Γεννήθηκα στην Κυψέλη το 1980. Ο πατέρας μου ήταν καθηγητής Φυσικής και η μητέρα μου αρχιτεκτόνισσα, και το 1986 μετακομίσαμε στη Νέα Πεντέλη, όπου και μεγάλωσα. Πήραν ένα οικόπεδο και έχτιζαν, μέσα στο μεγάλο όνειρο της δεκαετίας του ’80, λίγο λίγο, ένα σπίτι, μέχρι που ενηλικιώθηκα σχεδόν. Μεγάλωσα περίπου σαν σε χωριό, μαζί με τα τρία μου αδέλφια. Θυμάμαι τη μετάβαση, ήταν ένα σοκ, και η Κυψέλη, το Πεδίο του Άρεως έμειναν για πάντα στον νου μου, έστω και ως μακρινή ανάμνηση. Το 1998 που πέρασα στο πανεπιστήμιο επανήλθα στο κέντρο σχεδόν αυτόματα, κάπου μεταξύ Νομικής, Πολιτείας και Εξαρχείων, με σινεμά, ξένες γλώσσες και μπίρες.
• Ήμουν σοβαρό παιδί, φορούσα γυαλιά, είχα υπολογιστή από πολύ νωρίς και διάβαζα με μανία. Επίσης, ήμουν παιδί της Εκκλησίας, η οικογένειά μου είχε μια ζωντανή σχέση με όλα αυτά. Στο σπίτι μας υπήρχε βιβλιοθήκη και υπήρχε κι ένας κύκλος ανθρώπων που είχαν τις τοποθετήσεις τους και τις απόψεις τους για διάφορα πράγματα, διάβαζαν εφημερίδες, συζητούσαν – είναι, έτσι κι αλλιώς, αυτή η εποχή, ’80 με ’90, με πολλές εντάσεις ιδεολογικοπολιτικές, με κουβέντα αλλά και με αρκετό χρόνο να τα κάνουν όλα αυτά. Χρόνο για συζήτηση, για παρέα, για διακοπές μακρόσυρτες, κάτι που σήμερα δεν το βλέπω, όχι μόνο στη δική μας κατάσταση αλλά και γενικά.
• Δεν μου άρεσε καθόλου το σχολείο, ποτέ δεν το συμπάθησα. Είχα φίλους, αλλά το διάβασμα έγινε από πολύ νωρίς το καταφύγιό μου, ακόμα και μέσα σ’ ένα σπίτι με πολλά αδέλφια, με τα οποία περνούσα πολύ χρόνο παίζοντας. Διάβαζα πολλή παιδική λογοτεχνία, περιπέτειες, αλλά και ό,τι έπεφτε στα χέρια μου, και, από ένα σημείο και πέρα, προς το τέλος του δημοτικού, δυο τρεις φορές τον χρόνο με κατέβαζε ο πατέρας μου στην Αθήνα, να μείνω μερικές ώρες σε ένα βιβλιοπωλείο και να μαζέψω κάμποσες στοίβες βιβλία. Αυτό συνεχίστηκε όλα τα χρόνια του σχολείου, και μετά, στην περίοδο των σπουδών, ήταν μια πολύ σταθερή συνήθεια, το βασικό μου άνοιγμα στον κόσμο. Ήταν επίσης κάτι που με απομόνωνε όλο και περισσότερο από συμμαθητές και φίλους. Μέχρι να ξαναβρώ τον τρόπο να γίνει μέσο σύνδεσης και όχι μέσο για να αποτραβηχτεί κανείς, πέρασαν αρκετά χρόνια. Μόνο στη Νομική το κατάφερα, βρίσκοντας συνομιλητές όπως ο Θοδωρής Δρίτσας, με τον οποίο ξεκινήσαμε αργότερα τους αντίποδες.
