Ο Γιώργος Κελέφης είναι ο εκδότης του περιοδικού ΟΖΟΝ που για μένα ήταν πάντα η φωτεινή εξαίρεση, ένα αισθητικό διαμαντάκι ανάμεσα σε σκουπίδια. Πώς να ’ναι το σπίτι ενός ανθρώπου που έχει τον πήχη της αισθητικής ψηλά; Πήγαινα να τον συναντήσω και σκεφτόμουν ότι δεν του το ’χα να μένει στο Παλαιό Φάληρο, τον φανταζόμουν πιο downtown τύπο.
Το σπίτι του είναι σε κεντρικό δρόμο, αλλά κάπως κρυμμένο. Δεν πολυκατάλαβα από πού έπρεπε να μπω, από πού να ανέβω, και πόσους ορόφους. Πήγαινα στα τυφλά. Χτύπησα την πόρτα και του έκανε εντύπωση που το βρήκα με την πρώτη. «Συνήθως με παίρνουν τηλέφωνο και τους δίνω οδηγίες για να έρθουν», λέει.
Με το που μπαίνω αισθάνομαι σαν να τρίπαρα και να γύρισα στα ’70s!
«Καλά, πώς την πέτυχες αυτή την απόλυτη σεβεντίλα;» τον ρωτάω αυθόρμητα, χωρίς να μπορώ να πω τίποτε άλλο.
Ο Γιώργος Κελέφης μού εξηγεί ότι στο παρόν οικόπεδο υπήρχε αρχικά μια μονοκατοικία που ήταν το πατρικό της Σουζάνας Αντωνακάκη και το δίδυμο των αρχιτεκτόνων ανέλαβε να κάνει την επέκταση. Τότε σκέφτηκαν ότι δεν θα ’ταν μια απλή πολυκατοικία αλλά θα αναπτυσσόταν προς τα πάνω, σαν ένας μικροοργανισμός.
«Τη βρήκα έτοιμη», μου λέει αφοπλιστικά και μου εξάπτει ακόμα περισσότερο την περιέργεια. «Τι εννοείς τη βρήκες έτοιμη;». Ο Γιώργος χαμογελάει ευγενικά. Mε ρωτάει αν θέλω καφέ και μου προτείνει να χαζέψω το σπίτι. Όπου πέφτει το μάτι μου, και ένας ’70s θησαυρός.
Καθόμαστε στους αναπαυτικούς του καναπέδες και ξεκινάμε την αφήγηση από τα χρόνια του πριν από το Παλαιό Φάληρο. Έζησε κάποια χρόνια Νέα Σμύρνη, αλλά ήταν παιδί του κέντρου. Έμεινε οκτώ χρόνια στην Κυψέλη, κοντά στην πλατεία Αμερικής, μου λέει. «Και σ’ άρεσε η Κυψέλη;» ρωτάω εφόσον πρόκειται για τη γειτονιά όπου μεγάλωσα κι εγώ. «Και ναι και όχι», λέει σκεφτικός. Το διαμέρισμα ήταν πολύ ωραίο, ήταν ψηλά, έβλεπε Ακρόπολη. Ήταν όμως τα χρόνια της βαριάς οικονομικής κρίσης. Του άρεσε μεν αυτό το multicultural της περιοχής, αλλά υπήρχε στον αέρα και ένα σφίξιμο.


«Μια μέρα η ιδιοκτήτρια μου είπε ότι χρειαζόταν το σπίτι άμεσα για ιδιοκατοίκηση και έπρεπε να φύγω. Είχε λήξει το συμβόλαιο, έτσι μπήκα στη φρενίτιδα να βρω κάτι γρήγορα». «Και πώς απ’ την Κυψέλη προέκυψε το Παλαιό Φάληρο;» τον ρωτάω, αφού η απόσταση δεν είναι και ένα τσιγάρο δρόμος. Μου απαντάει ότι έψαχνε μόνο στο κέντρο και ότι δεν είχε σκεφτεί ποτέ να ζήσει στο Φάληρο. Αλλά είδε μια αγγελία που του εμφανίστηκε στο άσχετο. «Και να φανταστείς, δεν ήταν μια ωραία φωτογραφία γιατί το έβαφαν και είχαν τραβήξει τα έπιπλα στη μέση». Αλλά ο Γιώργος κάτι διέκρινε και αποφάσισε να δει το διαμέρισμα, παρόλο που είχε έναν αρνητισμό με το Φάληρο.
