Ο επιμελητής τέχνης Alper Turan βρέθηκε στην Αθήνα για έξι εβδομάδες και κατά τη διάρκεια της παραμονής του εδώ βρήκε την ευκαιρία να εξετάσει πώς εκδηλώνονται η ακροδεξιά βία και η καταστολή στην Τουρκία, στην Ελλάδα, στη Γερμανία και στις ΗΠΑ, εστιάζοντας στις επιπτώσεις τους στις queer και αντικομφορμιστικές κοινότητες.
Μέσα από συνεργασίες με καλλιτέχνες και θεσμούς της Αθήνας, θα διερευνήσει συλλογικές στρατηγικές επιβίωσης και αντίστασης, με επίκεντρο queer μεθοδολογίες και μορφές αλληλεγγύης πέρα από κρατικά σύνορα. Η έρευνά του στοχεύει στη διαμόρφωση επιμελητικών πλαισίων που αμφισβητούν τις κυρίαρχες αφηγήσεις και φαντάζονται ένα κοινό απελευθερωτικό μέλλον.
Η ομιλία του στο Ινστιτούτο Σύγχρονης Ελληνικής Τέχνης (ΙΣΕΤ), στον νέο χώρο εργασίας της Artworks, είχε τίτλο «Curating Undetectable» και ήταν η αφορμή για μια συζήτηση για τις διασταυρώσεις μεταξύ κρατικής βίας, λογοκρισίας και διακρατικής queer αντίστασης και για το πώς η τέχνη διαχειρίζεται τη σχέση μεταξύ κειμένου, σώματος και εικόνας σε διαφιλονικούμενους δημόσιους χώρους.
«Πιστεύω ότι η επιμέλεια μπορεί να δράσει πολιτικά όχι μόνο ως προς το τι δείχνει αλλά και ως προς το πώς το δείχνει: μέσω παραλλαγής, παραμόρφωσης, συνεργασίας, σιωπής».
― Η επιμελητική σας πρακτική συχνά εστιάζει στο φύλο, στη σεξουαλική ταυτότητα, στον αποκλεισμό και στις μορφές αντίστασης. Πώς ανταποκρίνεται η έρευνά σας στο ολοένα πιο τεταμένο πολιτικό κλίμα, είτε σε χώρες όπως η Τουρκία, όπου έχετε δραστηριοποιηθεί, είτε ευρύτερα;
Μεγάλο μέρος της δουλειάς μου ανταποκρίνεται στην κατάρρευση του δημόσιου χώρου − είτε πρόκειται για την Τουρκία, από όπου κατάγομαι, είτε για άλλες περιοχές. Ιδιαίτερα με απασχολεί το πώς η επιμέλεια μπορεί να λειτουργεί υπό πίεση, στον αντίποδα της κυρίαρχης δημόσιας σφαίρας. Για παράδειγμα, ένα από τα πιο έντονα πρότζεκτ στα οποία δούλεψα πρόσφατα ήταν η έκθεση «Narrative Power Alliance», που πραγματοποιήθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 2025. Ξεκίνησε από μια συμμαχία ομάδων υπεράσπισης, μια οργάνωση για άτομα HIV+, μουσουλμανικές queer φεμινιστικές ομάδες, μια κουρδική πλατφόρμα ειρηνευτικού διαλόγου, μια ένωση αγροτισσών, σε απάντηση στην κλιμακούμενη ρητορική της κυβέρνησης απέναντι στις έμφυλες ταυτότητες.

Εκείνη την περίοδο η queer ύπαρξη είχε ουσιαστικά ποινικοποιηθεί. Μόλις λίγους μήνες πριν, η έκθεση «Dön-Dün Bak», αφιερωμένη στην ιστορία του τρανς κινήματος στην Τουρκία, είχε κλείσει βίαια. Κάτι τέτοιο δεν είχε συμβεί ποτέ ξανά. Δεν ανακοινώσαμε ποτέ δημόσια την έκθεση, αλλά αυτό που την έκανε μαγική ήταν η ίδια η διαδικασία: καλλιτέχνες και ακτιβιστές βρέθηκαν στον ίδιο χώρο, κάποια έργα γεννήθηκαν από άμεσες συνεργασίες, κάποια ήταν προσωπικές αποκρίσεις στα ίδια ερωτήματα, όλα όμως βασίζονταν σε κοινό ρίσκο και κοινή φροντίδα. Ένας άλλος τρόπος με τον οποίο απαντώ στη συρρίκνωση του δημόσιου λόγου και της ελευθερίας έκφρασης είναι μέσω εκθέσεων που δεν προσφέρουν ορατότητα με τους αναμενόμενους όρους.
