Το Θιβέτ, άγνωστο, μακρινό, αχανές, αραιοκατοικημένο, πνευματικό, έως και πρόσφατα άβατο, αντιπροσωπεύει ακόμα για πολλούς ένα βασίλειο πνευματικής αταραξίας και επουράνιας αρμονίας. Από τους αρχαίους χρόνους, τα ανεμοδαρμένα ερημικά του υψίπεδα και οι ψηλές βουνοκορφές εθεωρούντο επικράτεια των σοφών και των μάγων. Ακόμα και σήμερα γοητεύει τη Δύση, εφόσον του αποδόθηκε, τουλάχιστον τους τελευταίους αιώνες, ερήμην του, όλη εκείνη η πνευματικότητα που απουσιάζει από μια καταναλωτική κοινωνία. Η διαφθορά και η περιπλοκότητα της Δύσης ενάντια στην πνευματικότητα και την απλότητα του Θιβέτ.
Νομάδες, μοναχοί, ασκητές, δραπέτες βίαιων πολιτικών καθεστώτων, ταξιδιώτες του χθες και του σήμερα συνθέτουν τους «πλάνητες» αυτών των ερημότοπων. Οι τόποι μερικές φορές μιλούν και μερικές φορές σωπαίνουν. Αυτός εδώ ο τόπος φαίνεται να είναι κλειστός στον εαυτό του, βουβός. Σ’ αυτόν τον τόπο, ο χρόνος και ο χώρος ερμηνεύονται διαφορετικά, διαστέλλονται, και συχνά κάθε απόπειρα ερμηνείας τους χάνεται ανάμεσα σε πανύψηλες χιονοσκέπαστες κορφές και απύθμενες χαράδρες. Ίσως αυτοί οι ερημότοποι να μπορούν να ερμηνευτούν ως μια δύναμη αντίστασης, ως αναζήτηση ίασης από σκοτεινές ασθένειες, από μια απύθμενη αγωνία, μια αναζήτηση εσωτερική.
Επί αιώνες το Θιβέτ παρέμεινε απομονωμένο λόγω της γεωγραφικής του θέσης. Ίσως αυτή η απομόνωση να το κρατούσε μερικώς προστατευμένο από το τσουνάμι του μεγάλου εκσυγχρονισμού και της παγκοσμιοποίησης που το χτύπησαν βίαια μετά το 2000.
Το ταξίδι

Το Θιβέτ προϋπήρχε στο μυαλό μου, πολλά χρόνια πριν από το ταξίδι, καθώς είχα διαβάσει το βιβλίο της Αλεξάνδρας Νταβίντ-Νελ «Voyage d’ une Parisienne à Lhassa», που εκδόθηκε στο Παρίσι το 1927. Στο πρώτο μου ταξίδι σε Κατμαντού και Λεχ είχα ακούσει από εξόριστους Θιβετιανούς για την κατάσταση που επικρατούσε στο Θιβέτ μετά τις δυο εισβολές του Λαϊκού Απελευθερωτικού Στρατού του Μάο, το 1950 και το 1959, και ήθελα να κατανοήσω ο ίδιος σε τι βαθμό η Ιστορία είχε εξοβελίσει τους μύθους στη χώρα που αποκαλείτο, μεταξύ άλλων, και «Στέγη του Κόσμου», μερικές δεκαετίες αργότερα. Δύσκολα μπορούσα να λησμονήσω τις στενάχωρες αφηγήσεις τους, σε Λαντάκ και Νεπάλ, γύρω από τη γενοκτονία του θιβετιανού λαού και τη διαχρονικά σκληρή στάση της Κίνας απέναντι σ’ ένα καθαρά θεοκρατικό βασίλειο, που συγκροτούσε τον μεγαλύτερο και πιο αραιοκατοικημένο αγριότοπο του πλανήτη. Η σκιά των Ιμαλαΐων, που κάποτε ήταν ο φύλακας της «Χώρας του Χιονιού», μαζί με τη σκιά του Μάο, έμοιαζε με μια βαριά πλάκα και την έκανε να ασφυκτιά.
