Γεννήθηκα στα Χανιά στις 22 Δεκεμβρίου 1933. Πολύ σύντομα όμως η οικογένειά μου μετακόμισε, πρώτα στο Ηράκλειο και αργότερα, το 1938, στην Αθήνα, όπου μόλις εγκατασταθήκαμε πέθανε ο πατέρας μου. Ήμουν μόλις τεσσάρων ετών. Μια τέτοια απώλεια χαράσσεται ανεξίτηλα στη μνήμη ενός παιδιού· ωστόσο, χάρη στη μητέρα μου, η παρουσία του πατέρα μου δεν έσβησε ποτέ. Διατηρήθηκε ζωντανή, είτε μέσα στις αναμνήσεις μας, είτε μέσα στον συναισθηματικό μου κόσμο. Ο πατέρας μου υπήρξε πολυπράγμων. Ήρθε το 1917 από την Οδησσό στα Χανιά, πρόσφυγας, και παράλληλα με τη δουλειά του στην Eastern Company σπούδασε μουσική και έγινε καθηγητής στο Ωδείο Χανίων. Συνέθετε ο ίδιος έργα, ορισμένα από τα οποία παρουσιάστηκαν από τον Γιώργο Δεμερτζή και το Ελληνικό Κουαρτέτο. Ακόμα, διάβαζε και μετέφραζε λογοτεχνικά κείμενα. Η μητέρα μου, από την άλλη, ήταν ένας άνθρωπος εξαιρετικά ευγενής και καλλιεργημένος αλλά και δυναμικός. Εκείνη ανέλαβε μετά τον θάνατο του πατέρα μου, με φοβερή πίστη, αφοσίωση και αξιοπρέπεια, να μας μεγαλώσει, εμένα και τον αδελφό μου.
• Όταν αργότερα, ως έφηβος, επέστρεψα στα Χανιά για διακοπές, ένιωσα σαν να ξαναβρήκα τον πατέρα μου. Οι κάτοικοι της πόλης τον θυμούνταν ακόμα, ιδιαίτερα στο Ωδείο, όπου είχε δημιουργήσει μια ορχήστρα, και θυμάμαι μια στιγμή που με σημάδεψε, όταν με πλησίασε ένας κύριος και με ρώτησε «Πώς λέγεσαι;». Του απάντησα: «Αντωνακάκης». Κι εκείνος χαμογέλασε συγκινημένος: «Μα τι λες; Του Αριστείδη; Εγώ ήμουν το φλάουτο στην ορχήστρα που είχε οργανώσει ο πατέρας σου». Μέσα από τέτοιες συναντήσεις και αφηγήσεις ξετυλίχτηκαν μπροστά μου στιγμές απ’ τη ζωή του πατέρα μου, κομμάτια που εγώ δεν είχα προλάβει να ζήσω.
«Αυτό που με θλίβει περισσότερο είναι η καταστροφή της πλατείας Κολωνακίου. Η κοινωνία μας δεν είναι έτοιμη για σημαντικές αλλαγές. Η πρώτη αντίδραση συνήθως σχετίζεται με το βόλεμα, πιστοί στο σύνθημα "Μην αλλάζετε τίποτα"».
• Η μητέρα μου υπήρξε ένας καταπληκτικός άνθρωπος. Δύσκολα μπορώ να φανταστώ προσωπικότητα πιο ώριμη, πιο άρτια. Ήταν άνθρωπος της αυτοθυσίας, χωρίς την παραμικρή απαίτηση. Πέρασε τα δύσκολα χρόνια της Κατοχής, βίωσε μαζί μας τις ταραχές των Δεκεμβριανών στην Αθήνα και ύστερα τον Εμφύλιο. Όλα αυτά τα άντεξε μόνη της, με σθένος και αξιοπρέπεια. Δεν θα ξεχάσω ποτέ όλα όσα έκανε για μας. Για παράδειγμα, θα λέγαμε σήμερα πως η μητέρα μου «εφηύρε» τη βραχυχρόνια μίσθωση, που είναι σήμερα της μόδας. Για να μπορέσει να μας μεγαλώσει, νοίκιασε ένα μεγάλο σπίτι κοντά στο πανεπιστήμιο και αποφάσισε να υπενοικιάζει τα δωμάτιά του σε φοιτητές που στην αρχή τής έστελναν οι γνωστές της οικογένειες από την Κρήτη. Φοιτητές που δεν την έβλεπαν μόνο ως σπιτονοικοκυρά, αλλά ως δεύτερη μητέρα τους. Τους φρόντιζε, τους νοιαζόταν, διατηρούσε επαφή ακόμη και με τις οικογένειές τους.
