Τα νησιά πριν από τον (πιο πρόσφατο) χαμό

Τα νησιά πριν από τον (πιο πρόσφατο) χαμό Facebook Twitter
Τη δεκαετία του ’90 είχε κάτι πολύ βαθιά ελληνικό, παράλληλα με τις κοινότητες που έβρισκαν εδώ τον παράδεισό τους. Φωτογραφία: Getty Images
0

Λέσβος: Ξένοι στο πιο όμορφο χωριό του κόσμου

Στην αρχή τους έβλεπες με το καβαλέτο στους ώμους στα πιο απίθανα σημεία του χωριού. Στην αυλή του Άγιου Παντελεήμονα, μπροστά στο συμβολαιογραφείο, στο καρνάγιο του λιμανιού με θέα προς το κάστρο. Πήγαινες κρυφά από πίσω για να δεις τι ζωγραφίζουν –α, έτσι βλέπουν το χωριό;–, μα οι ξένοι χαμπάρι δεν έπαιρναν, ήταν πολύ απορροφημένοι στο έργο τους.

Τα βράδια τούς έβρισκες στα καφενεία να πίνουν χύμα ούζο με μεζέ και να προσπαθούν με γνήσια εξωστρέφεια να συγχρωτιστούν με τους ντόπιους. Η συνεννόηση γινόταν σε μια εκφραστική, άλογη γλώσσα. Χειρονομίες, χαμόγελα, μορφασμοί, γέλια, τραγούδια και χοροί πάνω στα μαρμάρινα τραπέζια ήταν αρκετά για να χτίσουν οικειότητα και συμπάθειες.  

Περίπου μια δεκαετία αργότερα, άλλαξαν. Ήταν άλλοι οι ξένοι, χωρίς καβαλέτα. Έρχονταν κάθε Τρίτη και Παρασκευή με πούλμαν από το αεροδρόμιο, οργανωμένος τουρισμός. Τα στενά γέμιζαν με πολύχρωμη αγγλική εργατική μόδα, έντονο μακιγιάζ και μυρωδιές από after sun και επώνυμα αρώματα. Κάθε βράδυ στους Γατελούζους διαδραματιζόταν ένα αυθόρμητο πάρτι με νιάτα, χορούς, ιδρώτα, ξαναμμένα μάγουλα, καύλες, έρωτες και ηλιοκαμένες τουρίστριες που φλέρταραν ασύστολα με ντόπιους. Μιλούσαμε πια αγγλικά, οι ξένοι ήταν ξένοι, αλλά ο κόσμος τους δεν ήταν απρόσιτος, ένα ακριβό αεροπορικό εισιτήριο έφτανε.

«Σήμερα κάνουμε διακοπές με τους παλιούς μας "εχθρούς", που τώρα πια έγιναν αγαπημένοι πελάτες. Ο θρίαμβος της οικονομίας. Τα εστιατόρια έχουν όλα τουρκικό μενού και εύκολα διαπιστώνεις πως αυτοί δεν είναι τόσο ξένοι, είναι πολύ σαν κι εμάς».

Για κάποια φεγγάρια το σκηνικό σκοτείνιασε. Οι επισκέπτες άλλαξαν. Ήταν βιαστικοί, περαστικοί, δεν έπαιρναν ανάσα, έρχονταν φοβισμένοι, θαλασσοδαρμένοι, κάποιοι κυνηγημένοι, κάποιοι ευκαιριακοί, δεν απολάμβαναν, ανέβαιναν μπουλούκια από το λιμάνι και κατασκήνωναν για λίγο στην αυλή του Δημοτικού, απλώνοντας τα βρεγμένα ρούχα τους στα κάγκελα ενώ περίμεναν το επόμενο λεωφορείο που θα τους πήγαινε σ’ αυτό που θεωρούσαν ασφάλεια ή διαφυγή και το ονόμαζαν Ευρώπη.

Τα νησιά πριν από τον χαμό Facebook Twitter
Τον άλλαξαν οι ξένοι τον Μόλυβο; Ναι, αλλά όχι δραματικά. Μέσα στα χρόνια συντελέστηκε ένα υγιές πολιτισμικό πάρε-δώσε με σεβασμό και προσοχή στις όποιες παρεμβάσεις.

Σήμερα κάνουμε διακοπές με τους παλιούς μας «εχθρούς», που τώρα πια έγιναν αγαπημένοι πελάτες. Ο θρίαμβος της οικονομίας. Τα εστιατόρια έχουν όλα τουρκικό μενού και εύκολα διαπιστώνεις πως αυτοί δεν είναι τόσο ξένοι, είναι πολύ σαν κι εμάς. Το βράδυ στο λιμάνι πίνουμε ούζα, κι όταν έρχονται στο τσακίρ κέφι σηκώνονται και χορεύουν κι εγώ χειροκροτώ για τη συγγένεια.