Δεν είναι ότι δεν έχουμε καλά βιβλία, αλλά ποιο από τα καλά μας βιβλία λέει σε έναν ξενόγλωσσο αναγνώστη κάτι που δεν του το έχει πει κανείς, σαν αίσθημα, σαν γλωσσικό σύστημα, σαν θέμα;
• Όποτε κατασκευάζουμε μια αφήγηση για τον εαυτό μας, προφανώς, ανάλογα με το πού θέλουμε να την πάμε, βάζουμε και την ανάλογη βιβλιογραφία. Νομίζω όμως ότι δεν υπάρχει ούτε ένα βιβλίο που δεν μας καθορίζει, έστω και αρνητικά, έστω και όταν δεν μας αρέσει. Θυμάμαι τον Ροβινσώνα Κρούσο, θυμάμαι μεγάλα αναγνωστικά σύμπαντα, όπως τα μυθιστορήματα του Ιουλίου Βερν που με έβαλαν σε έναν κόσμο απέραντο, και σίγουρα νωρίς στο γυμνάσιο την ποίηση του Καρυωτάκη, του Σεφέρη, του Εγγονόπουλου, του Αναγνωστάκη. Ξαφνικά άνοιξε ένα κουτί από το οποίο άρχισαν να ξεπηδούν διάφορα πράγματα. Θυμάμαι το Πορτρέτο του καλλιτέχνη σε νεαρή ηλικία του Τζόις, αλλά πιο πολύ θυμάμαι το Κόκκινο και το μαύρο του Σταντάλ, στη μετάφραση του Πέτρου Χάρη: δεν είχα ξαναδιαβάσει τέτοιο μυθιστόρημα, εκεί είδα για πρώτη φορά το χιούμορ και την ελαφρότητα και το δράμα στη λογοτεχνία. Προσπαθούσα πολύ να καταλάβω τι ήταν όλα αυτά, γιατί ήταν τόσο γοητευτικά και γιατί με τραβούσαν τόσο και τι ήθελα εγώ εκεί...
• Ενώ μέχρι την Α΄ Λυκείου θεωρούσα ότι θα σπουδάσω θετικές επιστήμες, η επαφή μου με τα αρχαία μού άλλαξε εντελώς την κατεύθυνση. Και παρότι δεν ήθελα να γίνω φιλόλογος, ήμουν πολύ βουτηγμένος στα αρχαία και στη λογοτεχνία και στην ανάγνωση. Όταν πέρασα λοιπόν στη Νομική, ένιωσα αμέσως ξένος, δεν μπορούσα να καταλάβω τι συνέβαινε, τι έλεγαν οι άνθρωποι γύρω μου, δεν είχα κανένα σημείο πρόσβασης στον επιστημονικό λόγο. Είναι κάτι που το κατάλαβα πολύ αργότερα αυτό, ότι μαζί με την αντίσταση στο σχολείο ανέπτυξα και μια άμυνα απέναντι σε έναν πιο στιβαρό και συγκροτημένο επιστημονικό λόγο. Ε, όταν βρέθηκα στη Νομική, αυτή η αντίθεση ξέσπασε, ήμουν ο άνθρωπος που αρνούνταν, εν τέλει, να μάθει την επιστήμη – και δεν την έμαθε. Γιατί ούτε διάβαζα αρκετά, ούτε παρακολουθούσα, και μόνο στο τέλος των σπουδών έμαθα να τη σέβομαι, μέχρι τότε μόνο γκρίνιαζα. Ωστόσο, τέλειωσα τη σχολή, γιατί τη θεωρούσα προϋπόθεση για τη συνέχεια. Ήθελα να προσπαθήσω να βρω μια ακαδημαϊκή πορεία, αλλά μέχρι να την τελειώσω, και εγώ ταλαιπωρήθηκα πάρα πολύ και τους ανθρώπους γύρω μου τους ταλαιπώρησα με την γκρίνια και το άγχος μου.
• Από το πρώτο έτος μπήκα κάπως στον χώρο του βιβλίου: λίγο η επαφή με τα βιβλιοπωλεία, λίγο οι συναντήσεις με ποιητές και μεταφραστές και εκδότες στη Σόλωνος, και, κυρίως μετά από μια καθοριστικής σημασίας συνάντηση με έναν δικηγόρο, οικογενειακό φίλο των γονιών μου. Εκείνος με έστειλε στον Σταύρο Ζουμπουλάκη, ο οποίος με δέχτηκε κατευθείαν και μου έδωσε να κάνω την πρώτη μου επιμέλεια, το 2001. Τότε γνώρισα και τον Στρατή Μπουρνάζο, που ήταν επιμελητής της «Νέας Εστίας». Ήταν το περιοδικό που παρακολουθούσα από τα πρώτα χρόνια των σπουδών μου, μαζί με τον «Πολίτη». Η πρώτη μετάφραση βιβλίου που μου έδωσε ο Ζουμπουλάκης ήταν του Γκίντερ Άντερς, το Εμείς, οι γιοι του Άιχμαν. Ήταν η πρώτη που έκανα από τα γερμανικά, μαθαίνοντας ψηλαφητά, όπως όλοι, και κάπως έτσι άρχισα να προσανατολίζομαι σε αυτή την κατεύθυνση.