Επί αιώνες το Θιβέτ παρέμεινε απομονωμένο λόγω της γεωγραφικής του θέσης. Ίσως αυτή η απομόνωση να το κρατούσε μερικώς προστατευμένο από το τσουνάμι του μεγάλου εκσυγχρονισμού και της παγκοσμιοποίησης που το χτύπησαν βίαια μετά το 2000. Δεν θα πρέπει να παραδοθούν στη λησμονιά του χρόνου οι παρεμβάσεις που έκαναν οι Κινέζοι, το δεύτερο μισό του 20ού αιώνα, προκειμένου να εξαλείψουν το θιβετιανό στοιχείο και να εξαφανίσουν τις ιδιαιτερότητες του Θιβέτ, θρησκευτικές και πολιτισμικές. Πίστευαν ότι έτσι θα γινόταν ευκολότερη η προσαρμογή του σ’ έναν απρόσωπο και ομογενοποιημένο, χωρίς ψυχή και ταυτότητα, οικονομικό προσανατολισμό που διακαώς επιδίωκε, για δεκαετίες ολόκληρες, η κεντρική εξουσία του Πεκίνου και σχετιζόταν, μονοδιάστατα, με το «θαύμα» της οικονομικής ανάπτυξης.
Πριν ανέβω τα σκαλιά του αεροπλάνου είχα ήδη να παλέψω με ιδεοληψίες του παρελθόντος, μια ιστορική πραγματικότητα, τις διηγήσεις μεγάλων ταξιδευτών, τις εξιστορήσεις των Θιβετιανών προσφύγων από το προηγούμενο ταξίδι μου σε Λαντάκ και Νεπάλ, την περιπλάνησή μου στον πιο μεγαλοπρεπή ορεινό όγκο του πλανήτη, τα Ιμαλάια, για να μπορέσω να κατανοήσω έστω και ελάχιστα τη ζωή αυτών των λαών. Αναρωτιόμουν πώς η ανθρώπινη βία είχε καταφέρει να εγκατασταθεί στα πιο ψηλά υψίπεδα του πλανήτη. Παρασύρθηκα, σαν ένας μικρός κόκκος σκόνης, στους ερημότοπους του Θιβέτ, ανάμεσα σε σκονισμένες κοιλάδες, μικρά χωριά, χιονισμένα ψηλά περάσματα… Συνάντησα νομάδες, απλούς χωρικούς, μοναχούς, προσκυνητές… Τρύπωσα σαν μια σκιά σε ναούς και μοναστήρια, και περπάτησα στις παλιές συνοικίες της Λάσα. Έγινα, έστω και προσωρινά, ένας χορευτής στη σκιά των Ιμαλαΐων.
Η διαδρομή


Εγκαταλείψαμε την κοιλάδα της Κατμαντού και πήραμε τον δρόμο που οδηγούσε στα σύνορα με το Θιβέτ. Μπακταπούρ, Μπανέρα, Ντουλικέλ, Ντολαλγκάτ, Λαμασανγκού, Μπαραμπίζ, Γκουμθάνγκ, ήταν τα χωριά που θα συναντούσαμε στον δρόμο μας έως τη συνοριακή πόλη Κονταρί, από τη μεριά του Νεπάλ, πριν περάσουμε στη Ζανγκμού, από τη μεριά του Θιβέτ. Το 1985 άνοιξε για τους επισκέπτες ο δρόμος που οδηγεί από την Κατμαντού στο Σιγκάτσε και στη συνέχεια έως τη Λάσα. Ο δρόμος αυτός κατασκευάστηκε από τους Κινέζους που, θέλοντας να διευκολύνουν την επίγεια σύνδεση του Θιβέτ με το Νεπάλ, τον ονόμασαν «Δρόμο της Φιλίας». Πολλοί Νεπαλέζοι, ωστόσο, έχοντας πείρα από τις διαχρονικά αυταρχικές συμπεριφορές των Κινέζων απέναντι στους γείτονές τους, τον αποκαλούσαν απλά ο «Κινεζικός Δρόμος».
