Η ΚΕΝΤΡΟΑΡΙΣΤΕΡΑ έχει σοβαρό πρόβλημα, και μάλιστα σε όλες τις εκφράσεις της, είτε αυτή λέγεται ΠΑΣΟΚ, είτε ΣΥΡΙΖΑ, είτε όποιο άλλο κόμμα θέλει να προσθέσει κάποιος σε αυτή την πολιτική ομπρέλα. Δεν είναι ελκυστική πια σε μεγάλες πληθυσμιακές ομάδες, δεν την επιλεγούν τα πιο δυναμικά κομμάτια της κοινωνίας (όπως οι νεαρότερες ηλικίες, οι οποίες παλιότερα τροφοδοτούσαν τις μεγάλες δεξαμενές της), θεωρείται αναξιόπιστη και σχεδόν χρεωκοπημένη. Εν πάση περιπτώσει, όσο κι αν προσπαθεί, αδυνατεί να έχει παρεμβατικό ρόλο όπως παλιότερα. Δεν την αγαπάνε πια πολιτικά.
Αργά, αλλά σταθερά, και με δεδομένες τις ελληνικές ιδιομορφίες (που στην προκειμένη περίπτωση συνδέονται και με τα μνημόνια και τα χρόνια που ακολούθησαν), έχασε τα ερείσματά της που παραδοσιακά ήταν τα πιο αδύναμα οικονομικώς κομμάτια της κοινωνίας, τα οποία παρέμεναν σε αυτήν γιατί μίλαγε και σε κάποιο βαθμό υλοποιούσε πολιτικές λογικές που κινούνταν γύρω από τον άξονα «ισότητα και αναδιανομή του πλούτου». Ήταν η εκπρόσωπός τους. Τώρα οι περισσότεροι από αυτούς τους πολίτες θεωρούν ότι η κυβερνώσα κεντροαριστερά σε διάφορες μορφές τούς έχει προδώσει.
Πολλά στελέχη του ΠΑΣΟΚ ή του ΣΥΡΙΖΑ κάνουν εναγώνιες προσπάθειες για να αθροίσουν τις δυνάμεις τους, πιστεύοντας ότι στην πολιτική ισχύει ό,τι και στα μαθηματικά: ένα κι ένα κάνουν δύο. Δεν ισχύει αυτό.
Σε άλλες εποχές, οι σημερινές πολιτικές συνθήκες θα ήταν ιδανικές για την κεντροαριστερά ή, τέλος πάντων, για όποιο κόμμα έφερε ανάλογα πρόσημα. Οι κοινωνικές και οικονομικές ανισότητες έχουν διευρυνθεί, όλο και περισσότερες πληθυσμιακές ομάδες οδηγούνται αν όχι στη φτωχοποίηση τουλάχιστον στα πρόθυρά της, μεγαλύτερος πλούτος συσσωρεύεται στους ήδη κατέχοντες, οι δημόσιες παροχές υγείας και παιδείας μειώνονται δραστικά υπέρ των αντίστοιχων ιδιωτικών τομέων, οι οποίοι συνέχεια μεγεθύνονται, το στεγαστικό παραμένει από τα πιο σημαντικά προβλήματα για την πλειονότητα των ενοικιαστών, οι οποίοι συχνά καλούνται να διαθέσουν έναν ή σχεδόν έναν μισθό για να στεγαστούν, οι περισσότεροι συνταξιούχοι αδυνατούν να αντεπεξέλθουν στις ανάγκες ενός μήνα κ.ο.κ. Κανένας φορέας της κεντροαριστεράς, ούτε καν το άθροισμά τους, δεν μπορεί να απειλήσει τη συντηρητική παράταξη, η οποία χάνει σε σημαντικό βαθμό την επιρροή της με την απώλεια ψηφοφόρων οι οποίοι είτε πηγαίνουν σπίτι τους, επιλέγοντας την αποχή, είτε οδηγούνται σε λαϊκίστικα μορφώματα, όπως αυτό της Κωνσταντοπούλου ή και του Βελόπουλου.
