Πάουλο Σκoτ: «Στη Βραζιλία ο ρατσισμός είναι παντού, στη λογοτεχνία, στους στίχους της σάμπα»

Πάουλο Σκoτ Facebook Twitter
Οι «Φαινότυποι» μιλούν για τον ρατσισμό αλλά και για τον σεξισμό, αυτήν τη λατρεία της αρρενωπότητας που μαστίζει τη Βραζιλία.
0


ΞΕΚΙΝΗΣΑ ΝΑ ΤΟΥ ΠΑΡΩ
συνέντευξη εντυπωσιασμένη από το μυθιστόρημά του με τον κάπως κρύο τίτλο «Φαινότυποι» (εκδόσεις Gutenberg, μτφρ. Αθηνά Ψυλλιά) και έχοντας στο μυαλό μου χίλιες δυo απορίες. Ο 58χρονος Πάουλο Σκoτ είναι Bραζιλιάνος, ανερχόμενο όνομα στο διεθνές στερέωμα, καθόλου όμως σταρ, όπως μεγάλο μέρος της παρέας του στο υπέροχο, όπως πάντα, φεστιβάλ ΛΕΑ (Λογοτεχνία εν Αθήναις), που από το 2008 φέρνει στην Ελλάδα την αφρόκρεμα της ιβηρικής και λατινοαμερικανικής παραγωγής. Φέτος ο «άγνωστος» Πάουλο Σκοτ που μεταφράζεται για πρώτη φορά στα ελληνικά είχε να συναγωνιστεί μεγαθήρια (Λεονάρντο Παδούρα, Χουάν Γκαμπριέλ Βάσκες, Φερνάντο Αραμπούρου, Πάκο Ιγνάσιο Τάιμπο ΙΙ).

Οι «Φαινότυποί» του είχαν όμως μπει το 2022 στη long list του International Booker και είχαν ένα θέμα που πιο καυτό δεν γίνεται. Τον ρατσισμό, τις διακρίσεις, τη βία που ακόμα και σε μια χώρα σαν τη Βραζιλία, που οι μισοί και πάνω κάτοικοί της δεν είναι λευκοί, υφίστανται οι «άλλοι», οι «σκούροι», οι μαύροι, οι ιθαγενείς.  

Ομολογώ ότι τα είχα ψιλομπλεγμένα μέσα μου όλα αυτά τα περί χρώματος και φυλής και ο Πάουλο Σκοτ μου τα ξεκαθάρισε, μια εποχή, μάλιστα, που εντρυφούσα στο γενεαλογικό δέντρο του νέου Πάπα, Λέοντα XIV, και μάθαινα πως αυτός ο εκ Σικάγου Αμερικανός, όπως μας πρωτοείπαν, έχει μια τόσο μεγάλη γκάμα προγόνων (Ευρωπαίους, Κουβανούς, Αφρικανούς, μεικτής καταγωγής) που αν ζούσε σήμερα στη Βραζιλία, κάλλιστα θα τον κατέτασσαν στους μαύρους που περνάνε για λευκοί!

Πήρα απλώς την πραγματικότητα της οικογένειάς μου και έχτισα πάνω της μια μυθοπλασία. Γιατί ήθελα να μιλήσω για την ταυτότητα στη Βραζιλία, γι’ αυτήν τη μεγάλη δυσκολία που έχουν οι Βραζιλιάνοι να κοιτάξουν τον εαυτό τους στον καθρέφτη.  

Κάπως έτσι είναι και ο Πάουλο Σκοτ, αλλά και ο βασικός ήρωας του βιβλίου του, ο easy going, πετυχημένος, διάσημος ακτιβιστής Φεντερίκο, που έχει ανοιχτόχρωμο δέρμα αλλά θεωρεί τον εαυτό του μαύρο. Βέβαια, όπως έμαθα, στη Βραζιλία οι ανοιχτόχρωμοι με μαύρες ρίζες, που λέγονται «pardos» («καστανοί»), είναι η πιο πολυπληθής κατηγορία, σε μια χώρα πολυεθνοτική, χωρίς αυτό να τους κάνει ισότιμους πολίτες. Μα είναι δυνατόν; Δυστυχώς είναι, με πείθει το βιβλίο και ο σούπερ αριστερός Πάουλο Σκοτ, που πριν το στρίψει στη λογοτεχνία τόσο πετυχημένα υπήρξε επί πολλά χρόνια δικηγόρος και καθηγητής Νομικής. 

