Η ΥΦΑΝΤΙΚΗ ΤΕΧΝΗ του όρθιου αργαλειού είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την Τσακωνιά και αποτελεί ένα από τα πιο διακριτά χαρακτηριστικά της πολιτιστικής κληρονομιάς αυτής της πολύ ιδιαίτερης περιοχής. Η Ελισάβετ Ροδοπούλου, αν και πέρασε πολλά χρόνια στο εξωτερικό, σε μέρη με αρκετή δυναμική και ευκαιρίες για επαγγελματική εξέλιξη, συνειδητοποίησε πως η σύνδεσή της με την οικογενειακή παράδοση στην τσακώνικη υφαντική τέχνη ήταν το πιο χαρακτηριστικό της γνώρισμα.
Κάπως έτσι πήρε την απόφαση να επιστρέψει στον Τυρό και να αναλάβει την οικογενειακή επιχείρηση, το τελευταίο παραδοσιακό εργαστήριο. Όπως μας είπε χαρακτηριστικά: «Άφησα πίσω μια άλλη ζωή και βρέθηκα μπροστά σε προκλήσεις που μου έθεσαν μια τέχνη που χάνεται και ένας τόπος που σε δοκιμάζει». Η ίδια αφηγείται στη συνέχεια την πορεία της:
«Ο Τυρός είναι ένα μικρό, παραθαλάσσιο χωριό της Αρκαδίας στην καρδιά της Τσακωνιάς. Βρίσκεται μεταξύ του γαλάζιου του Αργολικού Κόλπου και των καταπράσινων βουνών του Πάρνωνα, σ’ ένα τοπίο που μαγεύει με την αυθεντικότητά του. Η περιοχή είναι γνωστή τόσο για τη σπάνια φυσική ομορφιά της όσο και για τη βαθιά της παράδοση. Η Τσακωνιά είναι μια περιοχή μοναδική στην Ελλάδα, ένας τόπος με ισχυρή πολιτιστική ταυτότητα και πλούσια λαογραφική κληρονομιά. Εδώ κάθε γωνιά έχει τη δική της ιστορία, με βαθιές ρίζες και ζωντανή μνήμη.
«Σε κάποιον που σκέφτεται να ζήσει στην επαρχία θα έλεγα να το κάνει με ανοιχτή καρδιά αλλά και ρεαλισμό. Η επαρχία θέλει υπομονή, επιμονή και αγάπη για τον τόπο. Αν έχεις αυτά τα τρία, μπορείς να χτίσεις μια ζωή γεμάτη ομορφιά, απλότητα και αυθεντικότητα».
Η τσακώνικη διάλεκτος είναι ένα ζωντανό απομεινάρι της αρχαίας δωρικής διαλέκτου και διαφέρει πολύ από τα ελληνικά που μιλάμε σήμερα. Τη μιλούν κυρίως ηλικιωμένοι και έχει περιοριστεί στις καθημερινές συζητήσεις ενός πιο μικρού κύκλου ανθρώπων. Μέσα στα χρόνια γίνονται αξιόλογες προσπάθειες για την αναβίωσή της. Χάρη σε πρωτοβουλίες διδάσκεται σε νέους, έτσι παραμένει ζωντανή και συνεχίζει να έχει θέση στην καθημερινότητά μας. Η τσακώνικη διάλεκτος δεν είναι απλώς λέξεις, είναι μέρος της ταυτότητας των ανθρώπων του τόπου, ένα μέσο που μας συνδέει με την παράδοση και την ιστορία μας.

Ήταν πάντα τόσο βαθιά ριζωμένη στη ζωή των ντόπιων, που τα παιδιά μεγάλωναν ακούγοντας μόνο αυτή μέσα στο σπίτι από τους γονείς και τους παππούδες. Ήταν η μόνη γλώσσα που γνώριζαν. Έτσι, όταν ξεκινούσαν το σχολείο, δυσκολεύονταν να προσαρμοστούν στα νέα ελληνικά που τους μάθαιναν οι δάσκαλοι.
