ΜΕ ΤΗΝ ΠΡΩΤΗ ΜΑΤΙΑ, το πρόσωπό του μοιάζει ανώνυμο, σχεδόν αυτοκαταργούμενο. Θα μπορούσε να είναι το πρόσωπο του κουρέα της γειτονιάς σας ή του τύπου που σας δίδαξε γεωγραφία στο σχολείο ή του πωλητή που πούλησε στον πατέρα σας το πρώτο του αυτοκίνητο. Χρειάζεται να ρίξει κανείς άλλη μία ή δύο ματιές για να προσέξει τα μάτια, τα οποία αρχικά εμφανίζονται ως πηγάδια μελαγχολίας ώσπου ξαφνικά το βλέμμα γίνεται σπινθηροβόλο και αντανακλά ευθυμία ή αποπλάνηση ή απορία ή μια παγωμένη οργή που σου κόβει την ανάσα γιατί κάτι τέτοιο ήταν το τελευταίο πράγμα που θα περίμενες. Τελικά, δεν υπήρχε τίποτα το ανώνυμο στον Τζέιμς Γκαντολφίνι – αν και ο ίδιος θα ήθελε ίσως να υπήρχε. Ο Γκαντολφίνι ακολούθησε τα μονοπάτια του Πολ Μιούνι, του Έντουαρντ Τζ. Ρόμπινσον και του Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ: ηθοποιοί χαρακτήρων με ειδικότητα στους «σκληρούς» ρόλους, που αναδείχθηκαν, απροσδόκητα, σε σταρ. Τι γίνεται όμως αν το κόστος αυτής της περίεργης συναλλαγής το πληρώνει ο ίδιος ο «σκληρός» τύπος; Αυτό είναι το κύριο θέμα του «Gandolfini», της βιογραφίας που έγραψε ο ιστορικός και κριτικός κινηματογράφου Τζέισον Μπέιλι, επιχειρώντας να διαχωρίσει τον αείμνηστο ηθοποιό από τον μεγαλύτερο ρόλο του, αυτόν του Τόνι Σοπράνο.
Ανάλογα με το πού ή πότε συναντούσες τον Γκαντολφίνι, ήταν ο Τζέιμς, ο Τζέιμι, ο Τζίμι, ακόμη και ο «Μπάκι». Ο βιογράφος μας καταλήγει στο Τζιμ, ένα όνομα που περικλείει τόσο το αγόρι από το Τζέρσεϊ που διέπρεψε στο μπάσκετ στο Λύκειο όσο και τον δραστήριο νεαρό ηθοποιό που ήρθε στη Νέα Υόρκη με όλη τη γοητεία, τη δύναμη και το ταλέντο που είχε μέσα του. Η επιτυχία δεν άργησε να έρθει. Πρώτα με έναν δευτερεύοντα ρόλο στην αναβίωση του «Λεωφορείο ο Πόθος» στο Μπρόντγουεϊ το 1992, και ακολούθως από την εμφάνισή του στο στο «True Romance» του Τόνι Σκοτ – μια κινηματογραφική στιγμή που έκανε θραύση, όπου ο χαμογελαστός εκτελεστής που υποδύεται τρομοκρατεί μεθοδικά και σαδιστικά την Πατρίσια Αρκέτ. Ακόμα και τότε, ανησυχούσε για τον κίνδυνο της τυποποίησης. «Αν με βάλεις ποτέ ξανά να παίξω γκάνγκστερ», είχε πει τότε στον ατζέντη του, «θα σε σκοτώσω».
Η θλιβερή αλήθεια όμως ήταν ότι όσες ώρες ψυχοθεραπείας κι αν έκανε ο Τόνι Σοπράνο, όσες επιφοιτήσεις κι αν είχε στην πορεία, δεν έγινε ποτέ καλύτερος άνθρωπος.
Πιστός στις αρχές του, απέρριψε τον δεύτερο ρόλο στη βιογραφική ταινία του HBO «Gotti» για τον διάσημο Νεοϋρκέζο μαφιόζο. Ούτε στην τηλεόραση ήθελε να παίξει, αλλά ήταν αδύνατον να αρνηθεί την επόμενη πρόταση που του έκανε το HBO: ένας πρωταγωνιστικός ρόλος ως αφεντικό του εγκλήματος στο Βόρειο Τζέρσεϊ, που πηγαίνει κρυφά σε συνεδρίες με ψυχίατρο, ενώ προσπαθεί να στηρίξει την παραπαίουσα αυτοκρατορία του, την οικογένεια και την ψυχή του. Πρόκειται για μια ιστορία που, όπως απέδειξε η ταινία «Ανάλυσέ το» που είχε κυκλοφορήσει ταυτόχρονα σχεδόν με την πρεμιέρα των Sopranos, θα μπορούσε εύκολα να μετατραπεί σε κωμωδία. Αλλά ο δημιουργός της σειράς Ντέιβιντ Τσέις είχε κάτι άλλο στο μυαλό του: την καθημερινή φθορά της ψυχής ενός ανθρώπου.

Η θλιβερή αλήθεια όμως ήταν ότι όσες ώρες ψυχοθεραπείας κι αν έκανε ο Τόνι Σοπράνο, όσες επιφοιτήσεις κι αν είχε στην πορεία, δεν έγινε ποτέ καλύτερος άνθρωπος. Αντιθέτως, γράφει ο Μπέιλι, «ο Τόνι επέστρεφε πάντα στη ζώνη άνεσης του εγκλήματος, αναζητώντας και αποκτώντας με αδίστακτες μεθόδους όλο και περισσότερη εξουσία, ακόμη και αν αυτό απαιτούσε όλο και περισσότερη αιματοχυσία. Αυτός ο προβληματικός μεσήλικας δεν επρόκειτο να διορθωθεί, και κανείς δεν επρόκειτο να τον διορθώσει».
Το φοβερό είναι πόσοι πολλοί από εμάς στήθηκαν μπροστά στις οθόνες τους για να παρακολουθήσουν αυτό το δυσάρεστο θέαμα. Στα μέσα του πρώτου κύκλου, το «The Sopranos» ήταν το πρόγραμμα με την υψηλότερη τηλεθέαση στην καλωδιακή τηλεόραση, με 10 εκατομμύρια θεατές ανά επεισόδιο, και κατά τη διάρκεια της οκταετούς διαδρομής του, τα νούμερα συνέχισαν να ανεβαίνουν. Δεν το ξέραμε τότε, αλλά οι Sopranos είχαν, σύμφωνα με την καθομιλουμένη της σειράς, «ξεπαστρέψει» το ίδιο το τηλεοπτικό μέσο – είχε αλλάξει ριζικά το πώς αντιλαμβανόμαστε την τηλεόραση. Ο αντιήρωας ήταν επίσημα πλέον ο ήρωας.

Αν λοιπόν αγαπάτε τον Ντέξτερ της ομώνυμης σειράς, τον Ντον Ντρέιπερ του Mad Men ή τον Γουόλτερ Γουάιτ του Breaking Bad, πείτε μια μικρή ευχαριστήρια προσευχή για τον νονό τους. Κάντε ίσως και μια μικρή επιμνημόσυνη δέηση για τον ίδιο τον Γκαντολφίνι, ο οποίος, κατά γενική ομολογία, δεν ήταν ο χαρακτήρας που υποδυόταν στη σειρά. Ο Μπέιλι πήρε συνεντεύξεις από πλήθος οικείων του και συναδέλφων του, σύμφωνα με τις οποίες ο Τζιμ ήταν ένας «γλυκός, ήπιος, καλόκαρδος άνθρωπος», «ένας αξιαγάπητος και τρελά ταλαντούχος ηθοποιός».
Ήταν, επίσης, για πολλά χρόνια, ένας «σκληρός» χρήστης ναρκωτικών ουσιών με απρόβλεπτες διαθέσεις, καταναλώνοντας υπερβολικές ποσότητες αλκοόλ και κοκαΐνης. Κάτω από την πίεση ενός υπό κατάρρευση γάμου και ενός πιεστικού προγράμματος παραγωγής, οι καταχρήσεις γίνονταν όλο και πιο έντονες, και από τον τρίτο κύκλο της σειράς και μετά, ο Γκαντολφίνι εμφανιζόταν συχνά αργοπορημένος στη δουλειά ή μερικές φορές καθόλου. «Θα έπρεπε να γυμνάζομαι«, έλεγε, «αλλά είμαι πια πολύ μεγάλος γι’ αυτό».

Ένας δεύτερος γάμος και ένα δεύτερο παιδί τού προσέφεραν κάποια σταθερότητα, αλλά ο θάνατός του στα 51 του χρόνια από καρδιακή προσβολή αποτέλεσε, για όποιον τον είχε δει να κακοποιεί το σώμα του, περισσότερο σοκ παρά έκπληξη. Εν ολίγοις, είναι το είδος του θανάτου που θα μπορούσε να είχε συμβεί στον Τόνι Σοπράνο, αν υποθέσουμε ότι βγήκε τελικά ζωντανός από το αινιγματικό φινάλε της σειράς. Ο Γκαντολφίνι είχε αφήσει κατά καιρούς διάφορα υπονοούμενα για την επικάλυψη μεταξύ του ίδιου και του alter ego του. «Νομίζω ότι μερικά από τα ελαττώματα (του Τόνι) είναι και δικά μου ελαττώματα», δήλωνε στο περιοδικό GQ. «Κι ενώ προσπαθείς να ξεφύγεις από αυτά, στη συνέχεια, κατά κάποιο τρόπο ο ρόλος σε τραβάει ξανά κοντά τους».
Η Δρ. Μέλφι, η ψυχίατρος που έβλεπε τον Τόνι Σοπράνο στη σειρά, θα απαιτούσε ίσως από το βιβλίο μια ενδελεχή εξέταση της παιδικής ηλικίας του ηθοποιού. Από τα λίγα που μαθαίνουμε είναι ότι είχε έναν πατέρα παραδόπιστο και αθυρόστομο και μια μητέρα που ήταν «εσωστρεφής, καταθλιπτική, λίγο επικριτική». Ίσως είναι πιο γόνιμη η εξέταση της καριέρας του μετά το τέλος της σειράς που τον έκανε διάσημο. Τα αποτελέσματα είναι ανάμικτα αλλά η χαρά που έπαιρνε από το γεγονός ότι ήταν και πάλι ηθοποιός χαρακτήρων ήταν μεταδοτική. «Δεν χρειάζεται να είμαι ο σταρ», είχε δηλώσει λίγο πριν τον πρόωρο θάνατό του. «Πλέον το έχω κάνει. Δεν χρειάζεται να το ξανακάνω».
Με στοιχεία από The Washington Post