Η Κύπρια εικαστικός Χάρις Επαμεινώνδα ζει και εργάζεται στο Βερολίνο, και ομολογουμένως είναι δύσκολο να βρεις μια λέξη-ομπρέλα για να χαρακτηρίσεις τo πολύπτυχο έργο της. Η δημιουργός, η οποία βραβεύτηκε με τον Αργυρό Λέοντα στην Μπιενάλε της Βενετίας το 2019 για το τριαντάλεπτο βίντεό της με τίτλο «Chimera», είναι συλλέκτρια νοημάτων σε μια γλώσσα που συχνά τείνει στην αφαίρεση προκαλώντας μυστηριώδεις ατμόσφαιρες που αψηφούν την ακριβή ταξινόμηση.
Τα έργα της, σαν συλλαβές μιας λέξης, άλλοτε κρυμμένα και άλλοτε στα όρια, επαναπροσδιορίζουν τον χώρο μέσα στον οποίο βρίσκονται, δημιουργούν οπτικά παζλ και κρυπτικές όψεις που αναδιαμορφώνονται και αποκαλύπτονται σταδιακά στον επισκέπτη. Φωτογραφίες από βιβλία και περιοδικά, παλιά αντικείμενα που έχουν βρεθεί, γλυπτά, κείμενα, βίντεο, συναρμολογούνται και συνδυάζονται με αρχιτεκτονικές δομές που η ίδια σχεδιάζει συγκροτώντας έναν κόσμο που υποδηλώνει πλήθος νοημάτων.
Στην γκαλερί της Σύλβιας Κούβαλη η Χάρις Επαμεινώνδα με ξεναγεί στο «VOL. XXXIII» και μου εξηγεί την ιδέα της έκθεσης που ξεκίνησε από μια συζήτηση με την γκαλερίστα της να φέρουν σε δημιουργικό διάλογο παλαιότερα έργα της που παράχθηκαν κατά τη διάρκεια των τελευταίων είκοσι ετών με τη νέα της δουλειά. «Σκεφτήκαμε πώς αυτά τα έργα θα μπορούσαν να συνυπάρξουν στον ίδιο χώρο, δημιουργώντας μια αλληλεπίδραση, μια ζωντανή συνομιλία μεταξύ διαφορετικών χρονικών περιόδων της καλλιτεχνικής μου πορείας. Παράλληλα, η σκηνογραφική παρέμβαση ήταν απαραίτητη για να φιλοξενήσει έργα διαφορετικών μέσων, υλικών και περιόδων. Μια νέα αρχιτεκτονική πρόταση, μια αναδιαμόρφωση του χώρου, που θα πρότεινε νέες διαδρομές, νέες εμπειρίες και τρόπους ανάγνωσης», λέει.
Φίδια, σαύρες, πουλιά, έντομα, γαϊδούρια, ζέβρες, άλογα, χελώνες, ακόμα και μυθικά πλάσματα, όπως οι δράκοι, έχουν διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στη δημιουργία της γλώσσας μου, που κινείται συνεχώς μεταξύ του πραγματικού και του φανταστικού κόσμου.
— Αυτό σημαίνει παρέμβαση στον χώρο;
Στην παρέμβαση στον χώρο, οι εξωτερικοί τοίχοι της γκαλερί παρέμειναν άθικτοι. Λειτούργησαν ως ουδέτερα περιβλήματα, απλά δοχεία που περιέχουν την ένταση και τον όγκο όσων εκτυλίσσονται στο εσωτερικό. Στόχος ήταν να διατηρούν τη σιωπή τους, σαν σταθερά όρια, μέσα στα οποία μπορούν να γεννηθούν νέα αφηγήματα.
— Ας μιλήσουμε για τον τρόπο που προσεγγίζετε τη δουλειά σας.