Τον άλλαξαν οι ξένοι τον Μόλυβο; Ναι, αλλά όχι δραματικά. Μέσα στα χρόνια συντελέστηκε ένα υγιές πολιτισμικό πάρε-δώσε με σεβασμό και προσοχή στις όποιες παρεμβάσεις. Εξακολουθεί να στέκεται όμορφος, εύρωστος, μελαγχολικός και ελάχιστα λαβωμένος. Ακόμα και σήμερα όταν επιστρέφω –όσο πιο συχνά μπορώ–, μετά τη στροφή του Αϊ-Γαλάτη, κοιτάζοντας τον Μόλυβο να εμφανίζεται μπροστά μου, εξακολουθώ να κάνω την ίδια, απαράλλακτη σκέψη: ότι αυτό είναι το πιο όμορφο χωριό του κόσμου. — Μάρω Θωμά

Ανάφη

Τα νησιά πριν από τον χαμό Facebook Twitter
Φωτ.: Μιχάλης Μιχαήλ
Τα νησιά πριν από τον χαμό Facebook Twitter
Φωτ.: Μιχάλης Μιχαήλ

Ήταν ένα «σύνορο» για την Ανάφη το 2002. Ήταν οι παραμονές του χάους, σίγουρα. Κόσμο είχε, δεν είναι πως δεν είχε, αλλά όχι αυτό που έγινε από το 2004 και μετά. Ήταν αυτό που έπρεπε να είναι ένα μικρό κυκλαδίτικο νησί. Ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Ο φίλος με τον οποίο πήγα στην Ανάφη ανήκε στην κατηγορία «εμείς πριν από 20 χρόνια ανεβαίναμε με το γαϊδουράκι από το λιμάνι, στον Ρούκουνα πηγαίναμε με τα πόδια, rooms to rent δεν υπήρχαν, μας έβαζαν στα σπίτια τους», ξέρετε τι εννοώ. Άλλος ένας που έζησε κάποτε που ήταν καλύτερα από τώρα. Για να μην τον αδικώ, κάποια ίσχυαν και τότε και ήταν όντως μαγικά. Άλλα όμως όχι.

Δεν κάναμε πεζοπορίες, έπρεπε να είχαμε κάνει κράτηση δωματίων, τίποτα δεν ήταν τόσο χαλαρό. Ήταν όμως και τότε πολύ ποιητικά. Ήταν σχεδόν ανέγγιχτα. Ναι, είμαι κι εγώ αρκετά μεγάλος πια για να πω ότι έκανα μπάνιο στον Ρούκουνα σε μια εποχή που δεν υπήρχε ούτε μία σκηνή, ο κόσμος ήταν ελάχιστος, η «παπαδιά» ήταν κάτι μικρό, για λίγους. Η Χώρα είχε μια απόκοσμη ησυχία μέρα-νύχτα, δηλαδή ένιωθες πραγματικά πως έμπαινες σε μια άλλη διάσταση, οι γνωστοί ήταν λίγοι, οι άγνωστοι περισσότεροι, το κατέβαζες πιο εύκολα το μαγιουδάκι σου στην παραλία, για να το πω ευχάριστα. Οι Μάντρες ήταν και τότε υπέροχες, θυμάμαι Δεκαπενταύγουστο να κάνει κρύο, να έχει πανσέληνο και να «φεύγουμε» και μόνο από τη θέα.

Η Μαργαρίτα σέρβιρε ακόμα την περίφημη πατατοσαλάτα της και τα βράδια πάνω από το Κλεισίδι δεν θα τα ξεχάσω ποτέ. Ελευθερία, χαρά, καμία απειλή, κόκκινα από τον ήλιο και το κρασί μάγουλα, έρωτας. Το 2004, όταν ξαναπήγα, θυμάμαι πως παντού περίμενες στην ουρά. Για φαΐ, για ποτό, για μηχανάκι, για δωμάτιο, για σταφιδόψωμο, για το περίπτερο. Μίκρυνε το νησί; Δεν ξέρω. Ας πούμε πως δεν ήταν σαν το 2002 και πως, μετά, το μαγιουδάκι μου το φόραγα πάντα. Καλό καλοκαίρι. - Μιχάλης Μιχαήλ

Η Ικαρία και το άλλο Νησί

Τα νησιά πριν από τον χαμό Facebook Twitter
Το Νησί σε κοιτάζει, αλλά εσύ δεν το βλέπεις.

Δεν θα σας πω ψέματα, ακόμα νικάει η φύση εδώ. Τον άνθρωπο. Που χτίζει κι επενδύει κι αναπτύσσει, αλλά λιγότερο από αλλού, και λίγο πιο αργά. Η σφήκα είναι δυνατή, η πέτρα του βουνού σκληρή σαν σίδερο, το ρεύμα σε παίρνει, το κύμα έρχεται άγριο, καρφί ανεμπόδιστο απ’ τη Χίο ως το Γιαλισκάρι, εξήντα χιλιόμετρα ανοιχτής θάλασσας.

Κι ούτε για τα παλιά τα στέκια, τι απέγινε το Πέτρινο, το μυθικό Κασμίρ, το Περίπου στον Εύδηλο κάτω απ’ τον γερμένο φίκο, και τις ωραίες μάχες, χίπηδες, κνίτες, σκηνίτες, ροκάδες, γκρούβαλοι, φασέοι, πανηγύρια, γιατί ούτως ή άλλως όλα αυτά ανήκουν κάπως σ’ ένα γλυκό παρελθόν, στο καλοκαίρι της Ικαρίας κατά την απροσδιόριστη μεγάλη εποχή. Που έφερε βέβαια νομοτελειακά τη μεσαία. Έναν άλλο θόρυβο, μια πονηριά, γιατί έτσι είναι αυτά.

Σιγά σιγά, οι ξαπλώστρες από λευκή δερματίνη και το εξίσου λευκό μπιτάκι έστειλαν το Νησί στις άκρες και στην ενδοχώρα, που όμως από ενδοχώρα είχε γίνει «Blue Zone» με καστανόξανθους σερένιτι κόουτς από χώρες του G7 και ξύπνιους αμπελουργούς που σου πουλάνε Τοσκάνη, κι έτσι το Νησί πήγε στα μονοπάτια του, όπως επί Πειρατείας, να μη φαίνεται απ’ τη θάλασσα – το Νησί σε κοιτάζει, αλλά εσύ δεν το βλέπεις.