• Η μητέρα μου αγαπούσε πολύ τη ζωγραφική και με είχε γράψει σε ένα σχολείο όπου μάθαινες σχέδιο διά αλληλογραφίας. Δειλά-δειλά, άρχισα κι εγώ να κάνω κάποια σχέδια, να ζωγραφίζω. Τα καλοκαίρια μας τα περνούσαμε στα δυο σπίτια της γιαγιάς μου στη Νάξο, τόπο καταγωγής της μητέρας μου. Θυμάμαι πόσο μου άρεσε να ασχολούμαι με κατασκευές. Σχεδίαζα δρόμους στην άμμο ή ξυπόλυτος, περπατώντας στα βότσαλα στο χωριό, ή τσαλαβουτούσα στα ρυάκια με αυτοσχέδια καραβάκια. Το ένα σπίτι ήταν ένας παλιός πύργος, που με σημάδεψε βαθιά. Τα παιδικά καλοκαίρια μας έχουν μια ιδιαίτερη σημασία στη ζωή μας και οφείλουμε να τα θυμόμαστε. Σήμερα δεν μπορώ να φανταστώ τι θα θυμούνται τα παιδιά που μεγαλώνουν μέσα σε μια πολυκατοικία. Κι όμως, σε μεγάλο βαθμό, οι χαρακτήρες και οι προσωπικότητες διαμορφώνονται εκείνες τις πρώτες, αθώες περιόδους. Οι παιδικές μνήμες αποτελούν μια πλούσια παρακαταθήκη για όλη μας τη ζωή.

• Πέρασα τα σχολικά μου χρόνια στο Πειραματικό Σχολείο του Πανεπιστημίου Αθηνών και αργότερα στη Σχολή Αρχιτεκτόνων του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου. Πολλά οφείλω στον Κώστα Ζαχαράκη και στο φροντιστήριό του, όπου μας δίδασκε σχέδιο. Δεν πέρασα με την πρώτη φορά στο ΕΜΠ, αλλά εκείνος και η μητέρα μου ήταν τα δύο πρόσωπα που με στήριξαν για να συνεχίσω. Θεωρώ τον εαυτό μου πολύ τυχερό που τους είχα δίπλα μου εκείνη την περίοδο. Εντελώς συμπτωματικά, στο δεύτερο έτος των σπουδών μου βγήκα πρώτος. Τότε συνειδητοποίησα πόσο μικρή σημασία έχουν αυτές οι πρωτιές. Το πιο σημαντικό ήταν ότι σταμάτησα να πληρώνω για τις σπουδές μου – τότε χρειαζόταν να καταβάλεις δίδακτρα. Η χαρά της μητέρας μου όμως ήταν μεγάλη, ήταν σαν μια μικρή ανταμοιβή προς εκείνη για όλη τη στήριξη και τη φροντίδα που μου είχε προσφέρει όλα αυτά τα χρόνια.
• Κατά τη διάρκεια των σπουδών μου τη δεκαετία του ’50, διασταυρώθηκαν οι δρόμοι μας με τη Σουζάνα Κολοκυθά, με την οποία παντρευτήκαμε μετά από κάμποσα χρόνια. Εκείνη η γνωριμία μετέτρεψε από τότε και έως τώρα το «εγώ» σε «εμείς»: το ατομικό έπαψε να έχει πρωταρχική σημασία και επικράτησε το συλλογικό. Πάντοτε πιστεύαμε στη συνεργασία, γιατί μέσα από αυτή πολλαπλασιάζονται οι δυνατότητες. Ήταν η εποχή της έντονης πολιτικοποίησης. Με μεγάλη διάθεση για δράση, βοηθούσαμε στον Σύλλογο Αρχιτεκτόνων. Συμμετείχαμε ενεργά στα συνέδρια και παρακολουθούσαμε τις συλλογικές προσπάθειες του Συλλόγου Αρχιτεκτόνων. Το πρωί εργαζόμαστε ως υπάλληλοι, το απόγευμα αφιερώναμε τον χρόνο μας στο γραφείο που στήναμε σιγά σιγά και συχνά παίρναμε μέρος σε αρχιτεκτονικούς διαγωνισμούς. Σταθήκαμε τυχεροί, καθώς, όπως και άλλοι συμμαθητές μας, διακριθήκαμε σε κάποιους από αυτούς.