«Γιατί αρνητισμό;»
«Για να είμαι ειλικρινής, δεν το συμπαθούσα καθόλου».
Αυτό που δεν του άρεσε ανέκαθεν στην περιοχή είναι οι πολυώροφες πολυκατοικίες που σχεδόν κρύβουν τον ουρανό. Τελικά, το Παλαιό Φάληρο το αγάπησε αφού το έζησε.
Μετακόμισε το 2018 και ήρθε αποκλειστικά και μόνο για το διαμέρισμα. «Ήταν coup de foudre. Το είδα και είπα αυτό ακριβώς θέλω. Στο μεταξύ, όσοι με ξέρουν καλά νομίζουν ότι έχω ρίξει τρελή δουλειά για να το φέρω στα μέτρα μου, ενώ στην πραγματικότητα δεν έκανα τίποτε απολύτως, ούτε βάψιμο».
«Οπότε έπεσες στη μαρμίτα της σεβεντίλας του» ομολογώ με έναν κόμπο ζήλιας στη φωνή.
«Ναι, όπως το λες. Έσκασε απ’ το πουθενά αυτή η απροσδόκητη, η αυθεντική “σεβεντίλα”. Έβαλα μόνο αυτόν εδώ τον καναπέ», προσθέτει.
«Είναι κάτι design;» ρωτάω, γιατί φαίνεται design. Και όμως, δεν είναι. Είναι ένας σχετικά οικονομικός καναπές ελληνικής εταιρείας. «Έχω γάτα και δεν μ’ αρέσει να σκεπάζω τους καναπέδες με υφάσματα. Αλλά τον έψαξα πολύ. Είναι βολικός και τελικά ταιριάζει γάντι στον χώρο».



«Και όλα τα υπόλοιπα έπιπλα, βιτρίνες, βιβλιοθήκες, καρέκλες;» ρωτάω. «Τα βρήκα εδώ, είναι διατηρημένα από τότε. Το 90% αυτών που βλέπεις τα βρήκα εδώ».
«Δηλαδή έβαλες μόνο το κλειδί;»
«Ναι, περίπου», μου εξηγεί. Εντάξει, πήρε και ένα ψυγείο και μια κουζίνα, αλλά τίποτε άλλο. «Με χαρά κράτησα όλα τα έπιπλα που τελικά ήταν η προίκα του σπιτιού, σχεδιασμένα απ’ τους αρχιτέκτονες του κτιρίου. Αυτό το σπίτι το νοικιάζεις με το χθες του», μου λέει κάπως ποιητικά.
Τον ρωτάω για την αρχιτεκτονική του κτιρίου, πώς γίνεται πενήντα χρόνια μετά να δείχνει τόσο σύγχρονο. «Αυτό το σπίτι σχεδιάστηκε το 1967 από δυο πολύ ταλαντούχους αρχιτέκτονες, τον Δημήτρη και τη Σουζάνα Αντωνακάκη». «Α, πες το έτσι. Ο Αντωνακάκης δεν είναι ο αρχιτέκτονας που είχε φτιάξει και την πλατεία Κολωνακίου, πριν την καταστρέψουν;».
Κουνάει καταφατικά το κεφάλι του. Οι δυο τους έστησαν το γραφείο που έμεινε γνωστό στην ιστορία της ελληνικής αρχιτεκτονικής ως Atelier 66. Τον ρωτάω αν, πέρα απ’ το κτίριο, είχαν σχεδιάσει και τα έπιπλα, κάτι που το συνήθιζαν εκείνη την εποχή πολλοί αρχιτέκτονες. «Όλα τα έπιπλα και οι ξύλινες επιφάνειες είναι απ’ αυτούς», απαντάει.
Παρατηρώ με θαυμασμό τις άρτιες γραμμές, την κομψή τραπεζαρία, τις βιβλιοθήκες που έχουν κάτι λιτό και δωρικό. Είναι εντυπωσιακό πόσο μοντέρνος μοιάζει ακόμα και σήμερα ο σχεδιασμός, μονολογώ.