Η διαδρομή Ζανγκμού - Σιγκάτσε σκαρφαλώνει στις κεντρικές θιβετιανές οροσειρές, περνάει περιοχές με παγετώνες τον χειμώνα, συχνές χιονοπτώσεις το καλοκαίρι, δύσβατα υψίπεδα που φιλοξενούν μικρούς θιβετιανούς οικισμούς, σπαρμένους σε κοιλάδες και πλαγιές βουνών, σε υψόμετρο μεγαλύτερο των 4.000 μέτρων. Κάπως έτσι μοιάζει το γεωγραφικό ανάγλυφο που σχηματίζει η «Στέγη του Κόσμου» σε αυτήν την περιοχή. Η διαδρομή Ζανγκμού - Σιγκάτσε αποκαλείται από πολλούς «μια σημαντική εμπειρία ζωής» και αυτό οφείλεται στα τρία πολύ ψηλά περάσματα που περιλαμβάνει: το Λαλούνγκ Λα, στα 5.050 μέτρα, το Λάκπα Λα, στα 5.220 και το Τσο Λα, στα 4.500. Η διαδρομή Σιγκάτσε - Λάσα αποκαλείται επίσης «μια σημαντική εμπειρία ζωής», όπως και η διαδρομή Ζανγκμού - Σιγκάτσε. Αυτό οφείλεται στα δυο πολύ ψηλά περάσματα, το Κάρο Λα στα 5.100 μέτρα και το Κάμπα Λα στα 4.794. Η διαδρομή Ζανγκμού - Λάσα θεωρείται σημαντική, αφού ο ταξιδιώτης, διανύοντάς την, μπορεί να αντιληφθεί τη γεωγραφική δομή του Θιβέτ, την απεραντοσύνη του, τις σκληρές συνθήκες διαβίωσης στα αποκομμένα από τον κόσμο υψίπεδα των 4.000 μέτρων. Την εμπειρία του Θιβέτ την αποκτά κανείς εδώ, στους απέραντους αφιλόξενους αγριότοπους όπου κατοικεί ο Θεός, διδάσκεται η μοναχικότητα και χαμογελά ανεπιτήδευτα στους ανθρώπους η αυτογνωσία… ή και η παράνοια, η τρέλα.
Η φύση, οι νομάδες


Εδώ η Μητέρα Φύση είναι πανίσχυρη. Όλα είναι ακίνητα, υπερμεγέθη, υπερκόσμια∙ και μόνο στη θέα τους εξαφανίζονται οι ανθρώπινες αδυναμίες. Εδώ η φύση διακηρύσσει τον πανάρχαιο προορισμό της: την ισορροπία. Στην ορεινή σιωπή των Ιμαλαΐων τα πάντα μού φαίνονταν εξωπραγματικά. Μέσα στην παγερή, κρυσταλλιασμένη σιωπή, το μόνο που ακούει ο άνθρωπος είναι ο απόκοσμος ήχος των βημάτων του στις απέραντες ερημιές. Πόσο εύκολο ήταν για τους λαούς που κατοικούν εκεί να πιστέψουν ότι αυτοί οι ήχοι μοιάζουν με την ψιθυριστή, γαλήνια φωνή της συνείδησης ή τα λόγια ενός Θεού που κατοικεί σε κάποια απάτητη σπηλιά! Αδυνατούσα να πιστέψω ότι ακόμα κι εδώ, στους απέραντους ερημότοπους των Ιμαλαΐων, οι άνθρωποι είχαν καταφέρει να αντικαταστήσουν τη φωνή της συνείδησης, τον ψίθυρο ενός αρχαίου Θεού, με πράξεις βίας και μισαλλοδοξίας.
Στην καταπράσινη κοιλάδα, που έμοιαζε στριμωγμένη ανάμεσα στα πανύψηλα βουνά, παρατηρούσα με πραγματική αγαλλίαση το πρωινό ξύπνημα των νομάδων στις όχθες ενός μικρού ποταμού. Χαιρετούσαν τη νέα μέρα, το φως που ξεπηδούσε από τα βάθη του σύμπαντος. Τα μάτια τους έλαμπαν, έμοιαζαν φλογισμένα από την προσμονή και την ανάγκη ανθρώπινης επαφής, ίσως λόγω της μακρόχρονης απομόνωσης και εγκλεισμού που οφειλόταν στον τρομερό θιβετιανό χειμώνα. Η ταπεινότητα της νομαδικής ζωής είναι από τις πιο δυνατές εικόνες στο Θιβέτ, η μεγάλη παραίτηση, η απογύμνωση από τα κοσμικά κουρέλια μέσα στη γύμνια των αγριότοπων. Αυτή η αγνότητα, αυτή η μοναχικότητα, με τραβούσαν σαν μαγνήτης κι εμένα. Παρόντες και τόσο κοντά στον φυσικό θεό τους, αυτά τα ταπεινά πλάσματα ακολουθούσαν τους δρόμους του κενού και της υπέρβασης. Χαρά και γαλήνη! Η γαλήνη των κοπαδιών γιακ που έβοσκαν στην κοιλάδα, η γαλήνη της γης, η γαλήνη ενός στιβαρού κόσμου που δεν γνωρίζει τι είναι να χτυπάει κάποιος κάρτα σε ένα υπουργείο, ούτε τι γράφουν οι αναρίθμητοι δημοσιογράφοι στις αναρίθμητες εφημερίδες που πλημμυρίζουν τον κόσμο, ούτε σε τι αναφέρονται τα δελτία ειδήσεων στις τηλεοράσεις…
