ΣΕ ΚΑΠΟΙΕΣ ΕΒΔΟΜΑΔΕΣ, μπορεί μήνες, ίσως περισσότερο, όλα αυτά τα δυσώδη που αποκαλύπτονται –από την ευρωπαϊκή και όχι από την ελληνική Δικαιοσύνη–, θα έχουν ξεχαστεί. Ο «Φραπές», ο «Χασάπης», όλα αυτά τα απίθανα πρόσωπα που πιστεύουν πως το κράτος τούς ανήκει, ο Βορίδης, ο Αυγενάκης, οι υφυπουργοί, οι χυδαίοι, ωμοί διάλογοι μεταξύ κορυφαίων συνδικαλιστών της Νέας Δημοκρατίας με στελέχη του ΟΠΕΚΕΠΕ, η διάθεση να «ξεκωλώσουν την εισαγγελέα γιατί διαφορετικά θα έχουν θέμα», τα εκατομμύρια, τα πολλά εκατομμύρια που έκαναν κάποιους πλούσιους –και ως συνήθως τη ζημιά από τα πρόστιμα που θα την πληρώσουμε οι φορολογούμενοι–, ο πρωθυπουργός, που ως συνήθως δεν γνώριζε τίποτα για κανένα σκάνδαλο, θα αποτελέσουν παρελθόν.
Μία ακόμα απίστευτη ιστορία θα έχει περάσει στη λήθη. Έτσι γίνεται συνήθως στη χώρα μας, η δυσοσμία των σκανδάλων κρατάει για λίγο καιρό μόνο μέχρι να ξεσκεπαστεί το επόμενο σκάνδαλο ή μια επόμενη μεγάλη τραγωδία που θα κερδίσει τα φώτα της δημοσιότητας.
Συνήθως, προτού τα μικρά ή μεγάλα σκάνδαλα περάσουν στη λήθη, πραγματοποιούνται μερικοί χειρισμοί διάχυσης ευθυνών σε πολλούς, προκαλώντας μια γενικευμένη σύγχυση όσον αφορά τα πρόσωπα που φέρουν την ευθύνη.
Η ιστορία διακυβέρνησης της Νέας Δημοκρατίας αυτό έχει δείξει. Ποιος μιλάει πια για το μεγάλο σκάνδαλο των υποκλοπών, την απομάκρυνση του ανιψιού Γρηγόρη Δημητριάδη, του διοικητή της ΕΥΠ, Κοντολέοντα, τις παρακολουθήσεις πολιτικών προσώπων και δημοσιογράφων· ποιος θυμάται πια την ιστορία με την Άννα-Μισέλ Ασημακοπούλου και τη διαρροή προσωπικών δεδομένων, τον υπουργό που τις ώρες των μεγάλων καταστροφών από τις φωτιές απολάμβανε τις διακοπές του, τους υπουργούς που πήγαιναν στις γιορτές μεγαλοεπιχειρηματία, την Ομάδα Αλήθειας και τη διασύνδεσή της με το κόμμα και το δημόσιο χρήμα και τόσα άλλα που ακούγονται και ψιθυρίζονται σε υπουργικούς διαδρόμους, για τα οποία όμως μαθαίνουμε λίγα;
Ακόμα και για τη μεγαλύτερη σύγχρονη τραγωδία, το έγκλημα των Τεμπών, αν δεν υπήρχαν μερικοί γονείς παιδιών που έχασαν τη ζωή τους, μερικοί που επέμειναν να αποκαλύπτουν πτυχές της, αν ο χαρακτήρας της τραγωδίας δεν είχε τόσο έντονα δραματικά στοιχεία και αν δεν επικρατούσε η βεβαιότητα ότι η ιστορία πάει για συγκάλυψη, οδηγώντας πολλές χιλιάδες κόσμου να κατέβει στους δρόμους ζητώντας δικαιοσύνη, θα είχε θαφτεί και ξεχαστεί κι αυτή.