Α, η μεγάλη εποχή... Μια έρημη νύχτα στους λουκουμάδες, η τηλεόραση είχε μείνει ανοιχτή στο ΙΤΑ8 κι έδειχνε τσόντα, δυο άτομα από κάτω, κι η πατρόνα όπως μπαινόβγαινε με τα πιάτα και τα μέλια: «Κλείστε το, ρε παιδιά, αυτός σε λίγο θα γαμήσει κι εμάς». Από μακριά, ένα βιολί. Άλλο ένα πανηγύρι που δεν πήγαμε. Το σκορπιουδάκι σε κοιτάζει, αλλά εσύ δεν το βλέπεις. — Μάκης Μαλαφέκας

Αστυπάλαια

Πλέον, όταν με ρωτάνε φίλοι πότε είναι καλή περίοδος να έρθουν Αστυπάλαια για διακοπές, η αυθόρμητη απάντηση που θέλω να δώσω είναι «πριν από 20 χρόνια». Όχι από νοσταλγία, αλλά γιατί εύχομαι να μπορούσαν να απολαύσουν τον πραγματικό χαρακτήρα του τόπου και να καταλάβουν την αγάπη που του έχω.  

αστυπαλαιαΑπό σχετικά άγνωστο νησί, μέσα σε ελάχιστα χρόνια η Αστυπάλαια κατέστη προβεβλημένος προορισμός για τουρίστες που θέλουν να ποζάρουν σε φωτογενή σκαλάκια με φόντο βουκαμβίλιες και άλλες ινσταγκραμικές γραφικότητες, ενώ ταυτόχρονα σιχτιρίζουν τον διαρκή αέρα, γκρινιάζουν για την έλλειψη σκιάς και τις κροκάλες στις παραλίες και απαιτούν πολυτέλειες που δεν θα έπρεπε να υφίστανται σε τέτοια νησιά.

Η ξαφνική ανάπτυξη προσφέρει μεν στους Αστυπαλίτες μια σημαντική πηγή εισοδήματος αλλά ταυτόχρονα δοκιμάζει τις αντοχές του τόπου σε φυσικούς πόρους. Η καθοριστικότερη αλλαγή αφορά το δημογραφικό προφίλ των επισκεπτών. Οι παλιότεροι ταξιδιώτες που περνούσαν μεγάλα διαστήματα στο νησί και δημιουργούσαν δεσμούς με τον τόπο έχουν αντικατασταθεί από τουρίστες με δίψα για flashy καταλύματα και «must do» εμπειρίες.

Αποτέλεσμα; Το Τζανάκι, η άλλοτε ήσυχη αγαπημένη παραλία των γυμνιστών, που άραζαν με μοναδικό εξοπλισμό ένα καπέλο, μια πετσέτα και ένα βιβλίο, γεμίζει με τέντες, πτυσσόμενες καρέκλες, ψυγειάκια και ηχεία, και καταντά ένα κακέκτυπο της οικογενειακής πλαζ στο Λιβάδι.

Οι ίδιοι άνθρωποι απαιτούν κράτηση στο παραδοσιακό καφενείο στους Μύλους, αδυνατώντας να αντιληφθούν πως σε τέτοια μέρη ακυρώνεται η έννοια του ρεζερβέ. Στα πανηγύρια πια βλέπει κανείς ολοένα πιο σπάνια οικογένειες Αστυπαλιτών να χορεύουν· δεν τους αφήνουν χώρο να γλεντήσουν όσοι χορεύουν κάθε σκοπό σαν να είναι ικαριώτικος, ενθουσιασμένοι που ζουν τη φάση couleur locale. 

Το αισιόδοξο είναι πως ακόμα επιμένουν να συναντιούνται εδώ όσοι διάλεξαν την Αστροπαλιά για τόπο τους όταν τα καράβια έκαναν 20 ώρες να φτάσουν, και θα παραμείνουν κι όταν πάψει να είναι in προορισμός. — Ειρήνη Σαρλή

Πάρος: Naoussa, mon amour!

Τα νησιά πριν από τον χαμό Facebook Twitter
Τα λιβάδια από κατακόκκινες παπαρούνες ανάμεσα στις Κολυμπήθρες και το Μοναστήρι του Αϊ-Γιάννη.

Πολλά βράδια αναπολώ τη φύση που δεν υπάρχει πια, λόγω της ανοικοδόμησης και του υπερτουρισμού. Την ομορφιά της, που δεν θα την ξαναδούμε ποτέ. Τα λιβάδια από κατακόκκινες παπαρούνες ανάμεσα στις Κολυμπήθρες και το Μοναστήρι του Αϊ-Γιάννη. Έχω πάντα τη φωτογραφία τους δίπλα στο κομοδίνο μου, σαν την πιο πολύτιμη εικόνα. 

Τα μανουσάκια στις Λίμνες που μοσχοβολούσαν για μέρες στο βάζο μου. Ούτε ένα πια. Τρέμω για τα ψυχανθή γύρω από τον Άγιο Μηνά, που σώζονται ακόμα. Μακάρι να μη φτάσει ποτέ εκεί του επεκτατισμού το πόδι. Τους αστακούς που μας έφερναν οι ψαράδες της Νάουσας. Χρόνια έχω να φάω. Τους αχινούς που τους βγάζαμε και τους τρώγαμε επί τόπου στη Σάντα Μαρία με ψωμάκι και λεμόνι. Ούτε ένας πια.

Τους ψωλιάγκους στα καταγάλανα νερά της Λάγγερης, που οι ντόπιοι τους έλεγαν «ψωλές της θάλασσας». Οι Καλύμνιοι ψαράδες τούς ξεπάστρεψαν πουλώντας τους χρυσάφι και εξαφάνισαν διά παντός από τα μέρη μας αυτήν τη λιχουδιά.