• Αφού τέλειωσα τη σχολή, πήγα στο μεταπτυχιακό της Συγκριτικής Γραμματολογίας στη Θεσσαλονίκη, όπου είχα τη μεγάλη τύχη να έχω καθηγητή τον Μίλτο Πεχλιβάνο, ανάμεσα σε άλλους, όπως η Λίζυ Τσιριμώκου και ο Μιχάλης Χρυσανθόπουλος, ανθρώπους που κρατούσαν από την παράδοση της Φιλοσοφικής Θεσσαλονίκης. Είχα και πάρα πολύ καλούς συμφοιτητές, με τους οποίους έχω βαθιές φιλίες. Ένας απ’ αυτούς είναι ο Σωτήρης Παρασχάς, που μεταφράσαμε μαζί τον Σταντάλ, ο άλλος είναι ο Κώστας Περούλης – συγγραφέας της συλλογής διηγημάτων Αυτόματα, ενός από τα καλύτερα βιβλία που έχουμε εκδώσει. Ήταν μια πολύ καθοριστική περίοδος, γιατί αυτό που είχα στον νου μου διαρκώς, η αντίθεση ανάμεσα σε μία πιο διαισθητική, πιο ελεύθερη, πιο χαλαρή επαφή με το κείμενο και σε μια πιο επιστημονική συγκρότηση, συνέκλινε επιτέλους και παρότι δεν έγινα ποτέ κανονικός φιλόλογος, τουλάχιστον κάπως γεφυρώθηκε το χάσμα. Πήγα φαντάρος, και προς το τέλος της θητείας μου με παίρνει ο Ζουμπουλάκης τηλέφωνο και μου λέει «Θέλεις να αναλάβεις τη διόρθωση της “Νέας Εστίας” από τον Σεπτέμβριο;» – απολυόμουν Αύγουστο. Παραλίγο να αρχίσω να χοροπηδάω από τη χαρά μου. Η πρώτη κανονική δουλειά που έκανα ήταν εκεί, ξεκίνησα το 2007 και έμεινα αρκετά χρόνια.
• Ο Ζουμπουλάκης με έμαθε πολλά, με την υπομονή και τη γνώση του, αλλά με βοήθησε και το περιεχόμενο του περιοδικού εκείνα τα χρόνια, γιατί ήταν ένα πολύ φωτεινό έντυπο, πολύ ανοιχτό στον δημόσιο διάλογο, παρεμβατικό με τον τρόπο του, και είχε αυτό που κατά τη γνώμη μου πρέπει να έχει ένα στιβαρό περιοδικό στον χώρο των ιδεών, είχε διαφορετικής κοπής, υφής και κατεύθυνσης κείμενα. Είχε πεζογραφία, είχε ποίηση, είχε μεταφράσεις, είχε θεωρητικά κείμενα, είχε κριτικές, άρα για τον επιμελητή-διορθωτή ήταν ένας παράδεισος.
• Το 2009, αφού γεννήθηκε η κόρη μου, η Εύα, αποφάσισα ότι θα αφήσω κάθε ιδέα για διδακτορικά και τέτοια, οπότε άρχισα να παίρνω κι άλλες διορθώσεις, συνεργάστηκα με τις εκδόσεις Πόλις, με τις Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, με τις εκδόσεις Αλεξάνδρεια, κι έτσι λίγο μεταφράσεις, λίγο επιμέλεια μεταφράσεων, λίγο διορθώσεις, απέκτησα μια αίσθηση του πεδίου. Ήμουν πολύ τακτικός επισκέπτης του βιβλιοπωλείου και είχα λύσσα με τα καινούργια πράγματα, με τα καινούργια βιβλία, όχι μόνο στη λογοτεχνία αλλά και στην ιστορία και στη θεωρία και στη φιλοσοφία.