Η έκθεση «Not Everything Is Given», την οποία συνεπιμελήθηκα στη Νέα Υόρκη ως μέρος του Whitney Independent Study Program, προέκυψε από μια περίοδο παγκόσμιας βίας −ειδικά στη συνεχιζόμενη επίθεση στη Γάζα− και της διερεύνησης των ορίων του πώς μπορεί η τέχνη να ανταποκριθεί χωρίς να απλουστεύει. Αντί για σαφή πολιτικά μηνύματα ή αφηγήσεις του τραύματος, οργανώσαμε την έκθεση γύρω από την ιδέα της απόκρυψης: έργα που αντιστέκονται στην απαίτηση να επιδείξουν πόνο, να εξηγήσουν ταυτότητες ή να γίνουν ευανάγνωστα.
― Έχετε εξετάσει έννοιες όπως το «μη ανιχνεύσιμο» και το «μεταδοτικό» στη θεωρητική και επιμελητική σας δουλειά. Πώς μπορούμε να τις σκεφτούμε πέρα από τη βιοϊατρική τους σημασία, ως πολιτικά εργαλεία ή τρόπους αντίστασης στον έλεγχο;
Εργάζομαι με την έννοια της «μη ανιχνευσιμότητας» εδώ και καιρό, ακόμα και πριν να την ονομάσω έτσι. Δεν είναι μόνο ιατρική κατάσταση· είναι τρόπος να είσαι παρών χωρίς να παραδίνεσαι για σύλληψη. Είναι και ερώτημα: πώς εμφανιζόμαστε δημόσια όταν η ορατότητα είναι επικίνδυνη, όταν η έκθεση ποινικοποιείται ή όταν η αναγνώριση προϋποθέτει την αλλοτρίωση του εαυτού μας;
Στην έκθεση «Positive Space» που επιμελήθηκα στην Κωνσταντινούπολη το 2018 για τον HIV/AIDS, χρησιμοποίησα τον εκθεσιακό χώρο ως κοινωνικό εργαστήριο. Είχα διαγνωστεί με HIV στα 20, και τότε σχεδόν δεν υπήρχε δημόσιος λόγος στην Τουρκία γύρω από τον ιό, ούτε καν μέσα στην queer κοινότητα. Η σιωπή δεν ήταν μόνο επιβεβλημένη· είχε κανονικοποιηθεί. Η έκθεση έφερε κοντά καλλιτέχνες, κάποιους οροθετικούς, κάποιους όχι, για να σκεφτούμε μαζί, όχι μέσω της δημόσιας υγείας αλλά μέσα από την οικειότητα, την ειλικρίνεια, την ντροπή, την άρνηση, τον φόβο. Δεν προσφέραμε πληροφορίες σε θέματα υγείας. Εστιάσαμε στο πώς βιώνεται ο ιός − πώς διαμορφώνει τη σεξουαλική υποκειμενικότητα και τη φαντασιακή πολιτική. Κάποια έργα χρησιμοποίησαν κυριολεκτικά αίμα ή βακτήρια· άλλα αγκάλιασαν το στίγμα. Ήθελα να δημιουργήσω έναν «μη ασφαλή» χώρο μέσα σε μια «νοσοκομειακή» γκαλερί − έναν χώρο όπου ο ιός δεν εξηγείται ή απολυμαίνεται, αλλά επιμένει, αφήνει ίχνος. Αυτό εννοώ όταν μιλάω για την επιμέλεια ως μετάδοση: κυκλοφορία που δεν είναι πάντα ορατή ή γραμμική. Δίκτυα συναισθηματικά, πολιτικά, απτικά, που κινούνται διαρκώς.



Αργότερα, στην έκθεση «A Finger for an Eye», χρησιμοποίησα τη μη ανιχνευσιμότητα ως μεθοδολογικό εργαλείο, ως οπτική στρατηγική ενάντια στη λογοκρισία του κράτους. Όταν η τουρκική κυβέρνηση άρχισε να απαγορεύει τα ουράνια τόξα και να ταυτίζει την queer ορατότητα με την τρομοκρατία, επιμελήθηκα μια έκθεση στην οποία ζήτησα από τους καλλιτέχνες να αυτολογοκριθούν: χωρίς χρώματα, χωρίς σώματα, χωρίς ευθείες αναφορές. Ακούγεται αυταρχικό, και ήταν, εσκεμμένα. Αντέγραφα την αισθητική λογοκρισία του κράτους και ζητούσα αντίδραση. Κάποιοι υπάκουσαν, άλλοι αντιστάθηκαν. Το αποτέλεσμα ήταν μια έκθεση γεμάτη απουσίες, αφαίρεση και ασυμφωνία, αλλά και γεμάτη παρουσία, αν ήξερες πού να κοιτάξεις.
