αλλά δεν θέλω να περάσω όλη μου τη ζωή γκρινιάζοντας, βρίζοντας τους ταξιτζήδες και τα βανάκια με τους τουρίστες. Δεν με ενοχλεί το κέντρο, στ’ αλήθεια με βολεύει, γιατί στην καθημερινότητά μου κάνω τα πάντα με τα πόδια.
Σίγουρα δεν νιώθω ότι μένω σε μια γειτονιά, αλλά δεν μου αρέσουν και οι οικιστικές περιοχές. Υπάρχουν δηλαδή άνθρωποι στο στενό μου που τους συναντώ δεκαέξι χρόνια τώρα, δέκα φορές τη μέρα, παρ' όλα αυτά δεν τους έχω χαιρετήσει ποτέ, δεν θέλω να τους γνωρίζω όλους. Είμαι κατά του «stop & chat», που λέει και ο Larry David.
Πες μου έναν φίλο σου που μόνο στον δρόμο του έχει ένα wine bar, ένα μεζεδοπωλείο, ένα σαντουιτσάδικο, ένα παγωτατζίδικο, έναν από τους καλύτερους φούρνους της Αθήνας, ένα νυχάδικο, ένα κομμωτήριο, δύο εστιατόρια, ένα μαγαζί με cookies, ένα βιετναμέζικο, δύο ιταλικά, ένα ψαγμένο κοκτέιλ μπαρ, μια καφετέρια και μια γκαλερί. Το μόνο που με χαλάει είναι ότι δεν έχω λαϊκή αγορά κοντά – κατά τ’ άλλα δεν μου λείπει τίποτα.

Το ξέρω πως θα ακουστεί κάπως, αλλά, παρότι μου αρέσει να κάνω βόλτες εκτός κέντρου, κάθε φορά, με το που περνάω το Χίλτον και πλησιάζω στο Σύνταγμα ανακουφίζομαι, νιώθω άνετα. Έπειτα, αργά το βράδυ ή νωρίς το πρωί, είναι λες και μου ανήκει αυτή η γειτονιά. Σκέφτομαι ότι μπορεί να κυκλοφορούν εδώ τις υπόλοιπες ώρες άνθρωποι με βαλίτσες ή με σημαιάκια για να μην τους χάνει το υπόλοιπο γκρουπ, αλλά υπάρχει και μια στιγμή μέσα στη μέρα που είμαι στην Ερμού μόνος – και όταν συμβαίνει αυτό σε ένα τόσο πολυσύχναστο σημείο, έχει κάτι το γαλήνιο.
Ένα από τα πρώτα πράγματα που με έκανε να σκεφτώ τον τρόπο με τον οποίο επηρεάζει ο υπερτουρισμός την κουλτούρα μας ήταν ένα DIY στούντιο σε ένα ρετιρέ στην Καλαμιώτου, όπου μαζεύονταν και έκαναν πρόβες διάφορες γαμάτες μπάντες της Αθήνας. Τελικά, εκείνοι που το είχαν στήσει το άφησαν από τη στιγμή που δεν μπορούσαν να ανταποκριθούν σε ένα ενοίκιο που έφτασε στον Θεό. Το γεγονός πως αναγκάστηκαν να μετακινηθούν υποσυνείδητα θα επηρεάσει και αυτό που παράγουν, δηλαδή τη μουσική τους. Ακόμα και δικηγόρος να είσαι σε επηρεάζει το μέρος όπου δουλεύεις, γιατί πολύ απλά αλλάζει τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβάνεσαι την καθημερινότητα.
Από τη στιγμή που βγήκαμε από την κρίση –και όπως αναπτύσσεται ο παγκόσμιος χάρτης–, ήμασταν γελασμένοι αν πιστεύαμε ότι τα στενάκια πίσω από τον πιο εμπορικό δρόμο της Αθήνας θα είχαν για πάντα μικρά μαγαζιά που θα εξυπηρετούσαν υποκουλτούρες. Μιλάμε για μια ασφαλή πόλη, με ωραίο φαγητό και καιρό, που περπατιέται εύκολα, που μπορεί να γίνει ορμητήριο για κοντινές εκδρομές, που αρχιτεκτονικά έχει ένα κάποιο ενδιαφέρον μέσα στην αναρχία της, που έχει δηλαδή πολλά στοιχεία τα οποία αργά ή γρήγορα θα την έκαναν θελκτική στους επισκέπτες. Προφανώς ο τρόπος με τον οποίο διαχειρίζεται την κατάσταση η πολιτεία είναι λάθος, αλλά δεν περίμενα και τίποτε άλλο.
Ωστόσο, όταν κλαίμε που κλείνουν επιχειρήσεις όπως ένα μικρό βιβλιοπωλείο ή ένα δισκάδικο, δεν φταίει ο υπερτουρισμός, πρόκειται για σημείο των καιρών. Θρηνούμε στα social, αλλά όλοι ψωνίζουμε από τα mass market καταστήματα και ακούμε μουσική στο Spotify. Και μακάρι να ήταν όλη η πόλη γεμάτη γκαλερί, αλλά δεν μας βλέπω να ξημεροβραδιαζόμαστε έξω από ψαγμένες αίθουσες τέχνης. Οπότε βρίσκω κάπως άδικη αυτή την γκρίνια ότι τα μπαρ διώχνουν τους παλιούς του κέντρου. Έπειτα, είναι και αυτό που λέμε ότι κάποια από τα πιο κλασικά μαγαζιά του κέντρου «χάλασαν», όμως απλώς δεν εξελίσσονται. Θα έπρεπε να υπάρχει μια σχετική επιτροπή που να τα προστατεύει προκειμένου να παραμείνουν στη θέση τους, γιατί αν κλείσει ένα μέρος σαν το Δίπορτο της πλατείας Θεάτρου την κάτσαμε, σε δεκαπέντε χρόνια θα τρώμε μόνο brunch σε ξενοδοχεία.
Ολυμπία Μάντσιου, υπεύθυνη για τη στρατηγική δεδομένων και αναλύσεων στον τομέα της υγείας