• Στις αρχές του ’60, η Σουζάνα είχε μόλις ολοκληρώσει, ως υπάλληλος στο υπουργείο Προεδρίας που στέγαζε την Αρχαιολογική Υπηρεσία, τη νέα διαμόρφωση της πλατείας Αγίας Σοφίας στη Θεσσαλονίκη, η οποία ήταν σε κακή κατάσταση. Παρόλο που, ακόμη και όταν ήταν οκτώ μηνών έγκυος, συνέχιζε να πηγαίνει για να επιβλέπει το έργο και τελείωσαν όλα εξαιρετικά, με τον θάνατο του Ιωάννη Παπαδημητρίου που την υποστήριζε, εκτιμώντας την αφοσίωση και την εργατικότητά της, οι διάδοχοί του την απέλυσαν με άθλιο τρόπο. Η τύχη όμως μας είχε χαμογελάσει: στον διαγωνισμό για το Αρχαιολογικό Μουσείο της Χίου στον οποίο πήραμε μέρος με την Ελένη Γκούση-Δεσύλλα πήραμε το Α΄ βραβείο και μας ανετέθη η μελέτη κατασκευής του, κάτι που σπάνια συνέβαινε και δυστυχώς εξακολουθεί να συμβαίνει. Αναλάβαμε οι τρεις μας τη μελέτη, την οποία ολοκληρώσαμε σε ελάχιστο χρόνο.
• Ήταν τότε –το 1965–, με αυτή την παράδοση, που μαζί με τους συμμαθητές της Σουζάνας, την Έφη Τσαρμακλή-Βροντίση, τον Ντένη Ποτήρη και την Ελένη Γούση-Δεσύλλα, δημιουργήσαμε την ομάδα του Εργαστηρίου 66, αργότερα Αtelier 66. Η υποδοχή της πρωτοβουλίας ήταν ανάμεικτη: υπήρξαν τόσο θετικές όσο και αρνητικές αντιδράσεις. Ακόμη και ως διδάσκων στο Πολυτεχνείο αργότερα συνάντησα δυσκολίες και εμπόδια, αφού υπήρξαν κάποιοι που είχαν χαρακτηρίσει το εργαστήριο μια «σκοτεινή υπόθεση». Επαγγελματική διαστροφή;
• Ήδη από τα φοιτητικά μου χρόνια είχα εργαστεί στο γραφείο για το κτίριο της Πινακοθήκης, που σχεδίαζε τότε ο Δημήτρης Φατούρος σε συνεργασία με τον Παύλο Μυλωνά. Η σημαντική αυτή απασχόλησή μου διήρκεσε εννέα χρόνια, μέχρι που η δικτατορία μάς απομάκρυνε από την επίβλεψη του έργου. Δυστυχώς, ποτέ δεν περίμενα ότι η μελέτη που με τόσο κόπο εφαρμόσαμε θα κατέληγε στο σημερινό οικοδόμημα που στερείται συνέχειας και δεν σεβάστηκε τίποτα από το προηγούμενο σχέδιο. Είναι καλύτερα να κατεδαφίζουμε κάποια κτίρια που έχουν γράψει ιστορία παρά να τα αλλάζουμε τροποποιώντας τα κατά βούληση. Κρίμα.