Η Λάσα

Τη Λάσα τη θρέφει ο μύθος της, ο μύθος του Δαλάι Λάμα, του τελευταίου Δαλάι Λάμα, των ιερών μοναστηριών της, των αποστεωμένων προσκυνητών της, των μεγάλων ταξιδευτών του παρελθόντος, της παλιάς της ομορφιάς, της αρχαίας της λαμπρότητας. Τώρα, στον παρόντα χρόνο, ομορφιά και λαμπρότητα βρίσκονται βυθισμένες σε μια «ομίχλη πένθους», σ’ ένα σκηνικό που επιζητεί απεγνωσμένα τη «λήθη» του παρελθόντος. Η σύγχρονη εικόνα της Λάσα τραυμάτιζε βαθιά τη νοσταλγία μου. Κάποιες φορές η πόλη μοιάζει με πυρετώδες όνειρο, μια ζωηρή οφθαλμαπάτη∙ δυσκολεύομαι να πειστώ ότι κάποτε ήταν αληθινή, πως βρισκόμουν εκεί, πως άνθρωποι, ναοί, συνοικίες ήταν χειροπιαστά και όχι διάφανα φαντάσματα που επιστράτευσε το μυαλό μου. Είμαι πεπεισμένος ότι η καινούργια Λάσα είναι ένα τεράστιο λάθος. Έβλεπα ότι η Λάσα δεν ήταν αυτή των βιβλίων και των παλιών φωτογραφιών που με έκαναν να ονειρεύομαι ένα ταξίδι σ’ αυτήν. Η Λάσα είχε χάσει όχι μόνο την ψυχή της αλλά και την ομορφιά της και άρχισε να ξεθωριάζει στο μυαλό μου, σαν παλιά ασπρόμαυρη φωτογραφία. Οι Κινέζοι την άλλαζαν, τη μεταμόρφωναν με γρήγορους ρυθμούς. Βιάζονταν να ολοκληρώσουν το «έγκλημα» της ανάπτυξης, μεταμορφώνοντας την άλλοτε Απαγορευμένη Πόλη σε μια άσχημη κόρη, σε μια πολύ άσχημη κόρη στην οποία σε λίγο τίποτα δεν θα θύμιζε το ένδοξο παρελθόν της, τον μύθο της. Στα μάτια μου το Θιβέτ έμοιαζε να χάνει την ψυχή του. Η άλλοτε θαυμαστή πόλη της Λάσα, που για αιώνες ολόκληρους έκανε τόσους και τόσους ταξιδιώτες αλλά και ονειροπόλους να ονειρεύονται και να σχεδιάζουν ταξίδια σ’ αυτήν, θύμιζε τώρα μια ασήμαντη κινεζική πόλη, όπως και τόσες άλλες. Η Δύση καταβρόχθιζε με μεγάλη ταχύτητα ό,τι θεωρούσε αρχαϊκό.
Το Ποτάλα

Το Ποτάλα είναι, αδιαμφισβήτητα, ένα από τα πιο εντυπωσιακά κτίσματα του πλανήτη και ίσως και να δίνει από μόνο του την απάντηση στο ερώτημα «Γιατί τόσοι ταξιδιώτες επιχείρησαν με κίνδυνο της ζωής τους να ταξιδέψουν στο Θιβέτ και να φθάσουν στη Λάσα τους τελευταίους αιώνες;». Μεγαλόπρεπο, κατάλευκο, στην κορυφή του Κόκκινου Λόφου, μοιάζει με ένα αέρινο παλάτι που μοιράζεται μεταξύ ουρανού και γης. Το κέντρο του, βαμμένο στο κόκκινο της σκουριάς, τα ιδιαίτερα διαμερίσματα του Δαλάι Λάμα, η διοικητική πτέρυγα και η χρυσή της στέγη συνθέτουν μια ογκώδη κατασκευή που αναπτύσσεται σε μια εκπληκτική συστοιχία κλιμάκων. Το Ποτάλα είναι ένα κτίσμα που διαθέτει 1.000 δωμάτια, 10.000 βωμούς και 200.000 αγάλματα. Το κτίσμα του Ποτάλα, η κατασκευή του οποίου άρχισε στις αρχές του 16ου αιώνα, με τις περισσότερες κατασκευές να πραγματοποιούνται μεταξύ 1645 και 1694, απαρτίζεται από εννέα ορόφους και στηρίζεται πάνω σε 15.000 κίονες.