Η γιαγιά πάντα θυμόταν μια ιστορία και μου την έλεγε. Ο δάσκαλος προσπαθούσε να μάθει στα παιδιά τη λέξη “γάτα”, συλλαβίζοντας. Έλεγε: “γου και α, γα· του και α, τα. Όλο μαζί;”. Σηκώνει τότε ένα παιδί το χέρι και απαντάει: “Κατσούα!”. Έτσι απλά και αυθόρμητα. Γιατί στα τσακώνικα “κατσούα” είναι η γάτα. Αυτή η ιστορία με έκανε να σκεφτώ τις βαθιές ρίζες της τσακώνικης διαλέκτου και τη σπουδαιότητά της.
Όταν έφυγα για το εξωτερικό, ένιωθα πως ανοίγει μπροστά μου ένας νέος, άγνωστος κόσμος. Έζησα σε μεγάλες πόλεις, σπούδασα, εργάστηκα, γνώρισα ανθρώπους από διαφορετικές κουλτούρες και πολιτισμούς. Ήταν μια περίοδος βαθιάς αυτογνωσίας και ωρίμανσης, γεμάτη προκλήσεις αλλά και μοναδικές εμπειρίες που με διαμόρφωσαν.
Όπου κι αν βρεθώ, η σύνδεση με την οικογενειακή μας παράδοση στην τσακώνικη υφαντική τέχνη ήταν και παραμένει το πιο χαρακτηριστικό μου γνώρισμα. Η υφαντική τέχνη, που μου μεταδόθηκε σχεδόν φυσικά από μικρή ηλικία μέσα στο σπίτι, υπήρξε για μένα σημείο αναφοράς. Σε κάθε σταθμό της ζωής μου, ακόμη και όταν ήμουν μακριά, μου υπενθύμιζε ποια είμαι και από πού έρχομαι. Και νομίζω πως αυτή η ισορροπία είναι τελικά ό,τι πιο πολύτιμο πήρα μαζί μου από αυτή την εμπειρία.
Η απόφαση να επιστρέψω ήταν αποτέλεσμα των συγκυριών και της ανάγκης να επαναπροσδιορίσω τον εαυτό μου και τη ζωή μου. Με απασχολούσε συχνά το γεγονός πως το εργαστήριό μας είναι το μοναδικό επαγγελματικό εργαστήρι υφαντικής στην ευρύτερη περιοχή της Τσακωνιάς. Η ταυτότητα μιας παραδοσιακής τέχνης είναι συχνά παρεξηγημένη στην Ελλάδα, καθώς θεωρείται πως κουβαλάει το βάρος του παλιού και του δύσκολου, ενώ στην πραγματικότητα κρύβει μια αέναη, δυναμική και συνεχιζόμενη εξέλιξη.

Αυτός ήταν ένας από τους λόγους που για πολύ καιρό σκεφτόμουν πώς θα μπορούσα να συνδυάσω τις εμπειρίες μου από το εξωτερικό με την παράδοση της τσακώνικης υφαντικής και να την αναδείξω μέσα από πιο σύγχρονες δημιουργίες. Έτσι, επέστρεψα και πήγα στην Αθήνα, στη σχολή “Ασκαρδαμυκτί”, για να εξειδικευτώ στη δερματοτεχνία με σκοπό να σχεδιάσω μια συλλογή που να συνδυάζει δύο παραδοσιακές τεχνικές, δημιουργώντας χρηστικά αντικείμενα με πιο σύγχρονη αισθητική. Μέσα από αυτόν τον συνδυασμό, επιδίωξα να δώσω νέα ώθηση στην τσακώνικη υφαντική τέχνη και να τη φέρω πιο κοντά στον σημερινό τρόπο ζωής, διατηρώντας την αυθεντικότητά της.
Αυτή η απόφαση ήταν καθοριστική. Από εκείνη τη στιγμή, η ζωή μου πήρε μια νέα πορεία στο δημιουργικό κομμάτι αλλά και με τη συνέχιση της παράδοσης της τσακώνικης υφαντικής μέσα από τη διδασκαλία. Το 2018 ανέλαβα το οικογενειακό μας εργαστήριο “Tsakonika Ifanta” στον Τυρό κι αυτό σήμανε πολλές αλλαγές για μένα.
Άφησα πίσω μια άλλη ζωή και βρέθηκα μπροστά σε προκλήσεις σε σχέση με μια τέχνη που χάνεται και έναν τόπο που σε δοκιμάζει. Οι δικοί μου άνθρωποι το δέχτηκαν με ανάμεικτα συναισθήματα, άλλοι με ενθουσιασμό και άλλοι με ανησυχία. Η μετάβαση δεν ήταν εύκολη, αλλά άξιζε.
Η απόφαση να αναλάβω το οικογενειακό εργαστήριο είχε τόσο θετικά όσο και δύσκολα σημεία. Προηγουμένως ζούσα σε ένα περιβάλλον πιο οργανωμένο, με ευρύτερη επαγγελματική δικτύωση και καλύτερες ευκαιρίες. Η δυναμική της πόλης και οι ευκαιρίες για επαγγελματική ανέλιξη ήταν σαφώς μεγαλύτερες. Ωστόσο, η σύνδεση με τον τόπο μου και με την παράδοση της τσακώνικης υφαντικής ήταν πάντα κάτι που με ενδιέφερε και με γοήτευε.
H ζωή στην επαρχία μού προσφέρει χωρίς δεύτερη σκέψη καλύτερη ποιότητα ζωής. Ο καθαρός αέρας, η αίσθηση της κοινότητας, η σύνδεση με τη φύση και η ηρεμία του τόπου μού δίνουν την ευκαιρία να απολαμβάνω απλές χαρές της ζωής, με γεμίζουν έμπνευση, μου επιτρέπουν να επανασυνδεθώ με τις ρίζες μου και να δουλέψω πιο αυθεντικά. Το γεγονός πως η τέχνη μας συνδέεται άρρηκτα με την ιστορία της Τσακωνιάς ενισχύει την αίσθηση ότι εργάζομαι σε κάτι μοναδικό. Αυτό αποτυπώθηκε κιόλας σε ένα πρόσφατο σημαντικό ορόσημο για το έργο μας με την εκπροσώπησή του εργαστηρίου μας στο διεθνές συνέδριο της ΕUIPO για το καθεστώς προστασίας χειροποίητων προϊόντων με γεωγραφικές ενδείξεις. Η αναγνώριση αυτή αποδεικνύει την αξία του προϊόντος που παράγεται εδώ και μου δίνει τη δυνατότητα να προσφέρω κάτι ουσιαστικό στον τόπο καταγωγής μου. Επίσης, έρχεται να ενισχύσει την πεποίθησή μου πως υπάρχει ελπίδα και δυνατότητα να ασχοληθεί κάποιος επαγγελματικά με την τέχνη του στην περιοχή του, αρκεί να έχει όραμα και επιμονή.

Από την άλλη, οι περιορισμένες ευκαιρίες και επιλογές, ειδικά για νέους ανθρώπους, είναι μια πραγματικότητα που δεν μπορούμε να αγνοήσουμε. Η κοινωνική απομόνωση είναι ίσως ένα από τα πιο δύσκολα κομμάτια. Από τη ζωντάνια και τη συνεχή αλληλεπίδραση της πόλης βρέθηκα σε έναν τόπο με λιγότερα ερεθίσματα, πιο περιορισμένη καθημερινή επαφή με ανθρώπους με κοινά επαγγελματικά ενδιαφέροντα και χωρίς τις ευκαιρίες για τυχαίες συναντήσεις ή δημιουργικές συνεργασίες. Παράλληλα, υπάρχει πάντα η οικονομική ανασφάλεια που συνοδεύει κάθε ιδιωτική προσπάθεια μιας τοπικής επιχείρησης σε ένα μικρό μέρος. Οι κύκλοι είναι περιορισμένοι, οι δυνατότητες εξαρτώνται συχνά από εποχικούς επισκέπτες και η επιβίωση μιας τέτοιας προσπάθειας απαιτεί καθημερινό αγώνα και διαρκή υπενθύμιση του λόγου για τον οποίο ξεκίνησες. Παρ’ όλα αυτά, νιώθω πως η απόφαση αυτή με έφερε πιο κοντά σε ό,τι έχει πραγματική αξία για μένα και μου έδωσε ελπίδα πως κάτι μικρό μπορεί να έχει μεγάλο αποτύπωμα όταν γίνεται με αγάπη και συνέπεια.
Ναι, χωρίς καμία αμφιβολία νιώθω δικαιωμένη από την επιλογή μου να επιστρέψω. Ως τρίτης γενιάς υφάντρα, νιώθω δικαιωμένη από την ενασχόλησή μου με την υφαντική στον τόπο μου. Κάθε μέρα αισθάνομαι ευλογημένη γιατί ασχολούμαι με κάτι που πραγματικά αγαπώ, κάτι που έχει αξία τόσο για μένα όσο και για την περιοχή μου.
Αυτό που μου λείπει είναι η άμεση πρόσβαση σε πολιτιστικά γεγονότα ή κάποιες υπηρεσίες. Το εξισορροπώ ταξιδεύοντας και οργανώνοντας πολιτιστικές δράσεις εδώ με σκοπό να φέρνουμε δημιουργικά ερεθίσματα και νέες προοπτικές στην καθημερινότητά μας.
Η πλούσια φυσική ομορφιά του Τυρού δεν είναι μυστικό, απλώνεται γενναιόδωρα μπροστά στα μάτια όλων. Αυτό όμως που θα ήθελα κι εγώ να γνωρίσω καλύτερα είναι ο αθέατος κόσμος που βρίσκεται κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας: ένας υποθαλάσσιος θησαυρός γεμάτος μυστήριο. Είναι ένα από τα πιο ανεξερεύνητα μυστικά του Τυρού, που περιμένει να αποκαλυφθεί με την ολοκλήρωση του καταδυτικού πάρκου.
Όταν σκέφτομαι έναν ιδιαίτερο άνθρωπο του Τυρού, η σκέψη μου πηγαίνει αμέσως στη γιαγιά μου Αγγελική Ψαρρολόγου, την αγαπημένη “Κω”, όπως τη φώναζαν όλοι. Γεννημένη στον Τυρό, ξεκίνησε να υφαίνει μόλις στα εννέα της χρόνια, μαθαίνοντας την τέχνη που θα τη συνόδευε σε όλη της τη ζωή. Ο αργαλειός της ήταν στημένος σε ένα καφενείο, ένα πρωτότυπο σημείο συνάντησης για όσους περνούσαν. Ο κόσμος σταματούσε όχι μόνο για να πιει καφέ αλλά και για να τη δει να υφαίνει με τα ταλαντούχα χέρια της και να την ακούσει να διηγείται ιστορίες από τα παλιά χρόνια για ανθρώπους και έθιμα από την Τσακωνιά. Ήταν τόσο γνωστή για τις αφηγήσεις της, που πολλοί περνούσαν απλώς και μόνο για να την ακούσουν.

Παράλληλα, δεν κράτησε τη γνώση της στην υφαντική για τον εαυτό της. Δίδαξε σε πολλές μαθήτριες την τέχνη. Η γιαγιά μου ήταν κάτι περισσότερο από μια υφάντρα ή μια δασκάλα. Ήταν μια ζωντανή γέφυρα μεταξύ του παλιού και του νέου Τυρού. Και φυσικά, ο καφές της είχε κι αυτός τη δική του φήμη: δυνατός, αρωματικός και γεμάτος φροντίδα, όπως ακριβώς ήταν και η ίδια.
Θα ήθελα να υπήρχαν περισσότερες ευκαιρίες για τους νέους να μείνουν και να δημιουργήσουν το μέλλον τους εδώ, να αναπτύξουν την κοινότητα με καινοτόμες ιδέες, χωρίς να χρειάζεται να φύγουν για να βρουν προοπτική. Θα ήταν υπέροχο να δημιουργηθεί ένα περιβάλλον που να τους ενθαρρύνει να επενδύσουν στην περιοχή, υποστηρίζοντας την ανάπτυξη των ταλέντων τους, τη δημιουργία νέων επαγγελματικών ευκαιριών και την ενίσχυση της τοπικής οικονομίας.
Σε κάποιον που σκέφτεται να ζήσει στην επαρχία θα έλεγα να το κάνει με ανοιχτή καρδιά αλλά και ρεαλισμό. Η επαρχία θέλει υπομονή, επιμονή και αγάπη για τον τόπο. Αν έχεις αυτά τα τρία, μπορείς να χτίσεις μια ζωή γεμάτη ομορφιά, απλότητα και αυθεντικότητα».
Στείλτε τις προτάσεις σας για τη στήλη «Γειτονιές της Ελλάδας» στο [email protected]