• Από τα τέλη της δεκαετίας του ’50 εργάστηκα ως άμισθος επιμελητής στο ΕΜΠ για έξι χρόνια, αργότερα έγινα έμμισθος, μέχρι που το 1992 αποχώρησα ως υπεράριθμος. Καθηγητής δεν κατάφερα ποτέ να γίνω. Έβαλα υποψηφιότητα δύο φορές, αλλά και στις δύο η εκλογική διαδικασία κρίθηκε άγονη. Τελικά παραιτήθηκα. Αν μια σχολή δεν σε θέλει, πώς μπορείς να δουλέψεις σε αυτήν; Ουσιαστικά, μετά τη δικτατορία πιστέψαμε πολλοί ότι μπορούσαμε να βελτιώσουμε πολλά πράγματα στα πανεπιστήμια. Για μεγάλο διάστημα αφοσιώθηκα στον συνδικαλισμό, εκπροσωπώντας τους συναδέλφους επιμελητές-βοηθούς. Σε αυτό το πλαίσιο αναγκάστηκα να συγκρουστώ αρκετές φορές και να γίνω, κατά κάποιον τρόπο, ενοχλητικός σε πολλούς καθηγητές. Θυμάμαι ότι ένας καθηγητής σε αυτές τις εκλογές με καταψήφισε, θεωρώντας ότι είμαι επικίνδυνος, επειδή μαθαίνω στους φοιτητές να παραβιάζουν τους κανόνες. Και, κατά κάποιον τρόπο, δεν είχε άδικο, γιατί η ζωή προχωράει και οι νόμοι πρέπει να εξελίσσονται, προσαρμοζόμενοι στις νέες απαιτήσεις, φυσικά με προσοχή και εγκράτεια. Αυτή η εξέλιξη στην Ελλάδα προχωράει συχνά μέσα από «παρανομίες», αρκεί αυτές να γίνονται για να προτείνουν βελτιώσεις και όχι για προσωπικό-ατομικό όφελος και οικονομικό κέρδος.

• Όταν προσπάθησα να εξηγήσω αυτήν τη λογική στους φοιτητές μου στο ΜΙΤ, όπου είχα κληθεί ως επισκέπτης καθηγητής, παρατήρησα ότι με κοιτούσαν με κάποια αμηχανία. Ήθελα όμως να τους δείξω πως η αρχιτεκτονική δεν είναι ένα κλειστό σύνολο κανόνων και διατάξεων αλλά μια διαρκής έρευνα. Μια διαδικασία μέσα από την οποία προσπαθούμε να επιλύσουμε προβλήματα, να πειραματιστούμε, να σκεφτούμε δημιουργικά και να αμφισβητήσουμε τις κατεστημένες αντιλήψεις που συχνά μας επιβάλλουν το «έτσι πρέπει». Γιατί η πραγματικότητα δεν είναι ποτέ τόσο απλή, ούτε τόσο δεδομένη.
• Καθώς δεν κάναμε δημόσιες σχέσεις, ό,τι καταφέραμε να υλοποιήσουμε σε δημόσια έργα προέκυψε μέσα από τη συμμετοχή μας σε αρχιτεκτονικούς διαγωνισμούς. Οι διακρίσεις μας προέκυπταν καθώς οι προτάσεις μας γίνονταν αποδεκτές από τις διαφορετικές κάθε φορά κριτικές επιτροπές, πράγμα που συνέβη αρκετές φορές. Μετά το Αρχαιολογικό Μουσείο της Χίου είχαμε την τύχη να μας ζητήσουν τρεις πολυκατοικίες στο Δίστομο για το προσωπικό μιας εταιρείας εξόρυξης βωξίτη, μία για τους εργάτες, μία για τους μηχανικούς και τους εργοδηγούς και μία για τους διοικητικούς και την οικογένεια. Αντί για τις πολυκατοικίες, προτείναμε έναν μικρό οικισμό που σχεδιάστηκε ως ένα σύστημα από διαδοχικές, παράλληλες ζώνες, όπου εναλλάσσονταν χώροι ιδιωτικοί και δημόσιοι, υπαίθριοι και κλειστοί, στο οποίο οι κατοικίες θα μοιράζονταν ανάλογα με τον αριθμό των ατόμων της οικογένειας του προσωπικού και όχι σε σχέση με τη θέση του στην ιεραρχία των εργαζομένων στην εταιρεία. Ο κ. Μπάρλος, ιδιοκτήτης του έργου, ενθουσιάστηκε με την ιδέα και προχωρήσαμε στην εφαρμογή. Δυστυχώς η επιλογή του εργολάβου και οι απαιτήσεις του δημιούργησαν προβλήματα και η υπόθεση κατέληξε στα δικαστήρια, με αποτέλεσμα ο οικισμός, αν και κατοικήθηκε, να παραμείνει ημιτελής. Παρ’ όλα αυτά, το αγαπημένο μας αυτό έργο, μετά τη δημοσίευσή του στα αρχιτεκτονικά έντυπα, αναφέρεται τώρα πια στη διεθνή βιβλιογραφία ως αντιπροσωπευτικό δείγμα της σύγχρονης ελληνικής αρχιτεκτονικής.