Συχνά προσεγγίζω τη δουλειά μου μέσα από έναν σχεδόν κινηματογραφικό τρόπο σκέψης, δίνοντας έμφαση στον χρόνο, τον χώρο και το πώς το φως πολλές φορές κινείται μέσα, στοιχεία που μεταβάλλονται διαρκώς και βιώνονται διαφορετικά από τον κάθε θεατή. Αντιλαμβάνομαι την εικόνα και τη σύνθεση όχι μόνο ως δισδιάστατες αλλά και ως τρισδιάστατες έννοιες. Με ενδιαφέρει η διάσταση που δημιουργείται ανάμεσά τους και είναι κάτι που προκύπτει από τη σχέση αυτήν και την αλληλεπίδραση πολλών άλλων σχέσεων. Η ένταση ανάμεσα στον ρυθμό, τη σταθερότητα ή την ξαφνική μεταβολή με απασχολεί ιδιαίτερα. Το κενό, η παύση και η σιωπή μέσα σε έναν χώρο έχουν την ίδια σημασία με τα στοιχεία που μοιάζουν πιο δηλωτικά ή επιβλητικά. Μικρές λεπτομέρειες ή σκηνές μπορεί να λειτουργήσουν σαν καθρέφτες για μεγαλύτερα νοήματα. Η εμπειρία αλλάζει διαρκώς όσο κινείται το σώμα ή όσο αλλάζει η θέση του βλέμματος. Όσο το βλέμμα συναντά μια γραμμή, ένα χρώμα, μια μορφή, η αντίληψη συνεχώς αναδιαμορφώνεται. Συχνά, ο θεατής συναντά κάτι ασαφές ή ανοιχτό σε ερμηνεία, και αυτή η αβεβαιότητα μπορεί να οδηγήσει σε μια πιο σύνθετη προσέγγιση. Όπως όταν διαβάζεις ένα βιβλίο και το νέο κεφάλαιο αναπτύσσεται πάνω στο προηγούμενο, έτσι και η θέαση ενός έργου χτίζεται σε επίπεδα. Η πορεία μέσα στον εκθεσιακό χώρο είναι αποσπασματική και προσωπική.

— Ας πούμε πως ο επισκέπτης καλείται να ακολουθήσει ή να ανακαλύψει στην έκθεση τα στοιχεία που τη συγκροτούν.
Παράλληλα με τα προηγούμενα με ενδιαφέρει ο τρόπος που λειτουργούν τα στοιχεία που δεν είναι άμεσα ορατά, αυτά που παραβλέπονται, όσα βρίσκονται ημι-κρυμμένα, στις άκρες ή στις γωνιές. Όταν δίνεται προσοχή σε αυτά τα πιο ανεπαίσθητα σημεία, η αντίληψη του θεατή μπορεί να διευρυνθεί. Υπάρχει μια διακριτική αλλά ουσιαστική δύναμη σε αυτά τα χαμηλόφωνα στοιχεία, σε αυτές τις ήπιες, σχεδόν αόρατες στιγμές, που συχνά φέρνουν στο προσκήνιο μια πιο σύνθετη εικόνα του χώρου και του κόσμου, ενισχύοντας την εμπειρία και την κατανόηση του περιβάλλοντός μας.
— Είστε από την Κύπρο και έχετε μια πολύ ενδιαφέρουσα οικογενειακή ιστορία που πολύ θα ήθελα να μοιραστείτε μαζί μας.
Γεννήθηκα και μεγάλωσα στη Λευκωσία, μια πόλη με βαθιά και περίπλοκη ιστορία. Από μικρή τη βίωνα σαν έναν τόπο γεμάτο αντιθέσεις, ομορφιά και μελαγχολία μαζί. Τα τείχη και τα σύνορα που διχοτομούσαν την πόλη δεν τα έβλεπα μόνο σαν φυσικά εμπόδια. Ήταν για μένα επιφάνειες πάνω στις οποίες προέβαλλα εικόνες, σκηνές από έναν κόσμο που φανταζόμουν ελεύθερο, χωρίς εμπόδια. Έναν κόσμο όπου η μνήμη δεν χώριζε, αλλά ένωνε.
Μεγάλωσα σε ένα σπίτι όπου η έννοια της ελευθερίας, της δικαιοσύνης και του δικαιώματος στη σκέψη και στην έκφραση ήταν βαθιά ριζωμένες αξίες. Ο πατέρας μου, που συμμετείχε στον απελευθερωτικό αγώνα του ’55-’59 ενάντια στη βρετανική αποικιοκρατία, ήταν πάντα για μένα ένα σημείο αναφοράς. Ήταν ένας άνθρωπος ήρεμος, λιγομίλητος, γεμάτος στοργή. Μας έμαθε τι σημαίνει να σέβεσαι τη γνώμη του άλλου, να υπερασπίζεσαι το δίκαιο, να μη φοβάσαι να εκφραστείς. Ήταν πάντα παρών, με διακριτικότητα. Η επιλογή του, μετά τον αγώνα και τα βασανιστήρια που υπέστη από τους Άγγλους, να ανοίξει ανθοπωλείο έχει για μένα ιδιαίτερη σημασία. Από τη δράση και τον αγώνα πέρασε σε μια πιο καθημερινή αλλά όχι λιγότερο σημαντική μορφή έκφρασης και ζωής.
Η μητέρα μου, από την άλλη, είχε μια τρυφερή και δημιουργική δύναμη. Ήταν η πρώτη που διέκρινε το ενδιαφέρον μου για την τέχνη. Από την Α΄ δημοτικού, με ενθάρρυνε να εξερευνώ τη φαντασία μου, με έγραψε σε μαθήματα εικαστικών και δεν σταμάτησε ποτέ να με στηρίζει. Χάρη σε εκείνη, μέχρι τα δεκαεπτά μου, ήμουν πάντα μέσα σε κάποιο στούντιο, σε κάποια σχολή τέχνης. Πολλά από όσα έκανα τα οφείλω σ’ εκείνη, στη δική της πίστη και φροντίδα.



— Τι θυμάστε από αυτά τα πρώτα έργα;
Θυμάμαι ακόμη τις πρώτες μου ασκήσεις όταν ήμουν εφτά χρονών: να αντιγράψω τις μπαλαρίνες του Degas. Ήμουν μικρή και τα έργα μου φυσικά έμοιαζαν πιο ακατέργαστα, αλλά μέσα από αυτήν τη διαδικασία γεννήθηκε κάτι άλλο, αφαιρετικές μορφές, έντονα χρώματα που δεν υπήρχαν στο πρωτότυπο, φιγούρες που έμοιαζαν περισσότερο με φαντάσματα παρά με χορεύτριες. Ήταν η πρώτη μου επαφή με την ελευθερία τού να ξεφεύγω από το δεδομένο.
— Είναι η ίδια περίοδος στην οποία αρχίζετε να έχετε τη «μανία των συλλογών»;
Από μικρή είχα και μια έντονη τάση να συλλέγω πράγματα, αντικείμενα φαινομενικά ασήμαντα για τους άλλους αλλά γεμάτα νόημα για μένα. Πέτρες, χαρτιά, φωτογραφίες και αποσπάσματα από περιοδικά και βιβλία, στιγμές που ήθελα να κρατήσω. Αυτή η ανάγκη να συλλέγω, να παρατηρώ και να αποθηκεύω κομμάτια του κόσμου γύρω μου είναι κάτι που με ακολουθεί μέχρι σήμερα και έχει γίνει αναπόσπαστο κομμάτι της ζωής και της δουλειάς μου. Οι μικρές αυτές συλλογές λειτουργούν σαν αρχείο προσωπικής μνήμης, σαν υλικά και αντικείμενα που κουβαλούν μέσα τους ιστορίες.
Τα καλοκαίρια περνούσα ώρες φτιάχνοντας μικρά πράγματα, σκίτσα και χειροτεχνίες, που συχνά «πουλούσα» για να βγάζω το χαρτζιλίκι μου. Είχα πάντα μαζί μου ένα μπλοκ και ένα σημειωματάριο γεμάτα ιδέες: ρούχα, γλυπτά, σκηνικά, ποιήματα, εικόνες. Ήταν απλά ο τρόπος μου να υπάρχω, να παρατηρώ τον κόσμο, να τον φτιάχνω ξανά από την αρχή.
— Πότε μετακομίσατε στο Λονδίνο;
Μετακόμισα στο Λονδίνο το 1997 και ολοκλήρωσα τις σπουδές μου στο Chelsea College of Art & Design, στο Kingston University και στο Royal College of Art, από όπου αποφοίτησα το 2003. Το 2004 επέστρεψα στην Κύπρο και έμεινα εκεί για περίπου τρία χρόνια. Δούλευα σε διάφορους χώρους, σε εκδοτικό οίκο, σε κατάστημα πώλησης ειδών εσωτερικού χώρου και σε μπαρ κερδίζοντας απλώς τα απαραίτητα για να έχω τη δυνατότητα να ζω μόνη μου σε ένα μικρό σπίτι μέσα στα τείχη της παλιάς πόλης της Λευκωσίας. Τα βράδια αποσυρόμουν σε ένα μικρό δωμάτιο που αποκαλούσα το στούντιό μου.

— Και τι κάνατε σε εκείνο το στούντιο;
Εκείνη την περίοδο άρχισα να δουλεύω με μια στοίβα από παλιά γαλλικά περιοδικά των δεκαετιών του ’50 και του ’60, που είχα βρει σε ένα thrift store στη Λευκωσία. Έσκιζα τις σελίδες, έκοβα εικόνες και άρχισα να φτιάχνω μικρά ασπρόμαυρα κολάζ, στρώσεις πάνω σε στρώσεις. Δεν με ενδιέφεραν ιδιαίτερα οι έννοιες με σαφήνεια. Δημιουργούσα φανταστικά αρχιτεκτονικά τοπία, συχνά χωρίς ανθρώπινη παρουσία. Όταν υπήρχαν σώματα, συνήθως βρίσκονταν μέσα σε ένα αλλόκοτο περιβάλλον, σε σκηνές έντασης ή αβεβαιότητας, παγιδευμένα μέσα σε χώρους που θύμιζαν ψυχολογικό θρίλερ, σαν σκηνή από ταινία του Χίτσκοκ.
Την ίδια εποχή άρχισα να καταγράφω σκηνές από ελληνικές σαπουνόπερες της δεκαετίας του ’40 έως αυτή του ’60, που προβάλλονταν στην κρατική τηλεόραση τα Σαββατοκύριακα. Τις κατέγραφα και αργότερα τις επεξεργαζόμουν, τις επιβράδυνα, τις έκοβα, τις ανασυνέθετα, για να τις μετατρέψω σε κάτι πιο ασαφές, πιο σύνθετο. Οι σκηνές αυτές έμοιαζαν να αιωρούνται ανάμεσα στο πραγματικό και το φανταστικό, ανάμεσα στο γνώριμο και το παράδοξο.
— Αυτή τη διαδικασία εμπεριέχει τόσο πολλά θραύσματα προσωπικά όσο και φανταστικές εικόνες, τα οποία τελικά τι συνθέτουν;
Αυτή η διαδικασία του κοψίματος και της επεξεργασίας έγινε για εμένα θεμελιώδες μέρος της πρακτικής μου. Αυτό που με απασχολούσε ήταν η διαδικασία του κοψίματος, της αφαίρεσης, της επανασύνδεσης. Συνειδητοποίησα πως η ουσία για εμένα ήταν ένα είδος «απόσταξης», όχι μόνο η πρόσθεση ή η αφαίρεση αλλά η συνεχής πρόσθεση και αφαίρεση, μέχρι να μείνει μόνο αυτό που ήταν ουσιώδες. Οι στρώσεις από κομμένες επιφάνειες έγιναν μια μορφή μεταφοράς: έμοιαζαν να αποτυπώνουν κάτι από την πραγματικότητα του νησιού όπου γεννήθηκα και μεγάλωσα. Μια διαδικασία, που ίσως συνδέεται με το προσωπικό μου υπόβαθρο. Κάτω από το ορατό, υπήρχε πάντα κάτι θρυμματισμένο, ένα τοπίο από θραύσματα, από μισοτελειωμένες ιστορίες, από στοιχεία που συνθέτουν κάτι πιο σύνθετο και ασταθές. Με έναν τρόπο, μέσα από τη διαδικασία τού να κόβεις, να διαλύεις, να μετατοπίζεις, διαμορφωνόταν μια άλλη εικόνα: ένας κόσμος όπου το πραγματικό και το φανταστικό συνυπάρχουν, και όπου το απίθανο μπορεί, ίσως, να γίνει δυνατό.
— Και στη συνέχεια φτάνουμε στη Βενετία και την Μπιενάλε, που είναι, αν δεν κάνω λάθος, ένα κομβικό σημείο της καριέρας σας.
Κατά τη σύντομη περίοδο που έζησα στην Κύπρο, από το 2004 μέχρι το 2007, επιλέχθηκα από την τότε επιμελήτρια του Κυπριακού Περιπτέρου Denise Robinson, για να συν-εκπροσωπήσω την Κύπρο στην 52η Μπιενάλε της Βενετίας το 2007 μαζί με τον Τουρκοκύπριο καλλιτέχνη Mustafa Hulusi. Για πρώτη φορά, μια Ελληνοκύπρια και ένας Τουρκοκύπριος παρουσίαζαν από κοινού τα έργα τους σε αυτήν τη διοργάνωση.


— Τι παρουσιάσατε εκεί;
Στην Μπιενάλε παρουσίασα μια σειρά από ασπρόμαυρα κολάζ που δημιουργούσα εκείνη την περίοδο, καθώς και μια τρίπτυχη βιντεο-εγκατάσταση με τίτλο «Tarahi IIII, V, VI» (2007). Ήταν, φυσικά, μια τεράστια πρόκληση να εκπροσωπήσω τη χώρα μου στην Μπιενάλε της Βενετίας σε ηλικία μόλις 27 ετών. Κοιτώντας πίσω, νομίζω πως το γεγονός ότι δεν είχα πλήρη επίγνωση της κλίμακας και της βαρύτητας αυτής της διοργάνωσης ίσως με βοήθησε να την προσεγγίσω ως έναν βαθμό με περισσότερη αφέλεια και ευκολία.
— Σκέφτομαι ότι η Μπιενάλε αποτελεί πάντα ένα βήμα για τον καλλιτέχνη, μια ευκαιρία και μια έξοδο στη διεθνή σκηνή. Συνέβη το ίδιο και σε εσάς;
Όντως, κατά τη διάρκεια της παραμονής μου στην Κύπρο, άρχισα να υποβάλλω αιτήσεις για residencies στο εξωτερικό. Το 2007, με την πρωτοβουλία και υποστήριξη του Undo Foundation, πραγματοποίησα το πρώτο μου residency στο Künstlerhaus Bethanien στο Βερολίνο. Εκείνη την περίοδο, ο Adam Szymczyk και η Elena Filipovic επισκέφθηκαν το στούντιό μου και με προσκάλεσαν να συμμετάσχω στην 5η Μπιενάλε του Βερολίνου, «When Things Cast No Shadow». Παρουσίασα μια εγκατάσταση χώρου στη Neue Nationalgalerie με αντικείμενα, κολάζ και βιβλία από τη σειρά «The Infinite Library». Την ίδια περίοδο είχα αρχίσει και τη συνεργασία μου με τη Σύλβια Κούβαλη, η οποία μόλις είχε ιδρύσει την γκαλερί Rodeo στην Κωνσταντινούπολη το 2007.
— Μου είπατε και νωρίτερα ότι η γλώσσα σας δεν είναι οι λέξεις και θα ήθελα να μάθω πώς οικοδομήσατε την προσωπική σας γλώσσα και με ποια εργαλεία.
Η προσωπική μου «γλώσσα» έχει διαμορφωθεί μέσα από στατικές και κινούμενες εικόνες, αντικείμενα, δομές, σελίδες και βιβλία, αρχιτεκτονικές παρεμβάσεις και χώρους. Σημαντική περίοδος σε αυτήν τη διαδρομή ήταν τo 2008 με τη σειρά από φωτογραφίες polaroid, που ολοκληρώθηκε ξαφνικά με το κλείσιμο της εταιρείας Polaroid το 2009. Εκείνη την περίοδο πειραματιζόμουν με την κάμερα και έναν μεγεθυντικό φακό, φωτογραφίζοντας εικόνες από βιβλία, περιοδικά και λευκώματα που συνέλεγα, απομονώνοντας λεπτομέρειες και σκηνές από το ευρύτερο πλαίσιο.

— Με την polaroid αποκτήσατε, όπως μπορεί να διακρίνει κανείς στο έργο σας, μια σχέση πέρα από το μέσο;
Η φωτογραφική μηχανή polaroid δεν ήταν απλώς ένα τεχνολογικό μέσο αλλά ένα εργαλείο σκέψης. Μου έδωσε τη δυνατότητα να παρατηρώ τις εικόνες μέσα από έναν μεγεθυντικό φακό, να απομονώνω λεπτομέρειες και να τις αποτυπώνω με έναν πιο προσωπικό τρόπο. Μέσα από αυτήν τη διαδικασία, σε συνδυασμό με τον τρόπο που είχα εκπαιδεύσει το βλέμμα μου να ανασυνθέτει και να επαναδιαμορφώνει τα στοιχεία της εικόνας, άρχισα να δημιουργώ νέα στιγμιότυπα που απομακρύνονταν από την αρχική τους μορφή και αποκτούσαν τη δική τους υπόσταση. Ταυτόχρονα, μέσω της διαδικασίας αυτής ένιωθα πως ταξίδευα μέσα από τις εικόνες, μεταφερόμουν νοερά στους τόπους και τις στιγμές που είχαν αποτυπωθεί.
Αυτή η προσέγγιση με οδήγησε στις ταινίες από super-8 φιλμ που άρχισα να δημιουργώ κατά τη διάρκεια των ταξιδιών μου και που συνυπάρχουν σε μια ενότητα που ονόμασα «Chronicles». Το ταξίδι για μένα δεν ήταν απλώς μετακίνηση, αλλά μια διαδικασία παρατήρησης, μια προσπάθεια να κρατήσω στιγμές που διαφορετικά θα προσπερνούσα. Ήταν μια διαδικασία συμπύκνωσης: να σταματήσω τον χρόνο, να διαλέξω τη στιγμή που αξίζει να κρατήσω. Με ενδιέφερε να καταγράψω κάτι που συμβαίνει σε πραγματικό χρόνο και χώρο, χωρίς πρόβα, χωρίς σκηνοθεσία. Εκεί είναι που το ένστικτο, ο αυθορμητισμός και η ομορφιά του απρόβλεπτου ενεργοποιούνται. Η παρατήρηση του τυχαίου, της λεπτομέρειας, του καθημερινού, είναι κάτι που με απασχολεί βαθιά. Δεν πρόκειται για ρομαντισμό, αλλά περισσότερο για μια διαδικασία παρατήρησης και ανταπόκρισης. Όταν κάτι αρχίζει να αποκρυσταλλώνεται, τότε αισθάνομαι ότι μπορώ να το μεταφράσω και να το μοιραστώ. Η καταγραφή στιγμών που συνήθως προσπερνάμε δεν έχει για μένα συναισθηματική φόρτιση, ούτε λειτουργεί νοσταλγικά. Είναι μια συνειδητή πράξη προσοχής.



— Ας επιστρέψουμε στην έκθεση. Πώς διαλέξατε τα έργα και τι ρόλο έχουν παίξει στη διαδρομή σας;
Η επιλογή έγινε με βάση τα έργα που στάθηκαν καθοριστικά στην εξέλιξη της πορείας μου. Και το πιο ενδιαφέρον για εμένα είναι ότι, τοποθετώντας τα σε διάλογο μεταξύ τους, άρχισαν να αποκτούν νέα νοήματα και να δημιουργούν νέες ιστορίες.
— Αν σας ρωτούσα ποια είναι τα στοιχεία που σας συναρπάζουν, τι θα απαντούσατε;
Με συναρπάζουν στοιχεία της φύσης, γι’ αυτό και συχνά χρησιμοποιούνται στα έργα μου. Μέσα από εικόνες, γλυπτά και αντικείμενα, τα ζώα παίζουν συμβολικό και αφηγηματικό ρόλο. Φίδια, σαύρες, πουλιά, έντομα, γαϊδούρια, ζέβρες, άλογα, χελώνες, ακόμα και μυθικά πλάσματα, όπως οι δράκοι, έχουν διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στη δημιουργία της γλώσσας μου, που κινείται συνεχώς μεταξύ του πραγματικού και του φανταστικού κόσμου.
Με ενδιαφέρει η έννοια του αποσπάσματος, το πώς αυτό προσφέρει στοιχεία χωρίς να αποκαλύπτει τα πάντα. Τα αποσπάσματα επιτρέπουν πολλαπλές ερμηνείες και δίνουν χώρο για διαφορετικές αναγνώσεις.
Οι γραμμές παίζουν σημαντικό ρόλο στον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε τον χώρο. Μπορούν να ενώσουν ή να διαχωρίσουν σημεία, να κατευθύνουν το βλέμμα και να διαμορφώσουν την εμπειρία μας στον χώρο και τον χρόνο.
— Υπάρχει μια μεγάλη πρόκληση στη δουλειά σας, που σας οδήγησε σε άλλους δρόμους;
Όταν προσκλήθηκα από τους επιμελητές Chiara Bertola και Andrea Viliani να εκθέσω στο Fondazione Querini Stampalia της Βενετίας το 2014, η προσοχή μου στράφηκε αμέσως στα υλικά που είχε χρησιμοποιήσει ο Ιταλός αρχιτέκτονας Carlo Scarpa, τα οποία είναι άρρηκτα συνδεδεμένα με την ιστορία και τις παραδόσεις της πόλης στην οποία και γεννήθηκε.
Έναν από αυτά ήταν το «stucco veneziano», το οποίο ο Scarpa εφάρμοσε στις οροφές κατά την ανακαίνιση του Fondazione, αναβιώνοντας σχεδόν ξεχασμένες τεχνικές στην δική του εποχή. Η τεχνική αυτή εφαρμόστηκε ευρέως στη Βενετία του 15ου και του 17ου αιώνα για την επικάλυψη τοίχων, δαπέδων και οροφών, και εκτιμήθηκε όχι μόνο για την όψη της αλλά και για τη λειτουργικότητά της, καθώς βοηθούσε στη ρύθμιση της θερμοκρασίας και της υγρασίας σε επίπεδα ιδανικά για τις συνθήκες της πόλης.
Από τότε άρχισα να αξιοποιώ αυτή την τεχνική στη δουλειά μου, με ορόσημο την εγκατάσταση που δημιούργησα στον χώρο του Fondazione Querini Stampalia. Έδωσα έμφαση στη σχέση ανάμεσα στα στοιχεία του έργου και τον περιβάλλοντα χώρο, επιτρέποντας στο νερό, όταν ανέβαινε η στάθμη των καναλιών, να παρεμβαίνει στο έργο και να αφήνει τα αποτυπώματά του στις επιφάνειες. Αναπτύχθηκε έτσι μια φυσική αλληλεπίδραση ανάμεσα στο δικό μου έργο και το έργο του Scarpa. Οι φόρμες του Scarpa, όπως και το ίδιο το νερό, αποτέλεσαν επιπλέον πηγές έμπνευσης για την εγκατάσταση.

— Ποιο πιστεύετε ότι είναι το πολιτιστικό μας υπόβαθρο σήμερα, πώς καταναλώνουμε τις εικόνες και πώς τις αντιλαμβανόμαστε και πόσο χρόνο διαθέτουμε για να σταθούμε απέναντι σε ένα έργο τέχνης και να μπορέσουμε να σκεφτούμε;
Η αντίληψη δεν είναι ποτέ σταθερή. Αλλάζει με τον χρόνο, το πλαίσιο, τη διάθεση. Στον επιταχυνόμενο ρυθμό της καθημερινότητας που ζούμε, το να επιβραδύνουμε, να παρατηρήσουμε προσεκτικά, να σταθούμε λίγο παραπάνω σε μια λεπτομέρεια, σε μια χειρονομία, σε μια σκιά, είναι σημαντικό.
Η αργή θέαση δεν είναι πολυτέλεια. Είναι επιλογή· μια στάση ζωής. Το να αφιερώσουμε χρόνο σε αυτό που βλέπουμε ή ακούμε, να σταθούμε απέναντί του με προσοχή, είναι προϋπόθεση για μια πιο ουσιαστική και αληθινή εμπειρία, για μια πιο αυθεντική σχέση με τον κόσμο γύρω μας. Η ικανότητα να παρατηρούμε γίνεται πράξη αντίστασης. Αν ο κόσμος σταματούσε για λίγο να κοιτά μόνο τη δική του άνεση και βολή, ίσως να συνειδητοποιούσε πόσο η ηθική και η ευαισθησία έχουν διαβρωθεί. Πόσα πράγματα αποδεχόμαστε σιωπηλά, μόνο και μόνο επειδή συνηθίσαμε να τα προσπερνάμε; Η γενοκτονία των Παλαιστίνιων από το Ισραήλ συμβαίνει αυτήν τη στιγμή μπροστά στα μάτια μας, και όμως τόσος κόσμος εξακολουθεί να μένει απαθής. Η σιωπή δεν είναι ουδετερότητα, είναι συνενοχή.
Δείτε περισσότερες πληροφορίες για την έκθεση VOL. XXXIII εδώ.