Ο ΑΓΓΕΛΟΣ ΚΑΙ η σύζυγός του Μαρία εδώ και τρία χρόνια έχουν αφήσει τη ζωή τους στην Αθήνα και έχουν μετακομίσει στον Αθανάσιο Διάκο, ένα μικρό ορεινό χωριό στα Βαρδούσια με μόλις επτά μόνιμους κατοίκους τον χειμώνα.
Η ζωή τους περιστρέφεται γύρω από το μαγαζί που έφτιαξαν με τα ίδια τους τα χέρια, κάτι ανάμεσα σε παραδοσιακό παντοπωλείο, καφενείο και κατάστημα με είδη δώρων. Η καθημερινότητα τους είναι σκληρή, από τον Απρίλιο έως και τον Οκτώβριο δουλεύουν επτά μέρες την εβδομάδα, όμως έχουν καταφέρει να ζήσουν εκεί όπου ονειρεύονταν, στον παράδεισό τους.
«Με λένε Άγγελο Δημητρακόπουλο και είμαι 43 χρονών. Γεννήθηκα στον Κορυδαλλό και έζησα 40 χρόνια στο Κερατσίνι. Από μικρός είχα πολλή ενέργεια, οπότε ο αθλητισμός και οι δραστηριότητες δεν έλειπαν ποτέ από τη ζωή μου. Με το σχολείο η αλήθεια είναι ότι δεν τα πήγαινα καλά, αν και κατάφερα να περάσω στη Γεωπονική, που βέβαια δεν πήγα ποτέ. Ήμουν και τυχερός γιατί κέρδισα χρονιά, και τελείωσα μικρός το λύκειο.
«Μετά από τρία χρόνια εδώ, μπορώ να πω πως αυτή είναι η πιο δύσκολη, αλλά και η πιο καλή επιλογή που έχω κάνει μέχρι τώρα. Όχι τόσο σε ό,τι αφορά τον τόπο, που είναι μαγικός έτσι κι αλλιώς, αλλά σε ό,τι αφορά την αποκέντρωση. Αυτή ήταν η ουσία και δεν το έχουμε μετανιώσει ούτε δευτερόλεπτο».
Όσο πήγαινα σχολείο, είχα τις προπονήσεις μου και κάποια βράδια έκανα ντελίβερι σε ένα σουβλατζίδικο για το χαρτζιλίκι μου. Σε κάποια φάση δούλεψα σε μια θαλαμηγό-επαγγελματικό σκάφος ως βοηθός μάγειρα. Ήταν μια δυνατή εμπειρία για μένα, μια και ήμουν μικρός και δεν γνώριζα από κουζίνα, ούτε βέβαια και από θάλασσα.

Γυρνώντας από το ταξίδι και έχοντας αποκτήσει εμπειρία –και μάλιστα σε δύσκολες συνθήκες–, μου δόθηκε η ευκαιρία να εξασκήσω το επάγγελμα αυτό για αρκετά χρόνια. Πέρασα από εστιατόρια, catering κ.λπ., όπως οι περισσότεροι μάγειρες. Συνέχισα και μετά το στρατιωτικό πιο εντατικά και έφτασα σε ένα αρκετά καλό επίπεδο. Άρχισα να αναλαμβάνω μαγαζιά με την ομάδα μου, κυρίως σε νησιά.
Με τα χρόνια, το επάγγελμα άρχισε να με χαλάει σε διάφορους τομείς, κι έτσι αποφάσισα να μην περνάω όλη μου τη μέρα σε μια κουζίνα και να βρω μια παράλληλη, δεύτερη δουλειά.
Κατέληξα να κάνω διάφορα επαγγέλματα ως έξτρα απασχόληση: πωλητής σε κάποιες εταιρείες, περιπτεράς, υπάλληλος σε κάβα κ.λπ. Ώσπου βρήκα αυτό που με γεμίζει, τις κατασκευές, κυρίως από ξύλο. Δεκατρία χρόνια τώρα υπάρχουν πάρα πολλά σπίτια σε Ελλάδα και εξωτερικό που έχουν μια κατασκευή ή κάτι διακοσμητικό από μένα.
Μπορώ να κάθομαι στο εργαστήριό μου με τις ώρες και να βγαίνω χαμογελαστός. Οι περισσότερες κατασκευές μου αφορούν μικρά παιδιά και ζωάκια, κι αυτό είναι κάτι που γεμίζει ακόμα πιο πολύ. Φυσικά και το συνεχίζω ακόμα και ελπίζω, όσο μπορώ, να φτιάχνω πράγματα.
Την απόφαση να εγκαταλείψουμε την Αθήνα την πήραμε εύκολα, μετά από σαράντα χρόνια ζωής στην πόλη. Είχαμε και μια περιπέτεια με άσχημο τέλος που μας έκανε να φιλοσοφήσουμε αλλιώς τη ζωή.