Το στόρι του μυθιστορήματος είναι σύνθετο. Πότε ρεαλιστικό, πότε στρατευμένο, πότε αστυνομικής υφής, πότε μια τρελή και ξεκαρδιστική σάτιρα. Με λίγα λόγια, ο Φεντερίκο, που είναι ανοιχτόχρωμος αλλά έχει μαύρο μπαμπά και αδελφό και ανοιχτόχρωμη μαμά,   λόγω φήμης και πείρας μπαίνει σε μια πολυπληθή κυβερνητική επιτροπή η οποία προσπαθεί να βρει έναν αντικειμενικό τρόπο (μέσω λογαρίθμου!) να διατηρηθούν οι ποσοστώσεις εισαγωγής των «καστανών», μαύρων και ιθαγενών υποψηφίων στην ανώτατη εκπαίδευση. Ανέκδοτο κανονικό! Την ίδια ώρα στα πανεπιστήμια έχουν ξεσπάσει ταραχές (διάφορες λαμογιές έχουν αμαυρώσει το κύρος της προοδευτικής πολιτικής των ποσοστώσεων), ενώ και ο ίδιος ο Φεντερίκο βλέπει τον τακτοποιημένο βίο του να καταρρέει όταν ένα μυστικό του, μια τραγική ιστορία ρατσιστικής βίας που είχε ζήσει 30 χρόνια πριν, εισβάλλει στο παρόν του απειλώντας τη νεαρή ανιψιά του, Ρομπέρτα. 

Οι ερωτήσεις που είχα ετοιμάσει (φυσικά για τη βραζιλιάνικη λογοτεχνία, ακόμα και για τον Κοέλιο) έμειναν στο μπλοκάκι μου και αφέθηκα στο πάθος του Πάουλο Σκοτ, αλλά και στην καθόλου σοβαρή (έτσι νόμιζα) περιέργειά μου για τον ίδιο και τη χώρα του. Ας πούμε, τι στο καλό είναι; Λευκός, «καστανός», μαύρος;   

«Ο πατέρας μου με έλεγε “yellow” (κίτρινο) και τον αδελφό μου “brown” (καστανό)».  

FAINOTYPOI
ΚΑΝΤΕ ΚΛΙΚ ΕΔΩ ΓΙΑ ΝΑ ΤΟ ΑΓΟΡΑΣΕΤΕ: Πάουλο Σκοτ, Φαινότυποι, Μτφρ. Αθηνά Ψυλλιά, Εκδόσεις Gutenberg

— Υπάρχει, όντως, μεγάλη διαφορά μεταξύ σας;
Ναι, θα σας δείξω μια φωτογραφία από το Instagram, για να καταλάβετε. Ορίστε, δείτε πόσο διαφορετικοί είμαστε, ενώ έχουμε τους ίδιους γονείς. Η μαμά μου είναι ακριβώς σαν κι εμένα, σαν μια μελαχρινή Ισπανίδα, ενώ ο μπαμπάς μου έχει σκούρο καφέ δέρμα με κοκκινωπές ανταύγειες και σγουρά μαλλιά, ο φαινότυπός του είναι, δηλαδή, μαύρος. Σαν τον αδελφό μου.

— Ξέρετε, προφανώς, τι ήταν οι πρόγονοί σας. 
Λευκοί, προφανώς, εξού και το επίθετο Σκοτ∙ έχουμε πορτογαλικό αίμα, αλλά και αφρικανικό και ιθαγενές. Η μητέρα μου τα ψιλοέχασε όταν είδε πως απέκτησε ένα παιδί με ανοιχτόχρωμο δέρμα κι ένα με σκούρο δέρμα και σγουρά μαλλιά. Τα δικά μου μαλλιά μέχρι τα 9 μου χρόνια ήταν ξανθά και εντελώς ίσια, μετά άρχισαν να σκουραίνουν και να σγουραίνουν. Πάντα είχα όμως αυτό το καραμελέ χρώμα δέρματος. 

— Εμένα μου φαίνεται ότι έχουμε το ίδιο χρώμα. 
Όχι, όχι (βάζει το χέρι του δίπλα στο δικό μου, έχει δίκιο, είμαι λιγουλάκι πιο ανοιχτή). Κι αυτό που βλέπετε είναι το χειμωνιάτικο χρώμα μου (σ.σ. έχουν χειμώνα στη Βραζιλία), το καλοκαίρι γίνομαι πιο σκούρος. Η μητέρα μου, όμως, πάντα έλεγε: «Είμαστε μια μαύρη  οικογένεια». Και ποτέ δεν σκέφτηκα τον εαυτό μου ως λευκό. Ποτέ. Γιατί ο μικρός μου  αδελφός ήταν μαύρος, ο πατέρας μου ήταν μαύρος, είχα μαύρους θείους, θείες και ξαδέλφια.   

— Είναι φανερό, λοιπόν, πως παίρνετε την οικογένειά σας ως βάση για το μυθιστόρημα, ότι είστε ο Φεντερίκο, ο αφηγητής.
Όχι, δεν είμαι ούτε εγώ, ούτε η οικογένειά μου. Πήρα απλώς την πραγματικότητα της οικογένειάς μου και έχτισα πάνω της μια μυθοπλασία. Γιατί ήθελα να μιλήσω για την ταυτότητα στη Βραζιλία, γι’ αυτήν τη μεγάλη δυσκολία που έχουν οι Βραζιλιάνοι να κοιτάξουν τον εαυτό τους στον καθρέφτη.  