Την ξινομυζήθρα της Λέλας και της κάθε αγρότισσας της γειτονιάς μου, που αγόραζα από τον μανάβη μου, τον Πιπή. Αγελαδίσια, μόνο τυποποιημένη από τον συνεταιρισμό υπάρχει πλέον – τον οποίο, μάλιστα, έχει αγοράσει η οικογένεια Βαρδινογιάννη.

Τα μπάνια μου στα γαργάρα νερά της πηγής στο Αυκλάκι. Στάλα-στάλα τρέχει πια. Ούτε για να δροσίσεις τα χείλη σου.  

Τον γκρεμό στην παραλία του Νταμουλή που κατεβαίναμε με το σκοινί και νιώθαμε ακροβάτες κάθε φορά. Τώρα ανήκει σε πεντάστερο ξενοδοχείο, με πολύ μπετόν. Κανείς μας δεν πατάει το πόδι του.

Τα νησιά πριν από τον χαμό Facebook Twitter
Φωτ.: Brian Quinn

Τις γούνες που τις χαιρόμουν κάθε μέρα απλωμένες για να λιαστούν.  Έγιναν σούσι.

Αναπολώ το λιμανάκι της Νάουσας του τότε, ένα κόσμημα, σκηνικό θεάτρου του Τσαρούχη, χωρίς μουσική στη διαπασών πάνω από την κεφαλή μας, παρά μόνο με τους ήχους του Αιγαίου. Και γύρω-γύρω πέτρινα κτίρια με σοβά σαρδέλα και όχι κούφια εξωτερική γυψοσανίδα.

Θα σ’ αγαπάω αιώνια, Νάουσα, ό,τι κι αν σου συμβεί. — Μίνα Κακανιά

Μύκονος: Πολλοί χαλασμοί, πολλές άνω τελείες

Τα νησιά πριν από τον χαμό Facebook Twitter
Αν δεν διαβάσεις τη Μύκονο ως έναν υποδοχέα διαδοχικών ρευμάτων μέσα στα χρόνια, μάλλον κάτι δεν θα διαβάσεις καλά. Το βιβλίο ακόμη γράφεται.

«Η Μύκονος πριν από τον χαλασμό» είναι ένας πολύ σισύφειος τίτλος, λόγω του ότι το νησί βάζει συνεχώς άνω τελείες και προχωρά συνεχώς σε νέους χαλασμούς. Άρα, ακόμα κι αν έχεις παιδικά χρόνια και όμορφες αναμνήσεις από εκεί, είναι δύσκολο να προσδιορίσεις τι πραγματικά νοσταλγείς ως παρελθόν ή τι ως μέλλον. Όλα αυτά τα χρόνια που γράφω για τη Μύκονο προσπαθώ να απαντήσω σε ερωτήματα τα οποία με τη σειρά τους βάζουν καινούργια.

Σίγουρα μπορώ να πω ότι το νησί ανά δεκαετίες γνώρισε μεταβάσεις. Για παράδειγμα, τη δεκαετία του 1980 έχω στη μνήμη μου ως παιδί τα λετ ρουμς, τα πρώτα μεγάλα resorts, την μπαρότσαρκα της Χώρας (Πιέρος, Βεγκέρα κ.λπ.) και παραλίες που ακόμα ήταν απάτητες, όπως του Πατέρα την Πλάκα.

Ανθρώπινη κλίμακα. Τη δεκαετία του ’90 είχε κάτι πολύ βαθιά ελληνικό, παράλληλα με τις κοινότητες που έβρισκαν εδώ τον παράδεισό τους, όπως η σκηνή της ηλεκτρονικής μουσικής, με πρώτο και κύριο σπίτι το Cavo Paradiso, το Mad, το Factory. Τον τόνο έδινε το LA Notte με τον Γιατρουδάκη και το Mercedes στο Ρεμέτζο. Αυτή είναι η αλήθεια.

Παρέμενε όμως η Μύκονος η χαρά του μεσαίου, που άντεχε πλάι στους κοσμικούς μπίλιονερς. Και ο μεσαίος κινεί αγορές με γκρίνια αλλά και δημοκρατία. Μετά το 2000 σταδιακά οι χαλασμοί έφεραν αραβικό αέρα, μια απότομη αποκέντρωση του νησιού και παραλίες που γίνονταν τα παραρτήματα των beach bar, που με τη σειρά τους γίνονταν εστιατόρια και κλαμπ μαζί. Η βαθιά νύχτα δεν υποχωρούσε. H ντίσκο της Φωνής του Φεγγαριού του Φελίνι καλά κρατούσε. Μετά το 2004 ένα όνομα ήταν ο πυροκροτητής: Nammos. Μαύρα βανάκια, concierge, χτίσιμο πολύ. Αν δεν διαβάσεις τη Μύκονο ως έναν υποδοχέα διαδοχικών ρευμάτων μέσα στα χρόνια, μάλλον κάτι δεν θα διαβάσεις καλά. Το βιβλίο ακόμη γράφεται. — Δημήτρης Μανιάτης

Άνδρος

Τα νησιά πριν από τον χαμό Facebook Twitter
Το νησί είναι μεγάλο και υπάρχουν ακόμα παραλίες χωρίς ξαπλώστρες, μαγαζιά χωρίς σεβίτσε ή cinammon rolls, χωριά και σπίτια αληθινά και όχι στυλιζαρισμένα.