• Ευτυχήσαμε να έχουμε εξαιρετικούς δασκάλους, όπως τον Δημήτρη Πικιώνη, τον Παναγιώτη Μιχελή, τον Χατζηκυριάκο-Γκίκα και τον James Speyer, μαθητή του Mies van der Rohe, που δίδαξε ως επισκέπτης καθηγητής για τρία χρόνια στο ΕΜΠ, αλλά και τον Δημήτρη Φατούρο και τον Νίκο Εγγονόπουλο. Για μας, η αρχιτεκτονική ήταν και είναι η ζωή μας. Είναι μια δουλειά που έχει να κάνει με τον άνθρωπο, με τον τρόπο ζωής του, την καθημερινότητά του, και οφείλει να του προσφέρει τις απαραίτητες προϋποθέσεις για μια ζωή απλή και αξιοπρεπή, «να φέρει την ποίηση στην καθημερινή του ζωή», όπως ζητούσε ο Πικιώνης. Κάθε κτίριο οφείλει να εξυπηρετεί όλους όσοι το κατοικούν αλλά και όσους το αντικρίζουν καθημερινά στην πόλη, καθώς διαμορφώνει μαζί με τα γειτονικά του κτίρια τους δρόμους, που οργανώνουν τις κινήσεις των πολιτών για την αντιμετώπιση των καθημερινών τους αναγκών. Δυστυχώς οι θεσμοί, όπως είπα και προηγουμένως, επιβάλλουν πολλές φορές γραφειοκρατικούς κανόνες που εμποδίζουν τους αρχιτέκτονες να ασκήσουν με ελευθερία το επάγγελμά τους.
• Όλα όσα έχουμε μάθει στη διαδρομή μας τα συσχετίζουμε με την αρχιτεκτονική, η οποία είναι η τέχνη της διαχείρισης του χώρου και του χρόνου. Μας ενδιέφερε πάντα μια κριτική στάση απέναντι στα προβλήματα της Αθήνας, από τη στιγμή μάλιστα που δεχόμαστε να παρέμβουμε χτίζοντας ένα καινούργιο κτίριο, συμβάλλοντας έτσι έστω και τόσο ελάχιστα στη διαμόρφωσή της. Η αρχιτεκτονική φαίνεται από την άμεση σχέση της με την κοινότητα. Είναι υπόθεση πολιτικής και αμφιβάλλω αν αυτό το έχουν σκεφτεί ποτέ οι πολιτικοί μας· είναι ταυτόχρονα και υπόθεση πολιτισμού, όπως πολλές φορές έχουν διακηρύξει, χωρίς όμως να κάνουν τα αναγκαία βήματα προς αυτή την κατεύθυνση. Παράδειγμα; Είναι δυνατόν να μην έχουμε ακόμα στην Αθήνα ένα μουσείο σύγχρονης ελληνικής αρχιτεκτονικής, όταν έργα Ελλήνων αρχιτεκτόνων σχολιάζονται διεθνώς στις σύγχρονες ιστορικές μελέτες; Δυστυχώς στη χώρα μας η αρχιτεκτονική δεν προβάλλεται ως τέχνη.