— Aκόμα και οι λευκοί;
Οι πάντες. Ο Τόμας Μαν είχε πει κάτι καταπληκτικό: «Δεν είμαι λευκός. Είμαι ένας περήφανος γιος του γερμανικού πολιτισμού, αλλά η γιαγιά μου ήταν μια μαύρη ιθαγενής της Βραζιλίας». Είναι αλήθεια ότι ο πατέρας του Τόμας Μαν είχε γνωρίσει τη γυναίκα του στη Βραζιλία. «Είμαι Βραζιλιάνος, είμαι μιγάς», έλεγε ο Μαν σε συνεντεύξεις του. Γι’ αυτό και ήθελα να γράψω αυτό το βιβλίο, για να πω πόσο δύσκολο είναι να βρεθεί ένα νέο λεξικό, ένα νέο λεξιλόγιο που να βοηθά σε έναν νέο δρόμο προς την ισότητα όλων των φυλών στη Βραζιλία, προς έναν διάλογο έξω και πέρα από αυτήν τη δολοφονική μηχανή που είναι οι δυνάμεις εθνικής ασφαλείας. Γιατί η Βραζιλία είναι ένα κράτος στο οποίο η αστυνομία δολοφονεί μεγάλο αριθμό μαύρων νέων και παιδιών. Η αμερικανική βία δεν είναι απλώς συνηθισμένη, είναι επίσημη και δεδομένη. Από τον Καναδά μέχρι τον Νότο της Αργεντινής, αυτή η ήπειρος χτίστηκε πάνω στη βία. Αν έπρεπε να κλείσω την Αμερική σε μια λέξη, τη «βία» θα διάλεγα. Και αυτό το σύστημα της βίας από μας, από το Ρίο ντε Τζανέιρο, ξεκίνησε. Γιατί το Ρίο ντε Τζανέιρο ήταν η πρωτεύουσα της δουλείας. Το πανίσχυρο σύστημα της δουλείας από εκεί ξεκίνησε, το Ρίο υποδέχτηκε τον μεγαλύτερο αριθμό Αφρικανών σκλάβων. Το σύστημα το ξεκίνησαν οι Πορτογάλοι αποικιοκράτες και φυσικά το ισχυροποίησαν και το τελειοποίησαν οι Βρετανοί με την αυτοκρατορία τους. Η Bραζιλία σήμερα είναι μια πολύ πλούσια χώρα, αλλά το χάσμα μεταξύ των πλουσίων και των υπολοίπων είναι τεράστιο. Τέσσερις μόνο μεγάλες ιδιωτικές τράπεζες ελέγχουν όλη τη χώρα, είναι ιδιοκτησία τους. Βγάζουν τεράστια κέρδη χωρίς να κάνουν τίποτα. 

— Δεν υπάρχει καθόλου μια πλούσια μαύρη ή «καστανή» ελίτ;
Λίγες μόνο οικογένειες. Θα έβαζα σ’ αυτές και τη δικιά μου. Ο πατέρας μου και η μητέρα μου ήταν φτωχοί, αλλά μετά από εξετάσεις μπήκαν στο Δημόσιο και έκαναν καριέρα με πολύ καλούς μισθούς. Ανήκουν στην ανώτερη μεσαία τάξη. 

—  Άρα κι εσείς, όπως ο ήρωάς σας, είστε ένας προνομιούχος «καστανός» άνδρας.
Ναι, είναι αλήθεια. Σπουδάσαμε στα καλύτερα σχολεία, κι εγώ και ο αδελφός μου.

— Και πώς τα καταφέρατε και μείνατε κοντά στις μαύρες ρίζες σας και διαβάζετε τον κόσμο, όπως σας ακούω, μέσα από μια αριστερή ιδεολογία;
Το οφείλω στην ανατροφή που μου έδωσαν οι δικοί μου. Στους δασκάλους μου, που με βοήθησαν πολύ. Στις σχέσεις μου και στον διάλογο με συμμαθητές, φίλους και συναδέλφους που ανήκαν στην αριστερά. Στα διαβάσματά μου. Αλλά κυρίως στη μητέρα μου και στο παράδειγμα του πατέρα μου. Είναι ένας μαύρος άνδρας που ποτέ δεν επέτρεψε στους λευκούς να του λένε τι να κάνει.

Πάουλο Σκoτ Facebook Twitter
Η κοινωνία μας είναι δέσμια στο ανταγωνιστικό, αυτοκτονικό, επικίνδυνο παιχνίδι του ανδρισμού.

— Νιώσατε ως παιδί τον ρατσισμό;
Ναι. Όταν κάποιοι ανακάλυπταν ότι το ξανθόμαλλο αγοράκι που ήμουν προερχόταν από μαύρη οικογένεια, άλλαζαν αμέσως συμπεριφορά. Ο προπονητής της ομάδας μπάσκετ του σχολείου μου (έπαιζα κι εγώ νέος, αλλά και ο αδελφός μου, που έγινε και προπονητής) ήξερε ότι ήμουν από μαύρη οικογένεια, παρόλο που σπούδαζα σε ακριβό σχολείο. Κάποτε μου είπε «βλάκα, έκανες λάθος επειδή είσαι μαύρος». Τη μόνη φορά που ένιωσα επάνω μου τη βία από την αστυνομία ήμουν με τον αδελφό μου, γυρίζαμε σπίτι από ένα πάρτι αργά τη νύχτα, μας σταμάτησαν, μας χτύπησαν. Η αστυνομία στη Βραζιλία είναι διεφθαρμένη, αλλά αυτό είναι το λιγότερο, το πρόβλημα είναι η βία της αστυνομίας, που είναι ευρεία, απέναντι σε μαύρους και γυναίκες. Έχουν το ήθος των κατακτητών, παλιά ιστορία. 