Η Άνδρος στα ’90s ήταν ένα νησί που δεν είχε ανάγκη τον τουρισμό. Θυμάμαι άδειες παραλίες ακόμα και τον Αύγουστο, χωριά γεμάτα πιτσιρίκια να παίζουν όλη μέρα έξω, απλές ταβέρνες χωρίς «ντεκόρ», ένα απλό και πανέμορφο νησί με αντιθέσεις και «λάθη», όπως όλα τα αληθινά μέρη. Θυμάμαι να στήνουμε αυτοσχέδια beach party με φορητά cd player, μπίρες από το περίπτερο, βραδινό κολύμπι, φωτιές και ύπνο στην άμμο… Παρ' όλο τον αστικό χαρακτήρα ενός κομματιού του νησιού, οι διακοπές μας ήταν ελεύθερες, αυθόρμητες, «χύμα».   

Θυμάμαι το ροκάδικο στη Χώρα να παίζει Stranglers και Violent Femmes, τον Ιάκωβο στο αριστουργηματικό Απόρθητο να κόβει πεπόνια στις 5 το πρωί, μεζέ για το τελευταίο ποτό, πριν πάρουμε τον ατέλειωτο ποδαρόδρομο της επιστροφής. Αξέχαστα μαγαζιά που είχαν τον χαρακτήρα των ανθρώπων που τα δούλευαν. Χωρίς «σελέμπριτι σεφς», διάσημους DJs, χωρίς business plan, «concept», διαφημίσεις στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.   

Στο χωριό μας λειτουργούσαν ταχυδρομείο, σχολείο, καφενεία, παντοπωλεία, πιτσαρία, εκτός από τους αγρότες και τον γαλατά που περνούσαν με τα γαϊδουράκια κάθε λίγες μέρες πουλώντας τα προϊόντα τους. Πλέον το χωριό έχει ερημώσει, οι επισκέπτες του καλοκαιριού ψωνίζουν από τις αλυσίδες σούπερ μάρκετ, ενώ τα μόνα μαγαζιά που ανοίγουν είναι καφέ, beach bar, εστιατόρια, που όλα μοιάζουν μεταξύ τους.  

Η Άνδρος μπορεί να μην άλλαξε εντελώς από τον υπερτουρισμό, όπως άλλα μέρη της Ελλάδας, επηρεάζεται όμως χρόνο με τον χρόνο από τη μανία να γίνει κι αυτή «καλόγουστη», «ινσταγκραμική», «εμπειρία». Ευτυχώς το νησί είναι μεγάλο και υπάρχουν ακόμα παραλίες χωρίς ξαπλώστρες, μαγαζιά χωρίς σεβίτσε ή cinammon rolls, χωριά και σπίτια αληθινά και όχι στυλιζαρισμένα. Αργά ή γρήγορα όμως θα πρέπει να αποφασίσει... Θα κρατήσει τον χαρακτήρα της ή θα υποταχθεί στις ανάγκες της αγοράς και θα γίνει κι αυτή ένα μεγάλο φόντο για τα stories των απανταχού influencers; 

Kαι επειδή όλα είναι πολιτική… πώς μπορούμε να «σώσουμε» έναν τόπο από το να γίνει «τουριστικό προϊόν», όταν η μόνη προοπτική που προκρίνεται είναι το να τον πουλάνε κομμάτι-κομμάτι κάθε καλοκαίρι;  — Κωνσταντίνα Βούλγαρη

Κέρκυρα: Παράλληλοι καλοκαιρινοί πλανήτες

Τα νησιά πριν από τον χαμό Facebook Twitter
Φωτ.: Δέσποινα Τριβόλη
Τα νησιά πριν από τον χαμό Facebook Twitter
Φωτ.: Δέσποινα Τριβόλη

Δεν μπορώ να θυμηθώ την Κέρκυρα χωρίς τους τουρίστες – ήταν και παραμένει ένα νησί που έχει τα πάντα: από πανάκριβες βίλες που ανήκουν σε διεθνείς μεγιστάνες και ξενοδοχεία 5 αστέρων μέχρι τον Κάβο που παραμένει μια σκληροπυρηνική αγγλική αποικία για να μεθύσει και να γίνει κανείς χάλια μέχρι τελικής πτώσεως.

Οι μνήμες μου ως παιδιού και έφηβης από την καλοκαιρινή Κέρκυρα της δεκαετίας του ’90 είναι άκρως διασκεδαστικές. Υπήρχαν διάφοροι καλοκαιρινοί πλανήτες στο ίδιο νησί, που συναντιόντουσαν σπάνια: από τη μία μικρά αγγλικά κρατίδια (Κάβος, Μπενίτσες, Μωραΐτικα, Γουβιά), όπου Άγγλοι χόρευαν σε ντίσκο με σαπουνόφουσκες πίνοντας μπίρες και bacardi breezer με διαλείμματα για να καούν στον ήλιο, να φάνε fish and chips και να πλακωθούν. Θα μπορούσαν να είναι οπουδήποτε – στη Μαρμπέλα, στη Μαγιόρκα, αλλά τύχαινε να είναι εκεί.  Ένα άλλο παράλληλο σύμπαν ήταν αυτό των πλούσιων Άγγλων που έμεναν συνήθως βόρεια, σε σπίτια, βίλες και «καλά» ξενοδοχεία. 

Όσο για μας;  Οι παραλίες ήταν πιο άδειες, δεν υπήρχε η τωρινή τρομακτική κίνηση και η πόλη ήταν υπέροχη: το παρκινγκ δεν ήταν θρίλερ, όλα ήταν πολύ πιο ήσυχα και φιλικά, παίζαμε με ποδήλατα και πατίνια στην Άνω Πλατεία με τις ώρες, δίναμε ραντεβού στο Πεντοφάναρο, αράζαμε στο Μποσκέτο, τα πράγματα ήταν κάπως πιο απλά. Η εφηβεία μου συνέπεσε με τα ’90s και την αρχή της δεκαετίας του ’00 – μια ενδιάμεση τουριστικά εποχή.