• Στην Αθήνα, εντελώς τυχαία, το σύστημα της αντιπαροχής δημιούργησε μια ενδιαφέρουσα ανάμειξη του πληθυσμού και των δραστηριοτήτων του, η οποία τελικά έκανε καλό στην πόλη, καθώς συνέβαλε στην εξέλιξή της σε μια ζωντανή πρωτεύουσα. Υπάρχει όμως σχεδόν πλήρης αδιαφορία για τον δημόσιο χώρο, και συχνά παρατηρείται μια απαξίωση της αρχιτεκτονικής του μελέτης, κάτι που στερεί από την πόλη σημαντικές ποιότητες και δυνατότητες.

• Η Αθήνα χρειάζεται γενναίες αποφάσεις. Το στοίχημα δεν έχει χαθεί ακόμη. Υπάρχουν, βέβαια, σημαντικές δυσκολίες στην εποχή μας, ιδιαίτερα με την κλιματική κρίση. Βέβαια, το εμπόριο συνεχίζει να κυριαρχεί και η αρχιτεκτονική φαίνεται να δυσκολεύεται να απεμπλακεί από αυτόν τον τομέα. Είναι λυπηρό ότι η αρχιτεκτονική συχνά ταυτίζεται πλέον με το εμπορικό μέρος της, αντί να κρίνεται για όσα φέρνει ως συνθετικές προθέσεις. Ζούμε σε μια παράλογη εποχή και η ελπίδα βλέπω να έρχεται μόνο από τους νέους, αρκεί να μην υποκύψουν στο κυνήγι και τη γοητεία του χρήματος και να μην παρασύρονται από τις τάσεις των μέσων κοινωνικής δικτύωσης.
• Πολλά έργα μας έχουν αλλοιωθεί. Όπως το ξενοδοχείο Λύττος στην Κρήτη, από μια ιδιωτική επιχείρηση. Όμως αυτό που με θλίβει περισσότερο είναι η καταστροφή της πλατείας Κολωνακίου. Η κοινωνία μας δεν είναι έτοιμη για σημαντικές αλλαγές. Η πρώτη αντίδραση συνήθως σχετίζεται με το βόλεμα, πιστοί στο σύνθημα «Μην αλλάζετε τίποτα». Πρόκειται για μια ένδειξη φόβου και συντηρητισμού. Σε πολλές χώρες της Ευρώπης δοκιμάζουν, κρίνουν και αποφασίζουν ανάλογα. Εδώ επικρατεί καταρχήν η άρνηση σε κάθε καινούργια πρόταση.
• Στη πλατεία Κολωνακίου όλα έγιναν πολύ γρήγορα, καθώς πλησίαζαν οι Ολυμπιακοί Αγώνες και τα χρονικά περιθώρια ήταν ασφυκτικά. Οι εργάτες, οι μαστόροι και οι εργολάβοι έπρεπε να δουλεύουν ασταμάτητα, σε συνεχές ωράριο. Εκείνοι όμως που ήταν απαράδεκτοι ήταν αυτοί που καθόντουσαν αμέριμνοι και έπιναν το ποτό ή το καφεδάκι τους γύρω από την υπό κατασκευή πλατεία και δεν σταματούσαν να μας βρίζουν μόλις παρουσιαζόμαστε. Οι χυδαιότητες που ακούσαμε και που γράφτηκαν εκείνη την περίοδο είναι αδύνατον να περιγραφούν. Πηγαίναμε για επίβλεψη μέχρι και το βράδυ στις 10 ή στις 11 η ώρα, για να προλάβουμε τις τυχόν αβλεψίες και να αντιμετωπίσουμε τα νέα δεδομένα που προέκυπταν, καθώς δεν είχαμε πλήρη εικόνα των υποδομών όταν σχεδιάζαμε την πλατεία. Εγκαταστάσεις της ΔΕΗ, του ΟΤΕ, των κυκλοφοριακών ρυθμίσεων και άλλες ακόμα, που δεν ξέραμε ούτε το βάθος ούτε την ακριβή τους θέση και τις διαστάσεις τους και έπρεπε να πάρουμε επιτόπου άμεσες αποφάσεις για αλλαγές, μόλις αντιμετωπίζαμε κάθε απρόβλεπτο. Προσπαθούσαμε να βελτιώσουμε ό,τι μπορούσαμε, μέσα σε ασφυκτικά χρονικά περιθώρια, με τους περίοικους να φωνάζουν «Να πάτε σπίτι σας να τα κάνετε αυτά».