— Δεν θυμάμαι σε ποιο βιβλίο του ο Τζ.Μ. Κουτσί, με όλη την άθλια εμπειρία του από το απαρτχάιντ, σχεδόν θρηνούσε που η Νότια Αφρική δεν είναι σαν τη Βραζιλία, έναν παράδεισο, μια δημοκρατία όπου το χρώμα του δέρματος δεν παίζει κανέναν ρόλο. Το βιβλίο σας μάς λέει το αντίθετο.
Όλο αυτό είναι ένα ψέμα! Το επίσημο τέλος της δουλείας στη Βραζιλία ήταν το 1888, ήμασταν η τελευταία χώρα του δυτικού ημισφαιρίου που κατάργησε τη δουλεία. Στην αρχή του 20ού αιώνα πολλές μαύρες οικογένειες σε διάφορα μέρη της χώρας κατάφεραν να βελτιώσουν τη θέση τους με δικές τους προσπάθειες. Η πρώτη κυβέρνηση που είπε στους μαύρους «επιτρέπεται να πάτε σχολείο, να έχετε δικό σας σπίτι και πρόσβαση στο σύστημα υγείας» ήταν το 1930. Είχε πει, δηλαδή, οκ, είμαστε περήφανοι για το εθνοτικά μεικτό έθνος μας. Κι αυτό, όσο ουτοπικό κι αν ήταν, δούλεψε για πολλούς. Αλλά ήρθε το 1964 η στρατιωτική δικτατορία και είπε «στοπ». Το νέο ξεκίνημα σταμάτησε. Οι στρατιωτικοί έπιασαν το τροπάριο «είμαστε όλοι ευτυχισμένοι, έχουμε δημοκρατία». Κάθε ιδέα για χειραφέτηση των μαύρων απαγορεύτηκε. Μόνο πάρτι και χορός, ψεύτικη ευτυχία και θρησκεία, ενώ η βία απέναντι σε μαύρους και ιθαγενείς αυξήθηκε και έκανε τους ανθρώπους να σιωπούν φοβισμένοι.  

— Εκτός από τη βία της αστυνομίας, υπάρχουν ακόμα και σήμερα νόμοι που κρατάνε τους μαύρους σε κατάσταση πολιτών β’ κατηγορίας;
Το επόμενο βιβλίο μου, που βγαίνει σε μια εβδομάδα στη Βραζιλία, αυτό ακριβώς το θέμα εξετάζει. Τον συστημικό ρατσισμό στο σύστημα Δικαιοσύνης. Προσπαθώ με μια νέα γλώσσα να δείξω στους δικαστές στη Βραζιλία, που κατά το 95% είναι λευκοί, πόσο λάθος κάνουν όταν κρίνουν με τον ίδιο τρόπο λευκούς και μαύρους. Είναι τρελό. Γιατί υπάρχει ακόμα παντού το ήθος του αφέντη απέναντι σε σκλάβους. Είσαι σκληρός με τους μαύρους και δεν το καταλαβαίνεις, το αρνείσαι. Ο ρατσισμός είναι παντού, στις εκφράσεις, στη λογοτεχνία, στους στίχους της σάμπα… Οι «Φαινότυποι» μιλούν για τον ρατσισμό αλλά και για τον σεξισμό, αυτήν τη λατρεία της αρρενωπότητας που μαστίζει τη Βραζιλία. Η κοινωνία μας είναι δέσμια στο ανταγωνιστικό, αυτοκτονικό, επικίνδυνο παιχνίδι του ανδρισμού. Για μένα η λύση στη Βραζιλία είναι μαύρη και γυναικεία. Οι λευκές γυναίκες δεν πολυκαταλαβαίνουν πόσο βαθύ είναι το πρόβλημα. Για να είναι ελεύθερες να κάνουν ό,τι θέλουν πρέπει να έχουν υπηρέτριες, μαύρες γυναίκες στη συντριπτική τους πλειονότητα, που τις πληρώνουν με ψίχουλα. Η Ντίλμα Ρούσεφ, η Πρόεδρος της Βραζιλίας που πραξικοπηματικά καθαιρέθηκε, ήταν η πρώτη που προσπάθησε, πηγαίνοντας ενάντια στις τράπεζες, να δώσει δικαιώματα, συνταγματικά και οικονομικά, στους οικιακούς βοηθούς. Και η μεσαία τάξη έλεγε «όχι δα, θα μας  στερήσετε τους υπηρέτες μας;». Τα πράγματα έγιναν χειρότερα με αυτή την ακροδεξιά κυβέρνηση που είχαμε, του Μπολσονάρου. Ακόμα έχει δύναμη, κι ας έχει πάει ο ίδιος φυλακή. Γιατί ο μεγάλος αντίπαλος του Λούλα στις επόμενες εκλογές θα είναι o Tαρσίζιου Φρέιτας, κολλητός του Μπολσονάρου και κυβερνήτης του Σάο Πάολο, της πιο πλούσιας περιοχής της Βραζιλίας. Η ελίτ του Σάο Πάολο τον λατρεύει, γιατί σκοτώνει φτωχούς, ιθαγενείς και μαύρους.  

