Η Βραζιλιάνα θεατρική σκηνοθέτις, συγγραφέας και περφόρμερ Καρολίνα Μπιάνκι παρουσιάζει στις 5 και 6 Ιουλίου, στην Πειραιώς 260, το έργο «Η νύφη» και το «Καληνύχτα, Σταχτοπούτα», το πρώτο μέρος της τριλογίας Cadela Força που επικεντρώνεται στην έμφυλη βία, στους βιασμούς, στις δολοφονίες και στους βασανισμούς γυναικών. Οι ιστορίες που αφηγείται είναι ενοχλητικές, τραγικές και για πολλές από αυτές δεν υπάρχει κάθαρση.
Για την Μπιάνκι είναι κάτι βαθιά προσωπικό το να ασχολείται με αυτές τις ιστορίες, φέρνοντας το γυναικείο σώμα στη σκηνή ως τρόπαιο, αντικείμενο, εκτεθειμένο στο σκληρό πολλές φορές βλέμμα του κοινού. Η ίδια υπήρξε θύμα σεξουαλικής βίας όταν πριν από μια δεκαετία περίπου έπεσε θύμα βιασμού – έβαλαν στο ποτό της το «ναρκωτικό του βιασμού», μια ουσία που προκαλεί προσωρινή παράλυση και αμνησία και στη Βραζιλία, την πατρίδα της, είναι γνωστό ως Goodnight Cinderella. Το ότι το θύμα δεν θυμάται τι συνέβη, αυτή την απώλεια μνήμης ενός τραύματος που βιώνει μια γυναίκα και φέρει σε όλη της της ζωή έρχεται να εξερευνήσει αυτή η παράσταση, αφηγούμενη την αθέατη πλευρά των ιστοριών που χάνονται στα βαθιά σκοτάδια της κατακερματισμένης μνήμης.
Η Μπιάνκι άρχισε να ασχολείται με την περφόρμανς συνεργαζόμενη με τη Σίλβια Μόρο σε ένα έργο για την προώθηση της παγκόσμιας ειρήνης με το σύνθημα «γάμος μεταξύ διαφορετικών λαών και εθνών».
Στη «Νύφη» η Μπιάνκι αναφέρεται στην ιστορία της περφόρμερ Πίπα Μπάκα που ανήκε σε ένα ευρύτερο δίκτυο φεμινιστικής/γυναικείας performance-art και καλλιτεχνών που αναπτύχθηκε κατά τη διάρκεια των δεκαετιών του '60 και του '70, στον απόηχο του δεύτερου κύματος φεμινισμού και μεταμοντερνισμού, με τις γυναίκες να χρησιμοποιούν την performance ως μια αποδομητική στρατηγική για να καταδείξουν την αντικειμενοποίησή τους και τα αποτελέσματά της.
Η ιστορία μιας νεαρής πρωτοπόρου περφόρμερ

Στην περίπτωση της Πίπα Μπάκα, τα όρια μεταξύ πραγματικότητας και performance ήταν θολά: η performance ήταν μέρος της ζωής της και το αντίθετο. Γεννημένη το 1974, σε μια πλούσια αριστοκρατική οικογένεια, μεγάλωσε με μια εκκεντρική μητέρα που έντυνε τις αδελφές της κι εκείνη στα πράσινα για να ξεχωρίζουν και να μην τις χάνει. Η νεαρή Πίπα αποφάσισε να υιοθετήσει το πράσινο χρώμα γενικά, μάλιστα έγραφε πάντα με πράσινο μελάνι.