Ο Γιώργος εξηγεί ότι στο παρόν οικόπεδο υπήρχε αρχικά μια μονοκατοικία που ήταν το πατρικό της Σουζάνας Αντωνακάκη και το δίδυμο των αρχιτεκτόνων ανέλαβε να κάνει την επέκταση. Τότε σκέφτηκαν ότι δεν θα ’ταν μια απλή πολυκατοικία αλλά θα αναπτυσσόταν προς τα πάνω, σαν ένας μικροοργανισμός.
Παρατηρώ ότι το τζάκι βρίσκεται σε έναν χώρο σαν δεύτερο σαλόνι, κάπως πιο υπερυψωμένο. Στο σπίτι υπάρχουν γωνίες. Αλλιώς δείχνουν τα πράγματα από δω, αλλιώς από εκεί ‒ μικρές μετατοπίσεις που αλλάζουν τη θέαση των πραγμάτων. Του λέω ότι μου αρέσει και η πλάκα Πηλίου που έχει κάτω, του ταιριάζει. Εκείνα τα χρόνια ήταν μια οικονομική λύση, διευκρινίζει ο Γιώργος, και δίνει απίστευτη δροσιά το καλοκαίρι. Τόσα χρόνια δεν έχει χρειαστεί να βάλει ερκοντίσιον.
Τον ρωτάω αν είναι ένα εξωστρεφές σπίτι, αν έρχονται φίλοι, αν του αρέσει να μαγειρεύει.
Μου λέει ότι αγαπά τη μαγειρική, ότι παλιά μαγείρευε περισσότερο, αλλά, ναι, είναι παρεΐστικο σπίτι, και έχουν γίνει ωραίες συνευρέσεις.
Βέβαια, στην πανδημία έμαθε να είναι πιο μοναχικός και αυτό είναι κάτι που τελικά το συνήθισε, έτσι απολαμβάνει συχνά αυτήν τη μοναχικότητα και την παρέα με τον εαυτό του. Μου λέει ότι εδώ, στο Φάληρο, έγινε και χειμερινός κολυμβητής. «Μια βουτιά είναι πολλές φορές σαν δέκα ψυχοθεραπείες». Τον ρωτάω αν ισχύει αυτό που λένε ότι αν κάνεις όλο τον χρόνο μπάνιο στη θάλασσα αποφεύγεις ιώσεις και κρυολογήματα. «Μέγα ψέμα, πρόσφατα πέρασα ιγμορίτιδα» λέει και γελάμε.

Στο ίδιο εύθυμο ύφος τον ρωτάω αν τώρα που ήρθε στο Παλαιό Φάληρο το έχει αγαπήσει.
«Παλαιό Φάληρο δαγκωτό», μου απαντά.
«Άρα έγινες Νότιος», παρατηρώ. Μια που του το λέω, μια που το βλέμμα του σκληραίνει.
«Ε, όχι και Νότιος. Αυτό είναι μεγάλη παρανόηση. Παλαιό Φάληρο και Γλυφάδα είναι δέκα χιλιόμετρα απόσταση. Τόσα είναι και ως το Σύνταγμα. Όλοι πιστεύουν ότι με το που αντικρίζεις τη θάλασσα είσαι Νότιος και ότι είμαστε όλοι ένα». Γελάω με τα τοπικιστικά και μου αρέσει που θέλει να πετάξει από πάνω του τον χαρακτηρισμό του «Νότιου». «Λοιπόν, είστε θαλασσινοί», του λέω διπλωματικά και αυτό το δέχεται, γιατί η θάλασσα είναι μεγάλη γιατρέσα.
Τον φοβίζει ή τον εξιτάρει η ανάπτυξη της αθηναϊκής ριβιέρας; Τον ρωτάω. Δεν του αρέσει καθόλου. «Εδώ μπροστά», λέει και μου φέρνει κάτι σαν μακέτα, «θα χτιστεί αυτό το τέρας. Σύμφωνα με το δημοσιεύματα, θα κοστίζει εφτά εκατομμύρια το ακριβότερο διαμέρισμα. Χτίζονται συνέχεια το ένα μετά το άλλο. Σαν να έρχονται τα απόνερα του Ελληνικού. Αυτό δεν μπορεί παρά να αλλοιώσει την αίσθηση της γειτονιάς».