Το πλήθος των Θιβετιανών που συνωστίζεται στους στενούς διαδρόμους και τις αίθουσες του Ποτάλα είναι εκπληκτικό. Τους παρατηρώ και διακρίνω μια εσωτερική συστολή, μια δειλία, τον σεβασμό που εκπέμπουν τα σκυμμένα κεφάλια τους, δείχνοντας τη γήινη καταγωγή τους. Είναι τα πρόσωπα των πιστών που βρίσκονται σε ένα από τα δύο ουράνια βασίλεια της πνευματικότητας επί της γης. Τα αναμμένα λυχνάρια βουτύρου χαρίζουν στον περίγυρο ένα τρεμάμενο φως που αλλοιώνει τις διαστάσεις του χώρου και μετατρέπει τα συντετριμμένα πρόσωπα των πιστών σε διάφανα, αόρατα, ασκητικά… μετατρέπει τον χώρο σε χρόνο.
Το Τζοκχάνγκ


Το Μπάρχορ και ο ναός του Τζοκχάνγκ παρέμειναν αναλλοίωτα, τουλάχιστον επιφανειακά. Προσκυνητές, μοναχοί, επισκέπτες, συγκεντρώνονταν εκεί για να δουν από κοντά το πιο ιερό μέρος του Θιβέτ, να προσκυνήσουν, να προσευχηθούν, να επιχειρήσουν να κατανοήσουν τη θρησκευτικότητα του μέρους, τη μεγάλη του πνευματικότητα για τον λαό του Θιβέτ. Περιπλανώμενος στο Μπάρχορ, νιώθω σαν να μην έχει αλλάξει τίποτα στο πέρασμα των τελευταίων αιώνων. Παρατηρώ ότι, όπως τα παλιά χρόνια, έτσι και τώρα προσκυνητές από όλα τα μέρη των αραιοκατοικημένων υψιπέδων συνωστίζονται στην είσοδο του ναού για να προσκυνήσουν. Μόλις το 1980 επετράπη από τους Κινέζους να έχουν οι ξένοι επισκέπτες πρόσβαση στη Λάσα και, κατ’ επέκταση, τη δυνατότητα να επισκεφθούν τον ναό του Τζοκχάνγκ.
Παρατηρώ τις μεγάλες πέτρινες πλάκες μπροστά στην είσοδο του Τζοκχάνγκ. Είναι γυαλιστερές και λειασμένες από τον χρόνο και τα πατήματα των πιστών. Σε πολλά σημεία υπάρχουν βαθουλώματα από τα εκατομμύρια προσκυνήματα και γονυκλισίες των προσκυνητών που εδώ και χίλια χρόνια ρίχνονται πάνω τους με απερίγραπτη ζέση, θέλοντας με αυτόν τον τρόπο να δείξουν τον σεβασμό τους στους θεούς. Βλέποντας αυτά τα κοιλώματα στις πέτρινες πλάκες και διαβάζοντας στα πρόσωπά τους το δέος και την αφοσίωση, κατανοώ πόσο μεγάλη είναι η πίστη αυτών των ανθρώπων. Αντιλαμβάνομαι για ποιον λόγο όσοι προσπάθησαν στο παρελθόν να τους κάνουν να αλλαξοπιστήσουν δεν τα κατάφεραν. Κοιτάζω κάποιους γέρους και γερόντισσες να κλαίνε ακουμπώντας το κεφάλι τους στο λειασμένο πλακόστρωτο του Τζοκχάνγκ. Βλέπω τη θλίψη στα πρόσωπά τους. Μοιάζει με μια απρόσωπη θλίψη μοιρασμένη σε όλους. Ο πόνος πάντα οδηγεί στη σωτηρία. Κι εδώ ο πόνος αγιοποιείται μέσα από το μακρύ ταξίδι, τις κακουχίες, την άφιξη, το προσκύνημα, τους θεούς τους. Ο πόνος, διπλός μετά την κινεζική κατοχή του Θιβέτ, μοιάζει πλέον να έχει ενσωματωθεί στη φύση των πραγμάτων, όπως και το αιώνιο χιόνι.