Ήταν ανιψιά του Πιέρο Mαντσόνι, του Ιταλού καλλιτέχνη που πέθανε στα 30 του και ήταν μέλος μιας γενιάς νεότερων Ιταλών καλλιτεχνών που συγκέντρωσε ο κριτικός Τζερμάνο Τσέλαντ στην πρώτη έκθεση της arte povera που πραγματοποιήθηκε στη Γένοβα το 1967 – είναι περισσότερο διάσημος για μια σειρά έργων που αμφισβητούν τη φύση του αντικειμένου τέχνης, προαναγγέλλοντας άμεσα την εννοιολογική τέχνη. Η Πίπα μεγάλωσε ακούγοντας από τη μητέρα της ιστορίες για το έργο του, ανακατεμένες με τις συντηρητικές, καθολικές και φιλομοναρχικές αξίες της οικογένειάς της και φορούσε πάντα ένα μενταγιόν με την εικόνα του Αγίου Ιωσήφ του Κουπερτίνο, προστάτη των πτήσεων και των απείθαρχων μαθητών. Η μητέρα της αγαπούσε τα ταξίδια, γενικά η οικογένεια εξερευνούσε την Ιταλία και την Ευρώπη με ένα παλιό βαν, ενώ συχνά ταξίδευαν κάνοντας οτοστόπ.
Στο κλασικό λύκειο όπου φοίτησε έκανε ιταλική και ξένη λογοτεχνία, ιστορία, φιλοσοφία και ιστορία της τέχνης. Αντί να σπουδάσει μαθηματικά, όπως σκεφτόταν, αποφάσισε να ταξιδέψει στην Ιρλανδία, όπου πέρασε έναν χρόνο προτού επιστρέψει στην Ιταλία για να βρει δουλειά σε ένα τηλεφωνικό κέντρο και αργότερα βοηθώντας τον ιστορικό τέχνης Τζερμάνο Τσέλαντ να συντάξει έναν κατάλογο raisonné με την τέχνη του θείου της.

Το 1995 κατέληξε ότι έπρεπε να ασχοληθεί σοβαρά με την τέχνη. Έκανε το 1999 την πρώτη της έκθεση, «Angeli: Vita, morte e miracoli», στο Μιλάνο με σιλουέτες αγγέλων και μια δεύτερη, δύο χρόνια αργότερα, με σιλουέτες εμπνευσμένες από τη θεά Mater Matuta, που αντιπροσώπευαν διαφορετικές πτυχές της μητρότητας. Η Μπάκα άρχισε να εξερευνά το θέμα της θηλυκότητας, ανατρέχοντας στις φάσεις της σελήνης σε επόμενό της έργο («La luna nel pozzo»), και ανακάλυψε ότι η τέχνη της περφόρμανς μπορούσε να εκφράσει την προσωπικότητά της. Κάθε δημόσια έκφρασή της ήταν εκκεντρική, όπως τότε που πήγε να συναντήσει έναν φίλο της στον σιδηροδρομικό σταθμό του Μπέργκαμο ντυμένη γοργόνα και έκανε μπάνιο στο σιντριβάνι μπροστά από τον σταθμό. Μια άλλη φορά, όταν ο φίλος της τη χώρισε λέγοντάς της ότι δεν την αγαπούσε, τύπωσε 1.500 κονκάρδες με τη φράση «Είμαι ερωτευμένος με την Πίπα Μπάκα, ρωτήστε με γιατί!» και τις διένειμε σε όλο το Μιλάνο για να βεβαιωθεί ότι ο πρώην φίλος της θα έβλεπε πόσοι άνθρωποι ήταν ερωτευμένοι μαζί της κι έτσι θα αναθεωρούσε. Πολλοί υποστηρίζουν ότι η τέχνη της ήταν πολύ πιο τολμηρή από τη ζωή της. Η ίδια επιδίωκε να κάνει μια καθαρή τέχνη και δεν φιλοδοξούσε να γίνει διάσημη μέσα από αυτήν.
Την ενδιέφερε πολύ το οτοστόπ και ταξίδευε τόσο με την οικογένειά της όσο και μόνη της σε χώρες όπως η Βόρεια Αμερική, η Ιρλανδία, η Ισπανία, η Ρωσία και η Τουρκία. Περνούσε ατέλειωτες ώρες σε σταθμούς λεωφορείων και της άρεσε να λέει προσευχές κρατώντας ένα ροζάριο ή να αφηγείται στους φίλους της βίους αγίων που τη γοήτευαν. Δεν άργησε να ενσωματώσει το πολύ δημοφιλές τότε ως τρόπο μετακίνησης οτοστόπ στο καλλιτεχνικό της έργο, φωτογραφίζοντας τους ανθρώπους που τη μετέφεραν και καταγράφοντας τις συνομιλίες τους. Το 2004 έκανε μια έκθεση στην Περούτζια («Più oltre»), χρησιμοποιώντας όλο αυτό το υλικό.