Κάποια παλιότερα θέρετρα είχαν ήδη αρχίσει να παλιώνουν και δεν είχαν ακόμα ανακαινιστεί – ως έφηβη βρέθηκα πολλές φορές σε εγκαταλελειμμένες πισίνες στο Κανόνι που κανείς δεν ήξερε από ποιον γέμιζαν, σε beach bar στη Δασιά που έπαιζαν ρέγκε και σκυλάδικα και σε mega clubs στο εμπορικό έξω από την πόλη να χορεύω eurohits δίπλα σε Ιταλούς και Γερμανούς. Ήταν τέλεια, αλλά έτσι δεν είναι πάντα όταν μιλάει κανείς για τα καλοκαίρια της εφηβείας του; —  Δέσποινα Τριβόλη

Τήνος

Τα νησιά πριν από τον χαμό Facebook Twitter
Αλλάζουν τα χωριά και οι παραλίες της Τήνου, που άλλοτε ήταν τα καταφύγια ηρεμίας υποψιασμένων επισκεπτών.

Ζω το νησί τα τελευταία 10 χρόνια, ως ταξιδιώτης στην αρχή, τα τελευταία 7 χρόνια ως μόνιμος κάτοικος, και ζω την αλλαγή που συμβαίνει, ιδιαίτερα την καλοκαιρινή περίοδο. Τα τελευταία χρόνια, η Τήνος βιώνει μια μεταμόρφωση: η μεγάλη αύξηση του τουρισμού έχει αφήσει τα σημάδια της και το νησί που κάποτε αντηχούσε από τους «ήχους» της παράδοσης και του πολιτισμού τώρα γεμίζει με τον θόρυβο της «ανάπτυξης». Μαζί αλλάζουν λίγο και τα χωριά και οι παραλίες του, που άλλοτε ήταν τα καταφύγια ηρεμίας υποψιασμένων επισκεπτών.

Όσο κι αν η αύξηση του τουριστικού ρεύματος φέρνει θετικά στοιχεία για την τοπική οικονομία, η αυθεντικότητα του νησιού, που ήταν πάντα η ψυχή του, μοιάζει να επηρεάζεται σιγά-σιγά. Το χειροποίητο τοπίο αλλάζει, η έλλειψη του νερού και η ταυτόχρονη αύξηση των σπιτιών με πισίνες προβληματίζει. Ωστόσο, οι κάτοικοι του νησιού αρχίζουν να προσεγγίζουν τον τουρισμό με νέο τρόπο, αναγνωρίζοντας την ανάγκη για ισορροπία, και προσπαθούν να συνδυάσουν την παράδοση με τις απαιτήσεις του σύγχρονου τουρισμού, σεβόμενοι τον τόπο και τις αξίες του αλλά και τις ανάγκες των επισκεπτών.

Ο Μάρκος, ο Τηνιακός φίλος μου,  που άφησε και αυτός την Αθήνα και ζει στην Τήνο, έχει γράψει κάποια στιγμή για τους επισκέπτες του νησιού κάτι που με εκφράζει απόλυτα: «Είστε σπίτι μας. Να “βγάζετε τα παπούτσια σας” πριν μπείτε, όταν βλέπετε χωριανούς να μας λέτε καλημέρα, όταν σας χαιρετάμε. Είμαστε ευγενείς, φιλόξενοι και εγκάρδιοι, σεβαστικοί και υπομονετικοί, να σας δώσουμε ό,τι θέλετε. Αλλά να “βγάζετε τα παπούτσια σας” πριν μπείτε».

Αυτή η συνειδητοποίηση έχει δημιουργήσει σιγά-σιγά  μια νέα προσέγγιση, πιο υπεύθυνη και πιο συνειδητή, που ενσωματώνει τον τουρισμό ως μέρος της ζωής, χωρίς να χαθεί το αυθεντικό πρόσωπο του νησιού, που είναι έτοιμο να σου αποκαλυφθεί, αρκεί να μη θες να το αλλάξεις, αλλά να αλλάξεις εσύ κοντά του, έτσι όπως άλλαξα κι εγώ. — Ευριπίδης Αποστολίδης

Χαλκιδική, αρχές 2000s

Τα νησιά πριν από τον χαμό Facebook Twitter
Σε μια από τις δύο ταβέρνες του Πόρτο Κουφό θυμάμαι να παζαρεύουμε έναν αστακό που μόλις είχε ξεφορτώσει το καΐκι. Μας τον έδωσε 20.000 δραχμές – κάτι λιγότερο από 60 ευρώ.

Όταν το 2000 ήρθαν οι Radiohead στη Θεσσαλονίκη, εγώ με τη Μαρία δεν πήγαμε. Αντί για το θέατρο Γης, φύγαμε Χαλκιδική. Δεν ξαναήρθαν, βέβαια, ποτέ από τότε – αλλά δεν το μετανιώσαμε. Εκείνο το βράδυ, με τα αστέρια πάνω απ’ το Ethnic και τις μουσικάρες που έπαιζαν πάντα, ένιωθες πως ήσουν ακριβώς εκεί που έπρεπε.

Δεν υπήρχαν ακόμη stories, κρατήσεις με apps, ελάχιστη κατανάλωση ή ξαπλώστρες που χρεώνονται ανάλογα με τη σειρά που κάθεσαι. Η παραλία ήταν απλώς παραλία. Έστρωνες πετσέτα και that’s it. Το Ethnic έπαιζε dub και trip-hop, όχι καγκουρίστικα λαϊκά ποπ.