• Είχα ξεκινήσει το 2007 κάτι σαν καριέρα, οι αμοιβές ήταν και είναι πάντα χαμηλές, όμως σταδιακά άρχισα να νιώθω ότι είμαι σε αδιέξοδο. Σκεφτόμουν «ωραία, είμαι καλός σε αυτό που κάνω, έχω δουλειά», αλλά αυτή δεν έφτανε όχι για να ταΐσω δυο παιδιά, ούτε για να ζήσω μόνος μου. Και όσο πιο ενδιαφέρον ήταν ένα βιβλίο, άρα όσο περισσότερο χρόνο έπρεπε να καταναλώσει κανείς για να το μεταφράσει, να το επιμεληθεί και να το διορθώσει, τόσο πιο ασύμφορο ήταν οικονομικά. Καθώς πηγαίνουμε από το 2012 στο 2013 και μετά στο 2014, η χρονιά δεν έβγαινε με τίποτα. Δούλευα όλη μέρα, κι αυτό ήταν πολύ δύσκολο και για την οικογένεια και γενικά, και παρ’ όλα αυτά δεν έβγαινε. Νιώθεις όντως την αποτυχία. Οπότε, τότε που ήμασταν σε αυτή την κατάσταση με τον φίλο Θοδωρή Δρίτσα, με τον οποίο είχαμε ήδη φτιάξει εκείνο το καταπληκτικό δώμα στην οδό Κάλβου, στου Γκύζη, για να μη δουλεύουμε στα σπίτια μας, σκεφτήκαμε να κάνουμε δικό μας εκδοτικό. Βγαίναμε επίσης από τον κύκλο ενός πολιτικού περιοδικού, της «Λεύγας», που μας βοήθησε να αποκτήσουμε μια αίσθηση για το πώς συγκροτεί και υλοποιεί κανείς ένα πρόγραμμα.
Είναι στενά τα όρια στην Αθήνα, και γίνονται όλο και στενότερα. Νιώθω πολλές φορές ότι πρέπει να περπατάς με τα χέρια, να ζεις ανάποδα, να κρύβεσαι.
• Τον Δεκέμβριο του 2014 βγήκαν τα δυο πρώτα μας βιβλία, το Γκιακ του Δημοσθένη Παπαμάρκου και η Καρδιά σκύλου του Μπουλγκάκοφ σε μετάφραση της Ελένης Μπακοπούλου. Έχουν περάσει δέκα χρόνια, αλλά αν σκεφτεί κανείς τι χρόνια ήταν αυτά! Όχι ότι από το 2009 ως το 2014 ήταν καλύτερα, ήταν μια πολύ δύσκολη περίοδος. Όλοι όταν τα ξαναλέμε κολλάμε στο 2015, και δεν θυμόμαστε τη σκοτεινιά του 2012, τον Σαμαρά, τη Χρυσή Αυγή, την καθημερινή ένταση στον δρόμο, την απελπισία που έβγαζε αυτή η περίοδος, το αίσθημα ότι η χώρα τελείωσε. Το 2015 και η συνέχειά του έχουν τεράστια σημασία, και πολιτικά και κοινωνικά και πολιτισμικά, αλλά είναι πολύ χαρακτηριστικό ότι απωθούμε το 2009-2015: τα διαδοχικά σοκ, το κράτημα της ανάσας, τον εξευτελισμό. Η απώθηση είναι το εθνικό μας άθλημα.