Ένα πολυποίκιλο καλλιτεχνικό έργο

Η Μπάκα εργάστηκε με διαφορετικά μέσα (φωτογραφία, κολάζ, κέντημα) και συμμετείχε σε ατομικές και ομαδικές εκθέσεις. Επηρεασμένη από την arte povera, χρησιμοποιούσε υλικά όπως οι κορμοί και τα φύλλα, ενώ ήταν μέλος της καλλιτεχνικής κολεκτίβας Coniglio Viola, βοηθώντας στην επιμέλεια εκθέσεων. Φωτογράφιζε ανθρώπους στους δρόμους του Μιλάνου και από τη συλλογή που προέκυψε έκανε ένα καλλιτεχνικό έργο: έβαλε τις φωτογραφίες σε βάζα με γκράπα και αλεύρι και όταν τα ανακινούσε πετύχαινε ένα ομιχλώδες αποτέλεσμα. Όπως και το βιβλίο «Il ponte della Ghisolfa» του Μιλανέζου συγγραφέα Τζοβάνι Τεστόρι, ήθελε να δείξει «τα κατορθώματα της ανθρωπότητας στα προάστια, της ζωής στη σιωπή μέσα στην ομίχλη, των σχέσεων, των μυστικών, των αστείων, της φλυαρίας».
Ήταν μέλος μιας ιστορικά αναρχικής χορωδίας, της Coro di Micene, και το 2006 ίδρυσε τη δική της, την Bubble Gum. Το τελευταίο τραγούδι τους ήταν πάντα το «Bésame Mucho», αλλά μετά τον θάνατο της Μπάκα η χορωδία έκλεινε πάντα με το τραγούδι «Moon River», το οποίο ήταν ένα από τα αγαπημένα της. Όταν εμφανιζόταν στη χορωδία έπαιρνε την περσόνα της Eva Adamovich, φορώντας μια μαύρη περούκα, πολύ ψηλά τακούνια, στενά φορέματα και ένα πράσινο μποά στρουθοκαμήλου. Η περσόνα αυτή αποκαλούσε τους πάντες «αγάπη», αλλά δεν εμπιστευόταν κανέναν. Ήταν παρθένα επειδή ήταν για πάντα πιστή στην πρώτη της αγάπη που πέθανε υπό τραγικές συνθήκες

Η Μπάκα είχε πέντε alter ego ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του ’90. Μια άλλη της περσόνα ήταν η Giuseppina ή Pippa Pasqualino di Marineo (το αληθινό όνομα της Πίπα Μπάκα), μια υπάλληλος τηλεφωνικού κέντρου, όπως και το «Πράσινο Κουνέλι», του οποίου το γυμνό σώμα ήταν καλυμμένο με έναν πράσινο μανδύα. Αυτή η περσόνα δεν εμφανιζόταν πολύ συχνά. Η καλλιτεχνική της προσωπικότητα και η κοινωνικότητά της την έκαναν θέμα άλλων καλλιτεχνών. Η Καμίλα Μικέλι φωτογράφισε τις δύο προσωπικότητες της Μπάκα, Πίπα Μπάκα και Εύα Αντάμοβιτς, που πόζαραν όπως οι μορφές στον πίνακα «Η Γκαμπριέλ ντ'Εστρέες και μία από τις αδελφές της».
Η τραγική ιστορία μιας νύφης και μιας φιλόδοξης περφόρμανς

Το 2004, όταν παρευρέθηκε στον γάμο μιας φίλης της, σκέφτηκε πόσο περίεργο ρούχο είναι το νυφικό που χρησιμοποιείται μόνο για μια ξεχωριστή μέρα, πώς γίνεται να έχει τόσο μεγάλη σημασία. Αυτή ήταν η έμπνευση για το «Brides on tour project».
Άρχισε να ασχολείται με την περφόρμανς συνεργαζόμενη με τη Σίλβια Μόρο σε ένα έργο για την προώθηση της παγκόσμιας ειρήνης με το σύνθημα «γάμος μεταξύ διαφορετικών λαών και εθνών».