Ναι, πιστεύω ότι η επιμέλεια μπορεί να δράσει πολιτικά όχι μόνο ως προς το τι δείχνει αλλά και ως προς το πώς το δείχνει: μέσω παραλλαγής, παραμόρφωσης, συνεργασίας, σιωπής. Δεν με ενδιαφέρει πάντα η σαφήνεια. Με ενδιαφέρει το πώς κάτι μπορεί να κινηθεί, να διαχυθεί, να μεταλλαχθεί, χωρίς να ανιχνευθεί.
― Σήμερα, η λογοκρισία και οι περιορισμοί επανεμφανίζονται με νέες μορφές, όχι μόνο μέσω κυβερνήσεων αλλά και μέσω πολιτισμικών κανόνων. Πώς τοποθετείστε ως επιμελητής σε αυτό το περιβάλλον; Πώς ισορροπείτε την ανάγκη για ελευθερία με την πίεση για συμμόρφωση;
Η λογοκρισία σήμερα δεν έρχεται πάντα ως κλειστή πόρτα − έρχεται συχνά ως ευγενικό email, ως καθυστερημένο τιμολόγιο ή ως επιμελητικό brief που σου ζητά να «λάβεις υπόψη ευαισθησίες». Με αυτή την έννοια, οι πολιτισμικοί κανόνες ήταν ανέκαθεν εξίσου κατασταλτικοί με τους επίσημους κρατικούς μηχανισμούς. Αυτό που μοιάζει διαφορετικό σήμερα είναι το πόσο βαθιά έχουν εσωτερικευθεί. Η λογοκρισία δεν επιβάλλεται απλώς αλλά σωματοποιείται και αναμένεται. Σταματάς να περιμένεις από τα ιδρύματα να μιλήσουν, κι αν εσύ μιλήσεις, σταματάς να περιμένεις ότι θα σε προσκαλέσουν ξανά. Υπάρχει μια διαχείριση σιωπής στον χώρο. Μπορείς ακόμα να μιλάς για «αυτοδιάθεση» σε αφηρημένο επίπεδο, αλλά δεν μπορείς να ονομάσεις γενοκτονία αυτό που συμβαίνει στην Παλαιστίνη.

― Πώς βλέπετε τη σημερινή ελληνική καλλιτεχνική σκηνή; Υπάρχουν θεματικές, δυναμικές ή προκλήσεις που σας φάνηκαν ιδιαίτερα σημαντικές ή διαφορετικές σε σχέση με άλλα μέρη όπου έχετε δουλέψει;
Το πρόγραμμα επιμελητικής ανταλλαγής Artworks σε συνεργασία με τον οργανισμό SAHA μού προσέφερε πολλά ερεθίσματα, τόσο σε διανοητικό όσο και σε αισθητηριακό επίπεδο. Βρίσκομαι στην Αθήνα για έξι εβδομάδες και έχω ήδη γνωρίσει πάνω από 40 καλλιτέχνες, και αυτό που με εντυπωσίασε περισσότερο ήταν το πόσο ανοιχτοί, γενναιόδωροι και ουσιαστικά ενεργοί είναι. Οι επισκέψεις στα στούντιο έμοιαζαν με πραγματικές ανταλλαγές, όχι με παρουσιάσεις ή συναλλαγές. Υπάρχει εδώ μια ιδιαίτερη εγρήγορση, οι καλλιτέχνες είναι συντονισμένοι τόσο με τις παγκόσμιες συνθήκες όσο και με το τοπικό πλαίσιο. Παρατήρησα επίσης τις γενεαλογικές διαστρωματώσεις: διαφορετικά σύνολα αναφορών, διαφορετικές σχέσεις με τους θεσμούς και πολύ διαφορετική πρόσβαση σε πόρους. Κάποιοι νεότεροι καλλιτέχνες, ιδίως, έχουν ισχυρή διεθνή παρουσία, ενώ άλλοι είναι ριζωμένοι σε τοπικές ή αυτο-οργανωμένες δομές. Αυτή η ένταση δημιουργεί ενδιαφέρουσες τριβές.
Εδώ δεν μπορείς να αποφύγεις τις αναφορές στη μυθολογία, την αρχαιότητα ή την ελληνική ετυμολογία, αλλά αυτό που εκτίμησα είναι πως πολλοί καλλιτέχνες δεν τις αντιμετωπίζουν ως βάρος. Τις ανασχηματίζουν, τις θρυμματίζουν, τις απογυμνώνουν από το μνημειακό τους βάρος. Και, φυσικά, η παρουσία του ήλιου, του νερού, του τουρισμού και της νησιωτικότητας δεν είναι μόνο ατμόσφαιρα, εισέρχεται στο έργο τους μέσα από ζητήματα πρόσβασης, τάξης, εργασίας και οικονομίας της εικόνας. Είδα πολλά έργα που άγγιζαν την έννοια της αναψυχής ή του τοπίου, πάντα με λεπτότητα και σε εντελώς διαφορετική προσέγγιση. Η αρχιτεκτονική −ερείπια, ανακατασκευές, σύγχρονες πολυκατοικίες, υπολείμματα υποδομών− επανέρχεται συνεχώς, συχνά ως πλαίσιο για σκέψη γύρω από το σώμα και την κίνηση.