Οι συναντήσεις

Ο Τρεθόνγκ ήταν ένας ψηλός, λυγερόκορμος Θιβετιανός με μαυριδερό ρυτιδιασμένο πρόσωπο, καθαρό, ήρεμο, διεισδυτικό βλέμμα και μακριά, γκρίζα, ίσια μαλλιά, πιασμένα αλογοουρά. Οι σεβάσμιες ρυτίδες του ήταν τόσο πολλές και τόσο βαθιές που δυσκολευόμουν να διαβάσω το πρόσωπό του. Στο πρόσωπο και το βλέμμα του έβλεπα ότι υπήρχε μια διάχυτη μελαγχολία. Ήταν η μελαγχολία του αισθαντικού ανθρώπου, του σκεπτόμενου, του περήφανου ανθρώπου που κάποιοι είχαν βιαιοπραγήσει πάνω του. Καθίσαμε σε ένα χαμηλό τραπέζι… «Θυμάμαι σαν σε όνειρο ότι τον Μάρτιο του 1959 οι στενοί και λασπωμένοι δρόμοι της Λάσα είχαν γεμίσει διαδηλωτές…»
Ο Τσαρόνγκ, ρίχνοντάς μου ένα διερευνητικό βλέμμα και αφού ζύγισε για λίγο την απόφασή του να εμπλακεί ή όχι στη συζήτηση ή, καλύτερα, την εξομολόγηση, άρχισε να εξιστορεί, μιλώντας αργά, ένα «οδοιπορικό φυγής» μέσα από τα ψηλά περάσματα των Ιμαλαΐων: «Λίγα πράγματα έχουν αλλάξει από παλιά. Ακόμα και σήμερα, πολλοί συμπατριώτες μου ακολουθούν τα ψηλά περάσματα των Ιμαλαΐων για να φθάσουν στη Νταραμσάλα της Βόρειας Ινδίας, όπου βρίσκεται η θιβετιανή κοινότητα, ή κατευθύνονται προς το Νεπάλ και πιο συγκεκριμένα στην Κατμαντού και την Ποκάρα, στις αντίστοιχες κοινότητες…».
Ο Βανγκντού ψελλίζει «δεν μένω πλέον εδώ, κουράστηκα. Η οικογένειά μου ζει στο Σιγκάτσε και αύριο φεύγω κι εγώ». Κι ύστερα ξεσπάει ο θυμός του. Ρίχνει μια ματιά γύρω του, στυλώνει το βλέμμα του στην εταζέρα με τους Βούδες σαν να αποζητά να σβήσει μέσα τους την ασχήμια του παρόντος. « Φεύγω από τη Λάσα που έχει πήξει από Κινέζους Ξέρεις πόσοι από δαύτους έρχονται να εγκατασταθούν εδώ κάθε μέρα; Χιλιάδες! Αυτό άρχισε, σιγά σιγά, μετά το 1959…»
Θιβέτ: Ένας χαμένος παράδεισος

Το παλιό Θιβέτ σιγά σιγά έχανε τη χαρά του. Ο κινεζικός τροχός είχε πάρει φόρα και, από ό,τι φάνηκε στη συνέχεια, κανείς δεν μπορούσε να τον σταματήσει. Οι κινεζικές μηχανές θριαμβεύουν πάνω στον άνθρωπο, είτε είναι Κινέζος είτε είναι Θιβετιανός. Οι Κινέζοι είναι ενθουσιασμένοι που εκπληρώνουν το όραμα του Μάο. Οι Κινέζοι που ρίχνονται ασυγκράτητοι στο καπιταλιστικό πρότυπο της Δύσης, με παράφορες ελπίδες να κατακτήσουν ολόκληρο τον κόσμο, με μια απλοϊκή αισιοδοξία, υποτάσσονται καθ’ ολοκληρία στην κατάκτηση της ύλης. Νομίζουν ότι έτσι θα κατακτήσουν την ευτυχία, τον κόσμο ολόκληρο, ότι θα απελευθερωθούν από τη φτώχεια. Οι άνθρωποι, η θρησκεία, η παράδοση ήταν μικρά ενοχλητικά σημάδια σ’ έναν «άδειο» χάρτη. Η απλοϊκότητα των