Το «Brides on tour project» επικεντρωνόταν σε μία από τις πιο ευάλωτες θέσεις στην οποία μπορεί να βρεθεί ένα άτομο: το να ζητήσει φιλοξενία από εντελώς αγνώστους. Οι δυο γυναίκες, φορώντας λευκά νυφικά σχεδιασμένα από τον Μανουέλ Φακίνι της εταιρείας μόδας Byblos, αναχώρησαν από το Μιλάνο στις 8 Μαρτίου 2008, ταξίδεψαν στα Βαλκάνια και έφτασαν στην Τουρκία δώδεκα μέρες αργότερα. Κατά τη διάρκεια της διαδρομής σταματούσαν σε γκαλερί, ιδρύματα ή πολιτιστικά κέντρα για να συναντηθούν με ντόπιους καλλιτέχνες και τεχνίτες, αλλά και μαίες, τιμώντας αυτές που δίνουν ζωή. Κατά τη διάρκεια της διαδρομής θα κατέγραφαν τις εμπειρίες τους τραβώντας φωτογραφίες, κρατώντας ημερολόγιο και βιντεοσκοπώντας.

Είχαν σχεδιάσει να κάνουν οτοστόπ μέχρι τη Μέση Ανατολή, με τελικό προορισμό την Ιερουσαλήμ – στα δύο χρόνια που προηγήθηκαν του project, η Μπάκα έμαθε αραβικά για να μπορεί να επικοινωνεί με τους ανθρώπους που θα συναντούσε μεταξύ Τουρκίας και Ιερουσαλήμ. Τα νυφικά ήταν τα μόνα ρούχα που είχαν πάρει μαζί τους και, όπως ανέφεραν, θα τα φορούσαν με όλους τους λεκέδες που θα συσσωρεύονταν καθ' όλη τη διάρκεια του ταξιδιού.
Η Μπάκα και η Μόρο χώρισαν λίγο πριν φτάσουν στην Κωνσταντινούπολη, και σχεδίαζαν να συναντηθούν ξανά στη Βηρυτό. Η Μπάκα εθεάθη για τελευταία φορά στις 31 Μαρτίου. Το γυμνό, στραγγαλισμένο και σε αποσύνθεση σώμα της βρέθηκε μέρες αργότερα σε θάμνους κοντά στο Gebze, περίπου 64 χλμ. νοτιοανατολικά της Κωνσταντινούπολης. Ο άντρας που συνελήφθη ομολόγησε ότι τη βίασε και τη σκότωσε στις 31 Μαρτίου· τη συνάντησε σε ένα βενζινάδικο να κάνει οτοστόπ και την πήρε στο αυτοκίνητό του. Οι εξετάσεις DNA έδειξαν ότι η Μπάκα βιάστηκε από πολλά άτομα, όχι μόνο από αυτόν που συνελήφθη, ο οποίος είπε ότι ήταν «υπό την επήρεια ναρκωτικών και αλκοόλ» και δεν μπορούσε να θυμηθεί τι συνέβη. Ποτέ δεν μαθεύτηκε η αλήθεια για τον βιασμό και τη δολοφονία της.
Η κηδεία της έγινε στο Μιλάνο, όπου συγκεντρώθηκαν πάνω από 1.000 άτομα, ενώ τα πεζοδρόμια και τα σπίτια γύρω από τον ναό ήταν διακοσμημένα με πράσινα μπαλόνια και πανό. Το φέρετρο της Μπάκα ήταν επίσης καλυμμένο με ένα ύφασμα στο αγαπημένο της πράσινο χρώμα. Στην εφημερίδα «Corriere della Sera» υπήρχε νεκρολογία του alter ego της, Εύα Αντάμοβιτς, όπου αναφερόταν ότι είχε «αναχωρήσει για μια ατελείωτη περιοδεία στις Μπαχάμες». Τάφηκε με το φόρεμα που φορούσε τη στιγμή του θανάτου της.