Μέχρι πριν από δύο χρόνια που μετακόμισα στου Ψυρρή από το Μανχάταν της Νέας Υόρκης, δεν είχα ζήσει ποτέ ξανά στην Αθήνα. Έχω περίεργα ωράρια με τη δουλειά και το κέντρο μού προσφέρει την ευκολία να βγω για ποτό και για φαγητό οποιαδήποτε ώρα. Ουσιαστικά, αυτή η τοποθεσία με βοηθάει να εξαγοράσω τον χρόνο μου, που είναι και η προτεραιότητά μου.
Παρατηρώ ότι υπάρχει μια εσφαλμένη άποψη για το κέντρο, υπάρχουν ακόμα και Αθηναίοι που πιστεύουν πως είναι επικίνδυνο, αλλά αν μένεις σε αυτό μπορείς εύκολα να αναγνωρίσεις ποιους δρόμους ίσως πρέπει να αποφύγεις – στη Σοφοκλέους μπορεί να μην περπατήσω μόνη μου το βράδυ, αλλά στην Επίκουρου δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα, νιώθω ασφαλής.
Βρίσκομαι σε μια γειτονιά που υπήρξε καλλιτεχνική για πολλά χρόνια και όταν πρωτομπήκα σε αυτό το βιομηχανικό κτίριο συνάντησα ένα κόκκινο ασανσέρ γεμάτο με γκραφίτι, ένα σκηνικό που είχε κάτι το τραχύ και θύμιζε το Chelsea. Μου άρεσε η προηγούμενη μορφή αυτής της πολυκατοικίας, που σταδιακά μετατρέπεται σχεδόν σε ξενοδοχείο.
Το γεγονός πως βλέπω την Ακρόπολη από το παράθυρο ή την ώρα που περπατάω στην Αθηνάς με κάνει να νιώθω ένα δέος που δεν σου προκαλείται εύκολα στις μεγάλες πόλεις. Σίγουρα δηλαδή δεν νιώθεις το ίδιο κοιτώντας το Empire State Building.
Το να κατοικείς στο κέντρο είναι άποψη, είναι lifestyle. Αν προτιμάς την ησυχία σου, τον χώρο σου και να ακούς πουλάκια να κελαηδούν, δεν είσαι γι’ αυτό. Αν είχα παιδιά, δεν ξέρω πόσο δύσκολο θα ήταν να τα μεγαλώνω στο κέντρο, αλλά γνωρίζω ανθρώπους που το κάνουν πολλά χρόνια.
Υπάρχει και μια παγίδα: όταν μένεις τόσο κεντρικά όλοι οι φίλοι μαζεύονται σε σένα, δύσκολα βρίσκεις ησυχία, αλλά αυτό είναι κάτι που είχα κατά νου όταν έπιασα αυτό το σπίτι και ήταν και ένας από τους λόγους που το ήθελα – όταν είσαι μόνος σου σε μια ξένη πόλη το πιο λογικό πράγμα που έχεις να κάνεις, για μένα, είναι να μείνεις κάπου όπου συμβαίνουν διαρκώς πράγματα. Σίγουρα τα μέρη που βγαίνω στου Ψυρρή έχουν πολλούς τουρίστες, ωστόσο, επειδή τα επισκέπτομαι με δικούς μου ανθρώπους, αυτό δεν είναι κάτι που με ενοχλεί. Αλλά για εκείνους που κατοικούν μια εικοσαετία εδώ καταλαβαίνω πως αυτές οι αλλαγές είναι σαν ένα μικρό πένθος.

Τις προάλλες, ήμουν με μια παρέα φίλων από το εξωτερικό, σε ένα ταξί, και επειδή δεν είχα μετρητά πάνω μου για να το πληρώσω δανείστηκα επί τόπου από τον Γιώργο που έχει το απέναντι καφενείο, κάτι που τους έκανε τρομερή εντύπωση. Αυτή η περιοχή μου αφήνει την αίσθηση του χωριού – με την καλή έννοια. Απολαμβάνω την πολυχρωμία που δημιουργούν οι άνθρωποι που δουλεύουν εδώ, το γεγονός πως δεν τη χαρακτηρίζει η ομοιομορφία. Ωστόσο καταλαβαίνω πως αν πρέπει να φύγεις από το κέντρο για να φτάσεις στο Μαρούσι και τη δουλειά σου με το αυτοκίνητο, όλη αυτή η διαδρομή μπορεί να σε διαλύσει.
Στα αρνητικά τώρα, το κέντρο σου δημιουργεί μια μόνιμη ηχορύπανση στα αυτιά που μονάχα αν φύγεις από αυτό την καταλαβαίνεις. Έχει και αρκετή βρομιά, αλλά αυτό είναι κάτι που δεν έχω δει να λύνεται ακριβώς σε κάποιο μέρος του κόσμου.
Το γεγονός πως βλέπω την Ακρόπολη από το παράθυρο ή την ώρα που περπατάω στην Αθηνάς με κάνει να νιώθω ένα δέος που δεν σου προκαλείται εύκολα στις μεγάλες πόλεις. Σίγουρα δηλαδή δεν νιώθεις το ίδιο κοιτώντας το Empire State Building.