Είπαμε πως θα πρέπει να βάλουμε κάτω το κεφάλι και να κάνουνε υπερπροσπάθεια, ώστε να πάμε σε ένα μέρος που θα αλλάξει την ψυχολογία μας και γενικά τη μιζέρια στην οποία είχαμε πέσει.
Δουλέψαμε πάρα πολύ κάνοντας διπλές δουλειές, υπερωρίες και στερηθήκαμε κάποια πράγματα με μόνο σκοπό να φύγουμε. Πέντε χρόνια χρειάστηκαν για να καταφέρουμε να καλύψουμε τις ανάγκες μας και να μπορέσουμε να κάνουμε αυτή την αλλαγή.
Ωστόσο, πηγαίναμε κάποια Σαββατοκύριακα στο χωριό της γυναίκας μου για να ξεσκάμε, γιατί αλλιώς δεν γινόταν. Τότε γεννήθηκε η ιδέα για το πού θα πηγαίναμε αν καταφέρναμε τελικά να φύγουμε από την Αθήνα. «Εδώ ηρεμεί η ψυχούλα μας», είπα στη γυναίκα μου, τη Μαρία. «Εδώ θα έρθουμε να ζήσουμε σαν άνθρωποι».
Η Μαρία είναι μεγαλωμένη στην Πετρούπολη. Δούλευε στο κέντρο της Αθήνας για αρκετά χρόνια και τη θαύμαζα που μπορούσε να τρώει όλο αυτό το πήξιμο και όλον αυτόν τον χαμό. Αγανακτισμένη βέβαια κι εκείνη από όλο αυτό που ζούσε στην καθημερινότητά της, δεν το σκέφτηκε καν. Συμφώνησε κατευθείαν και κάναμε μια μεγάλη αγκαλιά ως επικύρωση της συμφωνίας.
Αναρωτηθήκαμε τι θα κάνουμε εδώ για να ζήσουμε. Σκέφτηκα πως κάθε φορά που ερχόμαστε στο χωριό έχουμε μισό αμάξι ψώνια, άρα αυτό έλειπε από το χωριό. Κι έτσι η ιδέα του παντοπωλείου ήρθε σχεδόν μόνη της.
Ο Αθανάσιος Διάκος είναι ένα χωριό στην ορεινή Φωκίδα, σε υψόμετρο 1.050 μ. Εδώ γεννήθηκε ο γνωστός ήρωας της Επανάστασης και προς τιμήν του ονομάστηκε το χωριό.
Μιλάμε για ένα πανέμορφο χωριό στα Βαρδούσια Όρη, γεμάτο έλατα και πλατάνια. Ο παραπόταμος του Μόρνου περνάει μέσα από το χωριό κι έτσι η φύση οργιάζει. Ποιος, λοιπόν, δεν θέλει να μείνει στον Παράδεισο;

Η συμφωνία ήταν ότι θα φτιάξουμε ολομόναχοι το μαγαζί, ώστε να το ευχαριστηθούμε και να έχει τον χαρακτήρα μας πάνω απ’ όλα.
Αρχικά, ξεκινήσαμε για ένα παραδοσιακό παντοπωλείο και καταλήξαμε πως θα πρέπει να έχει και κάποια πρωτότυπα είδη δώρων που φτιάχνω εγώ, επίσης καφέ στη χόβολη, ποτά, τσίπουρα, καφέδες κ.λπ. Το αναπτύξαμε όσο μπορούσαμε και κάθε χρόνο κάνουμε κάτι νέο.
Το μαγαζί το φτιάξαμε με τα χεράκια μας και τρία χρόνια τώρα είμαστε μια χαρά. Ζούμε αξιοπρεπέστατα, αλλά βέβαια δεν να μπορούμε να πούμε ότι βάζουμε κάτι στην άκρη. Όμως δεν μας λείπει τίποτα.
Μας στηρίζει η τοπική κοινωνία και τα γύρω χωριά, έχει τουρισμό το χωριό, οπότε όλα καλά.
Τον χειμώνα είναι πιο δύσκολα τα πράγματα βιοποριστικά, αλλά πολύ καλύτερα για σένα τον ίδιο. Το μαγαζί ανοίγει το Σαββατοκύριακο μόνο, καθώς τις υπόλοιπες ημέρες είμαστε μόνο επτά κάτοικοι στο χωριό. Τόσοι είναι οι μόνιμοι κάτοικοι στον Αθανάσιο Διάκο τον χειμώνα, και στον βαρύ χειμώνα γινόμαστε πέντε.
Τα Σαββατοκύριακα μαζεύει κόσμο το χωριό και βλέπουμε και κανέναν άνθρωπο, εκδρομείς, ορειβάτες, μηχανόβιους, περιπατητές ή ντόπιους που έρχονται να ηρεμήσουν δυο μερούλες. Από Απρίλιο, δειλά-δειλά, αρχίζουν να έρχονται περισσότεροι ντόπιοι.
Οπότε, είμαστε ανοιχτά τα Σαββατοκύριακα, γιορτές και αργίες μέχρι τον Μάιο που ξεκινάνε να έρχονται οι βοσκοί στον τόπο τους και παίρνει σιγά-σιγά ζωή και πάλι το χωριό. Έχουμε επτά μετακινούμενους βοσκούς με τα κοπάδια τους, οι οποίοι το καλοκαίρι πάνε στα λιβάδια των Βαρδουσίων. Αυτό συμβαίνει μέχρι μέχρι τον Οκτώβριο που επιστρέφουν στον τόπο τους, γιατί ο χειμώνας εδώ, όπως είπαμε, είναι δύσκολος.
Οι ασχολίες μας εδώ έχουν να κάνουν με τη δουλειά κυρίως. Από Απρίλιο μέχρι Οκτώβριο δουλεύουμε επτά μέρες την εβδομάδα. Εγώ απασχολούμαι επίσης και σε εξωτερικές δουλειές: κουρεύω οικόπεδα, κλαδεύω, κάνω οικοδομικές, ξυλουργικές εργασίες. Γενικά, είναι πολύ γεμάτη η μέρα μας.