• Το βλέπεις και στην πεζογραφία, το βλέπεις και στο σινεμά, το βλέπεις γενικά στην πολιτισμική μας παραγωγή: υποτιμούμε την εμπειρία μας, την απαξιώνουμε και δεν τη θεωρούμε αξιοπρεπή, ό,τι βιώσαμε ήταν ασήμαντο, για ό,τι περάσαμε ήμασταν εμείς υπεύθυνοι, άρα είναι αναξιοπρεπές να το θυμόμαστε. Όταν αναρωτιόμαστε ποια είναι τα μυθιστορήματα που παρήγαγε όλη αυτή η δεκαετία, ελάχιστα πράγματα μάς έρχονται στο νου. Κι όμως, είμαστε σε μια εποχή άνθησης της αυτοβιογραφίας, διαθέτουμε και τα μέσα και τη γλώσσα και τον τρόπο να καταγράψουμε την εμπειρία μας, αλλά είναι εντυπωσιακό πόσο δεν θέλουμε καν να την αντικρίσουμε. Είναι σίγουρα κάτι βαθιά πολιτικό, είναι μια συνειδητή απαξίωση του συλλογικού βιώματος. Στην αρχή της κρίσης, ενώ υπήρχε ακόμα και ζήτηση στην αγορά για «λογοτεχνία της κρίσης», η κυρίαρχη λογική ήταν να μην μπλέξουμε με την επικαιρότητα, να μη γράψουμε εν θερμώ, να μην πάρουμε θέση για ό,τι συμβαίνει, γιατί δήθεν η τέχνη είναι αναστοχαστική, δεν μάχεται αλλά έρχεται μετά θεραπευτικά, για να απαλύνει το τραύμα. Τελικά διαπιστώνουμε ότι έχουν περάσει δέκα χρόνια και είναι σαν να έχουν ξεχαστεί τα πάντα, αλλά χωρίς να έχει επουλωθεί τίποτα. Ναι, η τέχνη είναι αναστοχαστική όταν υπάρχει συλλογικό βίωμα και υπάρχει και συλλογική διαπραγμάτευση αυτού του βιώματος· άμα το κάνουμε ο καθένας μόνος του, σπίτι του, τελικά δεν μένει απολύτως τίποτα. Το συλλογικό βίωμα δεν αποτυπώνεται πουθενά, η συλλογικότητα καταρρέει μαζί με τη δυνατότητα να σκεφτόμαστε συλλογικά, και το ατομικό βίωμα το υποτιμάμε και το απωθούμε.
• Αυτό φαίνεται και στην αμήχανη παρουσία της ελληνικής λογοτεχνίας στο εξωτερικό. Δεν είναι ότι δεν έχουμε καλά βιβλία, αλλά ποιο από τα καλά μας βιβλία λέει σε έναν ξενόγλωσσο αναγνώστη κάτι που δεν του το έχει πει κανείς, σαν αίσθημα, σαν γλωσσικό σύστημα, σαν θέμα; Η κουλτούρα της απώθησης υπονομεύει την πολιτισμική παραγωγή, γιατί ελάχιστοι άνθρωποι αντέχουν την παγωνιά του καθαρού φορμαλισμού. Δεν μπορείς να τα ξεχάσεις όλα και να ξεκινήσεις από το μηδέν – στο γράψιμο, όπως και στη δουλειά, μπαίνεις με τους καθορισμούς σου. Όταν το γράψιμο γίνεται «ο καλύτερος τοίχος να κρύψουμε το πρόσωπό μας», που λέει ο Αναγνωστάκης, δεν αποκτούμε ποτέ εικόνα του εαυτού μας. Δεν έχουμε αφηγήσεις για τις ερωτικές μας σχέσεις, δεν έχουμε αφηγήσεις για τα νιάτα μας, για τα παιδιά μας, για τις δυσκολίες μας, δεν έχουμε καν αφηγήσεις για τις αφηγήσεις μας…

• Ο εκδοτικός κόσμος υπέστη ένα βαρύ πλήγμα την περίοδο που ξεκινήσαμε τους αντίποδες, σχεδόν όλη η ελληνική κοινωνία υπέστη βαρύ πλήγμα, αλλά όσο πιο εύθραυστος ήταν ένας χώρος εκείνο τον καιρό ή τον προηγούμενο, τόσο πιο βαριά το βίωσε, και το τραύμα επενεργεί ακόμη. Σίγουρα είναι καλύτερα σήμερα τα πράγματα από κάθε άποψη, χωρίς όμως αυτό να σημαίνει ότι δεν υπάρχουν δυσκολίες ή ότι είναι ρόδινα ή ότι αυξήθηκε πια τρομερά η ζήτηση του βιβλίου. Υπάρχουν ωστόσο δύο βασικές εξελίξεις. Πρώτον, καταφέραμε