Η αδελφή της, σε μια δήλωση στο ιταλικό πρακτορείο ειδήσεων ANSA, είπε ότι «τα ταξίδια ήταν μια καλλιτεχνική παράσταση, για να στείλουν ένα μήνυμα ειρήνης και εμπιστοσύνης, αλλά δεν είναι όλοι άξιοι εμπιστοσύνης... Δεν ανησυχούσαμε ιδιαίτερα επειδή έκανε οτοστόπ πολύ καιρό κι έτσι ήταν σε θέση να αποφεύγει επικίνδυνες καταστάσεις... Ήταν ένα αποφασιστικό άτομο όσον αφορά την τέχνη της, που πίστευε ότι υπάρχουν περισσότεροι καλοί απ' ό,τι κακοί άνθρωποι». Η τουρκική εφημερίδα «Hürriyet» δημοσίευσε ένα άρθρο για τη δολοφονία με τίτλο «Ντρεπόμαστε». Η συνταξιδιώτισσα της Μπάκα, Σίλβια Μόρο, μετά το περιστατικό επέστρεψε στο Μιλάνο και σταμάτησε να κάνει τέχνη.
Με τον θάνατό της η Μπάκα έγινε σύμβολο της ευαλωτότητας των γυναικών, αντιπροσωπεύοντας την αντίσταση και την ανθεκτικότητα, ενώ έχει εμπνεύσει πολλά καλλιτεχνικά έργα όπως το ντοκιμαντέρ της Μπινγκιόλ Ελμάς που, ντυμένη στα μαύρα σε ένδειξη πένθους, ακολούθησε την ίδια διαδρομή με την Μπάκα, κάνοντας το δικό της ταξίδι.



Η Μπάκα πίστευε ότι η εμπιστοσύνη είναι ένας σημαντικός παράγοντας: πρέπει να γνωρίσεις τους ανθρώπους για να τους καταλάβεις. Το έργο της, ένα ταξίδι σε σχεδόν δώδεκα χώρες στα Βαλκάνια και στη Μέση Ανατολή, πολλές από τις οποίες έχουν πληγεί από τον πρόσφατο πόλεμο, είχε ως στόχο να υπογραμμίσει ότι «ξεπερνώντας τις διαφορές και μειώνοντας το επίπεδο των συγκρούσεων», άτομα και πολιτισμοί μπορούν να έρθουν κοντά. Πίστευε μέχρι το τέλος ότι κάνοντας οτοστόπ επιλέγεις να εμπιστευτείς, να καταλάβεις τους ανθρώπους και να μοιραστείς το ψωμί μαζί τους, γιατί στις μικρές διαφορές βρίσκεις ομοιότητες». Η Μόρο είπε στους ΝΥΤ: «Σε κάθε χώρα, συμπεριλαμβανομένης της Τουρκίας, κάναμε οτοστόπ με καταπληκτικούς ανθρώπους, από φοιτητές μέχρι αγρότες και επιχειρηματίες. Κάποιοι μας πρόσφεραν μεσημεριανό. Άλλοι δεν ρώτησαν καν γιατί ήμασταν ντυμένες έτσι. Δεν τους ένοιαζε καν».
Οι δύο καλλιτέχνιδες σχεδίαζαν να ολοκληρώσουν το ταξίδι τους κάποια στιγμή τον Μάιο με μια παράσταση σε δημόσιο χώρο στο Τελ Αβίβ, όπου θα έπλεναν τελετουργικά τα δύο νυφικά. «Είχαμε σκοπό να ξεπλύνουμε τα ίχνη του πολέμου, να τα ακυρώσουμε», είπε η Μόρο.
Η τελευταία πράξη του «Brides on tour» επρόκειτο να είναι μια έκθεση στην γκαλερί τέχνης Byblos στη Βερόνα της Ιταλίας, όπου τα νυφικά θα εξετίθεντο μαζί με αναμνηστικά και φωτογραφίες από το ταξίδι.
I'M IN LOVE WITH PIPPA BACCA
Δείτε περισσότερες πληροφορίες για την παράσταση «Η νύφη» και «Καληνύχτα, Σταχτοπούτα» εδώ.
Με πληροφορίες από ΝΥΤ, Leap of Faith: Pippa Bacca and Silvia Moro, pippabacca.it,