Συνήθως, προτού τα μικρά ή μεγάλα σκάνδαλα περάσουν στη λήθη, πραγματοποιούνται μερικοί χειρισμοί διάχυσης ευθυνών σε πολλούς, προκαλώντας μια γενικευμένη σύγχυση όσον αφορά τα πρόσωπα που φέρουν την ευθύνη, πραγματοποιούνται δηλώσεις δήθεν αυτοκριτικής, επιχειρείται με την πολύτιμη αρωγή πολλών ΜΜΕ που άμεσα ή έμμεσα ελέγχονται από την εκτελεστική εξουσία, διαστρέβλωση της πραγματικότητας, ο πρωθυπουργός συνήθως πέφτει από τα σύννεφα γιατί δεν γνώριζε τίποτα και συνήθως μεγιστοποιείται η σημασία ενός άλλου θέματος, ικανού να κερδίσει το ενδιαφέρον της κοινωνίας, η οποία αυτόματα θα μετατοπιστεί, στρέφοντας το βλέμμα της σε αυτό, διατηρώντας λίγα απομεινάρια στη μνήμη της από αυτό που θα έπρεπε να κυριαρχεί.
Η επικοινωνία συνήθως κερδίζει τις εντυπώσεις και σε αυτό η σημερινή εξουσία διεκδικεί επάξια πολλά εύσημα. Εταιρείες, διάσημοι επικοινωνιολόγοι, δημοσιογράφοι και μέσα ενημέρωσης κάνουν καλή δουλειά.
Αυτό για το οποίο δεν μιλάμε και φυσικά δεν θα μιλήσουν όσοι διαχειρίζονται τις τύχες μας είναι αυτό που απομένει, το κατακάθι κάθε βρόμικης ιστορίας: οι αντιλήψεις που διαμορφώνονται, η βεβαιότητα ότι όλα, όσο άσχημα κι αν είναι, μπορούν να συμβούν, η νοοτροπία του εύκολου πλουτισμού μέσα από άνομες δραστηριότητες, η σιγουριά της ατιμωρησίας γιατί «εκεί ψηλά βρίσκονται κάποιοι δικοί μας», η λογική της γενικευμένης σιωπής, η παρανομία αρκετών ώστε να κλείσουν πολλά στόματα, η αίσθηση ότι κοροϊδεύουμε τους κουτόφραγκους Ευρωπαίους, τα μεγάλα πρόστιμα που ως συνήθως δεν πληρώνονται απ’ όσους τα έφαγαν αλλά από το σύνολο της κοινωνίας.
Αυτές οι αντιλήψεις και νοοτροπίες έμμεσα ενσωματώνονται ή, αν υπάρχουν ήδη, ενισχύονται στην κοινωνία η οποία διαπαιδαγωγείται με τον τρόπο αυτό, πιστεύοντας ότι δεν υπάρχει δημόσιος φορέας χωρίς σκιές, ότι μπορείς να πλουτίσεις εύκολα αν κάνεις τα κατάλληλα κονέ και γνωριμίες με κάποια πρόσωπα και το κόμμα (άρα γιατί να αναζητείς τον ορθολογικό και αξιοκρατικό τρόπο επιβίωσης), ότι επικρατεί παντού η λογική της ατιμωρησίας ή της ελάχιστης ποινής, η οποία είναι μικρότερη από τα οφέλη μιας ανομίας. Ολόκληρες γενιές γαλουχούνται με την πρακτική της αρπαχτής και της απάτης και όσοι δεν επιλέγουν τη φυγή στο εξωτερικό, προσπαθούν να την υιοθετήσουν για να επιβιώσουν, ενώ παράλληλα ολοένα περισσότεροι άνθρωποι οδηγούνται στην ιδιώτευση, απέχοντας από τα κοινά, απελπισμένοι και σίγουροι ότι «τίποτα δεν αλλάζει».
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.
Το νέο τεύχος της LiFO δωρεάν στην πόρτα σας με ένα κλικ.