— Τα πάντα μπορώ να καταλάβω, αλλά όχι πώς μπορούν κάποιοι να δολοφονούν σε μια δημοκρατία ομάδες πληθυσμού.
Μα, σας το είπα, όλο το σύστημα, αστυνομία, ανακριτές, δικαστές, κάνει τα στραβά μάτια. Το 50% του πληθυσμού στη Βραζιλία μπορεί να εξαφανιστεί κι αυτοί θα πουν «δεν τους έχουμε ανάγκη, σκοτώστε τους». 

— Μα η πλειοψηφία στη Βραζιλία είστε οι «καστανοί» και οι μαύροι, πάνω από το 55%. Θα έπρεπε να έχετε το πάνω χέρι.
Κι όμως. Υπάρχει ένα κίνημα που αγωνίζεται σκληρά να βάλει τους «καστανούς», τους pardos, και τους μαύρους μαζί. Από το 2010 και μετά αυτό το κίνημα άρχισε να γιγαντώνεται. Κάτι άρχισε να αλλάζει στην κοινωνία, ακόμα και στις ταινίες και στις σαπουνόπερες. Οι δικές μας δεν είναι σαν τις μεξικάνικες, όπου όλοι μα όλοι οι χαρακτήρες είναι λευκοί. Εμείς έχουμε πια μαύρους, ιθαγενείς και «καστανούς» ήρωες.

Πάουλο Σκoτ Facebook Twitter
Όταν το ποδόσφαιρο, η σάμπα και το καρναβάλι είναι προϊόντα, δεν θέλω να έχω καμία σχέση μαζί τους.

— Η κυβέρνηση του Λούλα ντα Σίλβα, που στη Δύση τον έχουμε περί πολλού, δεν μπορεί να επηρεάσει;
Η κυβέρνηση έχει προβλήματα αυτήν τη στιγμή, ο Λούλα είναι σχετικά αδύναμος. Ο ίδιος προσπαθεί να είναι όσο καλύτερος μπορεί, αλλά δεν έκανε πολύ καλές επιλογές στα πρώτα χρόνια της προεδρίας του και δεν έχει πολύ χώρο να κινηθεί και να αλλάξει πράγματα. Δεν θέλει και συγκρούσεις, ως μετριοπαθής πολιτικός που είναι, και πιέζεται από την ελίτ. Αλλά είναι ευφυής, φιλελεύθερος, ο καλύτερος, ίσως, Πρόεδρος που είχαμε ποτέ. Και πάντα προσπαθεί κάτι να δίνει στους φτωχούς. Οι πολιτικές του ανοίγουν δρόμους για την εκπαίδευση, την εργασία. 

— Διαβάστηκαν οι «Φαινότυποι», έκαναν αίσθηση στη Βραζιλία;
Διαβάστηκαν, αλλά σκέφτομαι ότι καμιά φορά οι ξένοι αναγνώστες μπορούν να διαβάσουν καλύτερα ένα τέτοιο βιβλίο, γιατί για μας τους Βραζιλιάνους αγγίζει τραύματα και ταμπού. 

— Και δεν τους δίνετε κι εσείς ένα καθαρό, αισιόδοξο τέλος.
Να σας πω μια ιστορία: ήμουν σε ένα λογοτεχνικό φεστιβάλ στη Βραζιλία και μια μαύρη κυρία, δασκάλα, ήρθε και μου είπε «ευχαριστώ, γιατί το τέλος του βιβλίου σας είναι γεμάτο σεβασμό, δεν μας προσφέρετε έντονα συναισθήματα, ούτε καν ελπίδα. Δείχνετε την τραγωδία που έρχεται από το παρελθόν, και τη νέα γενιά, τη Ρομπέρτα.  Αυτή είναι το μέλλον, έχει μπροστά της πολλές δυνατότητες, κανένας δεν τις ξέρει». Είχε δίκιο, δεν ήθελα να δώσω στον μέσο Βραζιλιάνο αναγνώστη ελπίδες, δεν θα ήταν δικό μου ένα τέτοιο βιβλίο, δεν θα μπορούσα καν να φανταστώ την έφηβη ηρωίδα μου  σαν, ας πούμε, μια δυνατή νέα γυναίκα, επιτυχημένη, που θα αντιμετώπιζε στα ίσα, θα έβαζε στη θέση του τον αστυνομικό που πήγε να την καταστρέψει όταν ήταν έφηβη. Μακάρι να γινόταν έτσι, αλλά δεν είναι δική μου δουλειά να προβλέψω το μέλλον. Οι «Φαινότυποι», μην το ξεχνάτε, είναι κι ένα βιβλίο για τον ανδρικό κόσμο: δυο ομάδες ανδρών με διαφορετικό χρώμα συγκρούονται, τα χρόνια περνάνε και τίποτα δεν μαθαίνουν, συνεχίζουν να κάνουν τα ηλίθια, αντρικά τους πράγματα. Ίσως, όμως, η Ρομπέρτα, η νέα γενιά, να βρει μια νέα γλώσσα. Θα έχει πολλά να διδάξει στους μεγάλους, μαύρους, «καστανούς» και λευκούς άνδρες, πέρα από την ηρωική ιστορία που όλοι τους έχουν εφεύρει για τον εαυτό τους. 