Τον χειμώνα όμως έχουμε πέντε μέρες την εβδομάδα να κάνουμε ό,τι θέλουμε, βόλτες, ταξίδια, να ξεκουραστούμε.
Σίγουρα η ζωή εδώ έχει και κάποιες μέρες ζόρικες. Πρέπει να κόψεις τα ξύλα σου για να ζεσταθείς αλλά και να κινηθείς σε ένα μέρος όπου για ένα μεγάλο διάστημα δύσκολα η θερμοκρασία ανεβαίνει πάνω από το μηδέν. Αλλά λύσεις υπάρχουν πάντα.
Η περιοχή εδώ είναι τόπος χαλάρωσης, ηρεμίας και δροσιάς τους ζεστούς μήνες. Αν είσαι πεζοπόρος ή ορειβάτης, είσαι στο κατάλληλο μέρος· έχει εξαιρετικές διαδρομές και κορυφές. Αν είσαι μηχανόβιος, η διαδρομή ως το χωριό θα σου μείνει αξέχαστη.
Αν καταφέρεις, δε, να ανέβεις και στο βουνό με το όχημά σου, θα δεις πράγματα που δεν τα φανταζόσουν ποτέ. Αν είσαι φυσιολάτρης, θα σε αποζημιώσει το τοπίο, θα σε κάνει να θες να έρθεις ξανά και να φέρεις και φίλους σου. Το εξαιρετικό φαΐ που θα φας εδώ από ντόπια προϊόντα θα σε ικανοποιήσει ακόμα κι αν είσαι δύσκολος.
Μελλοντικά σχέδια έχουμε αρκετά, μπορώ να πω. Ο τόπος και η θέλησή μας να ζήσουμε μακριά από την Αθήνα είναι κινητήρια δύναμη. Θα θέλαμε να κάνουμε δραστηριότητες με τα νέα παιδιά του χωριού που έρχονται το καλοκαίρι, ώστε να τους κάνουμε να θέλουν να έρχονται κάθε χρόνο και να φεύγουν με όμορφες αναμνήσεις.
Θέλω να γεράσω εδώ, να έρθει ένα παλικάρι κάποια στιγμή και να μου πει, "μπάρμπα, θυμάσαι που μας έβαζες και παίζαμε παλιά παιχνίδια της εποχής σου; Που μας έβαζες παλιές ελληνικές ταινίες και γελάγαμε όλοι μαζί;". Απλά πράγματα, που όμως μένουν.

Μετά από τρία χρόνια εδώ, μπορώ να πω πως είναι η πιο δύσκολη επιλογή, αλλά και η πιο καλή που έχω κάνει μέχρι τώρα. Όχι τόσο σε ό,τι αφορά τον τόπο, που είναι μαγικός έτσι κι αλλιώς, αλλά σε ό,τι αφορά την απόφαση της αποκέντρωσης. Αυτή ήταν η ουσία και δεν το έχουμε μετανιώσει ούτε δευτερόλεπτο.
Τα χόμπι μας εδώ έχουν να κάνουν κυρίως με το βουνό: enduro με τη μηχανή, βόλτες σε μονοπάτια, ανάβαση στο βουνό, μπάσκετ στο γήπεδο του χωριού με θέα τα Βαρδούσια, βόλτες στα γύρω χωριά και διάφορα άλλα που γεμίζουν εικόνες το μυαλό μας.
Αυτό που θα πρότεινα σε κάποιον που θέλει να φύγει από την πόλη είναι να φτιάξει ένα πλάνο, να βάλει έναν στόχο και να το προσπαθήσει. Αξίζει τουλάχιστον να το δοκιμάσει. Γενικά, είμαι της φιλοσοφίας να ακολουθεί κανείς ό,τι ηρεμεί την ψυχούλα του. Αρκεί να είναι γεμάτος».
Στείλτε τις προτάσεις σας για τη στήλη «Γειτονιές της Ελλάδας» στο [email protected]