Θιβετιανών διεκδικούσε την κατάργηση της πολυπλοκότητας ενός ξένου προς αυτούς κόσμου που είχαν σχεδιάσει χωρίς τη συγκατάθεσή τους οι Κινέζοι… Στα μάτια μου το Θιβέτ και η πόλη της Λάσα, τώρα ίσως περισσότερο από ποτέ, μοιάζουν με έναν «χαμένο παράδεισο». Το παλιό Θιβέτ της Αλεξάνδρας Νταβίντ-Νελ, του Χάινριχ Χάρερ, του Σβεν Χέντιν, του Γκιουζέπε Τούτσι, του Χουγκ Ρίτσαρντσον και πολλών άλλων ταξιδευτών, όπως το περιέγραψαν στις διηγήσεις τους το πρώτο μισό του 20ού αιώνα, δεν υπάρχει πια. Το Θιβέτ που γνώρισα μέσα από τις διηγήσεις και τις ονειροπολήσεις των ρομαντικών ταξιδιωτών βρίσκεται μόνο στις σελίδες των βιβλίων. Το μυστηριώδες Θιβέτ, ίσως και το πνευματικό, σε μεγάλο βαθμό ανήκει στο παρελθόν.
Το ταξίδι συνεχίζει να παραμένει ένα παράθυρο στον κόσμο, που μπορεί να αλλάξει τη ζωή του ανθρώπου, διαμορφώνοντάς έναν διαφορετικό τρόπο σκέψης και αντίληψης των πραγμάτων, μέσα από γεωγραφικές και εσωτερικές ανακαλύψεις και αποκαλύψεις. Το «αληθινό ταξίδι» δεν θα πρέπει να συγχέεται −όπως συχνά συμβαίνει σήμερα− με όσα αντιπροσωπεύουν στο σύγχρονο ταξίδι το «έχω πάει», οι selfies, η «αναψυχή» και οι αποσπασματικές, βιαστικές ματιές σε έναν περίπλοκο κόσμο. Το αληθινό ταξίδι έχει ως επιδίωξη την αλλαγή της ανθρώπινης ύπαρξης, ενώ παραμένει ένα παράθυρο στο όνειρο και τη γνώση, ένα αντίδοτο στην απάθεια, την άγνοια και τη λήθη που καταδυναστεύουν την εποχή μας. Με αυτό το λίπασμα θρέφονται τα αληθινά ταξίδια, εφόσον το όνειρο και ο δρόμος σφιχταγκαλιάζονται σε μια περιπλάνηση γεωγραφική και εσωτερική.









*Από τις εκδόσεις Παπαζήση κυκλοφορεί το νέο ταξιδιωτικό βιβλίο του Στέλιου Βαρβαρέσου «Θιβέτ. Πλάνητες στην σκιά των Ιμαλαΐων», όπου ο συγγραφέας, μέσα από ιστορίες δρόμου και απρόσμενες συναντήσεις, άλλοτε αποκαλυπτικές και άλλοτε βαθιά ανθρώπινες, επιχειρεί την καταγραφή της προσωπικής περιπλάνησής του στον μεγαλύτερο ερημότοπο του πλανήτη, το Θιβέτ. Η Ιστορία, η γεωγραφία, η ηθογραφία, οι μαρτυρίες, οι μύθοι, ο δρόμος, σπουδαία εργαλεία ερμηνείας του κόσμου, γίνονται και εργαλεία του συγγραφέα στην προσπάθεια αποκωδικοποίησης της ζωής ενός λαού. Τα κείμενα αυτού του άρθρου αποτελούν αποσπάσματα από το βιβλίο.
*Ο Στέλιος Βαρβαρέσος είναι καθηγητής Τουρισμού στο ΠΑΔΑ.
Λεζάντα φωτογραφίας ανοίγματος: Η καθημερινότητα των Θιβετιανών ακολουθεί τους ρυθμούς της φύσης. Οι εποχές και οι καιρικές συνθήκες υπαγορεύουν το πρόγραμμα των καθημερινών τους δραστηριοτήτων. Φωτ.: Στέλιος Βαρβαρέσος