— Η διάκριση στο International Booker φαντάζομαι ότι σας έδωσε ώθηση αλλά και χαρά.
Ποτέ δεν το είχα σκεφτεί. Απλώς συνέβη. Είχε προηγηθεί μια πολύ καλή υποδοχή σε Αγγλία και ΗΠΑ του προηγούμενου μυθιστορήματός μου, του «Nowhere people». Ήταν μια ερωτική ιστορία ανάμεσα σε μια 15χρονη ιθαγενή, μια Γκουαράνι, κι έναν 20χρονο μεικτής καταγωγής ακτιβιστή, δημοκράτη και μαχητικό, που όμως δεν έχει, όπως θα φανεί, ξεφορτωθεί εντελώς τη νοοτροπία του αποικιοκράτη. Είχα δώσει τότε ολοσέλιδη συνέντευξη στον «Guardian». Ήταν το πρώτο βιβλίο μου που μεταφράστηκε στα αγγλικά. Την ίδια προσοχή είχαν και οι «Φαινότυποι». Όταν, μάλιστα, οι «New York Times» τους πρότειναν στους αναγνώστες τους, κάποιοι φίλοι μού είπαν «να δεις που θα μπεις στη λίστα για το Booker».   

― Αυτήν τη χρονιά η Βραζιλία ήταν στο παγκόσμιο επίκεντρο και κινηματογραφικά, με δυο πολιτικές ταινίες, που είχαν μάλιστα θέμα τη στρατιωτική σας δικτατορία. Το «Είμαι ακόμα εδώ» του Βάλτερ Σάλες, που αγαπήθηκε πολύ και στην Ελλάδα, και τον «Μυστικό πράκτορα» του Κλέμπερ Μεντόνσα Φίλιου, που βραβεύτηκε στις Κάνες.
Ο Βάλτερ Σάλες είναι απίστευτος σκηνοθέτης. Το πρόβλημα, όμως, είναι ότι ανήκει στο πολύ μικρό κλαμπ των πάμπλουτων ιδιοκτητών της Βραζιλίας. Ο πατέρας του έχει μια μεγάλη ιδιωτική τράπεζα και ο ίδιος ο Βάλτερ είναι πολύ, πολύ πλούσιος. Αντιθέτως, ο Κλέμπερ Μεντόνσα Φίλιου είναι φτωχός.  

— Γιατί να μας νοιάζει ο πλούτος του Σάλες; Οι ταινίες του είναι προοδευτικές.
Όχι, όχι, τον σέβομαι πολύ ως καλλιτέχνη. Είναι σπουδαίος, αλλά η ταινία του είναι μια εντελώς λευκή ιστορία.  

— Δεν υπάρχουν, λέτε, και λευκές ιστορίες στη Βραζιλία;
Ναι, και πρέπει να τις λένε. Απλώς η δικτατορία είναι πολύ πιο ευρύ θέμα από αυτό που βλέπουμε στην ταινία του Σάλες. 

— Πελέ. Σάμπα. Καρναβάλι. Θέλουμε δεν θέλουμε, αυτά συμβολίζουν για μας τη Βραζιλία. Εσείς αγαπάτε άραγε τίποτα από όλα αυτά ή σας είναι εντελώς ξένα;
Όταν το ποδόσφαιρο, η σάμπα και το καρναβάλι είναι προϊόντα, δεν θέλω να έχω καμία σχέση μαζί τους. Αλλά υπάρχουν τα σχολεία της σάμπα στη Βραζιλία, υπάρχουν γκρουπ, κοινότητες με επίκεντρο τη σάμπα, που έχουν σώσει πολλές, πολλές ζωές. Είναι μια καλή απάντηση στον έλεγχο και την καταπίεση ενός κατά βάση αποικιακού πολιτισμού. Υπάρχει πολύ χρήμα, ακόμα και έγκλημα γύρω από τη σάμπα, αλλά υπάρχει και η αγνή, πραγματική, γνήσια σάμπα, κι αυτή αγαπάω. Αυτήν τη στιγμή υπάρχει στη Βραζιλία κι ένα πολιτισμικό κύμα που προέρχεται από τους ιθαγενείς· είναι το πιο δυνατό και σημαντικό κοινωνικό κίνημα. Όσο για τον Πελέ; Είναι θεός.

ΑΓΟΡΑΣΤΕ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΕΔΩ

Βιβλίο
0

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Χουάν Γκαμπριέλ Βάσκες: Ζούμε το τέλος του ανθρωπισμού

Βιβλίο / Χουάν Γκαμπριέλ Βάσκες: «Ζούμε το τέλος του ανθρωπισμού»

Ο πολυβραβευμένος Κολομβιανός συγγραφέας μιλά στη LiFO για τη βία που στοιχειώνει τη χώρα του, τη δύναμη της λογοτεχνίας να ανασύρει όσα κρύβει η Ιστορία, αλλά και για την αρχαιοελληνική φιλοσοφία ως σταθερή επιρροή του.
ΤΙΝΑ ΜΑΝΔΗΛΑΡΑ
Κώστας Σπαθαράκης, εκδότης.

Κώστας Σπαθαράκης / Κώστας Σπαθαράκης: «Δεν έχουμε αφηγήσεις για τις ερωτικές μας σχέσεις, για τα νιάτα μας»

Για τον άνθρωπο πίσω από τις εκδόσεις αντίποδες, το μεγαλύτερο όφελος ήταν ότι, ενώ του άρεσε να είναι χωμένος μέσα στα βιβλία – μια μοναχική και ίσως ναρκισσιστική συνήθεια –, στην πορεία έμαθε να τη μετατρέπει σε εργαλείο κοινωνικότητας και επαφής με τους γύρω του.
M. HULOT

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Η βιογραφία του Μίλαν Κούντερα κυκλοφόρησε μόλις στα ελληνικά

Βιβλίο / Η βιογραφία του Μίλαν Κούντερα κυκλοφόρησε μόλις στα ελληνικά

Η Γαλλίδα κριτικός λογοτεχνίας της «Monde», Φλοράνς Νουαβίλ, στο «Μίλαν Κούντερα: Γράψιμο... Τι ιδέα κι αυτή!», αποκαλύπτει καίριες στιγμές και συγγραφικές αλήθειες του καλού της φίλου, αναιρώντας όλες τις κατηγορίες που συνδέονταν με το όνομά του.
ΤΙΝΑ ΜΑΝΔΗΛΑΡΑ
Κώστας Σπαθαράκης, εκδότης.

Κώστας Σπαθαράκης / Κώστας Σπαθαράκης: «Δεν έχουμε αφηγήσεις για τις ερωτικές μας σχέσεις, για τα νιάτα μας»

Για τον άνθρωπο πίσω από τις εκδόσεις αντίποδες, το μεγαλύτερο όφελος ήταν ότι, ενώ του άρεσε να είναι χωμένος μέσα στα βιβλία – μια μοναχική και ίσως ναρκισσιστική συνήθεια –, στην πορεία έμαθε να τη μετατρέπει σε εργαλείο κοινωνικότητας και επαφής με τους γύρω του.
M. HULOT
Χουάν Γκαμπριέλ Βάσκες: Ζούμε το τέλος του ανθρωπισμού

Βιβλίο / Χουάν Γκαμπριέλ Βάσκες: «Ζούμε το τέλος του ανθρωπισμού»

Ο πολυβραβευμένος Κολομβιανός συγγραφέας μιλά στη LiFO για τη βία που στοιχειώνει τη χώρα του, τη δύναμη της λογοτεχνίας να ανασύρει όσα κρύβει η Ιστορία, αλλά και για την αρχαιοελληνική φιλοσοφία ως σταθερή επιρροή του.
ΤΙΝΑ ΜΑΝΔΗΛΑΡΑ
H Gen Z όχι μόνο διαβάζει αλλά συγχρόνως αλλάζει και την ίδια την έννοια της ανάγνωσης

Βιβλίο / Η Gen Z δεν διαβάζει απλώς· επαναπροσδιορίζει την ανάγνωση

Οι εκπρόσωποι αυτής της γενιάς λατρεύουν την απόδραση, παίρνουν την λεγόμενη fan fiction τόσο σοβαρά όσο και τη λίστα Booker, αναβιώνουν κλασικά βιβλία από την Τζέιν Όστεν έως τον Ντοστογιέφσκι και μοιράζονται ιστορίες στις δικές τους κοινότητες.
THE LIFO TEAM
Γιατί ο Πέρσιβαλ Έβερετ πήρε το Πούλιτζερ με το «James»

Βιβλίο / Γιατί ο Πέρσιβαλ Έβερετ πήρε το Πούλιτζερ με το «James»

Ο Πέρσιβαλ Έβερετ έγραψε ένα άκρως επίκαιρο, δεδομένων των τελευταίων ημερών, βιβλίο, που ταυτόχρονα φιλοδοξεί να καταστεί κλασικό, για τον ρατσισμό και τη χαμένη ανθρωπιά, και κέρδισε το Εθνικό Βραβείο Λογοτεχνίας των ΗΠΑ και το Πούλιτζερ.
ΤΙΝΑ ΜΑΝΔΗΛΑΡΑ
«Πάμε στη Χονολουλού»: Ένα βιβλίο για τον μποέμ ρεμπέτη, κιθαρίστα και σκιτσογράφο Κώστα Μπέζο, που ξαναγράφει την ιστορία της Ελλάδας πριν από το 1940