Και μπορούσα να αισθανθώ ακόμα την επίδραση της Documenta − τόσο την ώθηση που έδωσε όσο και τις επιπλοκές που άφησε πίσω της. Ο εξευγενισμός (gentrification) είναι πραγματικός, αλλά υπάρχει η αίσθηση πως οι καλλιτέχνες εδώ ανθούν, όχι παρά τις αλλαγές που επέφερε, αλλά εν μέρει μέσα από το πώς αυτές έχουν μετασχηματίσει την ορατότητα, τον χώρο και τα δίκτυα.

― Υπάρχουν καλλιτέχνες ή επιμελητικές πρωτοβουλίες στην Ελλάδα που σας έκαναν ιδιαίτερη εντύπωση, είτε σε πνευματικό είτε σε συναισθηματικό επίπεδο; Τι είδους διάλογο θέλετε να χτίσετε μέσω της δουλειάς σας;
Πολλοί καλλιτέχνες που γνώρισα εδώ με συγκλόνισαν − συναισθηματικά, πολιτικά, διανοητικά, σωματικά. Καλλιτέχνες όπως η Ραλλού Παναγιώτου, ο Βασίλης Παπαγεωργίου, ο Πέτρος Μώρης, η Μαρίνα Ξενοφώντος και η Νανά Σαχίνη διαθέτουν μια απίστευτη ευφυΐα πάνω στη χρήση της υλικότητας. Επενδύουν στη σχέση μορφής και μνήμης, στο πώς η ύλη φέρει ένταση − υπάρχει μια σκέψη πάνω στη γλυπτική που δεν αφορά απλώς το αντικείμενο αλλά το συναίσθημα. Άλλοι, όπως η Ίρις Τουλιάτου, η Μαρία Τσάγκαρη, ο Ανδρέας Μαλλούρης, η Μάρω Μιχαλακάκου και η Ελένη Τωμαδάκη, κινούνται πιο αθόρυβα αλλά εξίσου διεισδυτικά. Τα έργα τους λειτουργούν σε διαφορετικά επίπεδα −παράλειψη, απαλότητα, σχεδόν εξαφάνιση− αλλά με ένταση.
Και υπάρχουν καλλιτέχνες που διαπραγματεύονται την ιστορία, τη μυθολογία, τα ερείπια και τον τόπο, όχι για να τα επαναλάβουν αλλά για να τα ξεκλειδώσουν. Ο Ανδρέας Αγγελιδάκης το κάνει μέσω του αναστοχασμού στην αρχιτεκτονική, η Σοφία Ντώνα μέσω της χωρικής μνήμης, και η Δανάη Ιώ μέσα από εικόνα και αφήγηση.
Εκτίμησα επίσης βαθιά τους επιμελητές και θεωρητικούς που δραστηριοποιούνται εδώ, όσους χτίζουν ευφυείς δομές διαλόγου και φροντίδας, συχνά μακριά από το θέαμα. Αυτό που ελπίζω να συνεχίσω να χτίζω μέσα από τη δουλειά μου είναι συνδέσεις πέρα από κλειστά γεωγραφικά σχήματα, που βασίζονται τόσο σε μεθοδολογία όσο και σε θεματική: όχι μόνο ποιος εκπροσωπείται, αλλά πώς εκθέτουμε, πώς εμπλεκόμαστε, τι μαθαίνουμε ο ένας από τον άλλο και πώς παραμένουμε υπόλογοι απέναντι στις συνθήκες από τις οποίες προερχόμαστε.
― Πιο γενικά, πώς βλέπετε τον ρόλο της τέχνης σήμερα;
Η τέχνη μπορεί να δημιουργήσει χώρους που πριν δεν υπήρχαν, χώρους για την αμφισημία, για τη συλλογική θλίψη, για μια ανείπωτη χαρά. Μπορεί να γεννήσει λόγους που διαφεύγουν από τις πειθαρχίες ή να ανασυνθέσει ιστορίες που ποτέ δεν καταγράφηκαν. Γεμίζει τα κενά που κανένα αρχείο ή καμία θεωρία δεν μπορεί πραγματικά να χωρέσει. Διαταράσσει την άνεση όχι για χάρη της πρόκλησης, αλλά για να δημιουργήσει χώρο για κάτι άλλο, κάτι που μοιάζει τελικά πιο αληθινό, απροσδιόριστο, αλλά πιο ζωντανό. Δεν υπόσχεται λύση αλλά επιμένει στην παρουσία. Αυτή, για μένα, είναι η δύναμή της.