λίγο να ξεφύγει ο δημόσιος λόγος από τα πολύ στενά όρια στα οποία τον περιόριζε η συναισθηματική και πολιτική ένταση εκείνης της περιόδου, να σκεφτούμε και μερικά άλλα πράγματα. Αυτό βοηθάει, σου ανοίγει μια προοπτική, μπορείς να πας εκεί που σε πάει η περιέργεια και η αναζήτησή σου. Δεύτερον, σίγουρα, όπως σε όλα τα πνευματικά και καλλιτεχνικά πεδία, χρειάζεται μια σχετική ησυχία από τον βόμβο του δημόσιου χώρου για να διαβάσεις, να ψάξεις, να σκεφτείς. Επίσης, τάσεις που είχαν ξεκινήσει από τότε, όπως καινούργια βιβλιοπωλεία, ένα αναγνωστικό κοινό ενεργό στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, που γράφει την άποψή του, συζητάει κ.λπ., παγιώθηκαν και είναι λειτουργικές. Πιστεύω ότι το βιβλίο σταδιακά ανατιμήθηκε ως πολιτισμικό προϊόν, και παρότι αυτό το έφερε στο στόχαστρο του μάρκετινγκ, και άρα μείωσε κάπως την πιθανότητα της έκπληξης, ως αναγνώστες έχουμε ακόμα πολλή όρεξη, προσδοκούμε συνέχεια κάτι καλό. Τεκτονικές αλλαγές δεν συνέβησαν στο ελληνικό εκδοτικό πεδίο, αλλά αν δεις πόσοι εκδοτικοί οίκοι κάνουν καλή δουλειά αυτήν τη στιγμή και αν το συγκρίνεις με είκοσι χρόνια πριν, κάτι έχει γίνει. Υπάρχουν άνθρωποι που δουλεύουν με πάθος, που γράφουν, μεταφράζουν, επιμελούνται, τυπώνουν, κουβαλάνε. Κι ας είναι σίγουρο ότι οι οικονομικές απολαβές τους είναι ελάχιστες και η ηθική ανταμοιβή μικρή. Ε, αυτό γίνεται μόνο με ένα πνεύμα συλλογικής δουλειάς, με χιούμορ, με αγάπη, με κριτική, με εσωτερική συζήτηση.

• Το πιο μεγάλο μου όφελος είναι ότι εγώ, ένας άνθρωπος που του άρεσε να είναι χωμένος μες στα βιβλία του, σε μια μοναχική και ίσως ναρκισσιστική συνήθεια, στην πορεία έμαθα να το μετατρέπω σε εργαλείο κοινωνικότητας και επαφής με τους ανθρώπους. Βλέπω τη δουλειά που κάνουμε και στους Aντίποδες ως ένα πλέγμα διαμεσολαβήσεων, άρα ως μια κοινωνική δουλειά, κάτι που δεν μου ήταν αυτονόητο παλιότερα. Και γι’ αυτό νιώθω λιγότερο μοναχικός, πιο ανοιχτός και πιο ήρεμος. Το θεωρώ πολύ μεγάλο όφελος και δεν το περίμενα να μου ’ρθει από τα βιβλία, το περίμενα από τις παρέες μου, από την οικογένεια, τελικά όμως ήρθε μέσα από αυτήν τη διαδικασία που περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, και την παραγωγή του ίδιου του βιβλίου. Η έκδοση είναι πρώτα από όλα ανάγνωση, αλλά όπως η ανάγνωση δεν είναι τελικά μοναχική, έτσι και η έκδοση δεν είναι μοναχική δουλειά. Και σήμερα αυτό είναι κάτι που μου δίνει συνεχώς χαρά, ο κοινός ενθουσιασμός. Είμαι πολύ τυχερός με τους ανθρώπους που είχα γύρω μου στη δουλειά, και στο παρελθόν, όπως με τη Στέλα Ζουμπουλάκη και τον Παναγιώτη Κεχαγιά, και κυρίως σήμερα, με την Εύα Πλιάκου πρώτα απ’ όλα, τον Γιώργο Πάλλη, τον Χρήστο Κρυστάλλη, τον Κωνσταντίνο Μεγαλοοικονόμου. Με την Εύα μάς χωρίζουν δεκαπέντε χρόνια κι όμως μας ενώνει αυτή η αντίληψη για την ανοιχτή και κοινωνική διάσταση του βιβλίου, συγκινούμαστε με τα ίδια κείμενα, αγαπάμε και μισούμε πάνω κάτω τους ίδιους ανθρώπους, είναι μεγάλο δώρο.