Πολλά στελέχη του ΠΑΣΟΚ ή του ΣΥΡΙΖΑ κάνουν εναγώνιες προσπάθειες για να αθροίσουν τις δυνάμεις τους, πιστεύοντας ότι στην πολιτική ισχύει ό,τι και στα μαθηματικά: ένα κι ένα κάνουν δύο. Δεν ισχύει αυτό, στην πολιτική δεν αθροίζονται απλώς αριθμοί, υπάρχουν κι άλλες σημαντικές παράμετροι, οι ψηφοφόροι δεν καθοδηγούνται απόλυτα. Αλλά, ακόμα κι αν μια τέτοια πρόσθεση είχε μια ρεαλιστική βάση, το άθροισμα των δύο (ή και περισσότερων συγγενών πολιτικών φορέων) δεν αρκούν για να απειλήσουν με επάρκεια τη Νέα Δημοκρατία, η οποία καταρρέει μεν, αλλά παραμένει πρώτη δύναμη, με το δεύτερο κόμμα να απέχει πολύ· ακόμα και αν υποθέσουμε ότι η Πλεύση Ελευθερίας θα παγιωθεί στη δεύτερη θέση, και ότι αυτή δεν αποτελεί ένα συγκυριακό φαινόμενο λόγω της εκτόξευσης των ποσοστών της χάρη στον «δυναμικό» χειρισμό του εγκλήματος των Τεμπών.
Αρκετοί έχουν την εντύπωση πως αν στη θέση του επανεκλεγέντος στην ηγεσία του ΠΑΣΟΚ Νίκου Ανδρουλάκη εκλεγόταν κάποιο άλλο πρόσωπο από τους διεκδικητές το κόμμα θα κατάφερνε καλύτερες δημοκοπικές επιδόσεις. Δεν υπάρχει κανένα απολύτως στοιχείο, ούτε καν μια ένδειξη, που να επιβεβαιώνει κάτι τέτοιο, ακόμα και αν αφορά τον δήμαρχο της Αθήνας, τον οποίο πολλοί θεώρησαν ιδανικό άνθρωπο για να ενώσει κυρίως τους δυο μεγαλύτερους εκφραστές της κεντροαριστεράς. Ο Χ. Δούκας, με τη βιασύνη και την υπέρμετρη φιλοδοξία του να διεκδικήσει, εκτός από τον δήμο, και την ηγεσία του ΠΑΣΟΚ, ουσιαστικά «κάηκε». Το πρόβλημα της αδυναμίας του ΠΑΣΟΚ να ανακάμψει σημαντικά δεν είναι πρόβλημα ηγεσίας αλλά της εικόνας που έχουν διαμορφώσει γι’ αυτό οι ευρύτερες μάζες και δημιουργήθηκε στα χρόνια που κυβέρνησε.
Το πρόβλημα του ΣΥΡΙΖΑ έχει ακόμα πιο απλές απαντήσεις. Η αξιοπρεπής ήττα του 2019 δεν συνοδεύτηκε με αυτοκριτική και αναζήτηση των αιτίων. Όσα ακολούθησαν με την έλευση και αποκαθήλωση Κασσελάκη με μεθόδους που θα ζήλευε ο Στάλιν ολοκλήρωσαν την απαξίωση του κόμματος. Οι δημοσκοπήσεις είναι δηλωτικές της κατάστασης.
Με άλλα λόγια, η κεντροαριστερά στην Ελλάδα πλήρωσε το ότι εγκατέλειψε τους μη προνομιούχους, ό,τι ακριβώς συνέβη σε πολλές χώρες της Ευρώπης. Οι μη προνομιούχοι στράφηκαν σε λαϊκίστικα, ακόμα και ακροδεξιά μορφώματα, τα οποία θεώρησαν ότι μιλάνε γι’ αυτούς. Ο Ντιντιέ Εριμπόν το περιέγραψε πολύ γλαφυρά: «Ή έννοια της κυριαρχίας και η ιδέα μιας δομικής αντίθεσης ανάμεσα σε κυρίαρχους και κυριαρχούμενους εξαφανίστηκε από το πολιτικό τοπίο της επίσημης αριστεράς».
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.