Βιβλίο / «Πάμε στη Χονολουλού»: Ένα βιβλίο για τον μποέμ ρεμπέτη Κώστα Μπέζο

Τη δεκαετία του ’30 άνθισε στην Ελλάδα ένα μουσικό είδος «διαφυγής» από τη σκληρή πραγματικότητα, οι χαβάγιες. Ο Κώστας Μπέζος, αινιγματική μορφή μέχρι πρόσφατα και σημαντικός ρεμπέτης και σκιτσογράφος, έγραψε μια ανείπωτη ιστορία, διαφορετική από αυτή που η επίσημη ιστορία έχει καταγράψει για την εποχή του Μεσοπολέμου.  
M. HULOT
Εύα Μπαλταζάρ: «Η αγάπη που σε φυλακίζει δεν είναι αγάπη»

Βιβλίο / Εύα Μπαλταζάρ: «Η αγάπη που σε φυλακίζει δεν είναι αγάπη»

Η Καταλανή συγγραφέας, που έχει εξελιχθεί σε σημείο αναφοράς της σύγχρονης queer λογοτεχνίας, μεταφράζεται παγκοσμίως και τη θαυμάζει ο Αλμοδόβαρ, μιλά στη LiFO για το τι σημαίνει να ζεις ελεύθερα.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΝΤΑΖΟΠΟΥΛΟΣ
ΕΠΕΞ Φάνη, ψηλά το κεφάλι!

Βιβλίο / Φάνη, ψηλά το κεφάλι!

Το πρώτο βιβλίο του Φάνη Παπαδημητρίου είναι μια συγκινητική εξομολόγηση για το ατύχημα στα 19 του που τον καθήλωσε σε αμαξίδιο, την πάλη του με τον τζόγο και τον αγώνα που έδωσε να ξαναφτιάξει τη ζωή του «μετά το τσουνάμι που ήρθε και τα σάρωσε όλα».
M. HULOT
«Τι ωραίο πλιάτσικο!»: Όταν η «αργόσχολη» τάξη εργάζεται σκληρά για το Κακό

Το πίσω ράφι  / «Τι ωραίο πλιάτσικο!»: Όταν η «αργόσχολη» τάξη εργάζεται σκληρά για το Κακό

Πιστή στην κλασική μορφή του μυθιστορήματος, αλλά ταυτόχρονα ανατρεπτική και μεταμοντέρνα, η καυστική σάτιρα του Τζόναθαν Κόου για τη βρετανική άρχουσα τάξη των αρχών της δεκαετίας του ’90 διαβάζεται μονορούφι.
ΣΤΑΥΡΟΥΛΑ ΠΑΠΑΣΠΥΡΟΥ
ΕΠΕΞ Γυναικείες φωνές από διαφορετικά μέρη του κόσμου

Βιβλίο / Από τη Μαλαισία μέχρι το Μεξικό: 5 νέα βιλία που αξίζει να διαβάσετε

5 συγγραφείς από διαφορετικά σημεία του πλανήτη χαράζουν νέους δρόμους στη λογοτεχνία. Ανάμεσά τους, η Τζόχα Αλχάρθι που κέρδισε το Booker και η βραβευμένη με Πούλιτζερ Κριστίνα Ριβέρα Γκάρσα.
ΤΙΝΑ ΜΑΝΔΗΛΑΡΑ
Ποιοι ήταν οι αληθινοί «σκλάβοι» της ηδονής στην Αρχαία Ρώμη;

Αρχαιολογία / Ποιοι ήταν οι αληθινοί «σκλάβοι» της ηδονής στην Αρχαία Ρώμη;

Η διακεκριμένη ιστορικός Mary Beard στο βιβλίο της «Οι Ρωμαίοι Αυτοκράτορες. Οι ηγεμόνες του αρχαίου ρωμαϊκού κόσμου», παρουσιάζει τη ζωή και το έργο των αυτοκρατόρων μέσα από ανεκδοτολογικές αφηγήσεις και συναρπαστικές λεπτομέρειες, που θυμίζουν απολαυστικό μυθιστόρημα. Ένα από τα πιο ενδιαφέροντα κεφάλαια εστιάζει στον ρόλο των δούλων, τόσο στην καθημερινή ζωή όσο και στη σεξουαλική ζωή των Ρωμαίων αυτοκρατόρων.
M. HULOT
Τα μικρά ανεξάρτητα βιβλιοπωλεία ενώνουν τις δυνάμεις τους

Βιβλίο / Τα μικρά ανεξάρτητα βιβλιοπωλεία ενώνουν τις δυνάμεις τους

Από την Αμοργό ως την Αλεξανδρούπολη και από την Ξάνθη ως τη Μυτιλήνη, τα μικρά βιβλιοπωλεία αποκτούν για πρώτη φορά συλλογική φωνή. Βιβλιοπώλες και βιβλιοπώλισσες αφηγούνται τις προσωπικές τους ιστορίες, αλλά και τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΝΤΑΖΟΠΟΥΛΟΣ