• Απίστευτη ταλαιπωρία που μας στοίχισε πολύ, αλλά τελικά το έργο, όταν ολοκληρώθηκε έστω και εν μέρει, κατάφερε να κερδίσει τον κόσμο και να γίνει αποδεκτό. Τα χειρότερα όμως ήρθαν αργότερα, όταν η Αττικό Μετρό, χωρίς καμία έγκριση από αρχιτεκτονική επιτροπή, χωρίς ούτε ένα τηλεφώνημα ενημέρωσης σε εμάς, έκοψε τα παλιά δέντρα που με μεγάλη προσοχή είχαμε διασώσει και εκείνα που είχαμε φυτέψει, ηλικίας πια 20 ετών, και με απίστευτη βαρβαρότητα κατεδάφισε την πλατεία, δημιουργώντας αυτήν τη θλιβερή εικόνα που βλέπουμε σήμερα και που θα εξακολουθήσουμε να βλέπουμε για πολλά ακόμα χρόνια. Δυστυχώς, απαιτείται καλλιέργεια και παιδεία για να αντιμετωπιστεί σωστά ο δημόσιος χώρος της πόλης και στη χώρα μας αυτά συχνά απουσιάζουν. Η διαχείριση του δημόσιου χώρου δεν γίνεται μέσα από διάλογο. Ό,τι και να αποφασιστεί, καλό ή κακό, ακολουθείται στην Ελλάδα από έντονη αντίδραση. Έχουμε μάθει να κοιτάζουμε τη βολή μας και δεν συνειδητοποιούμε ότι ο δημόσιος χώρος ανήκει σε όλους. Κρατήστε πάντως ότι η πλατεία Κολωνακίου όπως έγινε, έστω και ημιτελής, συμπεριελήφθη σε ένα σημαντικό βιβλίο που κυκλοφόρησε στη Γερμανία με τις 1.000 ενδιαφέρουσες πλατείες του κόσμου. Αυτή η αξιολόγηση ήταν που έφερνε τα πανεπιστήμια της Ευρώπης στην πλατεία στις εκπαιδευτικές τους εκδρομές, ως παράδειγμα ενδιαφέρουσας αστικής παρέμβασης. Ας είναι.


• Τα αρχιτεκτονικά έργα έχουν τη δική τους ζωή. Αφού παραδοθούν, δεν τα ελέγχεις. Με τους κατοίκους καλλιεργούσαμε πάντοτε φιλικές σχέσεις, για να καταλάβουμε τι πραγματικά ήθελαν και τι τους εξυπηρετούσε. Στην αρχιτεκτονική, όπως και σε κάθε τέχνη, η προσωπική επαφή με το έργο και τον μελλοντικό κάτοικο έχει τεράστια σημασία. Βέβαια, αυτή η επαφή δεν εξασφαλίζει πάντα την επιτυχία. Για παράδειγμα: προτείναμε σε έναν πελάτη μας έναν μικρό χώρο, μια άρθρωση ανάμεσα στο υπνοδωμάτιο και τους υπόλοιπους χώρους της κατοικίας με θέα τον κήπο, όπου θα μπορούσε ήσυχα να πιει τον καφέ του και να διαβάσει την εφημερίδα του. Αφού εξαντλήσαμε όλα τα επιχειρήματά μας, εκείνος μας εξήγησε ότι ούτε διάβαζε εφημερίδες, ούτε έπινε καφέ και τη θέα θα την έβλεπε από αλλού. Προφανώς, έπρεπε να βρούμε άλλη λύση. Όμως τέλειες λύσεις δεν υπάρχουν. Κάθε πρόταση θα έχει τα συν και τα πλην της. Όταν συνειδητοποιήσουμε αυτή την αλήθεια, τότε θα καταλάβουμε ότι η δουλειά του αρχιτέκτονα είναι να διερευνήσει το πρόβλημα με διάφορες λύσεις-προσεγγίσεις, από τις οποίες θα προκύψει η βέλτιστη πρόταση. Κι αυτή η προσπάθεια θέλει επιμονή, σκέψη, κόπο και χρόνο.