Τότε, η Χαλκιδική δεν είχε γίνει ακόμα σκηνικό. Δεν σε ένοιαζε τι story θα ανεβάσεις. Οι παραλίες δεν είχαν ακόμα υποδοχή και δεν πλήρωνες για να μπεις και δεν άκουγες παντού beach house και τσιφτετέλια με autotune.

Τα ταβερνάκια σέρβιραν τηγανητές πατάτες και ντοματοσαλάτα, όχι σεβίτσε με tiger’s milk. Πλέον, με ελάχιστες εξαιρέσεις, τα ταβερνάκια πρόσθεσαν κοπές wagyu μπροστά στη θάλασσα για να δείξεις ότι είσαι «κάποιος» στο TikTok.

Σε μια από τις δύο ταβέρνες του Πόρτο Κουφό θυμάμαι να παζαρεύουμε έναν αστακό που μόλις είχε ξεφορτώσει το καΐκι. Μας τον έδωσε 20.000 δραχμές – κάτι λιγότερο από 60 ευρώ. Δεν έφταναν όμως τα λεφτά μας για κρασί, οπότε πήραμε Μαλαματίνες (μικρό το κακό). Φάγαμε σιωπηλά, σαν να κάναμε κάτι σπουδαίο.

Πριν από λίγα καλοκαίρια, στην ίδια ταβέρνα, είδα Βαλκάνιους να τρώνε αστακούς με χοιρινά σουβλάκια και να πίνουν κονιάκ. Δεν ήξερα αν έπρεπε να γελάσω ή να συγκινηθώ.

Η Χαλκιδική, όπως και όλη η Ελλάδα, άλλαξε. Πιο πολύ φαίνεται να προσπαθεί να είναι κάτι, παρά να είναι. Πιο πολλή TikTok αισθητική, λιγότερη ουσία. Πιο πολλά decks, λιγότερα πεύκα. Στα μάτια των καινούργιων επισκεπτών είναι ακόμη ένας παράδεισος – αλλά για μας που την προλάβαμε αλλιώς κουβαλάει πια μια μικρή θλίψη. Σαν να βλέπεις έναν παλιό φίλο να προσπαθεί να γίνει κάποιος άλλος.

Κι όμως, ξαναγυρνάμε. Ίσως γιατί κάπου, σε μια άκρη χωρίς σήμα, έχουμε πάντα ένα υπέροχο τοπίο και τις αναμνήσεις μας από τα early ’00s. — Κώστας Καπετανάκης

Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.

Το νέο τεύχος της LiFO δωρεάν στην πόρτα σας με ένα κλικ.

Ταξίδια
0

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

«Θα ενοχληθούν κάποιοι τουρίστες που θα αρμέγω, πού να πάμε όμως κι εμείς;»

Γεύση / «Θα ενοχληθούν κάποιοι τουρίστες που θα αρμέγω, πού να πάμε όμως κι εμείς;»

Η Κατερίνα Μόσχου αποφάσισε πριν από μερικά χρόνια να μετακομίσει από την Αθήνα στην Πάρο για να φτιάξει ένα τυροκομείο και μια φάρμα, και αυτήν τη στιγμή βλέπει τις Κυκλάδες να χτίζονται με ρυθμό που απειλεί τη γεωργία και την κτηνοτροφία.
M. HULOT
«Σε όλα τα σπίτια μού ζητούσαν να φτιάχνω μόνο τα φαγητά που ήξερα»: Μια Ανδριώτισσα μαγείρισσα αφηγείται

Nothing Days / «Σε όλα τα σπίτια μού ζητούσαν να φτιάχνω μόνο τα φαγητά που ήξερα»: Μια Ανδριώτισσα μαγείρισσα αφηγείται

Η Χαρίκλεια Δανιόλου μαγειρεύει από μικρό παιδί. Μαγείρεψε στη θρυλική ταβέρνα του Περτέση στις Στραπουριές και σε σπίτια πλουσίων, ενώ σήμερα μαγειρεύει στην ταβέρνα της, τα Σκαλάκια, στη Χώρα της Άνδρου. Το ανδριώτικο φαγητό ήταν η αφορμή για να μας αφηγηθεί όλη της τη ζωή.
M. HULOT
ΔΕΥΤΕΡΑ 04/07 - ΕΧΕΙ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΙΣΤΕΙ - Ποια είναι τα πιο εξωφρενικά αιτήματα των πλουσίων της Μυκόνου; Μια concierge απαντά

Άννα Κ. / Ποια είναι τα πιο εξωφρενικά αιτήματα των πλουσίων της Μυκόνου; Μια concierge απαντά

Η Ιωάννα Μουρταράκου, γνωστή concierge των διασήμων της Μυκόνου, μιλάει με την Αννα Κόκορη για τη χλιδάτη ζωή στο νησί, τις πολλές ώρες δουλειάς και τα εξωφρενικά αιτήματα των πλουσίων επισκεπτών
ΑΝΝΑ ΚΟΚΟΡΗ

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

«Ποιος λοιπόν, δεν θέλει να μείνει στον παράδεισο;»

Γειτονιές της Ελλάδας / «Ποιος δεν θέλει να μείνει στον Παράδεισο;»

Ο Άγγελος Δημητρακόπουλος άφησε την Αθήνα και εγκαταστάθηκε με τη γυναίκα του σε ένα μικρό ορεινό χωριό στα Βαρδούσια, δουλεύοντας στο παραδοσιακό παντοπωλείο τους και κάνοντας «ό,τι ηρεμεί την ψυχούλα τους».
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΥΡΙΑΖΗΣ
«Φεύγαμε από τη Βίτσα και κλαίγαμε, γιατί ξέραμε ότι θα αργούσαμε να ξαναπάμε»