Τον ρωτάω για την τέχνη που έχει βάλει στο σπίτι του και είναι παρούσα με έναν δυναμικό τρόπο. Έχει έργα της Μaria Antelman, του Κωνσταντίνου Κακανιά, του Γιώργου Σταμκόπουλου, του Διονύση Χριστοφιλογιάννη, του Αλέξανδρου Μαγκανιώτη, του Γιώργου Τσεριώνη και του Μatthieu Lavanchy. «Όλοι είναι άνθρωποι που γνωρίζω και εκτιμώ. Η τέχνη για μένα δεν μπορεί να είναι προσωπική. Βλέπω το έργο και είναι σαν να συνομιλώ και με τον άνθρωπο», λέει.



Τον ρωτάω και για τα φωτιστικά ‒ τα βρήκε κι αυτά εδώ. Κάτι διακοσμητικές κολόνες-κηροπήγια είναι, μου λέει, απ’ το Μοναστηράκι της Βαρσοβίας ‒ στα ταξίδια του τού αρέσει να πηγαίνει σε ανοιχτές αγορές.
Η τηλεόρασή του είναι κι αυτή ξεχωριστή, δεν είναι απ’ αυτές τις μαύρες που «σκοτώνουν» τον χώρο. «Τι είναι;» «Samsung the Serif» μου λέει και το σημειώνω να ψάξω κι εγώ για μια αντίστοιχη. Εξομολογείται ότι το έψαξε πολύ και του πήρε πάνω από έναν χρόνο για να βρει μια τηλεόραση που δεν θα κατέστρεφε τον χώρο.
Παρατηρώ στη βεράντα του τα πολύ ωραία φυτά. «Ε, μη μου πεις ότι κι αυτά υπήρχαν στο μπαλκόνι», λέω τύπου νευριασμένα.
Δεν λέει τίποτα, γελάει μόνο πονηρά. Ο Πάρις, ο φωτογράφος, δίνει την απάντηση. «Δες πόσο ψηλά είναι, αυτά τα φυτά υπάρχουν εδώ χρόνια», εξηγεί.
«Το πιο ωραίο απ’ όλα», λέει ο Γιώργος και βάζει το κερασάκι στην τούρτα, «είναι ότι το καλοκαίρι ανοίγει σχεδόν όλη αυτή εδώ η τζαμαρία, που είναι συρταρωτή, και το έξω με το μέσα γίνονται ένας χώρος».
Θαυμάζω τα ωραία κουφώματα. Δεν θέλει να τα αλλάξει με τίποτα, παρόλο που τον χειμώνα μπάζει από παντού.


Τον ρωτάω πού περνάει τον περισσότερο χρόνο του. Δεν έχει ένα σημείο. Το πρωί πίνει τον καφέ του στις ωραίες ’70s καρέκλες. Στον καναπέ αράζει για ταινίες. Μέσα στο γραφείο περνάει ώρες δημιουργικής δουλειάς.
«Το χρησιμοποιώ όλο το σπίτι, και τα 145 τετραγωνικά», λέει με πλατύ χαμόγελο.
Είναι πολύ ανοιχτόκαρδο σπίτι ‒ συμφωνεί.
«Όλοι μου λένε ότι έχει καλή ενέργεια. Δεν ξέρω τι ισχύει με τις ενέργειες, άλλα είναι ένα σπίτι που σε τραβάει να μείνεις μέσα. Και, ναι, το παραδέχομαι, μου ταιριάζει τόσο πολύ που ακόμα κι εγώ απορώ πώς βρήκα κάτι τόσο ταιριαστό μ’ εμένα, χωρίς να επέμβω καθόλου».
«Αυτό, αγαπητέ μου, λέγεται κισμέτ» του λέω με ύφος, σαν να είπα μια μεγάλη φιλοσοφία.
Φεύγοντας απ’ το σπίτι του Γιώργου νιώθω ότι αν η τύχη σού χαμογελάσει πρέπει να πας εκεί που σε πάει, ακόμα και αν πρόκειται για μια απροσδόκητη περιοχή και μια καινούργια εντελώς συνθήκη.