• Μου αρέσει πάρα πολύ να συζητάω με τα παιδιά μου, την Εύα και τον Μιχάλη, είναι μια πολύτιμη, διαρκής συζήτηση, γεμάτη ανατροπές, πολύ αστεία και πολύ ζεστή. Μου αρέσει να ταξιδεύω με το καράβι, πολύ. Μου αρέσει να περιμένω επίσης· έχω μια πολύ περίπλοκη καθημερινότητα, που δεν αφήνει πάρα πολλά κενά, οπότε απολαμβάνω πολύ το μισάωρο που θα με στήσει ένας φίλος, αν δεν τον στήσω εγώ, όπως συνήθως, και που έχω ξαφνικά τον χρόνο να σηκώσω το βλέμμα και να κοιτάξω γύρω μου. Αυτά τα λιγοστά μικρά κενά μέσα στη μέρα τα απολαμβάνω πάρα πολύ. Μου αρέσει επίσης η βόλτα, με τη μηχανή, με το αυτοκίνητο, με τα πόδια, κάτι ωραίες χειμωνιάτικες Δευτέρες ή Τρίτες που φεύγω αργά το βράδυ από το γραφείο.
• Με πειράζει η μόνιμη πίεση που ζούμε στην Αθήνα τα τελευταία χρόνια από την κατάληψη του δημόσιου χώρου, τη διάσπαση, την εκμετάλλευση και του τελευταίου τετραγωνικού και του τελευταίου δευτερολέπτου μας. Με πειράζει επίσης ο εύκολος και περιστασιακός τρόπος με τον οποίο γίνεται αυτό. Με πειράζει που η πόλη μάς πιέζει να περιφερόμαστε με ένα ποτό στο χέρι και να ξεχνάμε τη θλίψη του κόσμου, τον πόλεμο, τη γενοκτονία. Πιστεύω πως εκεί χτίζεται κάτι που θα κληθούμε να αντιμετωπίσουμε τα επόμενα χρόνια. Στερούμαστε, τετραγωνικό το τετραγωνικό και μέρα με τη μέρα και λεπτό το λεπτό, πολύ ζωτικούς χώρους και χρόνους, που θα τους χρειαστούμε και θα πρέπει να τους ανακαλύψουμε ξανά ή να τους ανακτήσουμε με κάποιον τρόπο. Και αυτό δεν θα ’ναι τόσο εύκολο. Είναι στενά τα όρια στην Αθήνα, και γίνονται όλο και στενότερα. Νιώθω πολλές φορές ότι πρέπει να περπατάς με τα χέρια, να ζεις ανάποδα, να κρύβεσαι.
• Υπάρχει ο κοινός τόπος ότι η ομορφιά κρύβεται στα απλά πράγματα, και ότι το όμορφο είναι πάντα προφανές. Με τα χρόνια άρχισα να μαθαίνω, με τρόπους καθόλου προφανείς και απλούς, ότι η ομορφιά και η ευτυχία και η χαρά δεν είναι κάτι απλό, ούτε ως προς τις προϋποθέσεις της, ούτε ως προς την υφή της, ούτε ως προς τα αντικείμενά της, είναι περίπλοκη, είναι κάτι φευγαλέο και ασταθές και εύθραυστο, σίγουρα δεν είναι ένα μήλο που το κόβει κανείς και το τρώει, δεν είναι κάτι συμπαγές που είναι μπροστά μας κι εμείς σαν χαζοί δεν το παίρνουμε, το ανάποδο συμβαίνει, πρέπει να μοχθήσουμε πολύ για να φτάσουμε σ’ αυτή την περίπλοκη δομή που μας κάνει χαρούμενους. Και σχετίζεται πάρα πολύ με τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβανόμαστε τον εαυτό μας πρώτα απ’ όλα, τους ανθρώπους που είναι πολύ κοντά μας, τα παιδιά μας, τους συντρόφους μας, και σχετίζεται με αυτή την αγωνία που διαποτίζει τα πάντα, ακριβώς γιατί είναι τόσο εύθραυστα και φευγαλέα όλα εκείνα που μας συγκινούν και μας ενθουσιάζουν και μας κάνουν χαρούμενους.
Εκδόσεις Αντίποδες, Μαντζάρου 8, Αθήνα. Τα βιβλία των εκδόσεων Αντίποδες και το περιοδικό «Βλάβη» κυκλοφορούν στα βιβλιοπωλεία. Το βιβλιοπωλείο ΣΚΡΙΠ βρίσκεται στη Δημοτική Αγορά Κυψέλης.
ΑΓΟΡΑΣΤΕ ΒΙΒΛΙΑ ΤΩΝ ΕΚΔΟΣΕΩΝ ΑΝΤΙΠΟΔΕΣ ΕΔΩ.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.