Γειτονιές της Ελλάδας / «Φεύγαμε από τη Βίτσα και κλαίγαμε, γιατί ξέραμε ότι θα αργούσαμε να ξαναπάμε»

Ο Τάσος Ανέστης άφησε πίσω του τις πισίνες και τους παιδότοπους της Αθήνας και μετακόμισε σε ένα Ζαγοροχώρι για να μεγαλώσουν τα παιδιά του με μυρωδιές του δάσους και βόλτες στα ποτάμια και τα βουνά.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΥΡΙΑΖΗΣ
Οδοιπορικό στην Τουρκία: Βαδίζοντας στα χνάρια του Αινεία

Ταξίδια / Τσανάκαλε, Αρχαία Τροία, Καταρράκτες Sütüven. Ένα οδοιπορικό στην Τουρκία

Από τον εντυπωσιακό ναό του Απόλλωνα Σμινθέα στο Γκιουλπινάρ μέχρι τον χολιγουντιανό Δούρειο Ίππο στο Τσανάκαλε, η Τουρκία ξεδιπλώνει έναν απολαυστικό χάρτη γεμάτο μύθο και… καλοκαιρινές εκπλήξεις.
ΚΟΡΙΝΑ ΦΑΡΜΑΚΟΡΗ
Σε ένα μικρό χωριό στο Ζαγόρι έχουν γυριστεί 60 ταινίες μικρού μήκους

Γειτονιές της Ελλάδας / Σε ένα μικρό χωριό στο Ζαγόρι έχουν γυριστεί 60 ταινίες μικρού μήκους

Η Βαγγελιώ Ρετάλη μιλά για το Zagoriwood, ένα φεστιβάλ που για λίγες μέρες κάθε καλοκαίρι μετατρέπει τα ήσυχα Κάτω Πεδινά σε επίκεντρο κινηματογραφικής συνάντησης και δημιουργίας.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΥΡΙΑΖΗΣ
Νάπολη: Γιορτάζοντας τη χαρά της ζωής στη σκιά του Βεζούβιου

Nothing Days / Νάπολη: Γιορτάζοντας τη χαρά της ζωής στη σκιά του Βεζούβιου

Ένα «ανοιξιάτικο» τριήμερο σε μία πόλη που ξέρει από φυσικές καταστροφές αλλά ξέρει και να υμνεί τη ζωή, και μία μεγάλη βόλτα στην Πομπηία και στο Ερκολάνο. Από το αρχαίο «fast food» στις σύγχρονες γεύσεις της ναπολιτάνικης κουζίνας.
M. HULOT
Ο Δημήτρης και ο Κερέμ κάνουν πράξη την ελληνοτουρκική φιλία

Ταξίδια / Ο Δημήτρης και ο Κερέμ κάνουν πράξη την ελληνοτουρκική φιλία

Ο ένας Έλληνας, ο άλλος Τούρκος. Δύο άνθρωποι που γνωρίστηκαν, έγιναν φίλοι και αποφάσισαν να δημιουργήσουν έναν χώρο που να αποτυπώνει όλα όσα τους συνδέουν − και όχι όσα τους χωρίζουν. Το «Meraki Café» στην Κωνσταντινούπολη. 
ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΝΤΑΖΟΠΟΥΛΟΣ
«Μπορεί να μην είναι ρόδινα τα πράγματα στην επαρχία, αλλά και πού είναι;»

Γειτονιές της Ελλάδας / «Μπορεί να μην είναι ρόδινα τα πράγματα στην επαρχία, αλλά και πού είναι;»

Η Ευγενία Μαστοράκη άφησε την Αθήνα για την Οκτωνιά, ένα μικρό, γραφικό χωριό στην Εύβοια, όπου ζει με τον σύζυγό της και τα δυο τους παιδιά. Της λείπουν πολλά πράγματα, αλλά εκεί ανασαίνει καλύτερα.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΥΡΙΑΖΗΣ
Η επαρχία έχει ανάγκη όλους εκείνους που κάθε Χριστούγεννα, Πάσχα ή καλοκαίρι επιστρέφουν στους τόπους τους και λένε: «Τι ωραία θα ήταν να γυρνούσα μόνιμα»

Γειτονιές της Ελλάδας / «Η κατάσταση στο Μεσολόγγι σήμερα είναι δύσκολη αλλά και ελπιδοφόρα»

Ο Αλέξανδρος Παναγιωτόπουλος επέστρεψε στο Μεσολόγγι και δημιούργησε την ομάδα Messolonghi by Locals με στόχο να επαναφέρει στο προσκήνιο την αξία τού να μένεις, να ζεις και να δημιουργείς στον τόπο σου.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΥΡΙΑΖΗΣ
«Η παλιά Ελλάδα που νομίζαμε πως χάθηκε ζει ακόμα σε τόπους σαν τη Νίσυρο»

Γειτονιές της Ελλάδας / «Στη Νίσυρο οι άνθρωποι δουλεύουν - αλλά υπάρχει χρόνος και για την ψυχή»

Τη στιγμή που η Καλαμάτα άρχισε να του θυμίζει την Αθήνα, ο Σταύρος Παναγιωτόπουλος μετακόμισε σε έναν τόπο όπου δεν χρειάζεται να περιμένει τις διακοπές, μια και έχει το καλοκαίρι έξω από την πόρτα του.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΥΡΙΑΖΗΣ