Το 1963 ο Μπέργκμαν έκλεινε τους κινηματογραφικούς λογαριασμούς του με τον Θεό – εν μέρει θα τους άνοιγε ξανά σε ύστερο στάδιο, με πιο νηφάλια διάθεση. Όχι, ο Θεός δεν είναι μια αράχνη που προκαλεί ταραχή μέσα απ’ τον Σπασμένο Καθρέφτη (1961), είναι πανταχού απών, με την εκκωφαντική Σιωπή (1963) του να επιβεβαιώνει την απόλυτη και ατέρμονη μοναξιά μας. Μετά από μια διαπίστωση τέτοιας βαρύτητας, οποιοσδήποτε θα χρειαζόταν να ξαλαφρώσει· ο Μπέργκμαν το έπραξε δημιουργικά με το αβαρές (και αποτυχημένο) Όλες αυτές οι γυναίκες (1964) κι έπειτα ξεκίνησε μια νέα αναζήτηση σε επίπεδο φόρμας αλλά και περιεχομένου. Από εκεί βγήκε το αριστούργημα, Περσόνα (1966), προέκυψε όμως και το νοσηρό και, ενδεχομένως, ακόμα πιο απαραίτητο (και επιτακτικό) διαμάντι, η Ώρα του λύκου (1967).
«Αν δεν στέλνει ο Θεός (ή η νέμεσή του) όλες αυτές τις εφιαλτικές εικόνες που μας κρατούν ξάγρυπνους τα βράδια και μας ταλανίζουν, τότε από πού πηγάζουν;» μοιάζει να αναρωτιέται ο Σουηδός δημιουργός και σκάβει μέσα του (και μέσα μας) για να ανακαλύψει την απάντηση με μια εξπρεσιονιστική δημιουργία πιο κοντά στο σινεμά τρόμου από οτιδήποτε άλλο υπέγραψε ποτέ του – αν και τόσο δυσβάσταχτες είναι ταινίες σαν το Κραυγές και Ψίθυροι (1972), που μπορούν να τραυματίσουν έναν θεατή όσο δέκα ταινίες τρόμου. Δεν είναι μια ταινία πλασμένη για να εξηγηθεί η Ώρα του λύκου, αν και καταλήγει με σαφήνεια στην ενδογενή και ουχί πνευματική φύση των «δαιμόνων».
Κι έπειτα, αφού ο Μπέργκμαν έκλεισε με το «μέσα», μόλις με δύο ταινίες, ήταν έτοιμος να μιλήσει για όσα εντόπισε εκεί ή, μάλλον, να αφήσει τους χαρακτήρες του να μιλήσουν στη θέση του, δίχως κανένα φίλτρο, εγκαινιάζοντας μια νέα περίοδο στη φιλμογραφία του που θα (καθ)όριζε αυτό που εννοούμε σήμερα όταν κάνουμε λόγο για «μπεργκμανικό ψυχόδραμα».
- Facebook
- Twitter
- E-mail
0