Στην Τζαμάικα, ένα από τα πιο κερδοφόρα νησιά της βρετανικής αποικιοκρατίας, ο πιο διαβόητος δουλοκτήτης είναι... φάντασμα. Σύμφωνα με τον θρύλο, η Άννι Πάλμερ, γνωστή ως «Λευκή Μάγισσα του Rose Hall», ήταν μια σαδιστική φιγούρα του 19ου αιώνα, που βασάνισε και δολοφόνησε σκλαβους. Λέγεται ότι καταράστηκε μέχρι θανάτου την ανιψιά του Aφρικανού εραστή της, Τάκου, πριν εκείνος τη σκοτώσει. Το πνεύμα της υποτίθεται πως ακόμα στοιχειώνει το γήπεδο γκολφ του Μοντέγκο Μπέι.
Περνώντας τα χρόνια οι Βρετανοί άνδρες που διοικούσαν τις φυτείες ζάχαρης είχαν ξεχαστεί σχεδόν ολοκληρωτικά. Αντίθετα, οι ήρωες της αντίστασης απέναντι στη βία της δουλείας ήταν παντού: η θρυλική βασίλισσα Νάνι των Μαρώνων, που λέγεται ότι μπορούσε να πιάνει σφαίρες με τα χέρια της· ο Σαμ Σαρπ, πρωτοπόρος της θεολογίας της απελευθέρωσης, του οποίου η εξέγερση οδήγησε τελικά στην κατάργηση της δουλείας· και ο πολιτικός ακτιβιστής Πολ Μπόουγκελ.
Για τους απογόνους των σκλαβωμένων, αυτή είναι μία από τις πιο ισχυρές μορφές αντιμετώπισης της ιστορικής κληρονομιάς: μέσα από τη μνήμη των προγόνων που αντιστάθηκαν στους καταπιεστές τους. Οι εγκληματίες που διέπραξαν τα πιο φρικτά εγκλήματα συχνά μετατρέπονται σε φαντάσματα – όπως η Άννι Πάλμερ ή οι πειρατές του Πορτ Ρόγιαλ, που καταποντίστηκαν σε σεισμό. Όμως η κληρονομιά της σκλαβιάς επιβιώνει όχι μόνο ως αφήγηση, αλλά και ως ζωντανή πραγματικότητα: στην επίμονη κοινωνική ανισότητα, στο διαγενεακό τραύμα, στα ελίτ εκπαιδευτικά ιδρύματα και σε ονόματα ή λέξεις που άφησαν πίσω οι αποικιοκράτες – μερικές από τις οποίες είναι σκωτσέζικες.
Στη σημερινή Τζαμάικα, σκωτσέζικα επώνυμα όπως Campbell και Gordon, αλλά και τοπωνύμια όπως Aberdeen και Dundee, είναι πανταχού παρόντα. Κι όμως, για δεκαετίες στο Ηνωμένο Βασίλειο, υπήρχε ελάχιστη αναφορά στην εκτενή σκωτσέζικη συμμετοχή στο αποικιοκρατικό εγχείρημα.
Η νέα έκθεση του Πανεπιστημίου του Εδιμβούργου, όπως αποκαλύφθηκε στον Guardian, προσφέρει μία από τις πιο αποκαλυπτικές εικόνες αυτής της παραμελημένης ιστορίας. Η έκθεση δείχνει ότι το Εδιμβούργο λειτούργησε ως καταφύγιο λευκής υπεροχής από το 1750 έως το 1850 και έπαιξε υπερβολικά μεγάλο ρόλο στην ανάπτυξη των ψευδο-επιστημών της φυλής. Οι ιδέες που διατυπώθηκαν και διδάχθηκαν εκεί τοποθετούσαν σταθερά τους μαύρους ανθρώπους στο κατώτερο επίπεδο της ανθρώπινης ιεραρχίας, ενώ λευκοί στοχαστές ανυψώνονταν ως το ιδεώδες. Μάλιστα, το πανεπιστήμιο είχε συλλογές με κρανία μαύρων ανθρώπων, ενισχύοντας την αντίληψη ότι η «επιστήμη» μπορούσε να τεκμηριώσει τον ρατσισμό.
Οι Σκωτσέζοι ηθικοί φιλόσοφοι του Διαφωτισμού – όπως ο Άνταμ Φέργκιουσον, ο Ντέιβιντ Χιουμ και ο Ντάγκαλντ Στιούαρτ – κατηγορούνται ότι άφησαν πίσω τους μια επιβλαβή ιδεολογική παρακαταθήκη, που αξιοποιήθηκε για τη νομιμοποίηση της δουλείας και της αποικιοκρατίας και συνέβαλε καθοριστικά στην οικονομική και πνευματική άνθηση του ίδιου του Πανεπιστημίου.
Το φαινόμενο δεν ήταν μεμονωμένο. Στο βιβλίο Recovering Scotland’s Slavery Past του καθηγητή Τομ Ντιβάιν, αναφέρεται ότι την εποχή της ακμής του δουλεμπορίου στον Ατλαντικό, το 20% των καπετάνιων και το 40% των γιατρών στα δουλεμπορικά πλοία του Λίβερπουλ ήταν Σκωτσέζοι. Οι Σκωτσέζοι αποτελούσαν το ένα τρίτο του λευκού πληθυσμού της Τζαμάικα στο τέλος του 18ου αιώνα. Η Σκωτία δεν είχε μεγάλο αριθμό πλοίων, αλλά οι Σκωτσέζοι – ως έμποροι, γιατροί, τυχοδιώκτες και καταδικασμένοι Ιακωβίτες – αναζητούσαν ευκαιρίες για κοινωνική κινητικότητα στις αποικίες, αποκτώντας τελικά το υψηλότερο κατά κεφαλήν ποσοστό συμμετοχής στη σκλαβιά σε σχέση με κάθε άλλη βρετανική περιοχή.
Μετά την κατάργηση της δουλείας, οι Σκωτσέζοι ιδιοκτήτες σκλάβων έλαβαν το 15% των αποζημιώσεων που κατέβαλε το βρετανικό κράτος. Η Καραϊβική έγινε αγορά για σκωτσέζικα υφάσματα και ψάρια, ενώ σε αντάλλαγμα έστελνε στη Σκωτία καφέ, ζάχαρη, βαμβάκι, καπνό και ρούμι.
Ο καθηγητής Τόμι Κάρι, που συν-προέδρευσε της έκθεσης του Εδιμβούργου, δηλώνει ότι η Σκωτία έχει ένα «ηθικό χρέος» να αναγνωρίσει αυτή την ιστορία, αφού ο Διαφωτισμός της παρήγαγε «ιδεολογίες που βοήθησαν να εκμεταλλευτούν, να σκοτώσουν και να κυριαρχήσουν». Το πανεπιστήμιο παραδέχεται ότι, στην ίδια ατμόσφαιρα όπου αναπτύχθηκαν οι αξίες της φιλελεύθερης δημοκρατίας, γεννήθηκαν και μερικές από τις πιο βλαβερές ιδέες της ιστορίας.
Ειρωνικά, μερικοί από τους στοχαστές των οποίων οι θεωρίες κατέληξαν να στηρίζουν το δουλεμπόριο, ήταν φανατικοί αντίπαλοί του. Ο Ίαν Στιούαρτ, ιστορικός του πανεπιστημίου, αναφέρει πως ο Φέργκιουσον και ο Ντάγκαλντ Στιούαρτ ήταν «διαχρονικά και έντονα αντίθετοι στη δουλεία», όμως γνώριζαν τις συνέπειες των ιδεών τους και θα κατανοούσαν πώς αυτές μετατράπηκαν σε όπλα εξουσίας. Το Εδιμβούργο δεν επινόησε τον ρατσισμό – λειτούργησε όμως ως think tank, θεσμοθετώντας ιδεολογίες που εξυπηρετούσαν τα πιο χυδαία συμφέροντα του κεφαλαίου.
Από το σκάνδαλο Windrush μέχρι τις σημερινές φυλετικές ανισότητες στα μαιευτήρια, την άρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου να ζητήσει συγγνώμη για τη σκλαβιά ή να καταβάλει αποζημιώσεις, αλλά και την ανάδυση ακροδεξιών ρευμάτων όπως το «Dark Enlightenment», τα φαντάσματα αυτών των θεωριών εξακολουθούν να μας στοιχειώνουν.
Με πληροφορίες από Guardian