• Αν έπρεπε να ξεχωρίσω κάποιες κατοικίες, θα έλεγα, πολύ πρόχειρα, τις κατοικίες του Παύλου και της Μίνας Ζάννα, τη μια χτισμένη στην απότομη πλαγιά ενός υψώματος απέναντι από τον Οξύλιθο, κοντά στην Κύμη, και την άλλη στην οδό Πινότση 17, τις πολυκατοικίες στην οδό Δοξαπατρή 32 που σχεδίασε η Σουζάνα, και τη δική μας, όπου κατοικώ και όπου βρίσκεται το γραφείο μας, στην οδό Εμ. Μπενάκη 118. Κι ακόμα το σπίτι μας στον Αλικιανό, στην Κρήτη. Υπάρχουν όμως και κτίρια που εκτιμούμε ιδιαίτερα, σαν να τα είχαμε σχεδιάσει εμείς, όπως η πολυκατοικία του Κώστα Φινέ στην οδό Δεριγνύ.

• Με τη Σουζάνα αποκτήσαμε δύο παιδιά: ο γιος μας, Αριστείδης, γεννημένος το 1963, είναι αρχιτέκτονας και θεωρητικός, διδάκτωρ του Πανεπιστημίου της Σορβόννης και συγγραφέας γνωστός με το ψευδώνυμο «Αριστείδης Αντονάς». Είναι καθηγητής στην Ακαδημία Τεχνών στη Βιέννη. Η κόρη μας, Αικατερίνη, γεννημένη έναν χρόνο μετά, ζει στη Γαλλία από το 1983. Σήμερα κατοικεί στην Αμιένη και έχει τελειώσει την ESNAM στη Charleville (Πανεπιστημιακή Σχολή για τις Τέχνες της Μαριονέτας), σκηνογραφία, σκηνοθεσία, ηθοποιία, και ασχολείται επαγγελματικά με το theatre d’ objet, ενώ ταυτόχρονα έχει πάρει πτυχίο ηλεκτροακουστικής μουσικής από το Ωδείο της Αμιένης. Και τα δύο παιδιά μάς χάρισαν εγγόνια και δισέγγονα.
• Για τη Σουζάνα το κενό ήταν ο ζωτικός χώρος της αρχιτεκτονικής σύνθεσης. Πρότεινε και καθιέρωσε έναν άλλο τρόπο κατοίκησης, έναν κόσμο δομημένο από αρχές και μορφές. Η παρουσία της, τα σχέδια και τα κείμενά της και όλα όσα έφερνε μαζί της μού λείπουν αφόρητα. Ήμουν γι’ άλλη μια φορά πολύ τυχερός στη ζωή μου. Ήμαστε αχώριστοι. Χωρίς τη Σουζάνα δεν είμαι εγώ. Αυτή η απώλεια δεν μπορεί να ξεπεραστεί. Ακόμη και τις τελευταίες της μέρες, τη θυμάμαι με ένα μολύβι να διορθώνει κείμενα.
• Έχω μια δύσκολη σχέση με τον χρόνο. Δεν προλαβαίνω ποτέ να τον προφτάσω. Δεν σκέφτομαι το τέλος, στην πραγματικότητα δεν το συζητώ καν. Κι αν αγαπάς πραγματικά αυτό που κάνεις, δεν γερνάς ποτέ. Το σημαντικό είναι να μπορέσει κανείς να αφήσει κάτι που κατάλαβε και θα ήταν χρήσιμο για τους επόμενους. Στη ζωή μου αγαπήθηκα και αγάπησα εξίσου. Το πιο σημαντικό σε όλη αυτήν τη διαδρομή ήταν οι ανθρώπινες σχέσεις. Η εμπιστοσύνη και η αλληλεγγύη. Όπως και να είναι, μια λέξη-κλειδί που περιγράφει τη ζωή μου είναι οι συναντήσεις μου με την τύχη που κατάφερα να αγκαλιάσω σε κατάλληλες στιγμές. Είμαι πραγματικά ένας πολύ τυχερός άνθρωπος.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.